Ο Αριστοτέλης, η αμοιβαιότητα του δικαίου και η γέννηση του νομίσματος
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Αριστοτέλης μετά το διαχωρισμό της μερικής δικαιοσύνης σε διανεμητική και επανορθωτική θα καταθέσει κι ένα τρίτο είδος, το οποίο δανείζεται από τους Πυθαγόρειους: «Κάποιοι είναι της γνώμης ότι δίκαιο είναι, γενικά και απόλυτα» («απλώς» στο πρωτότυπο), «η αμοιβαιότητα. Αυτό υποστήριζαν οι Πυθαγόρειοι. Πραγματικά, οι Πυθαγόρειοι όριζαν το δίκαιο, απόλυτα και κατηγορηματικά, έτσι: “Δίκαιον είναι να πάθει κανείς αυτό που έκανε σε κάποιον άλλον”» (1132b 5, 24-26).
Η αντίληψη του δικαίου ως εξασφάλιση αμοιβαιότητας (είτε προς το καλό είτε προς το κακό), αν τεθεί με τρόπο απόλυτο φαίνεται να αντιβαίνει στις αρχές τόσο της διανεμητικής, όσο και της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Ο Αριστοτέλης σημειώνει (αναφερόμενος πάντα στις ιδέες των Πυθαγορείων): «Αν, επιπαραδείγματι, ένας αξιωματούχος χτύπησε κάποιον, δεν πρέπει να δεχτεί κι αυτός σε ανταπόδοση το ίδιο χτύπημα· αν όμως κάποιος χτύπησε αξιωματούχο, όχι μόνο πρέπει να δεχτεί το ίδιο χτύπημα, αλλά, επιπλέον, πρέπει και να τιμωρηθεί» (1132b 5, 31-33).
Το κατά πόσο είναι αποδεκτό το παράδειγμα του αξιωματούχου, με την έννοια ότι καταπατάται η αρχή της ισονομίας (γιατί ο αξιωματούχος να δικαιούται μεγαλύτερο μερίδιο στην ανταπόδοση;), μένει στην κρίση του καθενός, ως ζήτημα που (εδώ) κρίνεται δευτερεύον. Αυτό που πρωτεύει είναι ότι η αρχή της ανταπόδοσης, με τον απόλυτο τρόπο που τίθεται, εμπεριέχει την εκδικητικότητα. Θα έλεγε κανείς ότι προσιδιάζει στην αυτοδικία, αφού ο αξιωματούχος που χτύπησε πρέπει να χτυπηθεί – και το αντίστροφο.
Όμως, η λογική «οφθαλμός αντί οφθαλμού» δεν αρμόζει στις πολιτισμένες κοινωνίες. Ο αξιωματούχος που χτυπά πρέπει να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη και να τιμωρηθεί όπως ο νόμος προβλέπει για τέτοιες περιπτώσεις. Κι ο νόμος δεν ορίζει την ανταπόδοση με την ακριβή έννοια του όρου. Ορίζει ποινές όπως αρμόζει σε κάθε παράπτωμα. Ένα ενδεχόμενο χρηματικό πρόστιμο γι’ αυτόν που έχει χειροδικήσει μπορεί να είναι πολύ χειρότερο από την απλή ανταπόδοση του χτυπήματος που έδωσε.
Η ποινή πρέπει να είναι ανάλογη με το αδίκημα, ως αποκατάσταση της ισότητας, κι όχι ανταποδοτική, γιατί η ανταπόδοση γεννά τη βαρβαρότητα. Ο στόχος του νόμου είναι να εξαλείψει τις άδικες πράξεις κι όχι να τις επαναλάβει από την πλευρά της δικαιοσύνης. Κι αυτή ακριβώς είναι η προβληματική που επισημαίνει ο Αριστοτέλης παίρνοντας αποστάσεις από τη δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας των Πυθαγορείων.
