5 Οκτωβρίου 2019 at 23:09

Παν. Κονδύλης: Από τον οικονομικό στον βιολογικό χαρακτήρα της πολιτικής;

από

Από τον οικονομικό στον βιολογικό χαρακτήρα της πολιτικής;

Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης

Αταξία εδώ εννοούμε όχι τη φυσιολογική αταξία στους κόλπους κάθε πολιτικής τάξης, παρά τη στοιχειακή κι αχαλίνωτη· δεν γεννιέται επειδή μια παράταξη την επιδιώκει συνειδητά και επιβάλλει τη νίκη της πάνω στην τάξη. Γεννιέται προσωρινά κατά τη διάρκεια του αγώνα ανάμεσα στους εκπροσώπους δύο διαφορετικών αντιλήψεων για την «ορθή» τάξη, έως ότου οι μεν επικρατήσουν πάνω στους δε, ή επειδή οι αρχές, πάνω στις οποίες θα όφειλε να στηριχθεί η τάξη, κατά την πρακτική τους εφαρμογή συναντούν ανυπέρβλητα εμπόδια και φέρνουν στο φως μιαν εντελώς απροσδόκητη εσωτερική λογική που μπορεί ακόμα και να αντιστρέψει την ονομαστική τους αξία.

Στη σημερινή πλανητική συγκυρία υπάρχουν ενδείξεις ότι ακριβώς αυτό μπορεί να είναι το πεπρωμένο των δύο μεγάλων κατευθυντήριων γραμμών οι οποίες, όπως λέγεται, οφείλουν στο εξής να καθοδηγούν τις πράξεις όσων ασκούν την πλανητική πολιτική: τη συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία και τον οικουμενισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η στενή τους κοινωνιολογική σχέση και η κοινή τους ιστορική μοίρα, τόσο στο εσωτερικό των δυτικών μαζικών δημοκρατιών όσο και σε πλανητικό επίπεδο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σήμερα. Οι δύο επόψεις της συγχώνευσης της πολιτικής με την οικονομία -δηλ. η εξασφάλιση της στοιχειώδους διαβίωσης μεγάλων μαζών πάνω στη βάση της υψηλής τεχνολογίας και του προηγμένου καταμερισμού της εργασίας και η ανακατανομή αγαθών με σκοπό την υλοποίηση τυπικών δικαιωμάτων- θεμελιώνονται ιδεατά στον οικουμενισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο οποίος αποδίδει σε όλα τα άτομα ίση αξιοπρέπεια ανεξάρτητα από κάθε άλλη ένταξη, προσχώρηση ή ιδιότητα τους.

Τζόρτζο ντε Κίρικο. Giorgio de Chirico (10 Ιουλίου 1888 – 20 Νοεμβρίου 1978.)
Τζόρτζο ντε Κίρικο. Giorgio de Chirico (10 Ιουλίου 1888 – 20 Νοεμβρίου 1978.)

