30 Οκτώβρη 1944: Η Θεσσαλονίκη απελευθερώνεται.
Οι ανασυγκροτημένες στη Χαλκιδική αντιστασιακές δυνάμεις μπαίνουν στην πόλη
του Γιάννη Αικατερινάρη
αρχιτέκτονα, π. προέδρου του ΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας
Η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης και η κατάθεση στεφάνου στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη από ένα άγημα Γερμανών στρατιωτών, στις 12 Οκτωβρίου 1944, πιστοποίησαν την απελευθέρωση της Αθήνας.
Στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Τμήματα του ΕΛΑΣ και των ένοπλων βοηθητικών οργανώσεών του (Εθνική Πολιτοφυλακή κ.ά.) έφτασαν από τη Χαλκιδική και στις αρχές του Σεπτέμβρη δραστηριοποιήθηκαν στα βορειανατολικά της πόλης. Λίγο αργότερα μπήκαν σ’ αυτή και στις 29 και 30 Οκτωβρίου συμμετείχαν στις εκδηλώσεις για την απελευθέρωσή της. Τις ίδιες μέρες καΐκια του ΕΛΑΝ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού), ξεκινώντας από τη Χαλκιδική (Ιερισσό), προσάραξαν στην προκυμαία της και γιόρτασαν όλοι μαζί το μεγάλο γεγονός.
Η εξέλιξη αυτή ακύρωσε τα σχέδια των Εγγλέζων, καθώς υπολόγιζαν να παραδοθεί η Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς σε μια αντιπροσωπεία Ελλήνων και Εγγλέζων αξιωματικών του Αρχηγείου της Μέσης Ανατολής, που γι’ αυτό το σκοπό αποβιβάστηκαν σε ακτή της Κασσάνδρας. Προσδοκούσαν να τους πιστωθεί η απελευθέρωση της πόλης και να δημιουργηθούν ευνοϊκές γι’ αυτούς συνθήκες, έστω κι αν με τη Συμφωνία της Καζέρτας (24-26 Σεπτέμβρη 1944) προβλεπόταν να τοποθετηθεί Στρατιωτικός Διοικητής που θα προέρχονταν από τον ΕΛΑΣ, και όχι όπως συνέβη στην Αττική, όπου διατηρήθηκε ο «δικός» τους Σπηλιωτόπουλος.
Οι Εγγλέζοι στόχευαν στην αύξηση της επιρροής τους, γι’ αυτό και ασκούσαν πολιτική προστασίας όσων συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Ενώ ο ΕΛΑΣ, η Πολιτοφυλακή και ο ΕΔΕΣ μπορούσαν να συλλαμβάνουν δωσίλογους (απόφαση Καζέρτας), ο στρατηγός Σκόμπυ ((Ronald MacKenzie Scobie, 1893 – 1969)) προέτρεπε μεμονωμένα άτομα ή και ομάδες, που βιαιοπράγησαν εις βάρος Ελλήνων αμάχων και πατριωτών, να προσχωρούν σε φιλικές νεότευκτες «αντιστασιακές» οργανώσεις… Κι όλα αυτά ενώ υπήρχαν πρόσφατα φαινόμενα στήριξης των κατακτητών από «Ελληνικές» οργανώσεις στις οποίες ανήκαν πολλοί που λίγο αργότερα καταδικάστηκαν ως δωσίλογοι.