Παρά τις αντιρρήσεις όμως, διαπιστώνει ότι η αμοιβαιότητα ως μορφή δικαιοσύνης μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά στις επαγγελματικές συναλλαγές: «Στις επαγγελματικές όμως σχέσεις των ανθρώπων αυτή η μορφή δικαιοσύνης λειτουργεί πράγματι συνεκτικά, – αμοιβαιότητα, πάντως, σύμφωνη με την αναλογία και όχι στη βάση μιας αυστηρά τυπικής ισότητας. Γιατί αυτό που κάνει την πόλη να εξακολουθεί να υπάρχει είναι η αναλογική ανταπόδοση» (1132b 5, 34-37).
Όταν ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για «αναλογική ανταπόδοση», δεν αναφέρεται στις ποινές (που αποκαθιστούν και δεν ανταποδίδουν), αλλά στις τρέχουσες καθημερινές εμπορικές σχέσεις των ανθρώπων: «Γιατί οι άνθρωποι κοιτάζουν να πληρώσουν ή το κακό με κακό (και αν δεν μπορούν να το κάνουν, αισθάνονται ότι βρίσκονται σε κατάσταση δουλείας) ή το καλό με καλό (και αν δεν μπορούν να το κάνουν, δεν υπάρχουν πια συναλλαγές, και στην πραγματικότητα αυτό που δένει τον έναν με τον άλλον είναι οι συναλλαγές)» (1133a 5, 1-3).
Στις συναλλαγές υπάρχει περίπτωση να προσφέρει κανείς από ανάγκη ή να αγοράσει από άγνοια κάποια υπηρεσία ή εμπόρευμα σε τιμή χαμηλότερη ή υψηλότερη από την πραγματική αξία που μπορεί να έχει. Αυτός που πρόσφερε σε χαμηλότερη τιμή νιώθει αδικημένος, γιατί η ανάγκη των χρημάτων τον εξώθησε να μην ανταμειφτεί σύμφωνα με τους κόπους του, σε απόλυτη ομοιότητα με εκείνον που από άγνοια (ή οποιοδήποτε άλλο λόγο) πλήρωσε περισσότερα από αυτά που έπρεπε. Και οι δύο θέλουν να ανταποδώσουν τη ζημιά στο άτομο που τους αδίκησε είτε με κάποια μελλοντική συναλλαγή που θα πάρουν πίσω τα χαμένα είτε δυσφημώντας το ανταποδίδοντας το κακό με το κακό. Αν δεν μπορούν να το κάνουν, αισθάνονται δούλοι, ακριβώς επειδή νιώθουν ότι τους έχει στερηθεί ένα βασικό δικαίωμα (εκείνο της ισότιμης συναλλαγής), χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε.
Από την άλλη, η δίκαιη συναλλαγή, η οποία συνδυάζει ποιοτικές υπηρεσίες ή εμπορεύματα, σωστές τιμές και καλή εξυπηρέτηση, θα ανταποδοθεί με καλό είτε διαφημίζοντας σε άλλους το συγκεκριμένο πρόσωπο που συναλλάσσεται με εντιμότητα είτε κάνοντας κι άλλες συναλλαγές μαζί του είτε προσφέροντάς του επίσης ισότιμης ποιότητας συναλλαγή, αν ανταλλαχθούν οι ρόλοι και βρεθεί εκείνο στη θέση του αγοραστή. Η επιτυχία των συναλλαγών προσφέρει αρμονία στην πόλη και φυσικά συμβάλλει στην αυτάρκεια, αφού τα προϊόντα του ενός σχετίζονται με τις ανάγκες του άλλου.
Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ύψιστο κοινωνικό ζήτημα, καθώς η κάλυψη των αναγκών μέσα στην πόλη είναι η προϋπόθεση της ευδαιμονίας. Αυτό εννοείται και στη φράση «στην πραγματικότητα αυτό που δένει τον ένα με τον άλλο είναι οι συναλλαγές», αφού αυτό που ενώνει την πόλη είναι η φυσική ανάγκη των ανθρώπων να ζουν με άλλους ανθρώπους (φύσει κοινωνικά όντα) και η εξασφάλιση της ευδαιμονίας που θα επέλθει από την αυτάρκεια σε όλους τους τομείς – εμπορεύματα, υλικά αγαθά, παιδεία, ασφάλεια, θρησκεία κλπ. Από αυτή την άποψη η ισοτιμία των συναλλαγών μετατρέπεται σε συνδετικό στοιχείο της πόλης. Σε περίπτωση που διαταραχθεί πλήττεται η αυτάρκεια γι’ αυτούς που αδικούνται, οι οποίοι δεν έχουν πια άλλη σκέψη από την ανταπόδοση του κακού που τους γίνεται.
