Οι προϊστορικοί χρόνοι. Η νεολιθική εποχή (6800 π.Χ. ως το 3300 π.Χ.)
Γράφει ο Νικόλαος Καλτσάς
Βασισμένη στα υλικά κατάλοιπα του ανθρώπου, η αρχαιολογική έρευνα προσπάθησε να αναπαραστήσει και να ανασυνθέσει την «ιστορία» της Προϊστορίας, της διαδρομής δηλαδή του ανθρώπου από την εποχή που αυτός άρχισε να κατασκευάζει εργαλεία ως την εποχή των μεγάλων πολιτισμών και ως τους ιστορικούς χρόνους, οπότε οι πηγές άντλησης γνώσεων είναι πιο ασφαλείς με τα γραπτά μνημεία. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η εικόνα που έχουμε για τον πολιτισμό των ιστορικών χρόνων θα ήταν το ίδιο ικανοποιητική αν εξέλειπαν τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία έρχονται να συμπληρώσουν τις γραπτές μαρτυρίες. Στην περίπτωση, ωστόσο, της Προϊστορίας τα συμπεράσματα εξάγονται έμμεσα, καθώς λείπει η άμεση πληροφόρηση και οι άμεσες αναφορές σχετικά με την κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων, τη θρησκεία, την ιδεολογία τους και τις δραστηριότητες τους.
Αρωγοί στην έρευνα της αρχαιολογίας υπήρξαν και υπάρχουν οι επιστήμες της παλαιοανθρωπολογίας, της παλαιοντολογίας και της γεωλογίας, ιδιαίτερα για τις περιόδους της απώτατης προϊστορίας, από την εποχή του Homo Erectus ως την εποχή του Homo Sapiens, αυτού του ανθρώπου που αντιτάχτηκε στη φύση και προσπάθησε να τη δαμάσει με τη σοφία του και τον εργαλειακό εξοπλισμό που κατασκεύαζε ο ίδιος.
Όπως έχει διαπιστωθεί από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων, μετά τη μακρόχρονη Παλαιολιθική περίοδο, ο άνθρωπος-κυνηγός εγκαταλείποντας το τροφοσυλλεκτικό και θηρευτικό στάδιο, περνάει στον παραγωγικό τρόπο ζωής εξημερώνοντας τα ζώα, καλλιεργώντας τη γη και δημιουργώντας μόνιμες εγκαταστάσεις. Αυτή η «παραγωγική επανάσταση» σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας εποχής, ιδιαίτερα σημαντικής για την εξέλιξη του ανθρώπου, της Νεολιθικής εποχής, η οποία στο Αιγαίο και στον ελλαδικό χώρο διαρκεί από το 6800 π.Χ. ως το 3300 π.Χ. Τα στοιχεία που προέκυψαν από τις ανασκαφές σχετικά με την εξέλιξη του τρόπου διαβίωσης και της κατασκευής των διαφόρων τέχνεργων οδήγησαν στη διαίρεση της Νεολιθικής εποχής σε τρεις κύριες περιόδους: την ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ (6800-5800 π.Χ.), τη ΜΕΣΗ (5800-5300 π.Χ.) και τη ΝΕΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ (5300-3300 π.Χ.).
Οι άνθρωποι της Νεολιθικής Εποχής ήταν κατά βάση γεωργοί. Έχει διαπιστωθεί ότι καλλιεργούσαν τα δημητριακά, όπως το σιτάρι, το κριθάρι, τη βρόμη, τη σίκαλη και το κεχρί, αλλά και ορισμένα όσπρια, όπως τις φακές, τα μπιζέλια, τα κουκιά και τα ρεβίθια. Βελανίδια, ελιές, φιστίκια, αμύγδαλα, κεράσια, κορόμηλα, μήλα, σταφύλια, μούρα και αχλάδια, που υπήρχαν αυτοφυή, συμπλήρωναν τη διατροφή τους. Η δεύτερη μετά τη γεωργία παραγωγή ήταν η κτηνοτροφία, η οποία βασιζόταν στα εξημερωμένα βοοειδή και αιγοπρόβατα, στους χοίρους και τους σκύλους. Εκτός από το κρέας, ο νεολιθικός άνθρωπος έπαιρνε από τα ζώα το γάλα για τη διατροφή, το μαλλί και το δέρμα για την ένδυση και τα οστά για την κατασκευή εργαλείων και κοσμημάτων. Παράλληλα βεβαίως με την κτηνοτροφία, η τροφή συμπληρωνόταν και με το κυνήγι των άγριων ζώων, όπως ελάφια, ζαρκάδια, αγριόχοιροι, λαγοί, πάπιες και χήνες, αλλά και από την αλιεία ψαριών και μαλακίων.
