Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία
Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης
Το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομίας τέθηκε αναπόφευκτα στους Νέους Χρόνους όταν μια ανατροπή, της οποίας η κοσμοϊστορική σημασία μόνο με εκείνη της «νεολιθικής επανάστασης» μπορεί να συγκριθεί -ήτοι η έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης μετά από μακρά και έντονη δραστηριότητα του εμπορικού καπιταλισμού-, δημιούργησε την εντύπωση ότι ο οικονομικός παράγοντας είναι αυτοτελής και μάλιστα πρωταρχικός ανάμεσα στις μορφές της κοινωνικής πράξης. Η εντύπωση αυτή δεν ήταν απλώς ακαδημαϊκή, παρά είχε μιά πολεμική αιχμή, γιατί η θριαμβεύουσα οικονομία είχε έναν απτό κοινωνικό φορέα, ο οποίος αντλούσε πολιτικά οφέλη από τη διάδοση της αντίληψης ότι η «πολιτική» (δηλ. η κυριαρχία μοναρχών και στρωμάτων κοινωνικά ριζωμένων στον προκαπιταλιστικό κόσμο) είναι, σε σύγκριση με την προφανώς ζωτική και αναγκαία οικονομική δραστηριότητα, όχι μόνο δευτερεύουσας σημασίας, αλλά επί πλέον παρακωλυτική και μακροπρόθεσμα περιττή· ο έντονος χωρισμός της πολιτικής από την οικονομία, τον οποίο υποδήλωνε η αντίληψη αυτή, φαινόταν να επιβεβαιώνεται από τις προσπάθειες αντιαστικών (συντηρητικών και απολυταρχικών) δυνάμεων να χειραγωγήσουν κατά το δυνατόν το κράτος και να το μετατρέψουν σε οχυρό ενάντια στην άνοδο της καπιταλιστικής αστικής τάξης. Ωστόσο η αστική τάξη δεν άλλαξε ουσιαστικά τις πεποιθήσεις της για τις σχέσεις πολιτικής και οικονομίας ούτε μετά τη μερική ή πλήρη πολιτική της επικράτηση. Η πολιτική εξακολούθησε να εμφανίζεται ως λίγο-πολύ αναγκαίο κακό, τώρα όμως η θέση για την αυτοτέλεια της κοινωνίας απέναντι στο κράτος και της οικονομίας απέναντι στην πολιτική εκπλήρωνε μια πρόσθετη ιδεολογική λειτουργία: σκόπευε να αρνηθεί ή να συγκαλύψει τη συγκεκριμένη βοήθεια, την οποία από πολλούς ευθείς και πλάγιους δρόμους πρόσφερε το κράτος στην καπιταλιστική οικονομία, και να παρουσιάσει το κράτος ως απλόν εγγυητή του γενικού συμφέροντος που ασκεί τις απολύτως απαραίτητες δραστηριότητες του κάπου στο παρασκήνιο και κατά το δυνατόν διακριτικά. Την πλασματική αυτή κατασκευή την καταπολέμησαν οι σοσιαλιστές, κυρίως η μαρξιστική τους πτέρυγα.
Όμως, παρά την κοινωνικοπολιτική αντίθεση μεταξύ φιλελευθερισμού και μαρξισμού, ο φιλελεύθερος οικονομισμός παρεισέφρησε στο μαρξιστικό σύστημα ιδεών με τη μορφή του φιλοσοφικοϊστορικού και κοινωνιολογικού αξιώματος ότι η οικονομία αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία υψώνεται το πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα. Η κοινή δογματική ομολογία πίστεως του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού στο πρωτείο της οικονομίας και της κοινωνίας απέναντι στην πολιτική και στο κράτος βρήκε τον αντίκτυπο της και στις κοινωνικές ουτοπίες των δύο αυτών τάσεων, οι οποίες σε διάφορες παραλλαγές στρέφονται γύρω από το θέμα του μαρασμού της πολιτικής και του κράτους. Στον φιλελεύθερο ευσεβή πόθο της αντικατάστασης του εμπορίου από τον πόλεμο μέσα σ’ έναν ενιαίο κόσμο, όπου θα δέσποζαν εν μέρει το «αόρατο χέρι» κι εν μέρει οι αρχές της οικουμενικής ηθικής, αντιστοιχούσε το μαρξιστικό όραμα μιας μελλοντικής αταξικής κοινωνίας, όπου τα οικονομούντα υποκείμενα θα αυτοδιοικούνταν χωρίς να ασκούν πολιτική με την παραδοσιακή έννοια. Όπως είναι προφανές, και τα δύο αυτά ιστορικά προγράμματα θεμελιώνονταν στην πίστη ότι είναι δυνατή μια συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία, ήτοι μια απορρόφηση των πολιτικών λειτουργιών από τις οικονομικές· προφανές είναι επίσης ότι η πίστη τούτη εδραζόταν με τη σειρά της στην αντίληψη για την αυτοτέλεια και την κοινωνική προτεραιότητα της οικονομίας.
Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί ούτε με φιλελεύθερα ούτε με μαρξιστικά πρόσημα. Ο έμπορος κι ο επιχειρηματίας βρέθηκε συχνότατα αναγκασμένος να ζητήσει μάλλον την αρωγή παρά την κατάργηση του πολιτικού και του στρατιωτικού, ενώ οι μαρξιστές, όπου κατέλαβαν την εξουσία, υπέταξαν σε βαθμό πρωτοφανή την οικονομία σε πολιτικούς σκοπούς αντί να ακολουθήσουν τον αντίθετο δρόμο. Η οικονομία δεν μπόρεσε ν’ αναπτύξει την αναμενόμενη αυτοτελή νομοτέλεια της, και μάλιστα για τον απλούστατο λόγο ότι η νομοτέλεια τούτη ήταν ιδεολογική κατασκευή κι όχι πραγματικότητα. Αυτό δεν οφείλεται στο ότι -όπως πολλοί επιχειρηματολογούν εναντίον του ιστορικού υλισμού- τα πνευματικά, πολιτικά, γεωγραφικά κτλ. μεγέθη είναι τουλάχιστον ισότιμα με την οικονομία ως ιστορικοί παράγοντες, παρά οφείλεται στην πρωτογενή και ουσιώδη συνύφανση της οικονομίας με παράγοντες συναφείς με την ισχύ και την εξουσία· η «οικονομία» αποτελεί εξ ίσου όσο και η «πολιτική» ή όσο η «πνευματική ζωή» υπόθεση της εκάστοτε συγκεκριμένης συνομάδωσης ανθρώπων, υπόθεση συγκεκριμένων σχέσεων μεταξύ συγκεκριμένων ανθρώπων. Όμως εδώ δεν είναι δυνατό να διερευνήσουμε περισσότερο τούτο το πολυσύνθετο και συνάμα γοητευτικό πρόβλημα. Η ανικανότητα τόσο του φιλελευθερισμού όσο και του μαρξισμού να συγχωνεύσουν, καθένας κατά τον τρόπο του, την πολιτική με την οικονομία αποκτά το αναδρομικό ενδιαφέρον της αν παραβληθεί με τον τρόπο με τον οποίο μέσα στις συνθήκες της δυτικής μαζικής δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε μια ολότελα διαφορετική συγχώνευση των δύο μεγεθών. Τούτη η μαζικοδημοκρατική συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας δεν είχε ως συνέπεια ούτε τη μονοκρατορία της αμιγούς οικονομίας ούτε την έκλειψη της πολιτικής, παρά δημιούργησε μιά κατάσταση, όπου η πολιτική είναι υποχρεωμένη να ασχολείται αδιάκοπα και συστηματικά με οικονομικά ζητήματα προχωρώντας παραπέρα από την απλή χάραξη των γενικών κατευθύνσεων, ενώ συνάμα οι αλλαγές του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων πραγματοποιούνται συχνότατα μέσω ανακατανομών του εθνικού εισοδήματος ή μέσω λίγο-πολύ θεσμοποιημένων οικονομικών αγώνων – καθώς και αντίστροφα. Η οικονομία βρίσκεται βέβαια κατά πολύ μεγάλο μέρος σε ιδιωτικά χέρια, όμως τα οικονομικά ζητήματα παραμένουν συνεχώς στο επίκεντρο της δημόσιας προσοχής και η απόδοση των πολιτικών ελίτ κρίνεται κυρίως με βάση τα αποτελέσματα της δραστηριότητας τους σ’ ό,τι άφορα την οικονομία.