Ασφαλώς θα σκανδαλίσει κανείς τους ηθικολόγους μας (δηλ. τους Ιδεολόγους της δικής μας κοινωνίας), αν ένας κοινωνιολόγος διαπιστώσει ότι στον οικουμενισμό αυτόν αντικατοπτρίζεται ιδεολογικά τόσο ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε άτομα, ο οποίος είναι απαραίτητος για τον εξαιρετικά προηγμένο καταμερισμό της εργασίας, όσο και η δημοκρατική αξίωση της υλικής ισότητας. Ωστόσο η ίδια αυτή διαπίστωση θα πρέπει να φανεί αυταπόδεικτη σε οποιονδήποτε σκέφτεται νηφάλια, αν τη διατυπώσει στην κοινή γλώσσα κι αναλογισθεί την παλιά εμπειρία ότι όπου είναι λιγοστό το ψωμί εκεί η μοιρασιά δυσκολεύεται κι αντίστοιχα στενεύει το περιθώριο της αξιοπρέπειας. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε πρέπει να τεθεί το ερώτημα κατά πόσο το δυτικό σχέδιο για τη δημιουργία μιας νέας πλανητικής τάξης θα μπορούσε να μεταβληθεί ανεπαίσθητα σε πρόξενο αταξίας, αν τυχόν δεν πραγματοποιηθούν σε πλανητικό επίπεδο οι προϋποθέσεις του, δηλ. η υπέρβαση της σπάνης των αγαθών και η σύμφωνη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (ήτοι δημοκρατική) ανακατανομή επαρκών αγαθών. Από θεωρητική άποψη η απάντηση είναι πρόδηλη: οι οικονομικές στενωποί θα οδηγούσαν σε αστάθεια και οι διαρκείς κρίσεις θα επέφεραν καταστάσεις, όπου η προγενέστερη συνύφανση της πολιτικής με την οικονομία θα επιτεινόταν και θα απέληγε στην ταύτιση της πολιτικής με την κατανομή περιορισμένων αγαθών (δεν πρέπει να λησμονείται ότι σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται σήμερα ακόμη και τα στοιχειώδη οικολογικά αγαθά. π.χ. οι υδάτινοι πόροι). Αν όμως η πολιτική συρρικνωθεί στην κατανομή αγαθών, τότε θα πάρει βιολογικό χαρακτήρα, και μάλιστα από δύο απόψεις: όχι μόνον ο άμεσος ή έμμεσος σκοπός της πολιτικής πάλης θα γινόταν βιολογικός, δηλ. η επιβίωση με την ευρύτερη ή και τη στενότερη έννοια, αλλά και οι διακρίσεις, οι οποίες θα χρησίμευαν ώς κριτήρια συνομάδωσης στην πολιτική πάλη, θα ήσαν πιθανότατα βιολογικής υφής, αφού οι παραδοσιακές ιδεολογικές και κοινωνικές διακρίσεις θα είχαν ατονήσει μέσω του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πολλοί ελπίζουν ότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί να αποφευχθεί με την προσέγγιση του πλανητικού μέσου επιπέδου στο μέσο επίπεδο των μαζικών δημοκρατιών της Δύσης. Τούτο στηρίζεται όμως σε προϋποθέσεις που πολύ δύσκολα αναδημιουργούνται. Εδώ δεν πρόκειται μόνο για ιστορικά και πολιτισμικά δεδομένα, η σημασία των οποίων μπορεί να είναι και από μόνη της αποφασιστική, μολονότι υποτιμάται εύκολα αν κανείς δεν γνωρίζει από μακρά εμπειρία πόσο βαθιές και πολύκλαδες μπορεί να είναι οι διαφορές νοοτροπίας. Αλλά ακόμα κι αν τις παραβλέπαμε, πάλι θα βρισκόμαστε μπροστά στο γεγονός ότι η ευρεία κατανομή και ανακατανομή τεράστιων ποσοτήτων αγαθών, η οποία εγκαινίασε και εδραίωσε τη μαζική δημοκρατία στη Δύση, πραγματοποιήθηκε πάνω στη δημογραφική βάση ενός πληθυσμού σταθερού από δεκαετίες. Σε πλανητικό επίπεδο, αντίθετα, η αύξηση της παραγωγής αγαθών υστερεί σήμερα σε σχέση με την αύξηση του πληθυσμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, την ξεπερνά ελάχιστα, έτσι ώστε είτε επιτείνεται η σπάνη των αγαθών είτε δεν είναι δυνατή κάποια αξιόλογη ανακατανομή τους. Χώρες όπως οι ανατολικοευρωπαϊκές, οι όποιες δεν βρίσκονται στο δυτικό επίπεδο, αλλά έχουν σταθερό πληθυσμό, διαθέτουν πάλι ένα αμφίβολο πλεονέκτημα, γιατί έτσι τους λείπει η κοινωνική πίεση και συνάμα η κοινωνική κινητικότητα που, μαζί με άλλους παράγοντες, συνεπέφεραν την οικονομική πρόοδο των δυτικών εθνών κατά τήν πρώτη και τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση.

Τζόρτζο ντε Κίρικο. Giorgio de Chirico (10 Ιουλίου 1888 – 20 Νοεμβρίου 1978.)
Τζόρτζο ντε Κίρικο. Giorgio de Chirico (10 Ιουλίου 1888 – 20 Νοεμβρίου 1978.)