Ο άνθρωπος της Νεολιθικής εποχής κατοικούσε είτε σε σπήλαια είτε σε οικισμούς. Κατοίκηση και μάλιστα σε μεγάλες περιόδους έχει διαπιστωθεί στα σπήλαια στο Φράγχθι της Αργολίδας, της Θεόπετρας των Τρικάλων, της Αλεπότρυπας Διρού Λακωνίας κ.ά. Από την Αρχαιότερη ακόμα Νεολιθική έχουν διαπιστωθεί οικισμοί σε πολλά μέρη του ελληνικού χώρου, κυρίως στην Κεντρική Ελλάδα και την Ανατολική Πελοπόννησο, αλλά και στη Μακεδονία και τη Θράκη. Στον νησιωτικό χώρο λίγες είναι οι διαπιστωμένες νεολιθικές θέσεις, όπως στην Εύβοια, τις Σποράδες, τη Χίο, τη Σάμο και την Κρήτη. Οι οικισμοί χτίζονται σε πεδιάδες, λόφους, αλλά και παράλια, πάντοτε κοντά σε ποτάμια ή πηγές για την εξασφάλιση του νερού. Οι κατοικίες στην αρχή είναι πασσαλόπηχτες καλύβες και αργότερα χτίζονται με λίθινα θεμέλια και πλινθόχτιστους τοίχους.
Τα περισσότερα ευρήματα της Νεολιθικής περιόδου, που εκτίθενται στο Εθνικό Μουσείο, προέρχονται από τους δύο σημαντικότερους οικισμούς αυτής της εποχής που ανακαλύφτηκαν στη θεσσαλική πεδιάδα, το Σέσκλο και το Διμήνι, ενώ ολιγάριθμα, αλλά εξίσου σημαντικά, από άλλες νεολιθικές θέσεις, όπως το Λιανοκλάδι Φθιώτιδας, οι Αλές, η Νέα Μάκρη Αττικής.
Σε έναν χαμηλό επίπεδο λόφο σε μικρή απόσταση από το σημερινό χωριό Σέσκλο, κοντά στον Βόλο, ο Χρήστος Τσούντας ανέσκαψε στις αρχές του 20ού αιώνα την ακρόπολη και στη δεκαετία του 1960 ο Δ. Θεοχάρης ανέσκαψε τον οικισμό που εκτείνεται δυτικά του λόφου. Ο τόπος είναι ιδανικός για μόνιμη εγκατάσταση καθώς προσφέρει ασφάλεια με το φυσικά οχυρωμένο ύψωμα, νερό με τα δύο μικρά ποτάμια που διασχίζουν τη μικρή κοιλάδα και εύφορη γη για καλλιέργεια. Η θέση κατοικήθηκε από τα μέσα της 7ης χιλιετίας ώς το τέλος της Νεολιθικής εποχής γύρω στα 3200 π.Χ. Μέσα στην ακρόπολη που καταλαμβάνει τον επίπεδο λόφο, τειχισμένη κατά τη Μέση Νεολιθική περίοδο με έναν οχυρωματικό περίβολο πάχους 1 μ., βρίσκονται μεταξύ των άλλων κτισμάτων το «μέγαρο», που πιθανόν ήταν η κατοικία του άρχοντα, και το λεγόμενο «εργαστήριο του Κεραμέα», όπως το ονόμασε ο Χρήστος Τσούντας, από τα πολλά αγγεία που βρέθηκαν μέσα στο χώρο.
Ο οικισμός του Διμηνίου, που φαίνεται να ιδρύθηκε στις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου γύρω στο 5300 π.Χ. και να έφτασε στη μεγάλη του ακμή από το 4800 ως το 4500 π.Χ., βρίσκεται και αυτός πολύ κοντά στον Βόλο, σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων, σε έναν φυσικό σχιστολιθικό λόφο. Ο οικισμός απλωνόταν στην κορυφή του λόφου και περιμετρικά σε άνδηρα που σχηματίζονταν κυκλικά με τη βοήθεια έξι επάλληλων περιβόλων.
Η κεραμική είναι το σημαντικότερο και πολυπληθέστερο είδος της Νεολιθικής εποχής. Τα αγγεία της Αρχαιότερης Νεολιθικής έχουν συνήθως το σχήμα της ανοιχτής φιάλης με παχιά τοιχώματα. Στην πρώιμη περίοδο η επιφάνεια είναι καστανόχρωμη. Σταδιακά βελτιώνονται τεχνικά και τα αγγεία, που ψήνονται καλύτερα, κατασκευάζονται με καθαρότερο πηλό, με περισσότερο λεπτά τοιχώματα αλλά και το χρώμα τους ποικίλλει από μελανό ως κόκκινο. Αργότερα αρχίζει και η γραπτή διακόσμηση με χρώματα γαιώδη και σχέδια που αντιγράφονται από την υφαντική ή την πλεκτική, αλλά και η εγχάρακτη διακόσμηση.
