20 Αυγούστου 2018 at 23:39

Ο Μίλτον Φρίντμαν, η ελευθερία και η συρρίκνωση του κράτους

από

     Ο Μίλτον Φρίντμαν, η ελευθερία και η συρρίκνωση του κράτους

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Για τον Φρίντμαν η συρρίκνωση των λειτουργιών και των αποφάσεων του κράτους προς όφελος της ελευθερίας των αγορών αποτελεί τον πυρήνα της ατομικής ελευθερίας, που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να καταπιέζεται από τις αυθαίρετες κρατικές παρεμβάσεις.

Την άποψη αυτή στο βιβλίο του «Καπιταλισμός και ελευθερία» φαίνεται διατεθειμένος να την επαναλάβει με κάθε δυνατό τρόπο: «Η ευρεία χρήση της αγοράς μειώνει τη δοκιμασία του κοινωνικού ιστού κάνοντας την ομοιομορφία περιττή σε όλες τις δραστηριότητες που περικλείει. Όσο μεγαλύτερο το εύρος των δραστηριοτήτων που καλύπτει η αγορά, τόσο λιγότερα είναι τα ζητήματα στα οποία απαιτούνται ρητά πολιτικές αποφάσεις και στα οποία είναι επομένως αναγκαία η επίτευξη συμφωνίας. Αντιστρόφως, όσο λιγότερα τα ζητήματα στα οποία είναι αναγκαία η συμφωνία, τόσο πιθανότερο είναι να επιτυγχάνεται η συμφωνία και να διατηρείται συγχρόνως μια ελεύθερη κοινωνία». (σελ. 53).

ARKAS -The Original Page
ARKAS -The Original Page

Με άλλα λόγια, το κράτος δε χρειάζεται να παίρνει και πολλές αποφάσεις, αφού η αγορά είναι σε θέση να επιφέρει τις συμφωνίες από μόνη της, προασπίζοντας φυσικά την ελευθερία της κοινωνίας. Από την άλλη, οι κυβερνήσεις, ως παρέμβαση του κράτους, δεν πρέπει να εξαλειφθούν, αλλά να αναλάβουν το καθήκον της θέσπισης των κανόνων, ώστε να εξασφαλίζεται η λειτουργικότητα του παιχνιδιού εξυπηρετώντας τις ανάγκες της ελεύθερης αγοράς. Η απόλυτη ελευθερία (που προφανώς θα σήμαινε την πλήρη κατάργηση των κυβερνήσεων) δεν είναι εφικτή: «Η ανάγκη για κυβέρνηση από αυτή την άποψη αναδύεται επειδή η απόλυτη ελευθερία είναι αδύνατη. Όσο ελκυστική κι αν είναι η αναρχία ως φιλοσοφία, δεν είναι εφικτή σε έναν κόσμο ατελών ανθρώπων». (σελ. 55).

Ο Φρίντμαν γοητεύεται από τις ιδέες της αναρχίας, αλλά η ατέλεια των ανθρώπων τον κάνει να μην την ασπάζεται τελικά και να επιζητά την κυβέρνηση, που θα ορίζει τους κανόνες. Ασφαλώς, όσο λιγότερη η κυβερνητική παρεμβατικότητα, τόσο μεγαλύτερη και η ελευθερία που εξασφαλίζεται. Το δεδομένο ότι η πλήρης ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει (η ατέλεια των ανθρώπων καθιστά αδύνατη την αναρχία) αναγκάζει τον Φρίντμαν σε έναν μικρό συμβιβασμό, που όμως κι αυτός είναι για την προάσπιση της ελευθερίας: «Οι ελευθερίες των ανθρώπων μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, και όταν αυτό συμβαίνει, η ελευθερία του ενός πρέπει να περιορίζεται για να προστατεύεται η ελευθερία του άλλου – όπως το έθεσε κάποτε ένας δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου: “Η ελευθερία μου να κινώ τη γροθιά μου πρέπει να περιορίζεται από την εγγύτητα του σαγονιού σας”». (σελ. 55-56).

Το δεδομένο λοιπόν ότι η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου υποχρεώνει το Φρίντμαν να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της κυβέρνησης, η οποία πρέπει να θέσει τους κανόνες: «… τόσο στα παιχνίδια όσο και στην κοινωνία, κανένα σύνολο κανόνων δεν μπορεί να επικρατήσει αν τον περισσότερο καιρό οι περισσότεροι συμμετέχοντες δεν τους τηρούν χωρίς εξωτερικές κυρώσεις, αν δηλαδή δεν υπάρχει μια ευρεία βασική κοινωνική συναίνεση. Δεν μπορούμε όμως να βασιζόμαστε μόνο στο έθιμο ή σε αυτή τη συναίνεση για να ερμηνεύουμε και να εφαρμόζουμε τους κανόνες· χρειαζόμαστε ένα διαιτητή. Αυτοί είναι λοιπόν οι βασικοί ρόλοι της κυβέρνησης σε μια ελεύθερη κοινωνία: να παρέχει ένα μέσο με το οποίο θα μπορούμε να τροποποιούμε τους κανόνες, να μεσολαβεί στις μεταξύ μας διαφορές αναφορικά με το νόημα των κανόνων και να επιβάλλει τη συμμόρφωση στους κανόνες από την πλευρά εκείνων των λίγων που διαφορετικά δε θα έπαιζαν το παιχνίδι». (σελ. 55).