Η Δύση είχε το διπλό προνόμιο της πληθυσμιακής αύξησης στην εποχή του φιλελεύθερου καπιταλισμού και του σταθερού πληθυσμού στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας. Είναι γνωστό με πόσα ανθρώπινα θύματα, με τι εκμεταλλευτικές μεθόδους και κάτω από ποιες βιοτικές συνθήκες πραγματοποιήθηκε η οικονομική πρόοδος στην εποχή του φιλελεύθερου καπιταλισμού -και ακριβώς το γεγονός ότι σήμερα είναι πολιτικά, ηθικά και ψυχολογικά αδύνατο ν’ ακολουθήσει κανείς τον ίδιο δρόμο, θ’ αποτελέσει αναγκαστικά μειονέκτημα από καθαρά οικονομική άποψη.

Το ότι τρέφουν μαζικοδημοκρατικές υλικές και πολιτικές προσδοκίες, χωρίς όμως να έχουν περάσει από το Καθαρτήριο του φιλελεύθερου καπιταλισμού δυτικής μορφής, συνιστά για πολλές χώρες μιαν εκρηκτική κατάσταση, και θα γεννήσει επίσης μιαν εκρηκτική κατάσταση σε ολόκληρο τον πλανήτη, αν τέτοιες προσδοκίες διατυπωθούν ως αιτήματα από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα και κάτω από την επίδραση της υλικής ερμηνείας του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πολύ λίγο θα βοηθούσε, αν τυχόν οι δυτικές χώρες επιθυμούσαν να πληρώσουν το τίμημα της λογικής και ηθικής συνέπειας και με αυταπάρνηση δίχως προηγούμενο στην ιστορία μετουσιώσουν στην πλανητική πράξη το μαζικοδημοκρατικό ιδεώδες τής υλικής ισότητας. Ακόμα κι αν -πράγμα απίθανο- δείχνονταν διατεθειμένες να αντισταθμίσουν την ελλιπή απόδοση των περισσοτέρων με την ανακατανομή της απόδοσης των ολιγότερων, και πάλι αυτό θα σήμαινε ισότητα μέσα σε γενική φτώχεια.

Η πολιτική μπορεί να πάρει βιολογικό χαρακτήρα ήδη επειδή στο εγγύς πλανητικό μέλλον θα βρεθεί αναγκασμένη να αντιμετωπίσει όλο και πιο άμεσα ένα βιολογικό factum brutum: την πληθυσμιακή έκρηξη. Η δημόσια συνείδηση στις ευημερούσες περιοχές ακόμα διστάζει να συλλάβει χωρίς εξωραϊσμούς και υπεκφυγές την έκταση και τις συνέπειες αυτής της τρομακτικής κοσμοϊστορικής διαδικασίας, και η αιτία του δισταγμού δεν είναι απλώς οι γνωστοί απωθητικοί μηχανισμοί που προστατεύουν την ψυχή από τους εφιάλτες της. Εξ ίσου πηγάζει αυτή η αναστολή ή η αμηχανία από το απλό γεγονός ότι με βάση τον ιδεολογικά κυρίαρχο οικουμενισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί κανείς να καταπιαστεί ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά μ’ ένα φαινόμενο όπως η πληθυσμιακή έκρηξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι θρησκευτικά και άλλα ηθικιστικά κινήματα, που επιθυμούν να υπερασπίσουν με έσχατη συνέπεια την έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απορρίπτουν τον έλεγχο των γεννήσεων -και επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι άλλοι ηθικιστές, που δεν θέλουν να προχωρήσουν ως αυτό το σημείο, στηρίζουν την άρνηση τους αυτήν αναφερόμενοι σε πρακτικές αναγκαιότητες και με πλάγια επιχειρήματα, όχι όμως επικαλούμενοι άμεσα την αμιγή και ολότμητη έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και πράγματι, δεν μπορεί να βάλει κανείς με τον νου του ποια επιχειρήματα θα ήταν δυνατό ν’ αντληθούν εναντίον της πληθυσμιακής έκρηξης αποκλειστικά από την έννοια τούτη και χωρίς να γίνει προσφυγή σε κανέναν άλλο παράγοντα.