Μια απροκάλυπτη συναλλαγή με τους κατακτητές καταγράφηκε σε οκτασέλιδες προκηρύξεις, που σκορπίστηκαν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης λίγες μέρες μετά το ολοκαύτωμα της κωμόπολης του Χορτιάτη, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944. Ενώ οι κάτοικοι θρηνούσαν τα 149 αθώα θύματα, τα περισσότερα των οποίων ήταν γυναικόπαιδα, οι δωσίλογοι «επιχειρηματολογούσαν» για την …ανάγκη στήριξης των κατακτητών! Ιδρυτικά μέλη της ΠΟΕΤ (Πανελλήνιας Οργάνωσης Εθνικιστικών Ταγμάτων) δήλωναν ενυπογράφως ότι συμπαρατάσσονταν με τους κατακτητές …«με την επιφύλαξιν ότι θέλουσι τύχει της υποσχεθείσης παρά των Γερμανικών Υπηρεσιών Κατοχής βοηθείας αναλόγου προς το σοβαρόν και τας υποχρεώσεις ας αναλάβαμεν εις τρόπον ώστε να εξοπλισθούν ισχυρά μαχητικά τμήματα ικανά να φέρωσι εις πέρας τον αναληφθέντα εθνικόν αγώνα»! Ο αμοραλισμός και το θράσος στο απόγειό τους…
Η ανασύνταξη των δυνάμεων της Αντίστασης στη Χαλκιδική
Η Χαλκιδική με την κατάλληλη μορφολογία εδάφους, την πυκνή βλάστηση (όρη Χολομώντας και Κάκαβος), αλλά και την επάρκεια αγαθών, προσφέρονταν ως πεδίο δράσης, καταφύγιο και βάση ευκολότερης προσέγγισης της Θεσσαλονίκης από τμήματα του ΕΛΑΣ. Ήδη πολλά από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας (Κερδύλλια, Κρούσια, Κιλκίς κ.α.) κατέφυγαν στη χερσόνησο το χειμώνα του ’42. Αργότερα έφτασαν ο καπετάν Λασσάνης με τάγμα της 11ης Μεραρχίας από τα Κερδύλλια, ο καπετάν Βούρος (Θωμάς Τζελέπης) από τα Πιέρια, ο καπετάν Ραφτούδης από το Κιλκίς) κ.ά.
Ο καπετάν Φουρτούνας (Σαράντης Ν. Σπίντζος)[1], διοικητής της σπουδαίας Μοίρας του ΕΛΑΝ του Β. Α. Αιγαίου έγραψε σχετικά: «Τώρα στα βουνά της Χαλκιδικής είναι γεμάτα από αντάρτες. Ταυτόχρονα τις περισσότερες παραλίες κρατά το ΕΛΑΝ. Στο Χολομόντα έχει ιδρυθεί η XI Μεραρχία του ΕΛΑΣ. Καπετάνιος της Μεραρχίας είναι ο ξακουστός Λασσάνης, διοικητής δε ο συνταγματάρχης Παπαθανασίου. Το ΕΛΑΝ τώρα υπάγεται διοικητικά στη XI Μεραρχία».[2]
Μετά την φυγή των Γερμανών από τη Χαλκιδική και την πρωτεύουσά του τον Πολύγυρο (1η Σεπτεμβρίου 1944), δημιουργήθηκαν ευνοϊκότερες συνθήκες για ανασύνταξη και δράσεις των τμημάτων του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη. Ο Άρης Κριτής από τα Ν. Μουδανιά είπε σχετικά: «Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1944 κάναμε την επιστράτευση και αρχάς Οκτωβρίου συγκεντρωθήκαμε στα Πετροκέρασα, όπου έγινε η συγκρότηση του 31ου Συντάγματος Χαλκιδικής[3]. Τοποθετήθηκα στο IV Τάγμα του με διοικητή τον Αικατερινάρη Σωκράτη (καπετάν Ζέζα) και Επίτροπο τον Βάσο Μαυρίδη».[4]
Και ο Γιώργης Καραμούζης από τον Ταξιάρχη Χαλκιδικής: «…μας κάλεσαν στον Πολύγυρο, μαζευτήκαμε κάπου 2.000 στις Έξι βρύσες, όπου έβγαλαν ομιλία και μας είπαν ότι οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι είναι ακόμη εδώ, θέλουμε εθελοντές 500 ενόπλους. Πήγα από τους πρώτους. Οι μισοί πήγαν πολιτοφύλακες στα χωριά της Χαλκιδικής, οι άλλοι μισοί πήγαμε στα υψώματα της Θεσσαλονίκης και χτυπούσαμε τους Γερμανούς σε διάφορα σημεία (…). Εγώ είχα διμοιρίτη τον καπετάν Ν. Αμπελά…».[5]