Αυτός είναι και ο λόγος για την εξασφάλιση της ισοτιμίας σε όλες τις συναλλαγές. Ο καθένας οφείλει να προσφέρει με τις δικές του υπηρεσίες (ή προϊόντα) στην αυτάρκεια της πόλης και ταυτόχρονα να απολαμβάνει τις υπηρεσίες (ή τα εμπορεύματα) των άλλων νιώθοντας κι ο ίδιος αυτάρκης. Η ισότιμη συναλλαγή προϋποθέτει κανόνες που θα καθορίζουν επαρκώς τις αξίες όλων των υπηρεσιών (ή προϊόντων), ώστε να προσφέρει κανείς στους άλλους αυτό που παράγει και να παίρνει αυτά που χρειάζεται από τους άλλους. Κι αυτό είναι το νόημα της αναλογικής ανταπόδοσης: «Η αναλογική ανταπόδοση πετυχαίνεται με τη διαγώνια σύζευξη» (1133a 5, 7-8).
Ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει αμέσως: «Ας υποθέσουμε ότι το α είναι ένας οικοδόμος, το β ένας τσαγκάρης, το γ ένα σπίτι, το δ ένα παπούτσι. Ο οικοδόμος λοιπόν πρέπει να πάρει από τον τσαγκάρη το προϊόν εκείνου, και ο ίδιος να δώσει σ’ εκείνον σε ανταπόδοση το δικό του προϊόν. Αν λοιπόν πρώτα καθοριστεί η αναλογική ισότητα των προϊόντων και ύστερα γίνει η αμοιβαία ανταλλαγή των προϊόντων, θα υπάρξει το αποτέλεσμα που είπαμε. Αν όχι, δε θα υπάρχει ισότητα στη συναλλαγή, και η σχέση δε θα κρατήσει· τίποτε, πράγματι, δεν εμποδίζει το προϊόν του ενός να είναι μεγαλύτερης αξίας από το προϊόν του άλλου· ανάγκη λοιπόν τα προϊόντα να γίνουν ίσα» (1133a 5, 8-16).
Κι αυτή είναι η ανάγκη που γέννησε το νόμισμα: «Γι’ αυτό και όλα τα πράγματα που ανταλλάσσονται πρέπει να μπορούν να συγκρίνονται κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος που έκανε την εμφάνισή του το νόμισμα, και αυτό γίνεται κατά κάποιον τρόπο ένας ενδιάμεσος όρος· μετράει, πράγματι, τα πάντα, επομένως και την υπεροχή και την έλλειψη – πόσα, ας πούμε, παπούτσια έχουν ίση αξία με ένα σπίτι ή με μια συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων. Ο αριθμός λοιπόν των παπουτσιών που θα ανταλλαγούν με ένα σπίτι [ή με μια συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων] πρέπει να είναι όσος είναι και ο λόγος τους οικοδόμου προς τον τσαγκάρη. Γιατί αν δεν είναι έτσι, δε θα υπάρξει ούτε ανταλλαγή ούτε δοσοληψία» (1133a 5, 22-29).
Όταν ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η ισοτιμία των παπουτσιών με το σπίτι πρέπει να είναι όση «και ο λόγος του οικοδόμου προς τον τσαγκάρη» δεν εννοεί φυσικά την ανωτερότητα της προσωπικότητας ή της ατομικής αξίας, αλλά του μόχθου που καταβλήθηκε σε σχέση με το παραγόμενο προϊόν. Γιατί άλλο μόχθο κατέβαλε ο οικοδόμος για ένα σπίτι κι άλλο ο τσαγκάρης για ένα ζευγάρι παπούτσια. Όπως θα ήταν άδικο να εξισωθεί ο καταβαλλόμενος μόχθος, έτσι θα ήταν άδικο να εξισωθούν και τα παπούτσια με το σπίτι. Ο τσαγκάρης, λοιπόν, πρέπει να καταβάλλει πολλά παπούτσια για να ισοσταθμίσει το σπίτι. Και ο αριθμός αυτών θα οριστεί επακριβώς από τη νομισματική αξία των δύο προϊόντων που θα συγκριθεί και θα υποδείξει τη διαφορά. Αν δε συνέβαινε αυτό, δε θα υπήρχαν ούτε ανταλλαγές ούτε δοσοληψίες.
