Εθνικισμός ανάμεσα σε ριζοσπαστικοποιημένη παράδοση και μαζικοδημοκρατικό εκσυγχρονισμό.
Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης
Οι ρωμαλέοι και μαχητικοί εθνικισμοί που ξεπετάχτηκαν από τα ερείπια της σοβιετικής αυτοκρατορίας προκάλεσαν σε πολλούς στη Δύση απορία και αμηχανία. Η μακρά εμβριθής απασχόληση με τη μαζική κατανάλωση και η αντίστοιχη εκλέπτυνση των ηθών και των ψυχών διαμόρφωσαν βαθμηδόν εδώ μιαν άλλη αντίληψη για τον προορισμό του ανθρώπου επί της γης, έτσι ώστε δεν μπορούσε πια κανείς να καλοκαταλάβει πώς είναι δυνατό πολιτισμένα όντα να ενθουσιάζονται για κάτι τόσο πρωτόγονο όσο το έθνος. Σ’ αυτό προστέθηκε κι ένα αίσθημα αόριστης και εν μέρει ανεξομολόγητης ανησυχίας, γιατί μπροστά σε μια τέτοια έκρηξη παθών, τα οποία από καιρό θεωρούνταν ξεπερασμένα, αναγκαστικά γεννήθηκαν αμφιβολίες ως προς το κοινό μέλλον, δηλ. ανέκυψε το ερώτημα μήπως οι δυτικές, και μάλιστα οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες θα μπορούσαν κι αυτές να υποτροπιάσουν.
Ακόμα και οι φυσιολογικοί, ας πούμε συζυγικοί, καυγάδες ανάμεσα στα δυτικά έθνη παρακολουθούνται από δω κι εμπρός με τέτοιες κρυφές σκέψεις, και πολλοί αρχίζουν κιόλας να θεωρούν επισφαλείς τους εν τω μεταξύ δημιουργημένους διεθνείς θεσμούς και να αναρωτιούνται κατά πόσον είναι ανεπίστροφη η κατεύθυνση που ακολουθήθηκε ή κατά πόσο μπορεί να ολοκληρωθεί το κοινό έργο. Άλλωστε η απόπειρα να τεθούν τελειωτικά ad acta οι δυτικοευρωπαϊκοί εθνικισμοί με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στηριζόταν σε ιδιαίτερες πολιτικές προϋποθέσεις, δηλ. έκτος από την αύξουσα συγχώνευση δυναμικών οικονομιών υπήρχε για πρώτη φορά ένας κοινός εχθρός όλων των δυτικοευρωπαϊκών εθνών, απ’ τον όποιο φαινόταν να εκπορεύεται απειλή κατά πολύ μεγαλύτερη από την αμοιβαία τους δυσπιστία, και υπήρχε επίσης η αμερικανική πολιτική και στρατιωτική σκέπη. Μετά την έκλειψη των δύο τελευταίων προϋποθέσεων θα μπορούσε ίσως και η πρώτη να αποδειχθεί εύθραυστη ή τουλάχιστο δευτερεύουσα από πολιτική άποψη. Τέτοιες αμφιβολίες για την έκβαση των δυτικοευρωπαϊκών πραγμάτων, έστω κι αν καταστέλλονται εν μέρει, ωστόσο συχνά εμφιλοχωρούν στον διαπρύσιο ή σιωπηρό φόβο μπροστά στον ανατολικοευρωπαϊκό και στον βαλκανικό εθνικισμό. Η πολιτικά και στρατηγικά απολύτως δικαιολογημένη μέριμνα για τις πιθανές αλυσιδωτές συνέπειες πολέμων ή αναταραχών σε άλλα μέρη της ηπείρου θα ήταν πάντως μικρότερη, αν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορούσε να είναι εκ των προτέρων βέβαιη για την ενότητα και την αποφασιστικότητα της δράσης της. Αντί γι’ αυτό η έλλειψη ακατάλυτης ομοψυχίας στο παρόν ζωντανεύει αναμνήσεις γύρω από τις συγκρούσεις συμφερόντων στο εθνικιστικό παρελθόν – και μάλιστα όσον άφορα στους ίδιους χώρους και στα ίδια δρώντα υποκείμενα.