Το ζήτημα όμως της επίλυσης των συγκρούσεων που ανακύπτουν από τη διεκδίκηση των ατομικών ελευθεριών όλων των ανθρώπων (σύμφωνα με τον Φρίντμαν πάντα) δεν είναι τόσο εύκολο: «Το μείζον πρόβλημα στο να καθοριστούν οι αρμόζουσες δραστηριότητες της κυβέρνησης είναι το πώς λύνονται τέτοιες συγκρούσεις ανάμεσα στις ελευθερίες διαφορετικών ατόμων. Σε κάποιες περιπτώσεις η απάντηση είναι εύκολη. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να επιτευχθεί σχεδόν πλήρης ομοφωνία στην πρόταση ότι η ελευθερία κάποιου να δολοφονήσει το γείτονά του πρέπει να θυσιάζεται για να προστατεύεται η ελευθερία του άλλου να ζήσει. Σε άλλες περιπτώσεις, η απάντηση είναι δύσκολη. Στον οικονομικό τομέα ένα μείζον πρόβλημα ανακύπτει αναφορικά με τη σύγκρουση ελευθερίας συνένωσης και ελευθερίας ανταγωνισμού». (σελ. 56).

Ο Φρίντμαν θα γίνει σαφέστερος: «Ποιο νόημα πρέπει να αποδοθεί στο “ελεύθερη” ως επιθετικό προσδιορισμό της “επιχείρησης”; Στις Ηνωμένες Πολιτείες “ελεύθερος” θεωρείται ότι σημαίνει πως καθένας είναι ελεύθερος να ξεκινήσει μια επιχείρηση, πράγμα που θα πει ότι οι υπάρχουσες επιχειρήσεις δεν είναι ελεύθερες να απομακρύνουν τους ανταγωνιστές παρά μόνο πουλώντας καλύτερα προϊόντα στην ίδια τιμή ή τα ίδια προϊόντα σε χαμηλότερη τιμή. Στην ευρωπαϊκή παράδοση, αντίθετα, το νόημα είναι συνήθως ότι οι επιχειρήσεις είναι ελεύθερες να κάνουν ό,τι θέλουν, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού των τιμών, του καταμερισμού αγορών και της υιοθέτησης άλλων τεχνικών για να απομακρύνουν δυνητικούς ανταγωνιστές. Ίσως το δυσκολότερο ειδικό πρόβλημα σε αυτό τον τομέα να ανακύπτει αναφορικά με τις συνενώσεις μεταξύ εργαζομένων, όπου το πρόβλημα της ελευθερίας συνένωσης και της ελευθερίας ανταγωνισμού είναι ιδιαίτερα οξύ». (σελ. 56).

Κι εδώ ακριβώς είναι το επίκεντρο του προβληματισμού του Φρίντμαν, αφού οι ενώσεις των εργαζομένων και τα συνδικάτα στέκονται εμπόδιο στην ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό. Τα δικαιώματα των εργαζομένων και οι εργασιακές τους διεκδικήσεις δε συμπλέουν με τα ήθη της ελεύθερης αγοράς, που θέλουν τη μέγιστη δυνατή παραγωγή με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Οι συνενώσεις των εργαζομένων είναι ξεκάθαρη παραβίαση των ελευθεριών της αγοράς, αφού υπονομεύουν τις δυνατότητες του κέρδους. Τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα. Οι εταιρείες έχουν το δικαίωμα να διεκδικούν το μέγιστο κέρδος συρρικνώνοντας τους μισθούς, αλλά οι εργαζόμενοι όχι, αφού οι δικές τους διεκδικήσεις καταστέλλουν την ελευθερία.

Το κράτος, όταν αναγνωρίζει τα μισθολογικά δικαιώματα των εργαζομένων (κατώτατοι μισθοί, συλλογικές συμβάσεις κλπ), παρεμβαίνει στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς προωθώντας τα μοντέλα του ολοκληρωτισμού. Η ελευθερία έγκειται στο να δοθεί στις εταιρείες η δυνατότητα να καθορίζουν τους μισθούς σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς. Το ότι η ανεργία θα επιφέρει στρατιές εργαζομένων λειτουργώντας εκβιαστικά προς τη κατεύθυνση της συρρίκνωσης (έως εξαφάνισης) των εργασιακών δικαιωμάτων δεν αναφέρεται, όπως και ότι οι εταιρείες μπορούν να μεταφέρουν ανά πάσα στιγμή τις δραστηριότητές τους σε χώρες της Ασίας (ή της Αφρικής) συμβάλλοντας καταλυτικά στη μείωση των θέσεων εργασίας στο δυτικό κόσμο.