Αποδεχόμενοι ότι χωρίς ανταλλαγές και δοσοληψίες δε θα μπορούσαν να καλυφθούν οι ανθρώπινες ανάγκες (καθιστώντας ανέφικτη την αυτάρκεια) γίνεται αντιληπτό ότι το νόμισμα, ως κοινά αποδεκτό μέτρο για την αξία, εξυπηρετεί τη μεγαλύτερη ανθρώπινη ανάγκη, δηλαδή την κάλυψη όλων των αγαθών που χρειάζεται. Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Η ενιαία αυτή μονάδα-μέτρο είναι στην πραγματικότητα η ανάγκη, η οποία συνέχει τα πάντα· γιατί αν οι άνθρωποι δεν είχαν καμία απολύτως ανάγκη, ή αν οι ανάγκες τους δεν ήταν ίδιες, τότε ή δε θα υπήρχε καμιά συναλλαγή ή δε θα ήταν ίδια – σαν ένα είδος ανταλλάξιμου αντιπροσώπου της ανάγκης δημιουργήθηκε με κοινή συμφωνία το νόμισμα· και είναι αυτός ο λόγος που λέγεται με αυτή τη λέξη, γιατί χρωστάει την ύπαρξή του όχι στη φύση, αλλά στο νόμο, και εξαρτάται από μας να το μεταβάλλουμε ή να το αχρηστεύσουμε» (1133a 5, 31-37).
Κι όπως ο νόμος είναι που δημιούργησε το νόμισμα, έτσι οφείλει να προστατεύσει και την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Οφείλει δηλαδή να την προφυλάσσει από όλες τις περιπτώσεις αισχροκέρδειας και πάσης φύσεως ανεντιμότητας αποσκοπώντας στο δίκαιο των συναλλαγών με σεβασμό στην αποτίμηση της νομισματικής αξίας όλων των προϊόντων, όπως κατοχυρώνεται από το μέγεθος της ανθρώπινης εργασίας που πρέπει να καταβληθεί για την παραγωγή τους.
Και βέβαια, η αποτίμηση της αναλογικής αυτής αξίας πρέπει να είναι καθορισμένη από πριν, ώστε να είναι ξεκάθαρη και στα δύο μέρη που συναλλάσσονται: «Στο σχήμα όμως της αναλογίας δεν πρέπει να φτάσουν, αφού πρώτα θα έχουν κάνει την ανταλλαγή […], αλλά όταν ο καθένας τους έχει ακόμη τα δικά του προϊόντα. Με αυτόν τον τρόπο οι δύο πλευρές είναι ίσες και μπορούν να κάνουν συναλλαγές, ακριβώς γιατί η ισότητα αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί στην περίπτωσή τους» (1133b 5, 1-5).
Πέρα από αυτό ο νόμος οφείλει, επίσης, να προστατεύει και το ίδιο το νόμισμα από τυχόν παραχαράξεις ή άλλους παράγοντες που μπορούν να υποβαθμίσουν την αξία του. Η σταθερότητα του νομίσματος είναι η εγγύηση των μελλοντικών συναλλαγών, αφού έτσι εξασφαλίζεται η ομαλότητα στην αγορά, η οποία θα κατοχυρώσει την ευρυθμία της παραγωγής προσφέροντας εχέγγυα για τη συνεχή εκπλήρωση όλων των αναγκών στους ανθρώπους της πόλης: «Όσο για τις μελλοντικές συναλλαγές, το νόμισμα είναι για μας ένα είδος εγγύησης ότι η ανταλλαγή θα μπορεί πάντοτε να γίνεται, αν υπάρχει ανάγκη, έστω κι αν τώρα δεν έχουμε ανάγκη κανενός πράγματος. Γιατί όταν ένας δίνει νόμισμα, πρέπει να μπορεί να πάρει αυτό που του χρειάζεται. Συμβαίνει όμως και στο νόμισμα ό,τι και στα άλλα αγαθά: δεν έχει πάντοτε την ίδια αξία· παρ’ όλα αυτά έχει σε μεγαλύτερο βαθμό την ιδιότητα να παραμένει σταθερό. Αυτός είναι ο λόγος που όλα τα αγαθά πρέπει να έχουν μια ορισμένη τιμή· γιατί τότε θα υπάρχει πάντοτε ανταλλαγή, κι αν θα υπάρχει ανταλλαγή, θα υπάρχουν και σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων» (1133b 5, 12-18).