Στην Εθνική Πολιτοφυλακή (Ε.Π.) της Χαλκιδικής αναφέρθηκε στο βιβλίο του και ο Σαράντης Σπίντζος: «… συνεργαζόμασταν στενά με την Ε.Π., φυσικά και με τμήματα του ΕΛΑΣ. Διοικητής τότε της Πολιτοφυλακής Χαλκιδικής, ήταν ο Κύρκος Αικατερινάρης από τον Πολύγυρο, με το ψευδώνυμο Λάμπρος[6]. Ήταν ένα λογικό και ψύχραιμο παλληκάρι. Πάντα όταν συναντιόμασταν και συζητούσαμε, μου έκανε εντύπωση η κατατόπισή του πάνω στην πολιτική κατάσταση και η τετράγωνη λογική του. Κάποτε στο Ντεβελίκι[7] με χάρισε για ενθύμιο το αυτόματό του, ένα σπουδαίο στάγιερ. (…)».[8]
Ανάλογη είναι η αναφορά του Νικόλα Μαντράου, που κατάγονταν από το νησί της Σύμης: «Στον Πολύγυρο συγκροτήθηκε ένα τάγμα από τις δυνάμεις της Ε.Π., στο οποίο πήρα μέρος. Είχε πολιτικό καθοδηγητή τον Ορέστη (Σταύρο) και στρατιωτικό τον Κύρκο Αικατερινάρη (Λάμπρο) και αποστολή την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, καθώς και να διατηρήσει την τάξη και να προστατέψει την ζωή των πολιτών, μέσα σε εκείνη τη γενική σύγχυση που επικρατούσε από τους Δαγκουλέους, ΠΑΟτζήδες, Τάγματα Ασφαλείας κ.ά.» [9]
Ο Κύρκος Δημητρίου, από το χωριό Άγιος Νικόλαος, έγραψε στο βιογραφικό του: «(…) Γύριζα στα χωριά οργανώνοντας τον κόσμο και τον Αύγουστο ανέβηκα στο βουνό και βρήκα τον καπετάν Βούρο. (…) Το Στρατώνι ήταν γεμάτο Βούλγαρους και Γερμανούς, λόγω των μεταλλείων. (…)».[10]
Δράσεις στο νομό Θεσσαλονίκης και είσοδος στην πόλη
Τα τραγικά γεγονότα, που προκάλεσαν στο Χορτιάτη οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους με επικεφαλής τον Φριτς Σούμπερτ, πολλαπλασίασαν τις επιχειρήσεις των δυνάμεων του ΕΛΑΣ κοντά στη Θεσσαλονίκη. Όσοι έρχονταν από τη Χαλκιδική γνώριζαν καλά τον αδίσταχτο λοχαγό από τις αγριότητές του σε πολλά χωριά της (Μαραθούσα, Ν. Καλλικράτεια, Πετράλωνα κ.ά.). Για τα γεγονότα που ακολούθησαν το ολοκαύτωμα σταχυολογώ, χαρακτηριστικές μαρτυρίες:
Ο Γιάννης Μπίνιος περιγράφει την τραγική κατάσταση που αντίκρισαν όταν μπήκαν στο Χορτιάτη: «Φθάσαμε μια νύχτα και κάναμε μια περιπολία μέσα στο χωριό. Ακόμα τα πτώματα που είχαν κάψει μυρίζανε. Δεν είχε κανένα κάτοικο εκεί. (…)». Δίνει ακόμα μια ενδιαφέρουσα πληροφορία για ένα από τα επεισόδια κοντά στο υδραγωγείο της κωμόπολης (σημ. Δεν πρόκειται γι’ αυτό που στάθηκε η αφορμή της επέμβασης των Γερμανών): «Εκείνη τη μέρα ερχόταν δύο αυτοκίνητα με Γερμανούς. Πέρασαν την γέφυρα και άρχισαν να βάλλουν. (…) Η μάχη συνεχίζονταν κανονικά, σερνόμασταν σαν τα φίδια, δεν είχαμε θέσεις να καλυφθούμε. (…) Στη συνέχεια οι Γερμανοί υποχώρησαν, αφού έδωσαν στοιχεία στο πυροβολικό τους. Μάθαμε ότι επικεφαλής τους ήταν ο Κουρτ Βαλχάϊμ, αυτός που αργότερα έγινε Γ. Γραμματέας του ΟΗΕ. Στη συνέχεια άρχισε να μας ρίχνει το Γερμανικό πυροβολικό από το Καραμπουρνάκι. Το χωριό ήταν έρημο…».[11]
Συνεχίζοντας την αφήγησή του λέει ότι μετά το Χορτιάτη και το Λιβάδι ο λόχος του, υπό τον καπετάν Μαύρο (Γ. Οικονομίδη), κατέβηκε στη Ν. Ραιδεστό, απ’ όπου απώθησε τους Γερμανούς στο κοντινό Αεροδρόμιο Σέδες. Εκείνοι βάλλοντας από εκεί με τα κανόνια τους, σκότωσαν ένα αντάρτη, τον Αργύρη από την Ιερισσό. Μετά την οπισθοχώρηση και την οχύρωση τους στο «Φόρο» (κοντά στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης) ακολούθησαν διαπραγματεύσεις, στην οποίες την ελληνική πλευρά εκπροσώπησαν οι καπετάνιοι «Νικήτας» και «Άρης».
