Θλιβερό ταμείο.
Ο ισολογισμός μιας χώρας που την τρώνε τα παιδιά της.
Κείμενο: Κωστής Παπαγιώργης
Είναι κατάδηλο ότι στον εικοστό πρώτο αιώνα η χώρα μπήκε ξεκάλτσωτη, με τρύπια παπούτσια και βέβαια -όπως πάντα- με πανάκριβο καπέλο και φρόνημα πτωχαλαζονικό. Η Νέα Ελλάδα, αυτό το γεωπολιτικό τέχνασμα που κρατάει περίπου δυο αιώνες, πραγμάτωσε τη μεγάλη φιλοδοξία της (να ξεφύγει από την Ανατολή και να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια), βρήκε τρόπους να εδραιώσει τη Δημοκρατία της, καθάρισε με όλες τις ιστορικές της υποχρεώσεις (απελευθέρωση, Μεγάλη Ιδέα, πολέμους, ενοποίηση, Σμύρνη, μετανάστευση, κατάργηση της βασιλείας, εμφύλιο, χούντα) και τώρα ατενίζει το μέλλον με μυωπικό βλέμμα διότι, ενώ οι αλήθειες διαρκούν και εκδικούνται, τα ψέματα τελειώνουν κάποτε.
Φτάσαμε κιόλας στα πρόθυρα της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα και αντί να εμπνεόμαστε αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση από τα δημόσια και ιδιωτικά έργα, έχουμε μετατρέψει την πολιτική σε τέχνη της μοιρολογίστρας: «η χώρα βρίσκεται στην εντατική». Αυτή είναι η αλήθεια, την οποία όλοι λίγο πολύ αναγνωρίζουν αλλά ουδείς -όπως και πριν, όπως και πάντα- δεν είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη. Η χώρα καλόμαθε και κακόμαθε δύο αιώνες τώρα να παίζει το θέατρο του προτεκτοράτου, ήτοι της «προστατευόμενης» οντότητας που με το έτσι και με το αλλιώς τελικά -λόγω στρατηγικής θέσεως- καταφέρνει να της συγχωρούνται τα πάντα. Όλα τα χρέη της γράφονταν στο σφουγγάρι, μόνο που το σφουγγάρι στέγνωσε, οι αριθμοί θέριεψαν και απειλούν πια να μας καταπιούν.
Οι ξένοι που ζουν στη χώρα μας, κατά πλειοψηφία συνταξιούχοι Ευρωπαίοι, διαπιστώνουν: ωραία είναι στην Ελλάδα, αρκεί να μην είσαι Νεοέλλην ή άπορος. Να ζεις δηλαδή εδώ, αλλά να μην είσαι ντόπιος, να απολαμβάνεις τον ήλιο και τη θάλασσα, αλλά να μην έχεις πάρε δώσε (κυρίως «δώσε») με το Δημόσιο. Αυτό το δεινό οξύμωρο, να ζεις σε μια χώρα η οποία αδυνατεί να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της, να ξοδεύεις τις μέρες σου ξορκίζοντας τους θεσμούς και φτύνοντας στον κόρφο σου, να αισθάνεσαι διαρκώς θύμα του κράτους χωρίς να κάνεις το παραμικρό για να τελειώσει επιτέλους αυτή η μαύρη πολιτική κωμωδία, απέβη άδεια κινήσεως, τέχνη του χαυνοπολίτη, πατροπαράδοτη και μητροπαράδοτη ατιμία χωρίς κριτή. Σύνολη η κοινωνία, αυτοδίδαχτη και ετεροδίδαχτη, τρώει τα εντόσθιά της, κλέβει το παγκάρι ισοβίως, γίνεται χειρότερη για να απολαύσει το καλύτερο, μιμείται τους χρυσοκάνθαρους με μόνη φιλοδοξία να μη δώσει ποτέ λόγο για τίποτα.
Οι Σουηδοί, μετά τη μετανάστευση του ενός τετάρτου του πληθυσμού τους στις ΗΠΑ, δήλωναν: θέλουμε πλούσιες επιχειρήσεις, αλλά όχι πλούσιους ανθρώπους! Εμείς, ως συνήθως, αντιστρέψαμε τη συνταγή, χωρίς φόβο ότι θα φάμε το κεφάλι μας. Μισώντας το κράτος από καταβολής, καθότι ήταν πάντα εργαλείο σε ξένα χέρια, δεν υποψιαστήκαμε ότι θα έρθει στιγμή που η χαρτωσιά θα φαλιρίσει, η κατεργαριά θα αποβεί κοινωνικό κάτεργο και οι φτηνές πολιτικές μαλαγανιές θα χρεοκοπήσουν.
