«Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια.»
Στις 4 Ιουλίου 1824 η αρμάδα του Ιμπραήμ με 17.000 άνδρες απέπλευσε με προορισμό την Κρήτη. Το επιτελείο του αποτελείτο αποκλειστικά από γάλλους αξιωματικούς, με επικεφαλής των συνταγματάρχη Ντε Σεβ, που έλαβε τον τίτλο του Πασά με το όνομα Σολεϊμάν. Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε τη συνδυασμένη επίθεση του Τουρκικού και Αιγυπτιακού στόλου στα επαναστατημένα νησιά του Αιγαίου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για απόβαση στην Πελοπόννησο. Έτσι, ο τουρκικός στόλος κατέστρεψε τα Ψαρά (20 Ιουνίου 1824), ενώ ο αιγυπτιακός προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Σάμο, αφού συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον ελληνικό στόλο στη Ναυμαχία του Γέροντα (28 Αυγούστου 1824). Τότε, ο Ιμπραήμ αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στη Σούδα και να επαναλάβει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις την άνοιξη του 1825. Από την άλλη πλευρά, ο ελληνικός στόλος αδρανούσε, λόγω έλλειψης χρημάτων, αλλά και του αδελφοκτόνου σπαραγμού.
Ο Ιμπραήμ επέσπευσε την απόβαση στην Πελοπόννησο, όταν πληροφορήθηκε την εμφύλια διαμάχη που μαίνονταν στην περιοχή. Στις 26 Φεβρουαρίου 1825 αποβιβάστηκε ανενόχλητος στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 400 ιππείς και κατέλαβε το κάστρο της πόλης. Τις επόμενες μέρες ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις και ο συνολικός αριθμός του πεζικού του έφθασε τις 15.000. Μέχρι τα τέλη Απριλίου είχε καταλάβει τα στρατηγικά κάστρα της Κορώνης και της Πύλου (Νεόκαστρο), αφού προηγουμένως είχε νικήσει τους Έλληνες στα Κρεμμύδια (7 Απριλίου 1825). Οι επαναστάτες αφυπνίστηκαν, έστω και καθυστερημένα. Άφησαν κατά μέρος τις διαφορές τους και προσπάθησαν να προβάλλουν αποτελεσματική αντίσταση με ηγέτη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που εν τω μεταξύ είχε αποφυλακιστεί.
Το επόμενο απόσπασμα του Στρατηγού Μακρυγιάννη αναφέρεται στα γεγονότα που ακολούθησαν την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Δ.Τ.
«Διορίζεται ὁ Κουντουργιώτης, διορίζει καὶ τὸν Σκούρτη τὸ Νυδραῖον ἀρχιστράτηγόν του, κι᾿ ὅσο ἤξερε ὁ ἕνας ἤξερε κι᾿ ὁ ἄλλος ἀπὸ πόλεμον. Τότε μπῆκαν σὲ δυσαρέσκεια ὅλοι οἱ σημαντικοὶ ἀρχηγοὶ ὁποῦ ῾ταν ἐκεῖ, ὁποῦ εἴδανε τὸ Σκούρτη ἀρχιστράτηγον ἀπάνου– εἰς τὸν Καρατάσιον, εἰς τὸν Καραϊσκάκη, εἰς τὸν Χατζηχρῆστο, εἰς τὸν Τζαβέλα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. Ὁ Κουντουριώτης, κουτός, ἀφοῦ εἶδε ὁποῦ ῾ναι αὐτὸς ἀμαθὴς ἀπὸ αὐτά, ἀντὶς νὰ βάλῃ ἀρχηγὸν νὰ σώση τὴν πατρίδα κι᾿ αὐτὸς νὰ δοξαστῆ, κατὰ δυστυχίαν ἀπὸ τὸ «ὅμως» δὲν ξέρει ἄλλο, καὶ ἔβαλε τὸν Σκούρτη νὰ διοικήσῃ καὶ νὰ ὁδηγήσῃ καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς ξηρᾶς ὁ θαλασσινός, ἁπλὸς ἀξιωματικὸς – οὔτε καὶ τῆς θάλασσας τὸν πόλεμον δὲν τὸν γνώριζε καλά. Ἔλεγε τῶν στεργιανῶν, «Ὄρτσα, πότζα!» Ἐκεῖνοι ἔλεγαν «Τί λέγει αὐτός, γαμῶ τὸ καυλί τ᾿ ;» Τέλος πάντων ὁ πατριωτισμὸς ὅλων αὐτεινῶν καὶ τῆς συντροφιᾶς τους, ἡ ψύχωση τῆς φατρίας καὶ ἡ διαίρεση κι᾿ ὁ ἐνφύλιος πόλεμος καὶ ἡ διχόνοια τῶν μεγαλοκέφαλων Κωλέτη καὶ Μαυροκορδάτου, διὰ νὰ μὴν δοξαστῆ ὁ ἕνας καὶ χάση ὁ ἄλλος, καὶ τὸ «ὅμως» τοῦ Σκούρτη καὶ τὸ «καυλί» τῶν Ρουμελιώτων – ὁ Μπραΐμης μπῆκε στὴ Πελοπόννησο καὶ τὴν ἔκαμε γῆ Μαδιὰμ ὄχι ἀπὸ τὴν παληκαριὰ τῶν Ἀράπηδων, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁποῦ λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ἀσκέρια, τὸ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων, Ρουμελιῶτες, Πελοποννήσιοι – ὕστερα βγάλαν καὶ τοὺς ἀρχηγούς τους ἀπὸ τὴ Νύδρα – Σπαρτιάτες κι᾿ ἀπ᾿ ἄλλα μέρη, ὅλοι αὐτεῖνοι κάθονταν εἰς τὶς Χῶρες καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα χωριὰ καὶ τρώγαν ἀρνιὰ καὶ κόττες, κι᾿ ὁ Ἀράπης ὅταν τοὺς εὕρισκε τοὺς ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αὐτὰ κάνει ἡ διαίρεση καὶ ἡ διχόνοια.»
Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα. Βιβλίον Α’. Κεφ. 7.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/304