Αναζητώντας να βρω σε ποιο «Νικήτα» αναφερόταν, κατέληξα στον Κώστα Συννεφάκη, από το Λιβάδι Ολύμπου, διοικητή του 50ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ[12]. Οι άνδρες ενός τάγματος, με επικεφαλής τον ίδιο, ξεκίνησαν στις 20 Οκτωβρίου του ’44 από την Πιερία κι έφτασαν με καΐκια στην απέναντι ακτή της Καλαμαριάς. Μετά τις διαπραγματεύσεις ενσωματώθηκαν στο 31ο Σύνταγμα Χαλκιδικής, παίρνοντας μέρος στους εορτασμούς της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.[13]
Ο Κύρκος Δημητρίου αφηγείται: «Τον Οκτώβριο του ’44 στρατεύομαι στην Πολιτοφυλακή στον Πολύγυρο. Φτιάχνουμε το τάγμα με καπετάνιο τον καπετάν Λάμπρο, τον Κύρκο Αικατερινάρη από τον Πολύγυρο. Σε λίγες μέρες φύγαμε και πήγαμε στον Χορτιάτη, το χωριό καμένο…».[14] Αναφέρεται στη συνέχεια σε μια συμπλοκή κατά την οποία σκοτώθηκαν 15 Γερμανοί και ένας αντάρτης, ο Κασαξής Δημήτριος, από το χωριό Αδάμ.
Και ο Νικόλας Μαντράος συνεχίζει την αφήγησή του: «Στο τέλος του Σεπτέμβρη πήγαμε στο Χορτιάτη. Περιμέναμε διαταγή να κατεβούμε στη Θεσσαλονίκη, μέχρι τότε όμως χρειάστηκε να δώσουμε μια μάχη με Γερμανούς που έρχονταν με αυτοκίνητα να πάρουν ζώα. Στις 23 Οκτώβρη το απόγευμα πήραμε εντολή και κατεβήκαμε στο Ασβεστοχώρι, μείναμε εκεί ένα βράδυ και την επαύριο, μόλις βράδιασε, ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη, όπου συνδεθήκαμε με τη διοίκηση του τάγματος του εφεδρικού ΕΛΑΣ Νεάπολης και μας οδήγησε σε σπίτια της συνοικίας Βάρνας. Την άλλη μέρα παραταχτήκαμε στην οδό Κασσάνδρου».[15]
Ο Γιάννης Μπίνιος δίνει ακόμη πληροφορίες για την είσοδο στη Θεσσαλονίκη τμημάτων του ΕΛΑΣ και των υποστηρικτικών οργανώσεών του. Άλλα μπήκαν, λέει, από του Χαριλάου και άλλα από το Επταπύργιο. Το τάγμα του καπετάν Λάμπρου (Κύρκου Αικατερινάρη) «μπήκε από το Ασβεστοχώρι»[16]. Αναφερόμενος στο δικό του τάγμα, είπε ότι άλλοι άνδρες πήγαν στην Καλαμαριά και συνδέθηκαν με τον Εφεδρικό ΕΛΑΣ κι άλλοι στρατοπέδευσαν απέναντι από την ΧΑΝΘ παίρνοντας «θέση μάχης». Στο κτίριο βρίσκονταν «η Εκατονταρχία (Χωροφυλακή) που δεν παρέδιδε τα όπλα». Εκεί είχαν μεταφέρει και τους ταγματασφαλίτες των γεγονότων του Χορτιάτη. Κυκλοφόρησε μάλιστα η φήμη ότι «δεν σώθηκε απ’ αυτούς ούτε κουμπί», όταν παρά τις διαταγές των επικεφαλής της δύναμης του ΕΛΑΣ οι χαροκαμένοι κάτοικοι του Χορτιάτη εισέβαλαν στο κτίριο… Μετά την παράδοση των χωροφυλάκων, οι Ελασίτες κατευθύνθηκαν στην Γερμανική Σχολή, την οποία και κατέλαβαν.