Ωστόσο η ψυχολογικά ευεξήγητη προσήλωση στο παρελθόν υποβάλλει εσφαλμένες κρίσεις για τον χαρακτήρα του εθνικισμού στο παρόν. Η ερμηνεία του εθνικισμού ως μιας εισβολής του παρελθόντος στο παρόν συνδέεται πάλι συχνότατα με αντιλήψεις αντλούμενες από την ανθρωπολογία και τη φιλοσοφία της ιστορίας, οι οποίες ανάγουν την επίμονη επιβίωση του εθνικιστικού φρονήματος στην ανεκρίζωτη ανάγκη του ανθρώπου για ψυχικούς και ουσιακούς δεσμούς και για την αντίστοιχη ταυτότητα, ήτοι θεωρούν τον εθνικισμό ως φυσική και αναμενόμενη εξέγερση ενάντια στην ορθολογικότητα του εκτεχνικευμένου κόσμου και συνάμα ενάντια στη χρησιμοθηρική ορθολογικότητα του κράτους δικαίου. Άσχετα όμως από το αν κανείς συμμερίζεται και χαιρετίζει ή φοβάται και καταδικάζει την εξέγερση αυτή: για την ανάλυση της σημερινής συγκεκριμένης κατάστασης, καθώς ήδη τονίσαμε στην αρχή του προηγούμενου κεφαλαίου, ελάχιστα πράγματα κερδίζουμε, εφ’ όσον δεν εξειδικεύουμε τις ιστορικές σταθερές ή τα μακρόβια ιστορικά μεγέθη. «Ανορθολογικές» ή «ψυχικές» ανάγκες δρουν διαφορετικά σε κάθε κατάσταση και σε κάθε εποχή, γι’ αυτό και δεν είναι δυνατό ν’ αποτιμηθούν νηφάλια ως ιστορικοί και κοινωνικοί παράγοντες αν δεν τίθεται κάθε φορά το ερώτημα: με ποιο περιεχόμενο και με ποιες αντιλήψεις συγκεκριμενοποιούνται, ποιον εχθρό έχουν, ποιους σκοπούς επιδιώκουν; Δεν αρκεί η γενική αναφορά στο «έθνος» αν δεν περιγράψουμε λεπτομερέστερα τον κόσμο, μέσα στον οποίο το έθνος θέλει να σταθεί στα πόδια του, να εκδιπλώσει τις δυνάμεις του -και να ορίσει τον εαυτό του. Ακόμα και αν ορισμένα έθνη μέσα σε μακρότερα χρονικά διαστήματα συνομαδώνονται εξακολουθητικά σε φίλους και εχθρούς (περίπου) κατά το ίδιο σχήμα, πάλι πρέπει να ρωτάμε κάθε φορά εκ νέου ποιες δυνάμεις τα κινούν και να διερευνούμε τη σχέση των δυνάμεων τούτων με τις κυρίαρχες κοσμοϊστορικές τάσεις. Είναι αποδεδειγμένα εσφαλμένο να αποδίδεται η φιλία ή η έχθρα μεταξύ των εθνών σε αμετάβλητα φυλετικά δεδομένα ή σε άκαμπτα ψυχικά αρχέτυπα και να παραβλέπεται η άπειρη πλαστικότητα των συμφερόντων και των επιδιώξεων πού αδιάκοπα ορίζονται εξ αρχής· «αιώνιες έχθρες» προκύπτουν απλώς από συμφέροντα μονίμως αντίθετα.
Αν οι δυτικοί παρατηρητές δεν ήσαν ανήσυχοι και αμήχανοι για τους λόγους που αναφέραμε, θα είχαν θεωρήσει την αναβίωση του ανατολικοευρωπαϊκού και του βαλκανικού εθνικισμού ως φυσιολογικό φαινόμενο σ’ έναν αιώνα, το πρώτο μισό του οποίου βρέθηκε και στην Ευρώπη υπό τον αστερισμό του εθνικισμού, ενώ στο δεύτερο μισό του το ίδιο έγινε προ παντός στον εξωευρωπαϊκό χώρο. Αυτό βέβαια γίνεται έκδηλο μονάχα αν ξεκόψει κανείς από την ομφαλοσκοπία μιας Ευρώπης που θα ήθελε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως υπερεθνική ενότητα, αν φέρει στον νου του την πλανητική διάσταση και αν απλούστατα καθίσει και μετρήσει πόσα κυρίαρχα κράτη υπήρχαν πριν από σαράντα μόλις χρόνια σε σύγκριση με σήμερα. Το πλήθος των νεότευκτων κρατών απλώθηκε σπρωγμένο από ένα τεράστιο εθνικιστικό κύμα πάνω στην αφρικανική και στην ασιατική ήπειρο, και πολλά απ’ τα κράτη αυτά ήσαν αποτέλεσμα μακρών και πολυαίμακτων αγώνων, στην πορεία των οποίων εδραιώθηκαν εθνικές συνειδήσεις. Μια πρόσβαση για να κατανοήσουμε τον ιστορικό χαρακτήρα αυτού του εθνικισμού μας προσφέρεται αν εντοπίσουμε τη θεμελιώδη διαφορά του από τον ευρωπαϊκό αστικό εθνικισμό του 19ου αιώνα, ο οποίος αναπτύχθηκε κάτω από την πρώιμη ή όψιμη επίδραση της γαλλικής Επανάστασης. Η Επανάσταση συγκρότησε το έθνος με τα πολιτικά συνθήματα της ελευθερίας και της ισότητας, που in concrete σήμαιναν ότι ο εθνικός χώρος έγινε ομοιογενής χάρη στον παραμερισμό των προνομίων της αριστοκρατίας και του κλήρου καθώς και της τοπικής-φεουδαλικής αυτονομίας. Ώστε ο αστικός εθνικισμός, καθώς στρεφόταν εναντίον των χωριστικών και τοπικιστικών αυτών τάσεων, αποτελούσε μια κατάκτηση προς τα μέσα, μια κατάληψη του εθνικού χώρου από κοινωνικές δυνάμεις με τη βούληση και την ικανότητα να εθνικοποιήσουν τον χώρο αυτόν, δηλ. να τον ενοποιήσουν πολιτικά, οικονομικά και νομοθετικά. Ασφαλώς η εσωτερική ενοποίηση του εθνικού χώρου έκανε τα εξωτερικά του σύνορα αδρότερα. και αυτό συνεπέφερε συγκρούσεις με γειτονικά κράτη, είτε αυτά ήσαν απολυταρχικά είτε εθνικοφιλελεύθερα. Όμως το ιστορικό κέντρο βάρους του αστικού εθνικισμού δεν εντοπιζόταν στις συγκρούσεις αυτές, που πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως (αναπόδραστες) παρενέργειες του, παρά στην κατάκτηση του εκάστοτε διαθέσιμου εσωτερικού χώρου, έτσι ώστε τούτος εδώ να μεταβληθεί σε χώρο ομοιογενή.
Οι προτεραιότητες αντιστράφηκαν στους αντιαποικιακούς εθνικισμούς του 20ού αιώνα. Όχι ότι εδώ δεν εκδηλώθηκαν ενοποιητικές προσπάθειες στρεφόμενες προς τον εσωτερικό χώρο· απεναντίας, τέτοιες προσπάθειες αναλήφθηκαν με μεγάλη ενεργητικότητα από μερικούς εθνικισμούς, προ παντός όσους είχαν κομμουνιστικό προσανατολισμό, όμως μπορούσαν και να ατονήσουν λίγο-πολύ, όταν επί κεφαλής του εθνικιστικού κινήματος βρίσκονταν πατριαρχικές-παραδοσιακές δυνάμεις.