Στη Μέση Νεολιθική περίοδο οι τεχνικές της κατασκευής και της όπτησης εξελίσσονται περισσότερο, με αποτέλεσμα τα αγγεία να έχουν πολύ λεπτά τοιχώματα και να είναι πιο σκληρά και καλοψημένα. Η επιφάνεια των αγγείων αυτής της περιόδου διακοσμείται με πολλά θέματα, όπως τα τρίγωνα, οι ρόμβοι, τα βαθμιδωτά, φλογωτά ή οδοντωτά κοσμήματα, με τη χρήση λευκής βαφής στην κόκκινη επιφάνεια του αγγείου ή της κόκκινης πάνω σε ανοιχτόχρωμη επιφάνεια. Η «ξεστή τεχνική» που αντιπροσωπεύεται στη Θεσσαλία και την Κεντρική Ελλάδα, είναι η τεχνική κατά την οποία ολόκληρη η λευκή επιφάνεια του αγγείου καλύπτεται με κόκκινο χρώμα, το οποίο στη συνέχεια αποξέεται κατά τόπου, έτσι ώστε να δημιουργείται διχρωμία.
Από το Σέσκλο προέρχονται αγγεία της Μέσης Νεολιθικής με διακόσμηση, όπως είναι η φιάλη αριθ. 5919 που φέρει οδοντωτά κοσμήματα, ρόμβους και στο χείλος τρίγωνα, όλα με κόκκινο στιλπνό χρώμα και το σφαιρικό αγγείο αριθ. 6034 με τεθλασμένες γραμμές.
Η κεραμική της Νεότερης Νεολιθικής παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλία στα σχήματα των αγγείων αλλά και στη διακόσμηση, η οποία στην πρώτη φάση είναι πολύχρωμη. Ξεχωρίζουν ο ρυθμός της Λάρισας, ο ρυθμός Αράπη, Οτζάκι και Αγ. Σοφίας. Στη Νεότερη Νεολιθική II (4800-4300 π.Χ.) επικρατεί ο ρυθμός του «κλασικού Διμηνίου» με αγγεία διακοσμημένα με μαύρα κοσμήματα πάνω at ανοιχτόχρωμο βάθος, παράλληλα με την εγχάρακτη διακόσμηση. Τα μονόχρωμα αγγεία με πολύ καλή επεξεργασία και γυάλισμα της επιφάνειας συνυπάρχουν με τα ζωγραφιστά. Η προτίμηση σε αυτά είναι περισσότερο φανερή κατά την Τελική ή Χαλκολιθική περίοδο, με μια μεγάλη ποικιλία σχημάτων, από τα οποία επικρατούν οι ανοιχτές φιάλες και οι σέσουλες.
Ο νεολιθικός άνθρωπος, πέρα από την καλλιτεχνική έκφραση και τις δεξιοτεχνίες του, που παρατηρούμε στη διακόσμηση των αγγείων, αποτύπωσε και το θαυμασμό για το υπέρτατο δημιούργημα της φύσης, τον ίδιο τον άνθρωπο, στα ειδώλια, το μοναδικό αυτό είδος πλαστικής της Νεολιθικής εποχής. Καμωμένα κυρίως από πηλό αλλά και από πέτρα και μάρμαρο, τα νεολιθικά ειδώλια, μικρά κατά κανόνα σε μέγεθος, παριστάνουν ως επί το πλείστον γυναικείες μορφές, συνήθως καθιστές, ενώ τα ανδρικά είναι λιγότερα και ακόμα λιγότερα τα ζωόμορφα. Η πράξη της δημιουργίας, η γέννηση, ανεξήγητο και θαυμαστό γεγονός, δεν άφησε ασυγκίνητο τον άνθρωπο ο οποίος το αποτύπωσε στα ομοιώματα της γυναίκας, τονίζοντας μάλιστα τα σημεία που συνδέονται με τον γενετήσιο χαρακτήρα της.