Με δυο λόγια, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να συνενώνονται ούτε να συνδικαλίζονται και κυρίως να προστατεύονται από το κράτος, αλλά να προσπαθούν να επιβιώσουν ατομικά σε ένα όλο και ζοφερότερο εργασιακό τοπίο, το οποίο καθορίζεται από τις ίδιες τις εταιρείες. Η ελευθερία του Φρίντμαν έχει να κάνει αποκλειστικά με τα συμφέροντα των εταιρειών, που πλέον έχουν και το μαχαίρι και το καρπούζι. Η φράση «όσο λιγότερα τα ζητήματα στα οποία είναι αναγκαία η συμφωνία, τόσο πιθανότερο είναι να επιτυγχάνεται η συμφωνία και να διατηρείται συγχρόνως μια ελεύθερη κοινωνία» (σελ 53) γίνεται απολύτως σαφής. Όσο λιγότερα χρειάζεται να συμφωνηθούν ανάμεσα στις εταιρείες και στα συλλογικά όργανα των εργαζομένων, τα οποία πρέπει διαλυθούν, («όσο λιγότερα τα ζητήματα στα οποία είναι αναγκαία η συμφωνία»), τόσο ευκολότερα επιβάλλουν οι εταιρείες τους όρους τους, δηλαδή «τόσο πιθανότερο είναι να επιτυγχάνεται η συμφωνία», αφού ο εργαζόμενος σε επίπεδο ατομικό (όπως τον θέλει ο Φρίντμαν) αποδεικνύεται τελείως ανίσχυρος. Με αυτό τον τρόπο «διατηρείται μια ελεύθερη κοινωνία», πράγμα που οι κυβερνήσεις πρέπει να το λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τους.

Τα αποτελέσματα αυτής της λογικής είναι απολύτως αναμενόμενα. Οι εργασιακές συνθήκες σε Κίνα, Μπαγκλαντές, Σρι Λάνκα, Ινδία κλπ (καθώς και οι μισθοδοσίες) και τα εγκλήματα των πολυεθνικών με παιδική εργασία, εξοντωτικά (μέχρι θανάτου) ωράρια, τεράστιες οικολογικές καταστροφές και απροκάλυπτες συνεργασίες με χούντες (την τακτική αυτή τη διδάχτηκαν από τον ίδιο το Φρίντμαν) είναι λίγο-πολύ γνωστά. Αυτό που μένει είναι τα κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα του δυτικού κόσμου που πρέπει επίσης να μπουν σε μια «τάξη». Η – κατά Φρίντμαν – ελευθερία έχει μεγάλες θυσίες για τους πολλούς κι απύθμενο πλούτο για ελαχίστους.

Επιπλέον, πολύ βασικό μέλημα των κυβερνήσεων οφείλει να είναι η αποκρατικοποίηση όλων των υπηρεσιών, ώστε το ιδιωτικό κεφάλαιο να τις καταστήσει περισσότερο «αποδοτικές». Πρόκειται για μεταφορά του εθνικού πλούτου σε χέρια λίγων που τον εκμεταλλεύονται σαν να ήταν δικός τους. Αυτό έγινε και στη Ρωσία και στο Ιράκ και στη Χιλή και οπουδήποτε επέλασε το νεοφιλελεύθερο δόγμα.

Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις του Φρίντμαν για την εκπαίδευση: «Ακούγεται ευρέως ότι η μεγαλύτερη ανάγκη στη σχολική αγωγή είναι περισσότερα χρήματα για να χτιστούν περισσότερες εγκαταστάσεις και για να πληρώνονται περισσότερα οι δάσκαλοι, προκειμένου να προσελκύονται καλύτεροι δάσκαλοι. Η διάγνωση αυτή μοιάζει εσφαλμένη. Το ποσό των χρημάτων που δαπανώνται για τη σχολική αγωγή έχει αυξηθεί σε ασυνήθιστα μεγάλο ποσοστό, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το συνολικό μας εισόδημα. Οι μισθοί των δασκάλων έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι αμοιβές σε συγκρίσιμα επαγγέλματα. Το πρόβλημα δεν είναι πρωτίστως ότι ξοδεύουμε υπερβολικά λίγα – αν και αυτό μπορεί να ισχύει –, αλλά ότι παίρνουμε υπερβολικά λίγα για κάθε δολάριο που ξοδεύουμε». (σελ. 143).

ARKAS -The Original Page
ARKAS -The Original Page

Προκαλεί εντύπωση, το πώς ένας άνθρωπος που δεν έχει ιδέα για το ποιες πρέπει να είναι οι δαπάνες για την παιδεία («μπορεί να ισχύει ότι ξοδεύουμε υπερβολικά λίγα») έχει εκ των προτέρων τη βεβαιότητα «ότι παίρνουμε υπερβολικά λίγα για κάθε δολάριο που ξοδεύουμε». Μπορεί να αγνοεί ποια πρέπει να είναι τα σχολικά έξοδα, αλλά είναι βέβαιος ότι όσα κι αν είναι, κι ακόμη κι αν ξοδεύονται «υπερβολικά λίγα», σίγουρα δεν έχουν την παραγωγικότητα που πρέπει. Το από πού αντλεί αυτή τη βεβαιότητα δε διευκρινίζεται. Το σίγουρο είναι πως η πεποίθηση ότι η παιδεία υποβαθμίζεται από το γεγονός ότι δε χρηματοδοτείται επαρκώς «φαίνεται εσφαλμένη», ακόμη κι αν «ξοδεύονται υπερβολικά λίγα».