Ενώ λοιπόν ο ευρωπαϊκός εθνικισμός του 19ου αιώνα είχε έναν ορισμένο κοινωνικό φορέα, δηλ. την αστική τάξη (ακόμα και σε χώρες όπως π.χ. η Γερμανία, όπου το εθνικό ζήτημα λύθηκε έτσι ή αλλιώς με την πολιτική δράση μιας πτέρυγας των συντηρητικών δυνάμεων, αυτό έγινε κάτω από την πίεση του αστικού προγράμματος και για να κοπούν τα φτερά της αστικής τάξης), την εκάστοτε πολιτική καθοδήγηση των εθνικισμών του 20ού αιώνα την ανέλαβαν πολύ διαφορετικά στρώματα και ποικίλες ελίτ. Γιατί τώρα το βασικό πρόβλημα και η κύρια επιδίωξη διέφεραν, ήτοι το (πρωταρχικό) μέλημα δεν ήταν η κατάκτηση του εσωτερικού εθνικού χώρου, παρά η ανεξαρτησία προς τα έξω ενάντια σ’ έναν ξένο κυρίαρχο ή πάντως η ελευθερία κινήσεων στην εξωτερική πολιτική ενάντια σ’ έναν απειλητικό γείτονα. Εθνικισμός ήταν στο έξης κατά πρώτο λόγο η προσπάθεια να καταλάβει το εκάστοτε έθνος μιαν εδραία και αδιαμφισβήτητη θέση μέσα στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία. Με δεδομένη την πυκνότητα, την οποία είχε στο μεταξύ προσδώσει στην πλανητική πολιτική ο ιμπεριαλισμός, ο εθνικισμός ήταν υποχρεωμένος να προσαρμοσθεί στον χαρακτήρα της πλανητικής πολιτικής. Από δω κι εμπρός η συγκρότηση του έθνους σε ανεξάρτητο κράτος αποτελούσε τη μοναδική δυνατότητα συμμετοχής του σε μια παγκόσμια κοινωνία, από την οποία κανείς δεν μπορούσε να μείνει απ’ έξω χωρίς μακροπρόθεσμα να διαπράξει πολιτική και οικονομική αυτοκτονία.
Στην προοπτική αυτή κατανοούνται καλύτερα οι επανεκδόσεις των ανατολικοευρωπαϊκών και βαλκανικών εθνικισμών. Εδώ δεν τίθεται θέμα ομοιογένειας του εθνικού χώρου -εφ’ όσον μάλιστα ή κομμουνιστική κυριαρχία όχι μόνο την πραγματοποίησε, αλλά και επί πλέον άσκησε επίδραση ισοπεδωτική, κατακερματίζοντας την κοινωνία σε άτομα-, παρά βασική μέριμνα είναι ή άμεση και κατά το δυνατόν πλεονεκτική ένταξη στην παγκόσμια κοινωνία.
Η κατάτμηση πολυεθνικών κρατών σε εθνικά κράτη συνδέεται ακριβώς με τούτη τη μέριμνα: κάθε έθνος θέλει να πραγματοποιήσει την παραπάνω ένταξη αυτοτελώς, δηλ. θέλει να αναλάβει μόνο του την εκπροσώπηση των συμφερόντων του πιστεύοντας ότι χάρη στην άμεση επαφή με τα υπόλοιπα μέλη της παγκόσμιας κοινωνίας θα μπορούσε να πετύχει περισσότερα για τον εαυτό του -κι επί πλέον ότι η οικονομική του αυτοδιάθεση, δηλ. ο τερματισμός της πραγματικής ή υποτιθέμενης εκμετάλλευσης από ένα ξένο έθνος, θα επιτρέψει την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων του. Ως προς την τελευταία αυτή επιδίωξη οι εθνικισμοί τούτοι μοιάζουν εν μέρει με τα αντιαποικιακά κινήματα, εφ’ όσον καταγγέλλουν ως αποικιακή την αυταρχική συμπεριφορά του ηγεμονικού έθνους μέσα στο (πρώην) πολυεθνικό κράτος. Το πόσο σύγχρονο φαινόμενο είναι η σύζευξη εθνικών-πολιτισμικών και οικονομικών αιτημάτων και το πόσο η σύζευξη αυτή εκφράζει επιθυμίες ανακατανομής και ως εκ τούτου έχει γνήσια μαζικο-δημοκρατικά κίνητρα – τούτο φαίνεται ακριβώς στο εσωτερικό μερικών μαζικών δημοκρατιών της Δύσης, όπου εθνότητες και μειονότητες ανακαλύπτουν, και κάποτε εφευρίσκουν, με μεγάλη καθυστέρηση την ταυτότητα τους, όταν ενδιαφέρονται να αποδώσουν τις ευθύνες για τη σχετική φτώχεια των περιφερειών τους στην «ξένη κυριαρχία» των μητροπόλεων απατώντας την επανόρθωση της αδικίας.