Όποιος μπορεί να μιλήσει για μιαν ώρα ή για μιαν ημέρα, πιθανώς μπορεί να μιλήσει για μια δεκαετία ή για έναν αιώνα. Τι στο διάολο είναι ο Νεοέλλην πολίτης; Πώς αντιμετωπίζει τον ιδιωτικό και τον δημόσιο χρόνο; Τι αναγνωρίζει ως υποχρέωση και τι ως δικαίωμα; Μια ανάγνωση του Ροΐδη αρκεί για να βάλει την κρίση σε σωστό δρόμο. Τα χάλια δεν είναι αποκλειστικό προνόμιό μας – τα γνώρισαν και άλλοι λαοί. Διδάχτηκαν όμως από τα λάθη τους, απολογήθηκαν, πήραν άλλο δρόμο. Είναι μήπως τυχαίο ότι η χρεοκοπία που μας απειλεί εμφανίζεται λίγα χρόνια μετά από την (πλουσιότερη) διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων;
Το μέγα χαρακτηριστικό της εγχώριας πολιτικής είναι ότι η αλήθεια λέγεται -και μάλιστα με κεφαλαία- μόνο όταν καταγγέλλονται τα εγκληματικά λάθη του αντιπάλου. Όπερ σημαίνει ότι καμιά παράταξη δεν πολιτεύεται – απλώς αντιπολιτεύεται. Εκμεταλλεύεται την περίοδο χάριτος που της προσφέρει ο αντίπαλος, ωσότου υποπέσει κι αυτή στα ίδια λάθη για να αποσυρθεί καταρρακωμένη. Όσο για τις αποχρώσεις της Αριστεράς η διασφάλιση πάει σόι το βασίλειο. Εφόσον ουδέποτε θα ανέλθει στην εξουσία για να αναλάβει κι αυτή κάποτε ευθύνες, έχει τζάμπα την καταγγελία. Εφαρμόζει δηλαδή το λενινιστικό σύνθημα: όσο χειρότερα τόσο καλύτερα για μας. Μια κοινωνία που περνάει κρίση, θεσμοί ανενεργοί, δημοσιονομικό καθεστώς διαβλητό και άδικο; Ιδανικές συνθήκες για αντιπολίτευση. Πολιτική δεν κάνουμε – απλώς αντιπολιτευόμαστε. Διότι η κρίση ευνοεί όλες τις παρατάξεις. Υπάρχει όμως και ο ιδιωτικός βίος, η κοινωνία των πολιτών, το αναγνωρισμένο δαιμόνιο του Νεοέλληνα. Επ’ αυτού πρέπει κάποτε να ψιθυρίσουμε την αφόρητη αλήθεια. Αν σκοπός του πολίτη είναι η ανάδειξη και η προαγωγή, εννιά στις δέκα περιπτώσεις αυτή η ανάδειξη οφείλεται στις θεσμικές «τρύπες», σε πτυχές που ευνοούν τον τυχοδιωκτισμό, σε κενά που πληρούνται από αετονύχικες πρωτοβουλίες. Σε όλους τους τομείς, αντηχεί ένα κάποιο «Βάστα Ρόμελ!» – οι νέοι που δεν ξέρουν τι σημαίνει ας ρωτήσουν τους παλαιότερους.
Όσο για τα πνευματικά ζητήματα που τα έχουμε περί πολλού και λανσάρουμε το θλιβερό «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας μας», πρέπει να πούμε ότι κι εκεί -πώς αλλιώς- ισχύει η ίδια ύφεση και η ίδια δευτεράντζα. Κάποιοι φεύγουν στο εξωτερικό για να γλιτώσουν. Οι περισσότεροι που μένουν -έστω κι αν δεν το υποψιάζονται- εκμεταλλεύονται τη γενικευμένη μετριότητα, θρηνούν στα μουγγά τις ανύπαρκτες πηγές νοήματος, με τελική κατάληξη να διακρίνονται για τον οξυμένο κυνισμό τους, τον ανθρωποδιώχτη που αντλεί το κύρος του από την περιφρόνηση του άλλου και πιθανώς όμοιου.
Πηγή: https://www.lifo.gr
[σ.σ.