9 Δεκεμβρίου 2018 at 12:48

Μαξ Βέμπερ: Το πνεύμα του Καπιταλισμού, ο ασκητισμός και η συσσώρευση του πλούτου.

από

Μαξ Βέμπερ: Το πνεύμα του Καπιταλισμού, ο ασκητισμός και η συσσώρευση του πλούτου.

Κείμενο: Μαξ Βέμπερ

Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πουριτανισμός περιέκλειε έναν κόσμο από αντιφάσεις και ότι η ενστικτώδης αίσθηση του αιώνιου μεγαλείου στην τέχνη ήταν σίγουρα πιο έντονη ανάμεσα στους ηγέτες του πάρα στην ατμόσφαιρα των Ιπποτών. Άλλωστε, μια μοναδική ιδιοφυΐα σαν τον Ρέμπραντ, όσο λίγο κι αν η συμπεριφορά του μπορούσε να είναι αποδέκτη από τον θεό στα μάτια των πουριτανών, επηρεάσθηκε πολύ ζωηρά στο χαρακτήρα του έργου του από το θρησκευτικό του περιβάλλον. Αυτά όμως δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα. Στο μέτρο που η καλλιέργεια της πουριτανικής παράδοσης μπορούσε να οδηγήσει, και εν μέρει οδηγούσε, σε μια έντονη πνευματοποίηση της προσωπικότητας, ήταν ένα αναμφισβήτητο πλεονέκτημα για τη Λογοτεχνία. Αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος ήταν ένα πλεονέκτημα από το οποίο μόνο οι νεότερες γενιές επωφελήθηκαν.

Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν: Οι σύνδικοι της συντεχνίας των υφασματεμπόρων, 1662, λάδι σε μουσαμά, Άμστερνταμ, Ρέικσμουζεουμ.
Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν: Οι σύνδικοι της συντεχνίας των υφασματεμπόρων, 1662, λάδι σε μουσαμά, Άμστερνταμ, Ρέικσμουζεουμ.

Αν και δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε εδώ μια συζήτηση σχετικά με την επίδραση του Πουριτανισμού προς όλες αυτές τις κατευθύνσεις, πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή στο γεγονός πως η ανοχή προς την απόλαυση των πολιτισμικών αγαθών, που πρόσφερε μια καθαρά αισθητική ή αθλητική ευχαρίστηση, οπωσδήποτε προσέκρουε πάντοτε σε έναν χαρακτηριστικό περιορισμό: δεν πρέπει να έχει κανένα κόστος. Ο άνθρωπος δεν είναι πάρα ένας θεματοφύλακας των αγαθών που έφτασαν στα χέρια του μέσω της χάρης του θεού. Όπως ο υπηρέτης της παραβολής, πρέπει να δώσει λογαριασμό για κάθε δεκάρα που του εμπιστεύθηκε ο κύριος του, κι είναι το λιγότερο επικίνδυνο να ξοδεύει οτιδήποτε από αυτά για σκοπούς που δεν χρησιμεύουν για τη δόξα του Θεού αλλά μόνο για την προσωπική του απόλαυση. Ποιος άνθρωπος που έχει τα μάτια του ανοιχτά δεν έχει συναντήσει εκπροσώπους αυτής της άποψης ακόμα και σήμερα; Η ιδέα για το καθήκον του ανθρώπου προς τα αποκτήματα του, στο οποίο υποτάσσεται σαν πιστός διαχειριστής, ή ακόμα και σαν αποθησαυριστική μηχανή, βαραίνει σαν κρύο μολύβι πάνω στη ζωή του. Όσο περισσότερες είναι οι κτήσεις του τόσο βαθύτερο -αν η ασκητική στάση προς τη ζωή αντέξει στη δοκιμασία-είναι το αίσθημα της ευθύνης γι’ αυτές, για να διατηρηθούν αμείωτες προς δόξα του θεού και να επαυξηθούν με την αδιάκοπη προσπάθεια. Η προέλευση ορισμένων απαρχών αυτής της στάσης προς τη ζωή φτάνει κι αυτή επίσης, όπως τόσες πλευρές του πνεύματος του Καπιταλισμού, μέχρι τον Μεσαίωνα. Αλλά με την ηθική του ασκητικού Προτεσταντισμού βρήκε για πρώτη φορά μια συνεπή ηθική θεμελίωση. Η σημασία της για την εξέλιξη του Καπιταλισμού είναι ολοφάνερη.