Η πληθυσμιακή έκρηξη παράγει συνεχώς ανθρώπους, καθένας από τους ανθρώπους αυτούς έχει τη δική του μοναδική και απαραβίαστη αξιοπρέπεια, και μολονότι η ποσότητα δεν ευνοεί πάντοτε την ποιότητα, ωστόσο η ποιότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ορίζεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην πάσχει κάτω από την πίεση της ποσότητας· γι’ αυτό και δέκα ή είκοσι δισεκατομμύρια ανθρώπινες αξιοπρέπειες θα ήσαν ίσως προτιμότερες από πέντε δισεκατομμύρια, εφ’ όσον θα αύξαιναν συσσωρευτικά τη συνολική αξιοπρέπεια του ανθρώπινου γένους· εν πάση περιπτώσει δεν μπορούν να θεωρηθούν επιβλαβείς, αν δεν θέλουμε να αποδεχθούμε ότι η ποιότητα τής ανθρώπινης αξιοπρέπειας πέφτει και αυτή λόγω της μεγάλης ποσότητας.

Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τέτοιες σκέψεις ως κακόγουστα αστεία (και φοβούμαι ότι οι διάφοροι ηθικολόγοι δεν θα βρουν να πουν τίποτε καλύτερο), ωστόσο αυτές δείχνουν απλώς ότι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος της πληθυσμιακής έκρηξης με τα εννοιολογικά εργαλεία του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναγκαστικά οδηγούν σε πνευματώδη παράδοξα. Ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν θέλει να παραμείνει συνεπής με τον εαυτό του, δεν επιτρέπεται καν να θεωρήσει την πληθυσμιακή έκρηξη ως ηθικό πρόβλημα, εφ’ όσον τέτοια προβλήματα δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω. Αν τον δούμε έτσι, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το ιδεολογικό παρακολούθημα. αν όχι την αθέλητη ιδεολογική νομιμοποίηση, της πληθυσμιακής έκρηξης, ακριβώς όπως και από κοινωνική άποψη συνυφαίνεται με τη διαδικασία κατακερματισμού της κοινωνίας σε άτομα και με τον προηγμένο καταμερισμό της εργασίας στις δυτικές μαζικές δημοκρατίες· η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αυτάρκης και αδιάφορη τώρα πια ακόμα και απέναντι σε μεταφυσικές θεμελιώσεις, είναι ο αλματωδώς αυξανόμενος αυτοθαυμασμός μιας αλματωδώς πολλαπλασιαζόμενης ανθρωπότητας. Όμως εδώ δεν λείπει μονάχα η δυνατότητα μιας απάντησης στο πεζό, αλλά φλέγον ερώτημα του αριθμού. Εξ ίσου αδύνατο είναι να δοθεί με αυτές τις προϋποθέσεις πειστική απάντηση στο οικολογικό ερώτημα – γι’ αυτό άλλωστε και ορισμένοι ηθικιστές κατέφυγαν σε ανιμιστικά φαντάσματα κάνοντας λόγο για την «αξιοπρέπεια της Φύσης».

Όμως το οικολογικό πρόβλημα είναι πολύ πιο συγκεκριμένο και έχει ως εξής: μπορεί να εξασφαλίσει ο πλανήτης «αξιοπρεπείς» συνθήκες ζωής σε x δισεκατομμύρια ανθρώπους χωρίς να καταστραφεί ανεπανόρθωτα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα; Είναι οικολογικά δυνατό να δαπανά ο Κινέζος ή ο Ινδός, ό οποίος έχει ίση ανθρώπινη αξιοπρέπεια με τον Αμερικανό, ισόποση ενέργεια και ίση ποσότητα πρώτων υλών; Αν η απάντηση δεν είναι καταφατική, τότε πρέπει τουλάχιστον να παραδεχθούμε ότι στην περίπτωση αυτή η έννοια τής ανθρώπινης αξιοπρέπειας μελλοντικά ίσως διαχωρισθεί από την υλική ερμηνεία του ιδεώδους της ισότητας, ότι δηλ. ίσως αποβάλει την ειδοποιό, στις ήμερες μας βαρύνουσα μαζικοδημοκρατική της σημασία αποκτώντας ξανά τις προδημοκρατικές της συμπαραδηλώσεις, οι όποιες συμβιβάζονταν με ιδεώδη πτωχείας, αλλά και με χειροπιαστές κοινωνικές ιεραρχίες.