Οι μορφές παριστάνονται γυμνές, άλλοτε φυσιοκρατικά και άλλοτε σχηματικά, και τα ανατομικά χαρακτηριστικά αποδίδονται πλαστικά, με χάραξη και με χρώμα. Στην Αρχαιότερη και τη Μέση Νεολιθική περίοδο η απόδοση είναι φυσιοκρατική με έντονη πλαστική διαμόρφωση των μερών του σώματος και ιδιαίτερα των γυναικείων γλουτών. Στα σχηματικά ειδώλια δηλώνεται με σαφήνεια το φύλο, στα ανδρικά προεξέχει ο φαλλός. Στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο τα ειδώλια χαρακτηρίζονται από την αφαίρεση και μερικές φορές αποκτούν μνημειακότητα, όπως ο «Στοχαστής» και η «Κουροτρόφος».
Μικρότερες τυπολογικές ομάδες αποτελούν τα σανιδόμορφα, με μια τριμερή διαίρεση για υποτυπώδη δήλωση του κεφαλιού, του σώματος με δύο προεξοχές για να δηλωθούν τα άνω άκρα, ενώ το κάτω μέρος αποδίδεται συμπαγές. Η αφαίρεση είναι ακόμα πιο έκδηλη στα λεγόμενα ακρόλιθα στα οποία δεν υπάρχει απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών, ενώ στο πάνω μέρος του πήλινου σχηματοποιημένου κορμού προστίθεται ένα τριγωνικό λίθινο ή μαρμάρινο στοιχείο το οποίο υποκαθιστά το κεφάλι.
Το αποκορύφωμα της σχηματοποίηση της ανθρώπινης μορφής παρατηρείται στα λεγόμενα δακτυλιόσχημα αντικείμενα, τα οποία πρέπει να φοριούνταν ως κοσμήματα, γι’ αυτό στην κατασκευή τους χρησιμοποιείται και ο χρυσός, παράλληλα με το λίθο και το μάρμαρο. Πρόκειται για κυκλικά αντικείμενα με μια προεξοχή στο πάνω μέρος, συνήθως τραπεζιόσχημη, και κάτω από αυτήν έκτυπα μαστίδια. Τα δακτυλιόσχημα αυτά αντικείμενα, εκείνα τουλάχιστον που φέρουν έκτυπα μαστίδια, θεωρείται, προς το παρόν, ότι απεικονίζουν με τρόπο σχηματικό ανθρώπινες μορφές, κυρίως γυναίκες.
Ο άνθρωπος της Νεολιθικής εποχής, εκτός από τα είδη ανάγκης, καθημερινής χρήσης και πιθανότατα λατρείας, κατασκεύασε και χρησιμοποίησε αντικείμενα για το στολισμό του σώματος. Σε μια κατηγορία κοσμημάτων, ίσως των πρωιμότερων, ανήκουν ορισμένα αντικείμενα τα οποία είχαν από τη φύση τους ένα δεδομένο σχήμα και μορφή, όπως τα όστρεα και τα δόντια ζώων. Αυτά χρησιμοποιούνταν αυτούσια με μόνη τεχνική παρέμβαση τη διάνοιξη μιας οπής για την ανάρτηση. Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν αντικείμενα τα οποία κατασκευάζονται από τον άνθρωπο με διάφορα υλικά. Τα συνηθέστερα σχήματα που τους δίνονται είναι η ανθρώπινη μορφή, ανθρώπινα μέλη, άγρια ζώα, μιμήσεις καρπών και επίπλων κ.ά.
Η χρήση σφραγίδων δηλώνει την ύπαρξη οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης των νεολιθικών οικισμών. Οι σφραγίδες είναι πήλινες ή λίθινες και η σφραγιστική τους επιφάνεια φέρει διάφορα θέματα, όπως κυματοειδείς γραμμές, ομόκεντρους κύκλους ή μαιανδροειδή σχήματα.
Τα μέταλλα, όπως ο χρυσός, ο άργυρος και ο χαλκός, αν και σπάνια, δεν ήταν άγνωστα στη Νεολιθική εποχή και χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή κοσμημάτων και εργαλείων. Ο χρυσός που υπάρχει αυτούσιος στη φύση είναι από τα πρώτα μέταλλα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για την κατασκευή κοσμημάτων.
Στην Τελική Νεολιθική εποχή ο άνθρωπος ήταν σε θέση να κατασκευάσει αντικείμενα τόσο με τη σφυρηλάτηση όσο και με τη χύτευση. Η κατάκτηση αυτή είναι η τελευταία του νεολιθικού ανθρώπου, σηματοδοτεί το τέλος της Νεολιθικής εποχής και προοιωνίζεται τις οικονομικές και κοινωνικές τομές της Εποχής του Χαλκού που ακολουθεί.
Ο Νικόλαος Καλτσάς είναι αρχαιολόγος και υπηρέτησε ως Διευθυντής στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Πηγή: Νικόλαος Καλτσάς. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκδ. Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση. Αθήνα.