Αυτός ο κοσμικός προτεσταντικός ασκητισμός, για να ανακεφαλαιώσουμε ως τούτο το σημείο, άσκησε ισχυρή επίδραση ενάντια στην αυθόρμητη απόλαυση της ιδιοκτησίας περιόριζε την κατανάλωση, ιδιαίτερα την κατανάλωση ειδών πολυτελείας. Από την άλλη μεριά, είχε το ψυχολογικό αποτέλεσμα ότι απελευθέρωσε την απόκτηση αγαθών από τις απαγορεύσεις της παραδοσιοκρατικής ηθικής. Έσπασε τα δεσμά της έμφυτης ροπής για ιδιοποίηση, όχι μόνο νομιμοποιώντας την, αλλά θεωρώντας τη (με την έννοια που εξηγήσαμε) άμεσα σαν θελημένη από τον θεό. Η εκστρατεία ενάντια στους πειρασμούς της σάρκας και την εξάρτηση από εξωτερικά πράγματα ήταν, όπως έκτος από τους πουριτανούς λέει απερίφραστα και ο μεγάλος απολογητής των Κουάκερων Μπάρκλεϊ, όχι ένας αγώνας ενάντια στην ορθολογική ιδιοποίηση, αλλά ενάντια στην ανορθολογική χρήση του πλούτου.

Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν: Η εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό, 1626.
Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν: Η εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό, 1626.

Αλλά το τυπικό παράδειγμα αυτής της ανορθολογικής χρήσης ήταν οι εξωτερικές μορφές της πολυτέλειας, που ο κώδικας του καταδίκαζε σαν ειδωλολατρία της σάρκας, όσο φυσιολογικές κι αν φαίνονταν για το φεουδαλικό πνεύμα. Από την άλλη μεριά, επιδοκίμαζαν την ορθολογική κι ωφελιμιστική χρήση του πλούτου, τη θελημένη από τον θεό, για τις ανάγκες του ατόμου και της κοινότητας. Δεν ζητούσαν την τιμωρία του πλούσιου, αλλά τη χρησιμοποίηση των μέσων του για απαραίτητους και πρακτικούς σκοπούς. Η ιδέα της άνεσης περιορίζει χαρακτηριστικά την έκταση των ηθικά επιτρεπτών δαπανών. Και δεν είναι, φυσικά, τυχαίο που η ανάπτυξη ενός τρόπου ζωής σύμφωνου με αυτή την ιδέα μπορεί να παρατηρηθεί νωρίτερα και σαφέστερα ανάμεσα στους πιο συνεπείς εκπροσώπους ολόκληρης τούτης της στάσης προς τη ζωή. Απέναντι στη λαμπρότητα και επιδεκτικότητα της φεουδαλικής μεγαλοπρέπειας που, πατώντας πάνω σε σαθρή οικονομική βάση, προτιμάει τη χυδαία κομψότητα από τη σοβαρή απλότητα, αυτοί αντιπαράθεσαν σαν ιδεώδες την καθαρή και σταθερή άνεση του αστικού σπιτιού.