Τζόρτζο ντε Κίρικο. Giorgio de Chirico (10 Ιουλίου 1888 – 20 Νοεμβρίου 1978.)
Τζόρτζο ντε Κίρικο. Giorgio de Chirico (10 Ιουλίου 1888 – 20 Νοεμβρίου 1978.)

Παρατηρήσαμε ήδη ότι αν επιτεινόταν η σπάνη των αγαθών -ή έστω και μόνον ο φόβος ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο- ο βιολογικός χαρακτήρας της πολιτικής θα καταφαινόταν τόσο στους σκοπούς της (τα αναγκαία για τήν επιβίωση αγαθά) όσο και στα κριτήρια της πολιτικής συνομάδωσης. Η πληθυσμιακή έκρηξη δεν συντελείται με την αφηρημένη μορφή της συσσώρευσης ουδέτερων αριθμών, αλλά παίρνει την άκρως συγκεκριμένη όψη του πολλαπλασιασμού ανθρώπινων όντων, τα οποία ανήκουν σε ορισμένα έθνη ή ορισμένες φυλές και καταλαμβάνουν ή επιδιώκουν να καταλάβουν ορισμένο χώρο. Σε δύσκολες καταστάσεις ο φόβος μπροστά στην ποσότητα πιθανότατα θα μετατραπεί σε μίσος για την ποιότητα, το όποιο θ’ αγκαλιάσει ευρείες μάζες. Ένας σημαντικός ιστορικός έχει περιγράψει εντυπωσιακά την επήρεια του φόβου ως ψυχολογικού καταλύτη των φασιστικών κινημάτων. Ο ίδιος αυτός στοιχειακός φόβος, αυτή τη φορά απλώς με άλλους επιθετικούς στόχους και με άλλα πρόσημα, διαγράφεται ήδη τόσο σε αντιδράσεις εντός των δυτικών μαζικών δημοκρατιών όσο και στον χαρακτήρα πολλών εθνικισμών σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Θα παραγνώριζε πέρα για πέρα τη σημερινή κατάσταση όποιος θα αρνιόταν να συνειδητοποιήσει ότι μακροπρόθεσμες και ισχυρές τάσεις της σημερινής πλανητικής συγκυρίας μάλλον θα ενισχύσουν παρά θα εξασθενήσουν τον τέτοιο φόβο. Και θα ήταν επίσης λάθος να θεωρήσει κανείς τα σχετικώς μικρά ακόμη κινήματα, που στη Δύση και άλλου αρθρώνουν μεγαλόφωνα τούτον τον φόβο, απλώς και μόνον ως απότοκα των ρατσιστικών και φασιστικών ιδεών. Όποιος βλέπει σ’ αυτά αμετανόητους ή άπειρους ακόμη ιδεολόγους και οικτίρει τους ηλίθιους οπαδούς τους, πέφτει έξω, κι επί πλέον αποδίδει στα κινήματα αυτά μια πνευματική διάσταση, ενώ δεν την έχουν. Εδώ ενεργοποιείται και δρα κάτι πολύ πιο στοιχειακό, δηλ. η επιθετικότητα του ζώου όταν ένα άλλο ζώο εισδύει στη φωλιά του. Ιδεολογικά ράκη, τα οποία συλλέγονται δεξιά κι αριστερά, συρράπτονται κατόπιν για να σχηματίσουν «προγράμματα» και «αρχές», όμως ούτε το ουσιώδες έγκειται σ’ αυτές ούτε τα κινήματα αυτά θα αποτύχουν λόγω ιδεολογικής ανεπάρκειας, αν άλλες περιστάσεις τα ευνοήσουν.

Η σύλληψη πολιτικών μεγεθών με βάση βιολογικές κατηγορίες ή παραστάσεις διαθέτει μια παλαιά και εδραία παράδοση στον δυτικό κόσμο, έστω και αν οι καλοπροαίρετοι λογοκριτές της ιστορίας των ιδεών θεωρούν τις αντιλήψεις αυτές ασήμαντα παρατράγουδα ή σύντομες αποκλίσεις από την ευγενή οδό τής πολιτισμένης Δύσης. Για τον απροκατάληπτο παρατηρητή μετρά η διαπίστωση ότι ο χονδροειδής αναγωγισμός τους μερικές φορές βρήκε απήχηση και έγινε κοινωνικά αποδεκτός ακριβώς σε εποχές οι όποιες κατά τα άλλα κινούνταν σε πολύ υψηλό επίπεδο πνευματικής εκλέπτυνσης. Ως παράδειγμα μπορεί ν’ αναφερθεί η επιρροή τους -και συνάμα ο βαθμός, στον όποιο ήσαν αυτονόητες- στη φιλελεύθερη Ευρώπη του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.