Η υφιστάμενη διάσταση ανάμεσα στην ιδιωτική ιδιοκτησία πολύ μεγάλων τμημάτων της οικονομίας και στον δημόσιο χαρακτήρα των οικονομικών ζητημάτων μέσα στη μαζική δημοκρατία πρέπει να καταγραφεί με μεγάλη προσοχή. Συνεπάγεται ότι η ιδιωτικά διευθυνόμενη οικονομία υφίσταται συνεχή πολιτική πίεση προκειμένου να αποδείξει την αποδοτικότητα της και την ικανότητα της να υπηρετήσει το γενικό υλικό συμφέρον καλύτερα από μια σχεδιασμένη οικονομία λ.χ. Ακριβώς επειδή είναι αποδέκτης δημοσίων προσδοκιών βρίσκεται σε κατάσταση όσμωσης με το κράτος και την πολιτική – ήτοι περιμένει «πολιτική» υποστήριξη για να εκπληρώσει την κοινωνική της αποστολή. Βέβαια, η επιδίωξη του κέρδους και του κοινωνικού γοήτρου παρακινεί τους φορείς της ιδιωτικής οικονομίας περισσότερο από ότι η άδολη αγάπη του πλησίον, ωστόσο η «πολιτική» είναι αδύνατο να ξεφύγει από την πίεση των μαζικοδημοκρατικών προσδοκιών και, παρά τις ενδεχόμενες συμπάθειες της για τον «επιχειρηματία», είναι αναγκασμένη να σταθμίζει τις συνέπειες της ιδιωτικοοικονομικής δραστηριότητας για το σύνολο και να λαμβάνει υπ’ όψιν της τη vox populi. Οι επιτυχίες του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας στις δυτικές μαζικές δημοκρατίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και η νέα του αυτοπεποίθηση μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών κρατικών οικονομιών κάνουν πολλές φορές να λησμονούνται εύκολα οι κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας και υποβάλλουν -τουλάχιστον στους ευμενώς προδιατεθειμένους- την εντύπωση ότι ήδη πραγματοποιήθηκε το φιλελεύθερο οικονομιστικό όνειρο πέραν κάθε παραδοσιακής «πολιτικής της ισχύος». Επί πλέον παραβλέπεται ότι ο δημόσιος τομέας, παρ’ όλες τις «ιδιωτικοποιήσεις», παραμένει ποσοτικά, και συχνά και ποιοτικά, υπέρτερος, και η «νεοφιλελεύθερη» μέθη της τελευταίας δεκαετίας δεν μπόρεσε να τον περιορίσει ή να τον αντικαταστήσει σε σημαντικό ποσοστό. Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία υπό τις συνθήκες της μαζικής δημοκρατίας διόλου δεν σημαίνει λοιπόν την κατάργηση ή την προοδευτική εξασθένιση της πολιτικής· σημαίνει μιάν αναγκαία συνύφανση της πολιτικής έννοιας του γενικού συμφέροντος με οικονομικά ζητήματα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου δεσπόζουν οι διαδικασίες της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης.