Χωρίς αμφιβολία, η εσπευσμένη αποκοπή και αυτονόμηση των εθνών στην πρώην κομμουνιστική επικράτεια σχετίζεται στενότατα με επιθυμίες ανακατανομής και προσδοκίες ευημερίας. Η πολιτική παθητικότητα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων στις αντίστοιχες χώρες υποδηλώνει ότι αυτοί θα ήσαν ευχαριστημένοι και με λύσεις (πολύ) χαλαρότερες από εθνική άποψη, αν έτσι παρεχόταν η εγγύηση ενός σημαντικά υψηλότερου βιοτικού επιπέδου. Ωστόσο οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ, οι όποιες προωθούν την εθνική υπόθεση στο προσκήνιο, επικρατούν δίχως ουσιαστική αντίσταση ακριβώς γιατί δεν διαφαίνονται άλλες εφαρμόσιμες λύσεις. Το έθνος αποτελεί την εγγύτερη ελάχιστη πολιτική μονάδα, η οποία μπορεί να διατυπώσει επιθυμίες ανακατανομής τόσο απέναντι στους χθεσινούς ομόσπονδους όσο και απέναντι στην παγκόσμια κοινωνία (οικονομική και στρατιωτική βοήθεια). Άτομα και ιδιωτικοί σύλλογοι δεν έχουν καμμιά τέτοια δυνατότητα, όποιος επομένως θέλει κάτι να ζητήσει και να πάρει, ενώ συνάμα δεν θέλει να το μοιρασθεί με άλλους, αυτός μπορεί να εμφανισθεί μονάχα ως έθνος υπό την έννοια της εγγύτερης ελάχιστης πολιτικής μονάδας. Το έθνος αποτελεί λοιπόν σήμερα τη μικρότερη δυνατή ομάδα προς επιδίωξη ενός κοινού συμφέροντος μέσα στην παγκόσμια κοινωνία -υπό τον όρο βέβαια ότι θα συγκροτηθεί ως κυρίαρχο κράτος. Η αναταραχή δεν γεννιέται απλώς και μόνον από το γεγονός ότι τα έθνη ανακάλυψαν ξανά τον εαυτό τους και θέλουν ν’ απολαύσουν ανενόχλητα την πολιτισμική τους ταυτότητα, αλλά επειδή τα έθνη πρέπει να συγκροτηθούν ως κράτη προκειμένου να επιτύχουν την, όπως ελπίζουν, τελεσφόρα και προσοδοφόρα ένταξη τους στην παγκόσμια κοινωνία (ακριβέστερα: την προσέγγιση τους στα πιο εύπορα στρώματα της).
Η αναταραχή κατά τη συγκρότηση του έθνους ως κράτους είναι πάλι αναπόφευκτη για δύο λόγους. Η ρευστότητα και η αβέβαιη έκβαση των εξελίξεων μετά την αποσύνθεση των παλιών αυτοκρατορικών ή ηγεμονικών δομών προσφέρει σε κάθε έθνος μια μοναδική ευκαιρία για ν’ απαιτήσει από τους γείτονες του ό,τι θεωρεί δικό του· άλλωστε η συνένωση όλων των εθνικών δυνάμεων ενισχύει το καινούργιο κράτος και του παρέχει μια καλύτερη αφετηρία για τη μελλοντική του δραστηριότητα μέσα στην παγκόσμια κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, η συγκρότηση του εθνικού κράτους συνυφαίνεται αναγκαστικά με τη λήψη μιας απόφασης πάνω στο ποιος θα κυριαρχεί εντός του, δηλ. ποιος θα το εκπροσωπεί και ποιος θα ερμηνεύει δεσμευτικά τη βούληση του -απόφαση που ως γνωστόν λαμβάνεται κατά κανόνα μετά από εσωτερικές διαμάχες.
Η προφανώς ακατάσχετη ροπή εθνών, τα όποια μόλις αποτίναξαν έναν αυτοκρατορικό ή ηγεμονικό ζυγό, να κατοχυρώσουν τα σύνορα και την ταυτότητα τους. όπως επίσης και τις πολιτικές και υλικές τους αξιώσεις, μέσω της οργανωτικής μορφής του κράτους, πρέπει να θεωρηθεί ως σημαντική ένδειξη για τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα του κυρίαρχου κράτους εν γένει μέσα στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής. Έθνη, τα οποία στην ώρα μηδέν είχαν την επιλογή ανάμεσα σε διάφορες δυνατότητες πολιτικής οργάνωσης. αντιπαρήλθαν χωρίς πολλά-πολλά τις ομοσπονδιακές και υπερεθνικές γενικά λύσεις δίνοντας την προτίμηση τους στο κυρίαρχο κράτος. Εύγλωττο είναι επί πλέον το γεγονός ότι τα έθνη αυτά ταυτόχρονα διακήρυξαν την πίστη τους στις αρχές του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όμως μ’ αυτόν τον τρόπο δεν ήθελαν να επιχειρήσουν κάτι που θα οδηγούσε εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην υπέρβαση του κυρίαρχου κράτους ως μορφής της πολιτικής τους οργάνωσης, παρά χρησιμοποιούν τούτη τη διακήρυξη για να πετύχουν κατά το δυνατόν ταχύτερα και ευκολότερα τον σκοπό τους. δηλ. την ένταξη τους στην παγκόσμια κοινωνία. Βέβαια. ως προς το σημείο αυτό δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τον ρόλο που έπαιξε μια δίψα ελευθερίας καταπιεσμένη από καιρό, ωστόσο ο γενικός προσανατολισμός του ανατολικοευρωπαϊκού και του βαλκανικού εθνικισμού προς την κατεύθυνση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οφείλεται πρωταρχικά στο ότι ο εχθρός, δηλ. η αυτοκρατορική η ηγεμονική δύναμη, λίγο γνοιαζόταν για ανθρώπινα δικαιώματα με τη δυτική έννοια του όρου. Έτσι, ενάντια στον προλεταριακό του διεθνισμό, ο όποιος επικάλυπτε την αυτοκρατορική ή ηγεμονική του αξίωση, επιστρατεύθηκε ο εθνικισμός, ενώ εναντίον της ολοκληρωτικής ή δεσποτικής του πρακτικής επιστρατεύθηκε ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η συγκρότηση του έθνους ως κράτους και η υιοθέτηση του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθιστούν από κοινού δυνατή την εισδοχή των νικημένων του Ψυχρού Πολέμου σε μια παγκόσμια κοινωνία, στην οποία, όπως είναι ευνόητο, κυριαρχεί η ιδεολογία του νικητή.