Η εποχή αυτή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για το πρόβλημα μας, επειδή ακριβώς τότε την πλανητική πολιτική τη χαρακτήρισε μια σαφής επίταση της πυκνότητας της. Η βιολογιστική σκέψη χρησίμευσε συχνά ως πλαίσιο αναφοράς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έθεταν οι στενότερες τώρα σχέσεις μεταξύ των λαών. Από ευρωπαϊκή σκοπιά, με τη βοήθεια της θεμελιωνόταν η ιμπεριαλιστική κυριαρχία και νομιμοποιούνταν η κοσμοϊστορική αποστολή της λευκής φυλής. Ωστόσο η πολιτική μπορεί να πάρει βιολογικό χαρακτήρα όχι μόνον άμεσα και πάνω στη βάση της ιεραρχικής αντίληψης -το ίδιο μπορεί να γίνει ως έμμεση και αθέλητη παρενέργεια τού οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί αυτός παραμερίζει τους ιδεολογικούς και κοινωνικούς διαχωρισμούς, οπότε άνθρωποι, οι οποίοι διασταυρώνονται μόνον ως άνθρωποι και όχι πια ως κομμουνιστές ή φιλελεύθεροι, αστοί ή προλετάριοι π.χ. δεν μπορούν να βρουν κανένα άλλο διακριτικό σημείο και κριτήριο συνομάδωσης για να ρυθμίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις έκτος από ό,τι χαρακτηρίζει το εκάστοτε άτομο ορατά και εκ γενετής. Πολλές φορές θα είναι πρακτικά αδιάφορο αν, για να ικανοποιηθούν τρέχουσες νομιμοποιητικές ανάγκες, οι βιολογικοί παράγοντες θα κρύβονται πίσω από τους εθνικούς. Κάτι τέτοιο θα είναι δυνατό να συμβαίνει μονάχα για όσο διάστημα οι αντιπαραθέσεις διαδραματίζονται ανάμεσα σε έθνη που ζουν χωριστά, όμως θα υποχωρήσει αν τυχόν ανθρώπινες μάζες σε αναζήτηση αγαθών υπερπηδήσουν τα εθνικά σύνορα και αρχίσει η άμεση αντιπαράθεση ανθρώπου προς άνθρωπο.

Ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προλειαίνει, σύμφωνα με την εσωτερική του λογική, τον δρόμο προς τον παραμερισμό των συνόρων καθώς επιδιώκει να αποσπάσει το άτομο από τη δικαιοδοσία του εθνικού κράτους και να αναθέσει την προστασία των δικαιωμάτων του σε διεθνείς οργανισμούς. Έτσι διαμορφώνεται βαθμηδόν η συνείδηση ότι αιωρείται κανείς μεταξύ έθνους και ανθρωπότητας, και ό,τι είχε σχεδιασθεί ως κατοχύρωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μεταβάλλεται σε προοίμιο της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης των λαών – και της άμεσης αντιπαράθεσης ανθρώπου προς άνθρωπο, για την οποία μόλις κάναμε λόγο. Στις πολιτικές σκιές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα χρειασθεί να επιμείνουμε περισσότερο.