Η έννοια της οικονομίας συνδέθηκε με την έννοια του γενικού συμφέροντος και η μέριμνα για την οικονομία με τη μέριμνα για το γενικό συμφέρον επειδή η μαζική δημοκρατία, ως εκ του κοινωνικού της χαρακτήρα, είναι αναγκασμένη να επιδιώκει τη μετατροπή του τυπικού δικαιώματος ισότητας σε δικαίωμα υλικό. Όμως η υλοποίηση τυπικών δικαιωμάτων μπορεί να πραγματωθεί μονάχα με τη συνεχή άνοδο της οικονομικής απόδοσης και με ανακατανομές του εθνικού εισοδήματος που ενισχύουν την αγοραστική δύναμη των μεγάλων μαζών. Η προτεραιότητα της μέριμνας για την οικονομία συναρτάται αδιαχώριστα με την πολιτική διαδικασία του εκδημοκρατισμού, γι’ αυτό και η συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας, με την έννοια που εξηγήσαμε, συνιστά ειδοποιό γνώρισμα της μαζικής δημοκρατίας ασυνταίριαστο με άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς, δηλ. με άλλες σχέσεις ισχύος και εξουσίας. Άλλωστε υπαγορεύεται ήδη από την αναγκαιότητα να εξασφαλισθεί η στοιχειώδης διαβίωση σε γιγαντιαίες συγκεντρώσεις ανθρώπων και έτσι να διαφυλαχθεί μία εντελώς απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής και πολιτικής ευταξίας. Το ανήκουστο και σκανδαλώδες, θα λέγαμε, novum της τεχνολογικά υπερανεπτυγμένης κοινωνίας της βιομηχανίας και των υπηρεσιών σε σύγκριση με τις προγενέστερες αγροτικές κοινωνίες -δηλ. η δυνατότητα της να εφοδιάζει πλουσιοπάροχα με τροφή και ενέργεια ανθρώπινες μάζες που δεν παράγουν τίποτε απ’ όλα αυτά- πρέπει να διασφαλίζεται με καθημερινό αγώνα και με απειράριθμες συνδυασμένες ενέργειες. Όντας τόσο εύθραυστο, δεν επιτρέπεται να επαφίεται σε συμπτώσεις και ανεξέλεγκτους αυτοσχεδιασμούς· μεταβάλλεται αυτόματα σε πολιτικό θέμα πρώτης γραμμής, και καμμιά πολιτική μέσα στη μαζική δημοκρατία δεν μπορεί να σταθεί, αν δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί τη στοιχειώδη διαβίωση των μεγάλων μαζών.
Τούτη η άμεση εξάρτηση της σύγχρονης μαζικής ζωής από μιά τεχνολογικά προηγμένη και αποδοτική οικονομία συνιστά τον πρωταρχικό λόγο, για τον όποιο η μαζικοδημοκρατική συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας επεκτείνεται σ’ ολόκληρο το πεδίο της σημερινής πλανητικής πολιτικής. Οι μαζικές κοινωνίες του δεύτερου και του τρίτου κόσμου αντιμετωπίζουν το πιεστικό και περίπλοκο έργο να διαθρέψουν τεράστιες μάζες ανθρώπων που επί πλέον στις πλείστες απ’ αυτές αυξάνονται ταχύτατα. Η ανάγκη συνύφανσης των πολιτικών και των οικονομικών προσπαθειών γίνεται κατανοητή σ’ όλο της το βάθος αν επί πλέον θυμηθούμε ότι εξ αιτίας της βαθμιαίας αποσύνθεσης των παραδοσιακών πατριαρχικών κοινωνικών δομών η οικονομία και ο καταμερισμός της εργασίας αναλαμβάνουν όλο και περισσότερο τον ρόλο δυνάμεων πού εξασφαλίζουν την κοινωνική πειθαρχία και τιθασεύουν την ανομία. Η πολιτική λοιπόν συγχωνεύεται με την οικονομία ήδη στο μέτρο κατά το οποίο ένα βασικό πολιτικό μέγεθος, δηλ. η εσωτερική τάξη, εξαρτάται από την απόδοση της οικονομίας. Αν μεταφέρουμε την τέτοια σύνδεση πολιτικής και οικονομίας από το εσωτερικό των κρατών στο ευρύ επίπεδο της πλανητικής πολιτικής, τότε προκύπτει η διαδεδομένη αντίληψη ότι η διεθνής τάξη θα εδραιωνόταν καλύτερα πάνω στη βάση της γενικής οικονομικής ανάπτυξης και του τελεσφόρου καταμερισμού της εργασίας μεταξύ των διαφόρων εθνών. Οι υποστηρικτές της υποθέτουν ότι μια τέτοια εξέλιξη, αν συντελεσθεί ισόρροπα κι αρμονικά, θα στερήσει περιεχομένου την απαίτηση μιας λίγο-πολύ διοικητικής ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου. Όμως η απαίτηση αυτή προκύπτει εύλογα όταν στο επίπεδο της πλανητικής πολιτικής μεταφέρεται μια άλλη έποψη της μαζικοδημοκρατικής συγχώνευσης της πολιτικής με την οικονομία. Η συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας σημαίνει μεταξύ άλλων ότι η πολιτική ασκείται μέσω της κατανομής και της ανακατανομής οικονομικών αγαθών· τούτες γίνονται τόσο πιο επείγουσες, όσο κερδίζει έδαφος η υλική ερμηνεία της αρχής της ισότητας, επιβάλλοντας, έκτος από την ανακατανομή οικονομικών, και την ανακατανομή πολιτικών αγαθών, δηλ. ισχύος και εξουσίας. Η υλική ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που έχει ήδη αρχίσει, συνυφαίνεται με τέτοιους εξισωτικούς πολιτικούς-οικονομικούς σκοπούς και καταλήγει στο ίδιο πρακτικό αποτέλεσμα.