Αν αντιληφθούμε την πολυεπίπεδη εσωτερική λογική της υιοθέτησης του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέρους των καινούργιων ευρωπαϊκών (και ευρασιατικών) κρατών, τότε δεν θα καταπλαγούμε από πιθανότατες μελλοντικές εξελίξεις στον χώρο τους. Πρώτα-πρώτα, σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να αναμένεται η μερική μόνον εφαρμογή των άρχων του στην πολιτική πρακτική, η οποία θα τραβήξει μάλλον προς την κατεύθυνση ενός αυταρχικού ψευδοκοινοβουλευτισμού. Όμως ακόμα σημαντικότερο είναι το έξης. Αν η υιοθέτηση των άρχων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κοινοβουλευτισμού κτλ. συνδέεται με την επιθυμία και την προσδοκία της γρήγορης συμμετοχής στην ευημερία και στην ελευθερία της Δύσης, τότε η αποτυχία της επιδίωξης αυτής θα μεταβάλει αναγκαστικά τη θετική τοποθέτηση απέναντι στη Δύση και την ιδεολογία της. Η σχέση των εθνών αυτών προς τη Δύση σκιάζεται εξ αρχής με μιαν αμφιλογία και βαρύνεται με μιαν επιφύλαξη, επειδή η πρακτική τους επιτυχία είναι αβέβαιη. Αμφίλογη, αν και με διαφορετική κάθε φορά έννοια, είναι και η σχέση εκείνων των εθνών προς τη Δύση, τα όποια ή συγκροτήθηκαν ως κράτη όχι με την απελευθέρωση τους από έναν κομουνιστή κυρίαρχο, αλλά ακριβώς μέσα από τον αγώνα τους εναντίον της Δύσης ή εν πάση περιπτώσει αισθάνονται να βρίσκονται σε αντίθεση προς τη Δύση και τις δυτικές αξίες. Εδώ πάλι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο βασικούς τύπους. Το μεγαλύτερο έθνος του κόσμου, το κινεζικό, εξακολουθεί να αντιπαρατίθεται στη Δύση με την κομμουνιστική μεταμφίεση του εθνικισμού του. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι επιδιώκει ραγδαία και ευρεία οικονομική πρόοδο πάνω στη βάση σύγχρονης (δηλ. δυτικής) τεχνολογίας, ενώ συνάμα απορρίπτει τήν πολιτική μετουσίωση του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σ’ ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Η διαφορά της εθνικής του παράδοσης από τη δυτική υπογραμμίζεται βέβαια για ευνόητους λόγους όταν αυτό φαίνεται σκόπιμο, όμως απέναντι στη Δύση δεν επιστρατεύεται η παραδοσιολατρία ως κοσμοθεωρία και τρόπος ζωής, παρά αντίθετα η τεχνική ορθολογικότητα προωθείται ανοιχτά και προγραμματικά, παράλληλα με την κατάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών.
Αλλιώς παρουσιάζεται η άλλη αντιδυτική εκδοχή του εθνικισμού, η οποία μετά την ιρανική Επανάσταση επέσυρε τη γενική προσοχή και συχνά θεωρήθηκε ως κάτι νεοφανές, μολονότι προδρομικές μορφές της ανάμιξης παραδοσιακών, και μάλιστα μουσουλμανικών, στοιχείων με εθνικά-αντιδυτικά βρίσκουμε ήδη στον «αραβικό σοσιαλισμό» νασσερικής εμπνεύσεως καθώς και στις παραλλαγές του (π.χ. κόμματα Μπάαθ). Στην περίπτωση αυτήν, η παραδοσιολατρία δεν αποτελεί απλώς μιαν υπεράσπιση των απειλούμενων επιτόπιων ηθών και εθίμων, παρά προβάλλει επιθετικά ως κοσμοθεωρητικά θεμελιωμένη κήρυξη πολέμου ενάντια στη δυτική κοινωνία, τον τρόπο ζωής της και τις αξίες της.
Ωστόσο όποιος θέλει να αναλύσει τα τέτοια κινήματα θα έπεφτε έξω, αν από παρόμοια συνθήματα αντλούσε το συμπέρασμα ότι εδώ εκφράζεται κάποια επιθυμία παραμονής στον προδημοκρατικό και προπλανητικό κόσμο. Η παραδοσιολατρία αυτή ανοίγει με τον τρόπο της τον δρόμο για τήν ένταξη στην παγκόσμια κοινωνία, όπως σε άλλα έθνη και κάτω από άλλες συνθήκες τον ίδιο δρόμο τον ανοίγει η ομολογία πίστεως στη δυτική ιδεολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τούτο θα το κατανοήσουμε καλύτερα αν αναλογισθούμε ότι, κατά την αντίληψη των ενδιαφερομένων, ένταξη δεν σημαίνει αποδοχή με οποιοδήποτε αντίτιμο, παρά προσπάθεια για την κατάκτηση μιας θέσης όσο γίνεται πλεονεκτικότερης: έτσι εξηγείται ο εθνικιστικός ζήλος σε έναν κόσμο όπου η πυκνότητα, την οποία προσέλαβε εν τω μεταξύ η πλανητική πολιτική, δεν επιτρέπει πια τον μακροπρόθεσμο πολιτικό μοναχισμό.