Η προηγούμενη ανάλυση δεν αποτελεί τη ζοφερή πρόγνωση μιας εξέλιξης που θα επισυμβεί με απόλυτη βεβαιότητα και θα γεννήσει μιαν αταξία ικανή να συμπαρασύρει τα πάντα με την ορμή φυσικού στοιχείου. Μάλλον αποτελεί μιαν εμφατική συμπύκνωση των -πράγματι σοβαρότατων- λόγων, οι οποίοι υποβάλλουν το συμπέρασμα ότι πολύ δύσκολα μπορεί να πραγματωθεί το μαζικοδημοκρατικό σχέδιο για τη διαμόρφωση μιας διαρκούς πλανητικής τάξης. Η πρόθεση μας είναι αναλυτική και περιγραφική- δεν επιθυμούμε να κατηγορήσουμε κανέναν ότι δεν διατύπωσε το μόνο ορθό σχέδιο ούτε και θέλουμε να προτείνουμε εμείς κάποιο καινούργιο. Άλλωστε δεν γνωρίζω καμμία σοβαρή εναλλακτική πρόταση, και το εκπληκτικό στοιχείο στη σημερινή συγκυρία είναι ακριβώς η σχεδόν ομόφωνη ομολογία πίστεως στους μαζικοδημοκρατικούς σκοπούς και στις μαζικοδημοκρατικές αξίες. Αυτό μπορεί μόνο να σημαίνει ότι το παραπάνω σχέδιο για τη διαμόρφωση μιας νέας πλανητικής τάξης δεν είναι τόσο ένα συνειδητά επιλεγμένο και αυθαίρετα συγκροτημένο κατασκεύασμα, που θα μπορούσε ν’ αντικατασταθεί μ’ ένα οποιοδήποτε άλλο, παρά μάλλον είναι η αναγκαία συνιστάμενη των ενεργών σήμερα κοινωνικών και ιστορικών δυνάμεων. Υπό τις συνθήκες αυτές θα έπρεπε να πιστεύει κανείς με το πάθος του κήρυκα στη δύναμη τού λόγου του για να θελήσει να διατυπώσει τις δικές του επιθυμίες. Αντί γι’ αυτό θα κλείσω τούτο το κεφάλαιο με δύο παρατηρήσεις. Η ενδεχόμενη πρακτική υλοποίηση του μαζικοδημοκρατικού παγκόσμιου προγράμματος, δηλ. η προσέγγιση του πλανητικού πολιτικού και οικονομικού μέσου όρου στον δυτικό, έτσι κι αλλιώς δεν θα συνεπέφερε το τέλος των αιματηρών συγκρούσεων και των πολέμιων. Οι πόλεμοι δεν γίνονται μονάχα μεταξύ πλουσίων και φτωχών- οι χειρότεροι πόλεμοι αυτού του τραγικού αιώνα διεξάχθηκαν ανάμεσα στα πλουσιότερα ακριβώς έθνη, και η Ιστορία δεν μας ανακοίνωσε ακόμη ότι θα καταργήσει ολότελα τις τραγωδίες ή ότι στο μέλλον θα τις σκηνοθετεί αποκλειστικά με φτωχούς πρωταγωνιστές.

Δεύτερον, η αποτυχία του μαζικοδημοκρατικού σχεδίου για τη διαμόρφωση μιας νέας πλανητικής τάξης μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε μια μακρά και άγρια αταξία, αλλά και σε μιά κτηνώδη τάξη, όπου η πολιτική, έχοντας συρρικνωθεί στη διανομή αγαθών απαραίτητων για την επιβίωση, θα επέβαλε μιαν αυστηρή κοινωνική πειθάρχηση ακριβώς για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα τής κατανομής των αγαθών. Το ιδεώδες της ισότητας θα μπορούσε τότε να περισωθεί, και μάλιστα εξακολουθώντας να ερμηνεύεται με έννοια δημοκρατική-υλική, όμως θα εξέλειπαν οι ηδονιστικές στάσεις, στις οποίες θεμελιώνεται ιδεατά η μαζική κατανάλωση στις σημερινές δυτικές μαζικές δημοκρατίες· ένας νέος ασκητισμός και ίσως μια νέα θρησκευτικότητα μέσα σε συνθήκες μεγάλης πληθυσμιακής πυκνότητας και σπάνης των αγαθών θα έθετε τέρμα στον πλουραλισμό των μαζικοδημοκρατικών αντιλήψεων και αξιών. Πρέπει να λεχθεί με έμφαση και να επαναληφθεί πολλές φορές: ο πλουραλισμός είναι δυνατός μονάχα όπου υπάρχει χώρος για πολλούς και για πολλά.

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Παναγιώτης Κονδύλης. Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο. Εκδ. Ποντίκι. Αθήνα.

(Εμφανιστηκε 687 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.