Στο θέμα της παραγωγής ιδιωτικού πλούτου, ο ασκητισμός καταδίκαζε τόσο την ανεντιμότητα όσο και τη θυμική φιλαργυρία. Αυτό που καταδικαζόταν σαν απληστία, μαμωνισμός κ.λπ. ήταν η επιδίωξη του πλούτου σαν αυτοσκοπού. Γιατί ο πλούτος καθαυτός ήταν πειρασμός. Εδώ όμως ο ασκητισμός ήταν η δύναμη «που πάντα ζητάει το καλό και πάντα προκαλεί το κακό». Αυτό που ήταν κακό κατά την αντίληψη του ήταν η ιδιοκτησία κι οι πειρασμοί της. Γιατί, σε συμφωνία με την Παλαιά Διαθήκη και σε αναλογία με τη θετική ηθική αξιολόγηση των κάλων έργων, ο ασκητισμός θεωρούσε την επιδίωξη πλούτου σαν αυτοσκοπού σαν κάτι το εξαιρετικά αξιοκατάκριτο· όμως, η απόκτηση του σαν καρπού της δουλειάς σε ένα επάγγελμα ήταν ένα σημάδι θείας ευλογίας. Και, πράγμα που είναι ακόμα πιο σημαντικό: η θετική θρησκευτική αξιολόγηση της ακάματης, συνεχούς, συστηματικής εργασίας σε ένα εγκόσμιο επάγγελμα, ως του ανώτερου μέσου προς τον ασκητισμό και ταυτόχρονα ως της πιο σίγουρης και προφανούς απόδειξης αναγέννησης και γνήσιας πίστης, πρέπει να υπήρξε ο πιο ισχυρός μοχλός που μπορεί να φανταστεί κάνεις για την εξάπλωση της στάσης εκείνης προς τη ζωή που αποκαλέσαμε εδώ «πνεύμα του Καπιταλισμού».

Όταν ο περιορισμός της κατανάλωσης συνδυάζεται με αυτή την αποδέσμευση της αποθησαυριστικής δραστηριότητας, το αναπόφευκτο πρακτικό αποτέλεσμα είναι φανερό: συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της ασκητικής ροπής για αποταμίευση. Η περιστολή της κατανάλωσης πλούτου χρησίμεψε, φυσικά, στην αύξηση του, κάνοντας δυνατή την παραγωγική επένδυση του κεφαλαίου. Το πόσο ισχυρή ήταν αυτή η επίδραση δεν επιδέχεται, δυστυχώς, ακριβή στατιστικό προσδιορισμό. Στην Νέα Αγγλία ο συσχετισμός είναι τόσο ολοφάνερος ώστε δεν διέφυγε την προσοχή ενός ιστορικού τόσο διορατικού όσο ο Ντόυλ. Αλλά και στην Ολλανδία, που στην πραγματικότητα μόνο εφτά χρόνια κυβερνήθηκε από τον αυστηρό Καλβινισμό, η μεγαλύτερη απλότητα της ζωής στους πιο σοβαρά θρησκευτικούς κύκλους, σε συνδυασμό με τον μεγάλο πλούτο, οδήγησε σε μια εξαιρετικά έντονη τάση για συσσώρευση.

