«Ξένο βιος καλολογάριαστο.»
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
«Βιο» ή «βιος» είναι η (κινητή ή ακίνητη) περιουσία, ο πλούτος, τα αγαθά. Σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη: [μσν. βίος, το < αρχ. βίος, ὁ]
Η παροιμία σημαίνει νομίζω το εξής: Εύκολα λογαριάζουμε ή ξοδεύουμε την ξένη περιουσία, χρήματα που δεν είναι δικά μας, ενώ μπορεί να ήμαστε πιο συγκρατημένοι, πιο φειδωλοί, αν δίναμε από το δικό μας «βιος». Ο Παπαδιαμάντης γράφει:
«Εἶπεν ὅτι τέτοιες γαλαντομίες μποροῦσεν ἡ Σειραϊνὼ νὰ κάμνῃ ἀπὸ τὴν προῖκά της, ὅταν τὴν λάβῃ εἰς χεῖρας, αὐτὴ κι ὁ ἀρραβωνιαστικός της. Ὄχι ὅμως ἀπὸ τὸ βιὸ τοῦ γερο-Φλώρου, τὸ ὁποῖον εἶναι «καλολογάριαστο», τάχα ὡς νὰ εἶναι ἀπὸ τοῦδε «ξένο βιὸ» δι᾿ αὐτήν.»[1]
Στον «Ἀειπλάνητο» παραθέτει και δύο παροιμίες με παραπλήσια σημασία:
«Ἅμα μ᾽ ἔβλεπε νὰ δίνω δυὸ κρομμυδάκια, ἢ λίγο μαϊδανό, ἢ κανένα μαρούλι, σὲ κανένα φτωχὸν διαβάτη, ἐσκύλιαζε ἀπ᾽ τὸ κακό του. Ἐγὼ τοῦ εἶπα, καὶ νὰ πεθάνῃ, δὲν θὰ τὰ πάρῃ μαζί του, καὶ νὰ ζήσῃ, θὰ τοῦ πέσουν παραπολλὰ στὸ στομάχι του… Τότ᾽ ἐκεῖνος αὐθαδίασε καὶ μοῦ εἶπε, μὲ παροιμίες, καθὼς συνηθίζει, «ξένο βιό, καλολογάριαστο», καὶ «δὲν εἶναι γύφτικο μνημόσυνο ἐδῶ» καὶ «μὲ ξένα κόλλυβα νὰ μὴ γυρεύω νὰ μνημονέψω». Ἐπῆρα κ᾽ ἐγὼ τὴν κάπα μου κ᾽ ἔφυγα.»
Σχετικές είναι και οι παροιμίες: «Το πολύ βιος μάτια δε βγάζει.», «Τ’ ακριβού [= του φιλάργυρου] το βιος σε χαροκόπου χέρια.», «Μ’ ευγενικό κουβέντιαζε και ξόδευε το βιος σου.» «Το βιος μου για τη βια μου.» «Ελάτε εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος.», «Το ξένο βιο ο καλόγερος για την ψυχή του δίνει.», «Γύφτικο σπίτι καίγεται και βιος λογαριάζει.», «Ελάτε, στραβοί, να φάτε του γερού το βιος.», «Κάλλια εργάτη κέρδος παρά ακριβού βιος.», και «Μ᾿ ένα κεφάλι γεράζει ο άνθρωπος και δε γεράζει μ᾿ ένα βιο.»
[1] «Θάνατος κόρης» (1907).
Περισσότερες παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/