Η συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας στη σημερινή φάση της πλανητικής πολιτικής σημαίνει, τέλος, ότι η πολιτική εξαρτάται όλο και περισσότερο από την τελευταία λέξη της τεχνικής προκειμένου να επιδιώξει ισχύ με την παραδοσιακή στρατηγική και γεωπολιτική έννοια του όρου. Ασφαλώς, το ίδιο συνέβαινε σ’ ολόκληρη την περίοδο της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, όμως ή τρίτη βιομηχανική επανάσταση, ή μεγάλη άνθηση της οποίας συνέπεσε, κι όχι τυχαία, με την ωρίμανση της δυτικής μαζικής δημοκρατίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, κατάργησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα όρια μεταξύ «πολιτικής» και «στρατιωτικής» τεχνολογίας πάνω στη βάση της ηλεκτρονικής και του αυτοματισμού. Η ανάπτυξη και η χρήση της προοδευμένης στρατιωτικής τεχνολογίας δεν απαιτεί διαφορετικές μεθόδους εργασίας, και συχνότατα ούτε καν διαφορετικά μηχανήματα, απ’ ό,τι η πολιτική βιομηχανία, έτσι ώστε η μετάβαση από τον πολιτικό στον στρατιωτικό τομέα της οικονομίας συντελείται όλο και πιο άνετα. Αυτό πάλι συνεπάγεται ότι όλο και δυσκολότερα μπορεί το επίπεδο της στρατιωτικής τεχνολογίας να υψωθεί αξιόλογα πάνω απ’ το επίπεδο της πολιτικής, ότι δηλ. η ανάπτυξη της στρατιωτικής τεχνολογίας ως ξεχωριστού και προνομιούχου τομέα της οικονομίας, ενώ ήταν ακόμη εν μέρει δυνατή στην εποχή της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, τώρα γίνεται συνεχώς δυσχερέστερη. Η μέριμνα για τη διασφάλιση των παραδοσιακών μέσων πολιτικής ισχύος αναμιγνύεται λοιπόν διαρκώς περισσότερο με τη μέριμνα για τη διασφάλιση των οικονομικών τους προϋποθέσεων από την άποψη αύτη, η πολιτική συγχωνεύεται με την οικονομία στον βαθμό που η οικονομία είναι σε θέση να περάσει χωρίς ουσιαστικούς διαφορισμούς από μη στρατιωτικές σε στρατιωτικές λειτουργίες.