Εξάλλου είναι φανερό ότι η τάση που υπήρχε παντού και πάντα και που είναι ισχυρότατη στη σημερινή Γερμανία, δηλαδή να απορροφώνται οι περιουσίες των μεσαίων στρωμάτων από την αριστοκρατία, αναχαιτίσθηκε κατ’ ανάγκη από την πουριτανική αντιπάθεια προς τον φεουδαλικό τρόπο ζωής. Πολλοί Άγγλοι μερκαντιλιστές συγγράφεις του 17ου αιώνα απέδιδαν την υπέροχη του ολλανδικού κεφαλαίου απέναντι στο αγγλικό στο γεγονός πως στην Ολλανδία ο νεοαποκτηθείς πλούτος συνήθως δεν επενδυόταν σε γη. Επίσης, μιας και δεν πρόκειται απλώς για αγορά γης, στην Ολλανδία δεν ζητούσε να μετασχηματιστεί σε φεουδαλικές συνήθειες ζωής, και με αυτόν τον τρόπο να απομακρυνθεί από τη δυνατότητα καπιταλιστικής επένδυσης. Η μεγάλη εκτίμηση των πουριτανών προς τη γεωργία, σαν μια ξέχωρα σημαντική μορφή δραστηριότητας που επίσης ταίριαζε ιδιαίτερα στην ευσέβεια, αναφερόταν (π.χ„ στην περίπτωση του Μπάξτερ) όχι στον εκπακτωτή, αλλά στον «γιόμαν» μικροκτηματία και τον φάρμερ, ενώ στον 18ο αιώνα δεν αναφερόταν στον γαιοκτήμονα, αλλά στον ορθολογικό καλλιεργητή. Ολόκληρη την αγγλική κοινωνία από τον 17ο αιώνα και δώθε τη διαπερνά η σύγκρουση ανάμεσα στην τάξη των γαιοκτημόνων, των εκπροσώπων της «φαιδρός γηραιάς Αλβιόνος», και των πουριτανικών κύκλων με την πλατιά κυμαινόμενη κοινωνική τους επιρροή. Και τα δύο στοιχεία, από τη μια μεριά η αυθόρμητη κι απλοϊκή χαρά της ζωής κι από την άλλη ο αυστηρά προγραμματισμένος, φλεγματικός αυτοέλεγχος κι η συμβατική ηθική συμπεριφορά, συνδυάζονται ακόμα και σήμερα για να αποτελέσουν τον αγγλικό εθνικό χαρακτήρα. Με παρόμοιο τρόπο, η παλιότερη ιστορία των βορειοαμερικανικών αποικιών κυριαρχείται από τη ζωηρή αντίθεση ανάμεσα στους τυχοδιώκτες, που ήθελαν να ιδρύσουν φυτείες με την εργασία δούλων και να ζήσουν σαν φεουδάρχες, και την ειδικά αστική προοπτική των πουριτανών.

Ως τον βαθμό που έφτανε η επιρροή της πουριτανικής κοσμοαντίληψης, σε όλες τις περιπτώσεις -κι αυτό είναι, φυσικά, πολύ πιο σημαντικό από την απλή ενθάρρυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου- ευνόησε την ανάπτυξη μιας ορθολογικής αστικής οικονομικής ζωής άσκησε την πιο σημαντική, και πάνω από όλα την πιο συνεπή επιρροή στην ανάπτυξη αυτής της ζωής. Παραστάθηκε σαν μαμή στο λίκνο του σύγχρονου οικονομικού ανθρώπου.

Βέβαια, τούτα τα πουριτανικά ιδανικά είχαν την τάση να υποχωρούν κάτω από την αφόρητη πίεση που ασκούσαν οι πειρασμοί του πλούτου, όπως ήξεραν πολύ καλά κι οι ίδιοι οι πουριτανοί. Με μεγάλη συχνότητα βρίσκουμε τους πιο γνήσιους οπαδούς του Πουριτανισμού ανάμεσα στις τάξεις που αναδύονταν από χαμηλή κοινωνική θέση, τους μικροαστούς και τους φάρμερς, ενώ οι possidentes, ακόμα κι ανάμεσα στους κουάκερους, συμβαίνει συχνά να τείνουν να απαρνηθούν τα παλιά ιδανικά. Ήταν η ίδια μοίρα που επιφυλάχθηκε και στον προκάτοχο τούτου του κοσμικού ασκητισμού, τον μοναστικό ασκητισμό του Μεσαίωνα. Στην τελευταία περίπτωση, όταν η ορθολογική οικονομική δραστηριότητα ξετυλιγόταν ως τα πλήρη αποτελέσματα της με την αυστηρή ρύθμιση της συμπεριφοράς και τον περιορισμό της κατανάλωσης, είτε ο συσσωρευμένος πλούτος οδηγούσε κατευθείαν στη ζωή του ευγενούς, όπως στην εποχή πριν από τη Μεταρρύθμιση, είτε η μοναστική πειθαρχία απειλούσε να καταρρεύσει, και τότε γινόταν αναγκαία μια από τις πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις.