Με τον ίδιο τρόπο καταθέτει άποψη και για τη μισθοδοσία των εκπαιδευτικών: «Σε ό,τι αφορά τους μισθούς των καθηγητών, το βασικό πρόβλημα δεν είναι ότι είναι υπερβολικά χαμηλοί κατά μέσο όρο – μπορεί μάλιστα να είναι και υπερβολικά υψηλοί κατά μέσο όρο –, αλλά ότι είναι υπερβολικά ομοιόμορφοι και ανελαστικοί. Οι κακοί δάσκαλοι πληρώνονται υπερβολικά πολλά και οι καλοί δάσκαλοι υπερβολικά λίγα. Οι μισθολογικές κλίμακες τείνουν να είναι ομοιόμορφες και καθορίζονται πολύ περισσότερο από την αρχαιότητα, τα πτυχία και τα πιστοποιητικά διδασκαλίας παρά από την αξία. Και αυτό επίσης είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα του σημερινού συστήματος κυβερνητικής διοίκησης των σχολείων, και γίνεται σοβαρότερο όσο πιο μεγάλη είναι η μονάδα στην οποία ασκείται ο κυβερνητικός έλεγχος». (σελ. 145).

Ο Φρίντμαν δε φαίνεται να ικανοποιείται ούτε από την αρχαιότητα ούτε από τα πτυχία ούτε από τα πιστοποιητικά διδασκαλίας. Μόνο η πραγματική αξία του καθηγητή μπορεί να τον ικανοποιήσει, η οποία, βεβαίως, καταπιέζεται από την άκαμπτη κυβερνητική διοίκηση των σχολείων. Το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η αξία και ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο θα μετράται (αφού όλα τα παραπάνω απορρίπτονται) αποφεύγει να τα εξηγήσει. Και μόνο η αναφορά της αξίας είναι αρκετή. Προφανώς, ο Φρίντμαν έχει τους δικούς του τρόπους αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, αλλά προτιμά να μην τους αποκαλύψει.

Κι απ’ ό,τι φαίνεται έχει και παιδαγωγικές αντιλήψεις: «Ίσως τα ποσά που ξοδεύονται για μεγαλειώδεις εγκαταστάσεις και πολυτελή γήπεδα σε πολλά σχολεία να κατηγοριοποιούνται ορθά ως δαπάνες για τη σχολική αγωγή. Δύσκολα όμως τις δέχεται κανείς και ως δαπάνες για την εκπαίδευση. Και αυτό είναι εξίσου προφανές σε ό,τι αφορά μαθήματα καλαθοπλεκτικής, κοσμικών χορών και πολλά άλλα ειδικά μαθήματα που τόσο τιμούν την εφευρετικότητα των εκπαιδευτικών». (σελ. 143).

Είναι προφανές ότι αυτού του είδους τα ειδικά μαθήματα δεν είναι του γούστου του. Οι δαπάνες γι’ αυτά είναι «δαπάνες για τη σχολική αγωγή», αλλά όχι «δαπάνες για την εκπαίδευση». Κατά τον Φρίντμαν η εκπαίδευση δεν έχει να κάνει ούτε με χορούς ούτε με την καλαθοπλεκτική. Δυστυχώς οι εκπαιδευτικοί δε ζήτησαν τη γνώμη του. Ίσως θα έπρεπε να μας ξεκαθαρίσει ποιο πρέπει να είναι και το σχολικό πρόγραμμα, ώστε η εκπαίδευση να είναι απολύτως ορθή (σύμφωνα με το πνεύμα της ελευθερίας πάντα).

Υπάρχει όμως και διευκρίνηση: «Σπεύδω να προσθέσω εδώ ότι δεν μπορούν να εγερθούν παρόμοιες ενστάσεις για τα χρήματα που δαπανούν από την τσέπη τους οι γονείς για τέτοια καμώματα, αν το επιθυμούν. Αυτό είναι δική τους δουλειά. Η ένσταση αφορά το να χρησιμοποιούνται για τέτοιους σκοπούς χρήματα τα οποία αντλούνται από τη φορολογία που επιβάλλεται αδιακρίτως σε γονείς και μη γονείς». (σελ. 143).

Αυτού του είδους οι κριτικές που ξεκινούν από τις σχολικές δραστηριότητες και φτάνουν στη μη παραγωγική ανταπόκριση του σχολείου (ακόμη κι αν ξοδεύονται «υπερβολικά λίγα») δεν έχουν κανέναν άλλο σκοπό από την υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης, ώστε να γίνει κι αυτή ιδιωτική. Στόχος του Φρίντμαν δεν είναι ούτε τα ποσά που ξοδεύονται για την παιδεία (έτσι κι αλλιώς ομολογεί ότι είναι ανίδεος) ούτε ο τρόπος που αξιοποιούνται (αν και η καλαθοπλεκτική του έχει σταθεί στο λαιμό), αλλά η προπαγάνδα των ιδιωτικοποιήσεων και η συρρίκνωση του κράτους σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και στο κατεξοχήν δημόσιο ζήτημα της παιδείας, όπως τουλάχιστον το έθεσε ο Αριστοτέλης από την αρχαιότητα.