Ο Γιώργης Καραμούζης αναφέρεται σε μια συμπλοκή με Γερμανούς, κοντά στα καμίνια του Ασβεστοχωρίου, και ύστερα στην κάθοδο του τάγματος στη Θεσσαλονίκη και στην υποδοχή των ανδρών του από τον κόσμο: «Σηκωνόμαστε και φεύγουμε τη νύχτα για τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε στις Συκιές. Οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν ενώ ανατίναζαν αποθήκες εδώ και εκεί. Το πρωί, κατά τις δέκα, ήρθε ο καπετάν Λάμπρος (Κύρκος Αικατερινάρης) και κάναμε παρέλαση και φτάσαμε στην πλατεία της Αγίας Σοφίας».[17]
Σημαντικά στοιχεία για τα γεγονότα της Απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και τις τελευταίες μέρες των Γερμανών κατακτητών στην πόλη μας δίνει ο καπετάν Σαράντης Ν. Σπίντζος: «Τη Θεσσαλονίκη οι Γερμανοί την κρατούν ακόμη για υποστήριξη των δυνάμεών τους που υποχωρούν από την ελεύθερη πια Αθήνα και Θεσσαλία προς Βορρά. Και το κράτημα όμως της Θεσσαλονίκης είναι μερικό. Βασικά κρατούν το κέντρο της πόλης, το λιμάνι και μια σειρά αρτηρίες οδικές, ενώ τα υψώματα και τις συνοικίες της κυριαρχεί ο ΕΛΑΣ και η Εθνική Πολιτοφυλακή». Και συνεχίζει: «(…) Από τις συνοικίες και παρυφές της Πόλης μπαίνουν ο ΕΛΑΣ και η Ε.Π., από τη θάλασσα πρωί πρωί μπαίνει στο λιμάνι της πόλης ο ΕΛΑΝ. Δώδεκα (12) εξοπλισμένα σκάφη σημαιοστολισμένα μπαίνουν στο λιμάνι σε γραμμή παραγωγής και πλευρίζουν στις προβλήτες από το Λευκό Πύργο ως το ξενοδοχείο «ΜΕΝΤΙΤΕΡΑΝΙΑ». Ακολουθούν τα βοηθητικά σκάφη του ΕΛΑΝ γεμάτα Ελανίτες, εφόδια και πυρομαχικά. Αμέσως με εντολή της Ομάδας Μεραρχιών, που σ’ αυτήν υπαγόμαστε τώρα, καταλαμβάνουμε όλο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και το θέτουμε υπό πλήρη έλεγχο και επιτήρηση».[18] (…)
Μια παρεμφερή μαρτυρία για τα γεγονότα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης προέρχεται από τον Λεωνίδα Γιανναρίδη[19]: «Τμήματα του ΕΛΑΣ Χαλκιδικής, αλλά και αντάρτες άλλων μονάδων, είχαν εγκατασταθεί στην πόλη, λίγο νωρίτερα από τις 30 Οκτωβρίου του ’44. Διανυκτερεύσαμε σε σπίτια των Συκιών, όπου φιλοξενηθήκαμε με την μέριμνα των εκεί οργανώσεων του ΕΑΜ. Στις 29 Οκτωβρίου κατεβήκαμε στην πλατεία Ελευθερίας. Ορισμένοι διανυκτέρευσαν στο «μέγαρο Κονιόρδου» της παραλίας. Στην παρέλαση, που ακολούθησε από την πλατεία Ελευθερίας μέχρι τον Λευκό Πύργο, ο κόσμος μας άρπαζε και μας μετέφερε πάνω στους ώμους του! Άλλους τους πρόσφερε ανθοδέσμες κι άλλους τους περνούσε στο λαιμό στεφάνια με λουλούδια».
Αποκτούν ιδιαίτερη σημασία τα όσα καταμαρτυρεί στην αυτοβιογραφία του ο Αθ. Καραγκάνης, Δήμαρχος Πολυγύρου,[20] που ανήκε σε αντίπαλη του ΕΛΑΣ παράταξη: «Κατά την διάρκειαν του πολέμου εκείνου μετέσχον εις την Παμμακεδονικήν Απελευθερωτικήν Οργάνωσιν ΠΑΟ … Ύστερα από πολλές στερήσεις και αγωνιώδεις μέρες και νύχτες που περνούσαμε στη Θεσσαλονίκη, από τους καθημερινούς αεροβομβαρδισμούς, έφτασε και η μέρα της απελευθερώσεως με την αποχώρηση των Γερμανοβουλγάρων και της εισόδου τμημάτων του ΕΛΑΣ, την παρέλασιν των οποίων παρηκολούθησα εις την συμβολήν της οδού Αγίας Σοφίας με την παραλιακήν. Επι κεφαλής ενός τμήματος της οποίας, αντίκρυσα μετά εναγκαλισμού τους συμπτριώτας μου Κύρκον Αικατερινάρην (καπετάν Λάμπρο) και Μιλτιάδην Τάσιον»[21]!