Τα διόλου παραδοσιολατρικά αποτελέσματα της παραδοσιολατρίας γεννιούνται από τη ριζοσπαστικοποιησή της. Βέβαια, τη δυνατότητα μιας τέτοιας ριζοσπαστικοποίησης μπορούμε να την κατανοήσουμε μόνον αν αφήσουμε στην άκρη την προσφιλή αντίληψη των συντηρητικών, ότι δηλ. η παράδοση είναι κάτι σαν υπερπροσωπική υπόσταση, η οποία αιωρείται πάνω από λαούς και άτομα και δεν υποκύπτει σε αυθαίρετες αποφάσεις τους. Κάθε άλλο. Οι παραδόσεις, προ παντός στον σύγχρονο κόσμο, υπάρχουν και δρουν σύμφωνα με την ερμηνεία συγκεκριμένων φορέων, κατασκευάζονται με βάση υλικά ήδη υφιστάμενα, αλλά επίσης ελεύθερα επεξεργασμένα ή και φανταστικά, και τέλος επιστρατεύονται εναντίον άλλων παραδόσεων ή άλλων ερμηνειών της παράδοσης. Το πρώτο βήμα προς τη ριζοσπαστικοποιησή της παράδοσης συντελείται όταν εκείνος, ο οποίος ερμηνεύει δεσμευτικά την παράδοση, εκπροσωπεί τη γνώμη ότι η παράδοση δεν είναι νεκρό παρελθόν παρά ζωντανό παρόν κι ότι όποιος θέλει να ζήσει σύμφωνα με την παράδοση οφείλει να μην ξεκόψει από τον σημερινό κόσμο και να μην ανασυστήσει με σχολαστική ακρίβεια το παρελθόν για να φωλιάσει και πάλι εκεί, παρά πρέπει να εγκύψει στην παράδοση για να βρει μέσα της την πίστη και τις οδηγίες, με τη βοήθεια των οποίων θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα του παρόντος. Η παράδοση δεν πρέπει να σημαίνει τον εγκλεισμό σε ορισμένο χρόνο και χώρο, παρά να συνιστά δύναμη στραμμένη προς τα έξω κι ικανή να δώσει κάτι παραπάνω από αγώνες οπισθοφυλακών.
Αν τώρα η παράδοση αποτελεί οδηγία για την πράξη μέσα στο παρόν και αν το παρόν, όπως είναι προφανές, κινείται σε ευρύτερους χώρους και μεγαλύτερες διαστάσεις από το παρελθόν, τότε η παράδοση υποχρεώνεται να ξεκόψει από τον παλιό της τοπικισμό και να μεταβληθεί σε ιδέα μεγάλου βεληνεκούς, ικανή να αγκαλιάσει μάζες κατά τρόπο ενιαίο. Ως τέτοια ιδέα -λ.χ. ως θρησκευτική ιδέα συνυφασμένη με έναν εθνικιστικό ακτιβισμό που στρέφεται ενάντια σ’ έναν «αθεϊστή» και «υλιστή» εχθρό- η παραδοσιολατρία γενικεύει και ενοποιεί τα αισθήματα νομιμοφροσύνης, δηλ. ανέχεται τα παρωχημένα τοπικιστικά-πατριαρχικά αισθήματα νομιμοφροσύνης μονάχα αν αυτά εκπροσωπούν μέσα στις νέες συνθήκες την ευρύτερη ιδέα, και ξυπνά τη συνείδηση της κοινότητας και της ισότητας, εφ’ όσον τώρα ή περιωπή και η θέση των ατόμων -όλων των ατόμων- καθορίζεται με βάση το νέο κριτήριο των υπηρεσιών προς την Ιδέα. Η συσπείρωση και η ομοιογένεια ανθρώπινων μαζών, η οποία επιτυγχάνεται έτσι, συνιστά την πρώτη εκσυγχρονιστική επενέργεια της ριζοσπαστικοποιημένης παραδοσιολατρίας. Μια δεύτερη έγκειται στην ικανότητα της να δίνει στις μάζες ψυχικά κίνητρα και να τις κινητοποιεί σε έκταση αδιανόητη για τις γνήσιες παραδοσιακές κοινωνίες. Η παράδοση γίνεται κίνητρο πολιτικής δράσης όταν όχι απλώς βιώνεται, παρά απαιτείται και διεκδικείται: εδώ προφανώς έχουμε να κάνουμε με δύο πολύ διαφορετικές θυμικές καταστάσεις. Η γυναίκα που διαδηλώνει για τη διατήρηση της παραδοσιακής ενδυμασίας και μαζί με άλλες γυναίκες κατεβαίνει μαχητικά στον δρόμο, δεν είναι πια η ίδια γυναίκα που ανέκαθεν φορούσε την ίδια αυτήν ενδυμασία. Ασφαλώς, η ενδυμασία της είχε πάντοτε όχι μόνο μιαν αξία χρήσεως αλλά και μιαν αξία συμβολική, όμως ενώ προηγουμένως συμβόλιζε λ.χ. την παραδοσιακή θέση της γυναίκας απέναντι στον άνδρα, τώρα σκοπεύει απεναντίας να συμβολίσει κατά πρώτο λόγο ότι η γυναίκα που τη φορεί θέλει να δηλώσει επιδεικτικά την αντίθεση της προς έναν ξένο πολιτισμό – και όχι πια οπωσδήποτε ότι αποδέχεται την κοινωνική υπεροχή του άνδρα. Καθώς λοιπόν η παράδοση διεκδικείται μαχητικά και δεν βιώνεται σύμφωνα με μιαν ερμηνεία της που έγινε αυτονόητη, το περιεχόμενο και η πολεμική αιχμή των συμβόλων της αλλάζουν, η τροποποίηση ή και αντιστροφή του παλιού περιεχομένου συντελείται λαθραία ακριβώς στο όνομα της πεισματικής υπεράσπισης «της» παράδοσης. Έτσι η ερμηνεία της παράδοσης αποκτά σημασία μεγαλύτερη από τα πραγματικά υπολείμματα της παράδοσης. Το σημείο αυτό παρουσιάζει εξαιρετική ψυχολογική σπουδαιότητα για την εκδίπλωση της διαδικασίας του εκσυγχρονισμού υπό την αιγίδα της ριζοσπαστικοποιημενης παραδοσιολατρίας. Μια τέτοια συγκεκαλλυμένη εκδίπλωση συνεπάγεται βέβαια και αναστολές, ταυτόχρονα προσφέρει όμως σημαντική ψυχική αποφόρτιση, η οποία σε ορισμένες καταστήσεις συνιστά ανάγκη εντονότερη από την έλλειψη αναστολών. Τα εκσυγχρονιστικά στοιχεία υιοθετούνται πολύ ευκολότερα κάτω από την παραδοσιακή τους μεταμφίεση, χωρίς να δημιουργείται το ταπεινωτικό αίσθημα ότι πιθηκίζει κανείς τη μισητή Δύση ή προδίδει τη δική του ταυτότητα, ενώ η εντύπωση ότι έτσι κι αλλιώς δεν ξέκοψε ποτέ από την παράδοση του τον προστατεύει από απογοητεύσεις αν αποδειχθεί ότι η προσπάθεια εκσυγχρονισμού απέτυχε.