Ο Φρίντμαν θα προχωρήσει σε συγκεκριμένες προτάσεις: «Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να απαιτούν ένα ελάχιστο επίπεδο σχολικής αγωγής που θα το χρηματοδοτούσαν δίνοντας στους γονείς κουπόνια εξαργυρώσιμα για ένα καθορισμένο μέγιστο ποσό ανά παιδί το χρόνο, αν το ποσό αυτό ξοδεύονταν σε “εγκεκριμένες” εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Οι γονείς τότε θα ήταν ελεύθεροι να ξοδέψουν αυτό το ποσό, και όποιο άλλο πρόσθετο ποσό θα μπορούσαν να διαθέσουν, για την αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών από ένα “εγκεκριμένο” ίδρυμα της επιλογής τους. Οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες θα μπορούσαν τότε να παρέχονται από ιδιωτικές εταιρείες που θα λειτουργούσαν με γνώμονα το κέρδος ή και από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα. Ο ρόλος της κυβέρνησης θα περιοριζόταν στο να διασφαλίζει ότι τα σχολεία θα πληρούσαν ορισμένα ελάχιστα κριτήρια, όπως τη συμπερίληψη ενός ελάχιστου κοινού περιεχομένου στα προγράμματά τους, περίπου όπως εποπτεύει σήμερα η κυβέρνηση τα εστιατόρια για να διασφαλίζει ότι τηρούνται ορισμένοι ελάχιστοι υγειονομικοί κανονισμοί». (σελ. 137-138).

Τα κέρδη μιας τέτοιας πολιτικής θα ήταν τεράστια για τους γονείς, αφού η αναβάθμιση της παιδείας θα ήταν σίγουρη. (Ούτε καλαθοπλεκτική ούτε χοροί, αφού οι γονείς δε θα τα πλήρωναν). Ο Φρίντμαν σπεύδει να εξηγήσει: «Με όρους συνεπειών, η αποκρατικοποίηση της σχολικής αγωγής θα διεύρυνε το φάσμα επιλογών που διαθέτουν οι γονείς. Αν, όπως συμβαίνει σήμερα, οι γονείς μπορούν να στέλνουν τα παιδιά τους σε δημόσια σχολεία χωρίς να πληρώνουν, πολύ λίγοι μπορούν να τα στείλουν ή θα τα έστελναν σε άλλα σχολεία, εκτός αν χρηματοδοτούνταν κι αυτά». (σελ. 139).

ARKAS -The Original Page
ARKAS -The Original Page

Και συμπληρώνει: «Αν οι σημερινές δημόσιες δαπάνες για τη σχολική αγωγή μπορούσαν να διατεθούν στους γονείς ανεξάρτητα από το πού στέλνουν τα παιδιά τους, θα εμφανίζονταν πολλά διαφορετικά σχολεία για να καλύψουν τη ζήτηση. Οι γονείς θα μπορούσαν να εκφράσουν τις απόψεις τους για τα σχολεία άμεσα και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τώρα, παίρνοντας τα παιδιά τους από το ένα σχολείο και στέλνοντάς τα σε ένα άλλο». (σελ. 139-140).

Για να ολοκληρώσει: «Κι εδώ, όπως και σε άλλους τομείς η ανταγωνιστική επιχείρηση είναι πιθανό να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματική στο να ανταποκριθεί στην καταναλωτική ζήτηση απ’ ό,τι οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις ή οι επιχειρήσεις που λειτουργούν για να εξυπηρετούν άλλους σκοπούς» (σελ. 140). Σε κάθε περίπτωση η ιδιωτική πρωτοβουλία κρίνεται ανώτερη κι ως εκ τούτου προτιμότερη από οτιδήποτε δημόσιο. Το ζήτημα είναι να περάσουν όλες οι λειτουργίες σε αυτή.

Το εκπαιδευτικό όραμα του Φρίντμαν με το κουπόνια έγινε πραγματικότητα το 2005 στη Νέα Ορλεάνη, όταν η πόλη είχε καταστραφεί από τον τυφώνα Κατρίνα. Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο «Το δόγμα του Σοκ» γράφει: «Ένας από εκείνους που διέβλεψαν μια μεγάλη ευκαιρία στην πλημμυρισμένη Νέα Ορλεάνη ήταν ο Μίλτον Φρίντμαν, ο μεγάλος γκουρού του ιδεολογικού κινήματος υπέρ του αχαλίνωτου καπιταλισμού και ο άνθρωπος στον οποίο πιστώνεται το κανονιστικό πλαίσιο για τη σημερινή, υπερκινητική παγκόσμια οικονομία. Ενενήντα τριών ετών και με εύθραυστη υγεία» (σε μερικούς μήνες πέθανε) «βρήκε εντούτοις τη δύναμη να γράψει ένα άρθρο στη Wall Street Journal τρεις μήνες μετά την κατάρρευση των φραγμάτων που προστάτευαν τη Νέα Ορλεάνη. “Τα περισσότερα σχολεία της Νέας Ορλεάνης είναι συντρίμμια” σχολίαζε ο Φρίντμαν, “όπως εξάλλου και τα σπίτια των παιδιών που φοιτούσαν σε αυτά. Τα παιδιά είναι πλέον διασκορπισμένα σε ολόκληρη τη χώρα. Πρόκειται για μια τραγωδία. Αλλά είναι επίσης και μια ευκαιρία να μεταρρυθμίσουμε ριζικά το εκπαιδευτικό σύστημα”». (σελ. 17).