Πραγματικά, ολόκληρη η ιστορία του μοναστικισμού είναι με μια έννοια η ιστορία ενός αδιάκοπου αγώνα με το πρόβλημα της εγκοσμιοποιητικής επίδρασης του πλούτου. Το ίδιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τον κοσμικό ασκητισμό του Πουριτανισμού. Η μεγάλη αναβίωση του Μεθοδισμού, που προηγήθηκε της επέκτασης της αγγλικής βιομηχανίας προς τα τέλη του 18ου αιώνα, μπορεί να συγκριθεί με μια τέτοια μοναστική μεταρρύθμιση. Γι’ αυτόν το λόγο μπορούμε να παραθέσουμε εδώ ένα απόσπασμα από τον ίδιο τον Τζον Ουέσλι, που μπορεί κάλλιστα να χρησιμεύσει σαν επίγραμμα για τα όσα είπαμε πιο πάνω. Γιατί δείχνει πως οι ηγέτες αυτών των ασκητικών κινημάτων καταλάβαιναν τέλεια τις φαινομενικά παράδοξες σχέσεις που αναλύσαμε εδώ, και μάλιστα με την ίδια έννοια που τους δώσαμε. Έγραψε ο Ουέσλι: «Φοβάμαι πως όταν τα πλούτη αβγαταίνουν, η ουσία της θρησκείας φτωχαίνει στην ίδια αναλογία. Γι’ αυτό δεν βλέπω πώς είναι δυνατό, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, να συνεχισθεί επί πολύ οποιαδήποτε αναβίωση της αληθινής θρησκείας. Γιατί η θρησκεία δεν μπορεί πάρα να γεννάει την εργατικότητα και τη λιτότητα, κι αυτές πάλι δεν μπορούν πάρα να γεννάνε τα πλούτη. Καθώς όμως αυξάνουν τα πλούτη, αυξάνει κι η έπαρση κι ο φθόνος κι η αγάπη για τα εγκόσμια σε όλες τους τις πτυχές. Πώς γίνεται λοιπόν ο Μεθοδισμός, δηλαδή μια θρησκεία της καρδιάς, έστω κι αν ανθεί τώρα σαν πράσινη δάφνη, να συνεχίσει σε αυτή την κατάσταση; Γιατί παντού οι μεθοδιστές γίνονται εργατικοί και λιτοδίαιτοι· κατά συνέπεια, τα αγαθά τους αυξάνουν. Έτσι αυξάνει στην ίδια αναλογία η έπαρση τους, ο φθόνος τους, η επιθυμία της σάρκας, η επιθυμία των ματιών κι η αλαζονεία της ζωής. Με αυτόν τον τρόπο, μόλο που η μορφή της θρησκείας παραμένει, το πνεύμα της χάνεται γοργά. Ώστε λοιπόν δεν υπάρχει τρόπος να το εμποδίσουμε αυτό – αυτή τη συνεχή αποσύνθεση της γνήσιας θρησκείας; Δεν πρέπει να εμποδίζουμε τους ανθρώπους να είναι φιλόπονοι και λιτοί- πρέπει να ενθαρρύνουμε όλους τους χριστιανούς να κερδίζουν όσα μπορούν και να αποταμιεύουν όσα μπορούν δηλαδή, ακριβώς, να γίνονται πλούσιοι».

Ακολουθεί η συμβουλή πως, αυτοί που κερδίζουν όσα μπορούν και αποταμιεύουν όσα μπορούν, πρέπει και να δίνουν όσα μπορούν, ώστε να γίνουν πλούσιοι και σε θεία Χάρη και να αποθησαυρίσουν ένα θησαυρό στον ουρανό. Είναι φανερό πως ο Ουέσλι εκφράζει εδώ, ακόμα και με λεπτομέρειες, αυτό ακριβώς που προσπαθήσαμε να αποδείξουμε.