Κατόπιν αυτών είναι απολύτως φανερό τι σημαίνει να πράττει κανείς το δίκαιο: «… η δικαιοπραγία είναι το μέσον ανάμεσα στο να αδικούμε και στο να αδικούμαστε· γιατί “αδικούμε” θα πει: έχουμε περισσότερα από αυτό που μας ανήκει, και “αδικούμαστε” θα πει: έχουμε λιγότερα από αυτό που μας ανήκει. Η δικαιοσύνη είναι ένα είδος μεσότητας, όχι πάντως με τον ίδιο τρόπο όπως στις άλλες αρετές, αλλά με το νόημα ότι επιδιώκει και πραγματοποιεί το ίσον, ενώ η αδικία έχει σχέση με τα δύο άκρα» (1133b 5, 34-37 και 1134a 5, 1). Τα δύο άκρα είναι πάντα η υπερβολή και η έλλειψη που διαταράσσουν την αναλογική μεσότητα της δίκαιης ανταλλαγής.
Από κει και πέρα, ο ορισμός της αδικίας φαντάζει σχεδόν αυτονόητος: «Γι’ αυτόν τον λόγο η αδικία είναι υπερβολή και έλλειψη, γιατί από αυτήν ξεκινάει η υπερβολή και η έλλειψη: ενσχέσει με τον εαυτό του υπερβολή σε ό,τι είναι ολοκάθαρα ωφέλιμο και έλλειψη σε ό,τι είναι βλαβερό, ενώ ενσχέσει με τους άλλους γίνεται γενικά το ίδιο όπως στην προηγούμενη περίπτωση, μόνο που η παραβίαση της αναλογίας μπορεί να γίνεται σε βάρος της μιας ή της άλλης πλευράς – όπως τύχει. Όσο, τώρα, για την άδικη πράξη: αν ύστερα από αυτήν έχει κανείς το μικρότερο μέρος, θα πει ότι αδικείται, ενώ αν έχει το μεγαλύτερο μέρος, θα πει ότι αδικεί» (1134a 5, 10-16).
Σε τελική ανάλυση, ο νόμος, ως θεσμοθετημένο σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης, είναι το μοναδικό εχέγγυο που μπορεί να εξασφαλίσει την τήρηση της αμοιβαιότητας στις συναλλαγές – μαζί βέβαια με τους εκπροσώπους του, τους δικαστές και τους ελεγκτές που θα επιβλέπουν τη λειτουργία της αγοράς. Ο νόμος που αντί να αποβλέπει στην ισοτιμία μόχθου και χρήματος στις αξίες που παράγονται ευνοεί συγκεκριμένα συμφέροντα ή ομάδες ανθρώπων, ώστε να αμείβονται υπέρογκα σε σχέση με αυτό που πράγματι προσφέρουν, είναι ο νόμος της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Ένας τέτοιος νόμος δεν μπορεί να λέγεται πολιτικό δίκαιο, αφού βάζει τα συμφέροντα μερικών πιο ψηλά από εκείνα του συνόλου. Κι αυτή είναι η ουσία της αυταρχικότητας. Τέτοιοι νόμοι αρμόζουν περισσότερο σε τυραννίες κι όχι σε πόλεις ελεύθερων ανθρώπων.
Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια», βιβλίο Ε΄, μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, δεύτερος τόμος, Θεσσαλονίκη 2006.