Τούτες οι παρατηρήσεις μάς φέρνουν σε μια τρίτη εκσυγχρονιστική πλευρά της ριζοσπαστικοποιημενης παραδοσιολατρίας, η οποία έχει για το μέλλον της τελευταίας σημασία όχι μικρή. Άλλωστε η πλευρά αυτή αποτελεί καθ’ έαυτήν μιαν εύγλωττη απόδειξη του ότι η ριζοσπαστικοποιημένη παραδοσιολατρία είναι μια ανεσταλμένη και μεταμφιεσμένη διαδικασία εκσυγχρονισμού κάτω από την πίεση μιας πολύ πυκνής πλανητικής πολιτικής κι όχι στείρα «αντίδραση» με την τρέχουσα έννοια.
Είναι οφθαλμοφανές γεγονός ότι ούτε στη θεωρία ούτε και στην πράξη της (στην πράξη της μάλιστα ακόμα λιγότερο απ’ όσο στη θεωρία της) δεν απορρίπτεται απερίφραστα η σύγχρονη βιομηχανία και τεχνική ούτε επιδιώκεται η επιστροφή σε προβιομηχανικές μεθόδους του οικονομείν. Στο νευραλγικό αυτό πεδίο η ριζοσπαστικοποιημένη παραδοσιολατρία δεν επιτρέπει στον εαυτό της ούτε τρέλες ούτε ψευδαισθήσεις σχετικά με το πολιτικό βάρος και το πεπρωμένο ενός έθνους, το όποιο για να διαφυλάξει τίς παραδόσεις του θα παραιτούνταν συνειδητά και προγραμματικά από τα μέσα της σύγχρονης τεχνικής και βιομηχανίας. Αλλά σύμφωνα με την εσωτερική λογική της ιστορικής κίνησης η χρήση σύγχρονων μέσων αποδεικνύεται καθοριστικότερη από την προπαγάνδιση παραδοσιολατρικών σκοπών. Ακριβώς η αναπόφευκτη καθημερινή επαφή με τα μέσα, ο καταμερισμός της εργασίας και οι αντίστοιχες ανθρώπινες σχέσεις διαμορφώνουν μακροπρόθεσμα το κοινωνικό σύνολο. Η ένταξη όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού σε σύγχρονες οικονομικές σχέσεις ή σε σύγχρονους στρατούς θα συνεπιφέρει αναγκαστικά την ανάπλαση του χωριού, της φυλής, της πατριός και της οικογένειας, και έστω κι αν πολλές προσόψεις παραμείνουν αλώβητες για λόγους πολιτικού συμβολισμού ή προβολής της αντιδυτικής ταυτότητας, ωστόσο η λειτουργία τους δεν θα είναι πια η ίδια. Αν λειτουργήσουν οι μηχανισμοί της ψυχολογικής αποφόρτισης, για τους όποιους μιλήσαμε προηγουμένως, τότε η διαδικασία του εκσυγχρονισμού μπορεί να προχωρήσει πολύ χωρίς οι πλείστοι άνθρωποι να νιώσουν κάποια αφόρητη αντίφαση ανάμεσα σε μέσα και σκοπούς ή ανάμεσα σε εκσυγχρονιστική πράξη και παραδοσιολατρική ιδεολογία.
Συμβολικές πράξεις, όπως η τακτική επιδεικτική προσευχή των ευσεβών ή το εξ ίσου επιδεικτικό κόψιμο του χεριού του κλέφτη, ίσως να εκτελούνται μέσα στην αναζήτηση υπεραναπληρώσεων τόσο πιο επίμονα, όσο περισσότερο επιτελείται ο πολιτικός εκσυγχρονισμός με τη μορφή της μαζοποίησης και ο οικονομικός με τη μορφή του προηγμένου καταμερισμού της εργασίας. Δεν θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά μετά την έναρξη της βιομηχανικής εποχής, όπου κινήματα εμφανιζόμενα στο προσκήνιο με παραδοσιολατρικά συνθήματα άσκησαν ραγδαίο εκσυγχρονισμό. Η κενολογία «αίμα και χώμα» δεν εμπόδισε λ.χ. τους εθνικοσοσιαλιστές να προωθήσουν την τεχνική-βιομηχανική εξέλιξη και να αραιώσουν ανενδοίαστα τις τάξεις των αγροτών.