Και βέβαια, η μεταρρύθμιση είχε να κάνει με τα κουπόνια: «Η ριζοσπαστική ιδέα του Φρίντμαν ήταν, αντί να δαπανήσει η κυβέρνηση ένα μέρος από τα δισεκατομμύρια δολάρια της χρηματικής βοήθειας προς τους πληγέντες για την ανοικοδόμηση και τη βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος δημόσιας παιδείας στη Νέα Ορλεάνη, να εφοδιάσει τις οικογένειες με κουπόνια με τα οποία τα παιδιά θα μπορούσαν να πηγαίνουν σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα – πολλά από τα οποία λειτουργούσαν με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος –, ώστε με αυτό τον τρόπο να επιδοτηθούν από το κράτος. Ήταν κρίσιμο, έγραφε ο Φρίντμαν, αυτή η θεμελιώδης αλλαγή να μην αποτελεί μια προσωρινή λύση, αλλά μάλλον μια “μόνιμη μεταρρύθμιση”». (σελ. 17).

Φυσικά, η κυβέρνηση Μπους έσπευσε να υλοποιήσει τη μεταρρύθμιση: «Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους υποστήριξε τα σχέδιά τους με δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, προκειμένου τα σχολεία της Νέας Ορλεάνης να μετατραπούν σε “επιδοτούμενα σχολεία”, δηλαδή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που θα επιχορηγούνταν από το δημόσιο, αλλά θα τα διηύθυναν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες. Τα επιδοτούμενα σχολεία έχουν προκαλέσει μεγάλη πόλωση στις ΗΠΑ, και κυρίως στη Νέα Ορλεάνη, όπου πολλοί αφροαμερικανοί γονείς τα αντιμετωπίζουν ως ένα μέσο για να ανατραπούν οι κατακτήσεις του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες διασφάλιζαν το ίδιο επίπεδο παιδείας για όλα τα παιδιά. Ωστόσο για τον Μίλτον Φρίντμαν η έννοια του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος “βρωμούσε” σοσιαλισμό». (σελ. 17-18).

Η κατάληξη των μεταρρυθμίσεων είχε ως εξής: «Σε αντίθεση με τον αργό ρυθμό με τον οποίο επισκευαζόταν τα φράγματα και αποκαθίστατο η ηλεκτροδότηση, ο εκπλειστηριασμός του σχολικού συστήματος της Νέας Ορλεάνης πραγματοποιήθηκε με στρατιωτική ταχύτητα και ακρίβεια. Μέσα σε δεκαεννέα μήνες, και με τους περισσότερους από τους φτωχούς κατοίκους της πόλης ακόμα εξόριστους, το σύστημα δημόσιας παιδείας της Νέας Ορλεάνης αντικαταστάθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από επιδοτούμενα ιδιωτικά σχολεία. Πριν από τον τυφώνα Κατρίνα στη σχολική διεύθυνση υπάγονταν εκατόν είκοσι τρία δημόσια σχολεία, ενώ τώρα πια μόνο τέσσερα. Πριν από τον τυφώνα υπήρχαν εφτά επιδοτούμενα σχολεία στην πόλη, ενώ τώρα αυτά ανέρχονταν σε τριάντα ένα. Οι δάσκαλοι της Νέας Ορλεάνης διέθεταν ένα ισχυρό συνδικάτο, ενώ τώρα πια η συλλογική σύμβαση των δασκάλων ήταν ένα κουρελόχαρτο και όλα τα μέλη του συνδικάτου (τετρακόσια εβδομήντα άτομα) είχαν απολυθεί. Μερικοί από τους νεαρότερους δασκάλους προσλήφθηκαν με μειωμένους μισθούς από τα επιδοτούμενα ιδιωτικά σχολεία, κάτι που όμως δε συνέβη για τους περισσότερους». (σελ. 18).