Όπως λέει εδώ ο Ουέσλι, οι έσχατες οικονομικές συνέπειες αυτών των μεγάλων ασκητικών κινημάτων, που η σημασία τους για την οικονομική ανάπτυξη βρισκόταν πάνω από όλα στην ασκητική διαπαιδαγωγική τους επίδραση, ήρθε γενικά μόνο όταν πέρασε η αιχμή του καθαρά θρησκευτικού ενθουσιασμού. Τότε η ένταση της αναζήτησης του βασιλείου του θεού άρχισε να μεταμορφώνεται βαθμιαία σε μια πεζή οικονομική αρετή· οι θρησκευτικές ρίζες νεκρώθηκαν σιγά σιγά, υποχωρώντας στην ωφελιμιστική κοσμικότητα. Τότε, κατά την έκφραση του Ντόουντεν, όπως στον Ροβινσώνα Κρούσο, ο μεμονωμένος οικονομικός άνθρωπος που ασκεί περιθωριακά και ιεραποστολικές δραστηριότητες παίρνει τη θέση της μοναχικής πνευματικής αναζήτησης της βασιλείας των ουρανών από τον προσκυνητή του Μπάνυαν, που διέσχιζε βιαστικά βιαστικά το παζάρι της Ματαιούπολης.

Όταν αργότερα η αρχή «να επωφελείσαι όσο γίνεται περισσότερο κι από τους δύο κόσμους» κατέληξε να επικρατήσει, όπως παρατήρησε ο Ντόουντεν, η ήσυχη συνείδηση κατάντησε απλώς ένα μέσο για την απόλαυση μιας άνετης αστικής ζωής, όπως εκφράζεται παραστατικά στη γερμανική παροιμία για το μαλακό μαξιλάρι. Ό,τι κληροδότησε η μεγάλη θρησκευτική εποχή του 17ου αιώνα στην ωφελιμιστική διάδοχο της ήταν, πάντως, πάνω από όλα μια εκπληκτικά ήσυχη, θα λέγαμε μάλιστα φαρισαϊκά ήσυχη συνείδηση κατά τη συσσώρευση χρημάτων, όσο αυτή γινόταν νομότυπα. Κάθε ίχνος του deplacere vix potest εξαφανίστηκε.

Είχε ανδρωθεί πια μια ειδικά αστική οικονομική ηθική. Με τη συναίσθηση πως είχε αμέριστη τη θεία Χάρη και πως απολάμβανε αποδειγμένα τη θεία ευλογία, ο αστός επιχειρηματίας, όσο παρέμενε μέσα στα πλαίσια της τυπικής νομιμότητας, όσο η ηθική του διαγωγή ήταν ανεπίληπτη κι ο σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιούσε τα πλούτη του δεν ήταν αξιόμεμπτος, μπορούσε να ακολουθεί ξένοιαστος τα χρηματικά του συμφέροντα και να νιώθει πως έτσι εκπλήρωνε ένα καθήκον. Η δύναμη του θρησκευτικού ασκητισμού τού προμήθευε επιπρόσθετα σοβαρούς, ευσυνείδητους κι ασυνήθιστα φιλόπονους εργάτες, που αφοσιώνονταν στη δουλειά τους σαν ένα σκοπό της ζωής τους που τον θέλησε ο θεός.

Τέλος, του έδωσε τη βολική διαβεβαίωση πως η άνιση κατανομή των αγαθών σε αυτόν τον κόσμο ήταν ένα ειδικό μέτρο της θείας Πρόνοιας, που με τις διάφορες αυτές, όπως και με την άνιση επιδαψίλευση της θείας Χάρης, ακολουθούσε μυστικούς σκοπούς άγνωστους στους ανθρώπους.

(Εμφανιστηκε 980 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.