Είτε ως μίμηση της Δύσης είτε ως παραδοσιολατρική άρνηση της, ο σημερινός εθνικισμός, ο όποιος θέλει, και αναγκάζεται, να συμμετάσχει στο πλανητικό γίγνεσθαι, ακολουθεί από διάφορους ευθείς και πλάγιους δρόμους τη μαζικοδημοκρατική λογική κι έχει σε τελευταία ανάλυση μαζικοδημοκρατικούς σκοπούς. Όπως ήδη παρατηρήσαμε κατά πάσα πιθανότητα θα διαμορφωθούν στο μέλλον διαφορετικοί τύποι μαζικής δημοκρατίας, οι οποίοι θα αποκλίνουν από τον -ήδη πολυσχιδή- δυτικό τύπο. Από την άποψη αυτή δεν είναι αδιάφορο αν ένα έθνος θεωρεί τον εαυτό του ως εκσυγχρονιστικό ή παραδοσιολατρικό, αλλά από την άλλη μεριά δεν πρέπει και να αναμένει κανείς ότι ο σημερινός εθνικισμός θα στηριχθεί σε επιτεύξεις χαρακτηριστικές για το παρελθόν.
Προ παντός θα απογοητευθούν όσοι από την «αναβίωση των εθνικισμών» περιμένουν μια νέα δημιουργική εποχή των εθνικών πολιτισμών στην ατομικότητα τους. Ο «πολιτισμός» εν γένει και καθ’ εαυτόν ήταν αστική αξία και ο «εθνικός πολιτισμός» ήταν ο πολιτισμός στην προοπτική του αστικού εθνικισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έννοια του εθνικού πολιτισμού θα επιβιώσει ακόμα για καιρό, επειδή προφανώς θα εξακολουθήσει να εκπληρώνει νομιμοποιητικές λειτουργίες και θα χρειάζεται ως όπλο προς τα έξω και ως παράγοντας συγκρότησης μιας ταυτότητας στο εσωτερικό. Μπορούμε μάλιστα να προβλέψουμε ότι υπό ορισμένες συνθήκες θα γεννηθούν ολόκληρες εθνικιστικές μυθολογίες και αυτάρεσκες συλλογικές εποποιίες. Όμως όλα αυτά δεν σημαίνουν από μόνα τους πολιτισμική δημιουργικότητα. Στη μαζικοδημοκρατική εποχή, και μάλιστα ήδη από τον καιρό της μεγάλης στροφής γύρω στο 1900 τα μεγάλα ζητήματα του περιεχομένου και της μορφής τίθενται στο επίπεδο της παγκόσμιας κοινωνίας – και μονάχα ζητήματα που τίθενται εδώ εμπνέουν σήμερα αληθινά δημιουργική δραστηριότητα. Όσον καιρό κι αν μηρυκάζει ακόμη ο καθένας τον δικό του εθνικό πολιτισμό, ως αποκλειστικά εθνικός πολιτισμός αυτός δεν θα είναι παρά couleur locale, «ενδιαφέρουσα» ιδιαιτερότητα ή αξιοθέατο μέσα στο παρδαλό πάνθεο ή πανδαιμόνιο της μαζικοδημοκρατικής παγκόσμιας κοινωνίας. Σε κανένα άλλο παράδειγμα δεν διαφαίνεται τόσο καθαρή αυτή η τάση όσο στην αδυναμία του παραδοσιολατρικού εθνικισμού να εμμείνει στα αμιγή παραδοσιακά στοιχεία και μόνον σ’ αυτά.
Κλείνοντας, οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή σε δύο ακόμη πιθανές λειτουργίες του σημερινού εθνικισμού. Η ενδεχόμενη γέννηση ή διόγκωση εθνικιστικών μυθολογιών, στην οποία μόλις αναφερθήκαμε, θα μπορούσε εν μέρει να χρησιμεύσει ως υποκατάστατο των αρτιθάνατων, μεγαλεπήβολων και φιλοσοφικοϊστορικά θεμελιωμένων ουτοπιών, ήτοι θα μπορούσε να παραγάγει ένα είδος βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων ουτοπιών. Αν μάλιστα ρωμαλέοι εθνικισμοί ιδιοποιούνταν μιαν υπερεθνική, π.χ. θρησκευτική ιδέα και την εκπροσωπούσαν με αξιώσεις αποκλειστικότητας, τότε ο βραχυπρόθεσμος ή μεσοπρόθεσμος χιλιασμός θα μπορούσε να τεθεί στην υπηρεσία των ηγεμονικών φιλοδοξιών μεσαίων ή μειζόνων Δυνάμεων. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει βέβαια να αναμένεται ένας κατακερματισμός των φορέων και των ερμηνειών της εκάστοτε υπερεθνικής ιδέας. Από την άλλη πλευρά, αν επιτεινόταν η σπάνη των αγαθών σε πλανητικό επίπεδο, ο εθνικισμός θα συνέβαλε κι αυτός στο να πάρει η πολιτική βιολογικό χαρακτήρα. Ενδεχόμενη στενότητα στην κατανομή των αγαθών θα βάθαινε αναγκαστικά τα σύνορα ανάμεσα στις συνομαδώσεις της παγκόσμιας κοινωνίας -όσον καιρό τουλάχιστο δεν θα κατέληγε στον αγώνα των πάντων εναντίον των πάντων- και πιθανώς να έκανε τήν εθνικότητα, με τη φυλετική της έννοια, αποφασιστικό κριτήριο διαχωρισμού και ταξινομήσεων.
Στην προοπτική αυτή είναι πράγματι εύγλωττο και διδακτικό το γεγονός ότι οι συνομαδώσεις, οι όποιες για πρώτη φορά προβάλλουν σήμερα υπό μορφή κρατών στη σκηνή της πλανητικής πολιτικής προκειμένου να υπερασπίσουν τα συμφέροντα τους στον αρχόμενο πλανητικό αγώνα κατανομής και ανακατανομής, συγκροτήθηκαν κατά προτίμηση και σχεδόν αυθόρμητα με κριτήριο μιαν αληθινή ή υποθετική κοινότητα αίματος ως τον εγγύτερο κοινό παρονομαστή.
Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Παναγιώτης Κονδύλης. Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο. Εκδ. Ποντίκι. Αθήνα.