Τελικά, οι μισθοί συρρικνώθηκαν μαζικά χωρίς να εφαρμοστούν τα (έτσι κι αλλιώς αδιευκρίνιστα) κριτήρια του Φρίντμαν που ήθελαν τους εκπαιδευτικούς να αμείβονται με βάση την αξία τους. Το νόημα των μεταρρυθμίσεων του Φρίντμαν, που κατήγγειλε την παραγωγική αδυναμία της κρατικής εκπαίδευσης (αν και οι δαπάνες μπορεί να ήταν υπερβολικά λίγες) και τα μαθήματα καλαθοπλεκτικής, είναι απολύτως σαφές. Στη Νέα Ορλεάνη δαπανήθηκαν «δεκάδες εκατομμύρια δολάρια» για να γίνουν τα σχολεία από εκατόν τριάντα (εκατόν είκοσι τρία δημόσια και εφτά επιδοτούμενα) μόλις τριάντα πέντε (τέσσερα δημόσια και τριάντα ένα επιδοτούμενα) και να εξαφανιστούν τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών (χώρια ότι η συντριπτική πλειοψηφία απολύθηκε). Ο Φρίντμαν δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία για το χρήμα των φορολογουμένων όταν δαπανάται από το κράτος προσφέροντας αξιοπρεπείς δουλειές στους ανθρώπους, αλλά όχι όταν δίνεται δώρο σε ιδιώτες προς υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Η επανάληψη των ίδιων αποτελεσμάτων σε όλες τις ιδιωτικοποιήσεις αυτού του είδους καταδεικνύει και την υποκρισία αυτών που τις εισηγούνται, καθώς τα λάθη που διαρκώς επαναλαμβάνονται δεν είναι λάθη αλλά στόχος. Το κράτος αποποιείται τις λειτουργίες του μοιράζοντας εκατομμύρια σε ιδιώτες, που παριστάνουν τους ελεύθερους επιχειρηματίες διεκδικώντας τα λεφτά των φορολογουμένων. Πρόκειται για τον ιμάντα που μετατρέπει το δημόσιο πλούτο σε ιδιωτικό στο όνομα της ανάπτυξης και της ελευθερίας των αγορών. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η νομιμοποίηση της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου, που παριστάνει το οικονομικό μοντέλο.

Φυσικά, αυτού του είδους οι «μεταρρυθμίσεις» δεν αφορούν μόνο την εκπαίδευση. Ο Τζόελ Μπάκαν στο βιβλίο του «The Corporation» θα δώσει μια γεύση: «Ο δημόσιος τομέας, που υπάρχει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε όλα τα σύγχρονα κράτη, δέχεται σήμερα επίθεση. Ιστορικά, οι ανώνυμες εταιρείες ήταν εχθρικές απέναντί του, καθώς, όπως το αντιλαμβάνονται οι ίδιες, δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα σύνολο πεδίων που τις αποκλείει αδικαιολόγητα από μεγάλες δυνατότητες κέρδους. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες» (το βιβλίο γράφτηκε το 2004) «έχουν επιδοθεί σε μια αποφασιστική καμπάνια να ανατρέψουν τα αποκλειστικά του όρια. Μέσω της διαδικασίας που είναι γνωστή με τον όρο ιδιωτικοποίηση, οι κυβερνήσεις έχουν συνθηκολογήσει και παραδώσει στις ανώνυμες εταιρείες τον έλεγχο θεσμών που κάποτε θεωρούνταν “δημόσιοι” από τη φύση τους. Κανένα πεδίο του δημόσιου τομέα δεν έμεινε απρόσβλητο από τη διείσδυση των ανώνυμων εταιρειών. Το νερό και οι κοινωφελείς υπηρεσίες, η αστυνομία, οι υπηρεσίες πυρόσβεσης και επειγόντων περιστατικών, τα κέντρα περίθαλψης, οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, η κοινωνική ασφάλιση, τα κολέγια και τα πανεπιστήμια, η έρευνα, οι φυλακές, τα αεροδρόμια, οι υπηρεσίες υγείας, τα γονίδια, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, τα δημόσια πάρκα και οι αυτοκινητόδρομοι, όλα – ανάλογα με το πού βρίσκονται – έχουν υποστεί πλήρη ή μερική ιδιωτικοποίηση». (σελ. 106).

ARKAS -The Original Page
ARKAS -The Original Page

Κι όταν το χρήμα κυλάει από το δημόσιο ταμείο στις ιδιωτικές τσέπες, είναι φυσικό να υπάρξει και ο ανάλογος ανταγωνισμός για το ποιος θα το πρωτοπάρει. Είναι ο ρόλος των κυβερνήσεων που κατά τον Φρίντμαν πρέπει να υπάρχουν για να επιβάλουν τους κανόνες προς όφελος της ελεύθερης αγοράς. Οι εταιρείες κάνουν μεγάλες δωρεές στα πολιτικά κόμματα προκειμένου να έχουν την εύνοιά τους. Ο Μπάκαν ξεκαθαρίζει: «Οι δωρεές των εταιρειών τροφοδοτούν πλέον το πολιτικό σύστημα και αποτελούν την καρδιά της στρατηγικής καμπάνιας των επιχειρήσεων για να επηρεάζουν τις κυβερνήσεις». (σελ. 98).

Παραθέτει μάλιστα και κάποια ενδεικτικά παραδείγματα: «Η Enron έδωσε περισσότερα από 2 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ των ετών 1999-2002 και σύναψε τέσσερα συμβόλαια με την Ομάδα Δράσης· η Southern Company έδωσε παραπάνω από 1,5 εκατομμύριο δολάρια και σύναψε εφτά συμβόλαια· η Exelon Corporation έδωσε περίπου 1 εκατομμύριο δολάρια και σύναψε έξι συμβόλαια… και πάει λέγοντας. Άλλοι σημαντικοί χορηγοί απόλαυσαν άλλου τύπου οφέλη. Για παράδειγμα η Chevron πρότεινε τη χαλάρωση των κανονισμών που ισχύουν για την παραχώρηση ομοσπονδιακής άδειας στην ανάπτυξη ενεργειακών προγραμμάτων και προγραμμάτων παροχής καυσίμων. Οι προτάσεις της υιοθετήθηκαν στο σύνολό τους». (σελ. 99).