Όταν υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες προσαρμογής της μη στρατιωτικής οικονομίας σε στρατιωτικούς σκοπούς ή γενικότερα, όταν η οικονομία δίνει τόσο πολλές πολιτικές δυνατότητες (από τη στρατιωτική παρουσία ίσαμε την αναπτυξιακή βοήθεια), τότε βέβαια η παραδοσιακή φιλελεύθερη διάκριση μεταξύ «πολιτικής» και «οικονομίας» γίνεται αναχρονιστική και παραπλανητική. Οι δύο αυτοί όροι, όταν νοούνται ως αντιπαρατιθέμενα μεγέθη μπορούν σήμερα να χρησιμοποιούνται συμβατικά και χάριν συνεννοήσεως μόνο, για να δηλώνουν σύμφωνα με τις υφιστάμενες πνευματικές συνήθειες δύο κέντρα βάρους της κοινωνικής δραστηριότητας. Επομένως, η ανατίμηση του οικονομικού παράγοντα και των οικονομικών ζητημάτων μετά τον πολιτικοστρατιωτικό ανταγωνισμό του Ψυχρού Πολέμου, για την οποία τόσοι και τόσοι πανηγυρίζουν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαρχή πραγμάτωσης της φιλελεύθερης ουτοπίας που προέβλεπε την υποκατάσταση του πολέμου από το εμπόριο λαμβάνοντας ως δεδομένη την αυτονομία της οικονομίας στην αντίθεση της προς την πολιτική. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το δίκτυο των διεθνών οικονομικών σχέσεων πυκνώνει σημαντικά στις τελευταίες δεκαετίες, ότι οι πολυεθνικές εταιρείες πολλαπλασιάσθηκαν και ότι η κοινή κατασκευή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας από μέρους δύο ή τριών εθνών έγινε συνηθέστερη. Ωστόσο η εξέλιξη τούτη δεν έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να έχει φθάσει το point of no return πέραν κάθε παρεμβατισμού και προστατευτισμού· γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα συνεπιφέρει την κατάργηση όλων των συνόρων ή τη σύσταση νέων οικονομικών αυτοκρατοριών, ενάντια στις οποίες θα υψωθούν από τρίτους άλλα σύνορα. Ιστορικές αναλογίες δείχνουν πάντως ότι οι εντάσεις πολλές φορές οξύνονται ακριβώς σε εποχές προοδευτικής διαπλοκής· η γειτνίαση γεννά τις τριβές, όχι η απόσταση. Διαπλοκές μεγάλης εκτάσεως συντελούνται κατά κανόνα με τέτοιο τρόπο, ώστε μια οικονομική Δύναμη μπορεί να εισδύσει στην περιοχή μιας άλλης, περίπου ισοδύναμης, αρκετά βαθιά για να εμπνεύσει σε ταύτη εδώ ανησυχία ή φόβο, όχι όμως αρκετά για να συστήσει μιά ευρύτερη κοινότητα συμφερόντων πάνω στην α ή τη β βάση· καθώς διεισδύει κερδίζει εταίρους, παράλληλα όμως δημιουργεί και εχθρούς, οι οποίοι αισθάνονται ν’ απειλούνται από τον συναγωνισμό και είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν πολιτικά μέσα για να διαφυλάξουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Η κοινότητα συμφερόντων πρέπει ν’ αναμένεται μάλλον στην περίπτωση εταίρων άνισης δυναμικότητας, όταν η πιο αδύνατη πλευρά προσαρμόζεται πρόθυμα ή απρόθυμα στην ισχυρότερη και χάρη στην προσαρμογή της αυτή καταφέρνει να ζει λίγο-πολύ καλά. Όμως την πορεία της πλανητικής πολιτικής δεν την καθορίζουν τέτοιου είδους συνεταιρισμοί.
Το συμπέρασμα μας μπορεί να συνοψισθεί ως έξης, αν το διατυπώσουμε χρησιμοποιώντας ακόμα μια φορά την παραδεδομένη δυαρχική ορολογία: πίσω από τη μετατροπή της πολιτικής σε οικονομία, όπως την είδαμε να συντελείται στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, διαγράφεται συνεχώς η δυνατότητα πολιτικοποίησης της οικονομίας. Αν η οικονομία είναι η επιταγή και η ειμαρμένη των καιρών, τότε η επιδίωξη ισχύος, δηλ. ο αγώνας για την εδραίωση ή αλλαγή ορισμένων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, υποχρεωτικά θ’ ανοίξει τον δρόμο της μεσ’ από την οικονομία. Είναι λογικό και ανθρωπολογικό σφάλμα να ταυτίζεται η επιδίωξη ισχύος με την πολιτική, νοούμενη ως κάτι εξωοικονομικό, και από την έκλειψη της δεύτερης να συμπεραίνουμε ή να αναμένουμε τον αναπόφευκτο αφανισμό της πρώτης.
Απόσπασμα από το βιβλίο Παναγιώτης Κονδύλης. Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο. Εκδ. Ποντίκι. Αθήνα. Σελ. 46-55..