Πολύγυρος 27-10-2018.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 28 Οκτωβρίου 2018 στο “Έθνος της Κυριακής”.
Βιβλιογραφία και παραπομπές
[1] Από το Ραχώνι της Θάσου. Υπήρξε από τα σημαντικότερα πρόσωπα της Αντίστασης, σε ό, τι αφορά στις επιχειρήσεις στη θάλασσα. Τον γνώρισα όταν το βιβλίο για το ΕΛΑΝ βρίσκονταν στο τυπογραφείο.
[2] Σαράντης Ν. Σπίντζος, «ΕΛΑΝ, VI ΝΑΥΤΙΚΗ ΜΟΙΡΑ, σελίδες από την Εθνική Αντίσταση», Αθήνα 1986, σ.46.
[3] Πρωτοστάτησε και στις εκδηλώσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
[4] Γιώργος Ι. Ζωγραφάκης, Πληροφορίες – μαρτυρίες – στοιχεία για την Εθνική αντίσταση στη Χαλκιδική, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χαλκιδικής 2006, σ.320.
[5] ό.π. Γ. Ζ., σ.301.
[6] Ο καπετάν Λάμπρος (Κύρκος Ι. Αικατερινάρης, 1906-1975) ήταν πατέρας μου και ένας από τους 95 καπεταναίους, που απελάθηκαν ως «διαφωνούντες», από το χωριό των πολιτικών προσφύγων, το Μπούλκες της π. Γιουγκοσλαβίας. Πέρασε στη συνέχεια στρατοδικεία, φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε στη Γυάρο, τη Μακρόνησο και την Ικαρία. Ήταν ένας από αυτούς που τότε ως υπόδικος κατέθεσε από την πλευρά της Αριστεράς στην «επιτροπή του ΟΗΕ», που διερευνούσε για τον ρόλο των όμορων σοσιαλιστικών χωρών στις επιχειρήσεις του «Δημοκρατικού στρατού Ελλάδας», ύστερα από προσφυγή της ελληνικής κυβέρνησης.
[7] Ακτή του Γοματίου στον κόλπο του Αγίου Όρους, κοντά στην Ιερισσό.
[8] ό.π. Σ. Σ., σ.26.
[9] ό.π. Γ. Ζ., σ.321.
[10] ό.π. Γ. Ζ., σσ.307-308.
[11] ό.π. Γ. Ζ., σσ.253-254.
[12] Τον γνωστό καπετάν Νικήτα της Χαλκιδικής (Ζαχαρίας Ζαγορίτης από την Αρναία) τον σκότωσαν λίγο νωρίτερα οι Βούλγαροι σε μπλόκο στον Άγιο Πρόδρομο. Ήταν βαριά τραυματισμένος, όταν τον μετέφερε με επιταγμένο φορτηγό στη Θεσσαλονίκη ο καπετάν Λάμπρος. Ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει.
[13] Από συνέντευξη, τον Οκτώβρη του 2012, του καθηγητή στο τμήμα Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ Γ. Συννεφάκη (ανεψιού του «καπετάν Νικήτα») στη δημοσιογράφο Αγγέλα Φωτοπούλου του «Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων».
[14] ό.π. Γ. Ζ., σ.308.
[15] ό.π. Γιώργος Ι. Ζωγραφάκης, σ.321.
[16] ό ό.π. Γ. Ζ., σ.259.
[17] ό.π. Γ. Ζ., σ.301-302.
[18] ό.π. Σαράντης Σπίντζος, σ.96.
[19] Μου παραχώρησε συνέντευξη στις 19-2-1996.
[20] Στις περιόδους 1951 – 1955 και 1959 – 1967.
[21] Αθ. Καραγκάνης (1896 -1987), «Απολογισμός μιας ζωής – απομνημονεύματα», Πολύγυρος 1987, σσ.22-23. Ο Μ. Τάσιος ήταν αδελφός του πατέρα του αείμνηστου σκηνοθέτη Παύλου Τάσιου.