Τα παραδείγματα αυτού του είδους δεν έχουν τελειωμό. Γενικώς, οι εταιρείες είτε για να συνάψουν συμβόλαια είτε για να αλλάξει το νομοθετικό πλαίσιο, όταν κάτι δεν τις βολεύει, δεν έχουν παρά να κάνουν δωρεά μερικά εκατομμύρια και η δουλειά τους γίνεται χωρίς προβλήματα. Είναι αυτό που η Κρίστια Φρίλαντ στο βιβλίο της «Πλουτοκράτες» αποκάλεσε νόμιμη διαφθορά. Τα ίδια τα πολιτικά πρόσωπα που ασκούν την εξουσία παίρνουν στοχευμένες αποφάσεις για τον πλουτισμό συγκεκριμένων εταιρειών στις οποίες υπήρξαν μεγαλοστελέχη και επαναπροσλαμβάνονται με τεράστιους μισθούς μετά τη λήξη του πολιτικού τους αξιώματος. Η περίπτωση του Τσένι με τη Halliburton είναι εξόχως χαρακτηριστική (και όχι μοναδική).

Το κράτος σταδιακά γίνεται ολοένα και πιο ανίσχυρο μπροστά στη δύναμη των εταιρειών. Δε θα ήταν υπερβολή, αν έλεγε κανείς ότι από ένα σημείο και μετά είναι εξαγορασμένο. Ο ιμάντας που μεταφέρει το χρήμα των φορολογουμένων σε χέρια ιδιωτών με μεθοδεύσεις όπως τα εκπαιδευτικά κουπόνια της Νέας Ορλεάνης συνθέτουν τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του κορπορατικού κράτους της διαφθοράς και της κατασπατάλησης του δημόσιου πλούτου, που εξαλείφει θέσεις εργασίας και αναφαίρετα δικαιώματα σε παιδεία, υγεία και εργασία. (Για την προάσπιση της ελευθερίας βεβαίως και την καταπολέμηση της ομοιομορφίας – και της καλαθοπλεκτικής). Κι αυτή ακριβώς είναι η χυδαία προοπτική που προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν οικονομολόγοι σαν τον Φρίντμαν.

Ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης στο βιβλίο του «Νεοφιλελευθερισμός, χυδαία απλός ή απλά χυδαίος;» παραθέτει μια υποσημείωση που συνοψίζει το θέμα με τον καλύτερο τρόπο: «Στην υπερβολή της, αυτή η απέλπιδα προσπάθεια να δαιμονοποιηθεί η παρεμβατικότητα του ίδιου του αστικού κράτους, καταλήγει σε θέσεις που είναι ιστορικά απαράδεκτες και επιστημονικά αστήρικτες. Τέτοια είναι η ταύτιση του κρατισμού με το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, ή η σύνδεση της μαρξιστικής θεωρητικής ανάλυσης και της σχετικής πολιτικής έκφρασης με τη διόγκωση της κρατικής γραφειοκρατίας». (σελ. 171).

Αυτό ακριβώς επιδιώκει ο Φρίντμαν με κουτοπόνηρο τρόπο: να κατηγορήσει ως σοσιαλιστές ή ως μαρξιστές όσους αντιτίθενται στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Ο Ζαρωτιάδης θα συμπληρώσει σε μια άλλη υποσημείωση: «Η υποκρισία της νεοφιλελεύθερης αντικρατικής μανίας συνίσταται στο ότι, ο ρόλος του αστικού κράτους στο πλαίσιο ενός καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος δεν ήταν ούτε και θα μπορούσε να είναι ποτέ ουδέτερος. Ακόμη και χωρίς να το επιδιώκει, η ύπαρξη και μόνο ενός κρατικού προϋπολογισμού, με τα έσοδα και τα έξοδά του, επενεργεί ποικιλοτρόπως στα δύο κεντρικά μακροοικονομικά ερωτήματα: πόσος πλούτος παράγεται συνολικά από την κοινωνία και πώς διανέμεται αυτός ανάμεσα στις διαφορετικές τάξεις και ομάδες κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων. Μάλιστα οι νεοφιλελεύθεροι αναγνωρίζουν το σημαντικό αναδιανεμητικό ρόλο του κρατικού παρεμβατισμού, αλλά με μια λεπτομέρεια: υποστηρίζουν την αναδιανομή προς όφελος του κεφαλαίου. Όχι από αβλεψία, αλλά στη βάση ενός κυνικού ορθολογισμού: η “επιδότηση” του κεφαλαίου μπορεί να έχει “αναπτυξιακό” χαρακτήρα καθώς δημιουργεί κίνητρα επενδύσεων. Βεβαίως, το εκπληκτικό της υπόθεσης είναι ότι και η ίδια η επιδείνωση, ή η “τιμωρία” των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων γεννά και αυτή με τη σειρά της κίνητρο, για πολλούς, πράγματι, το κίνητρο της επιβίωσης…!» (σελ. 172).

Όσο για την ομοιομορφία, που τόσο ενοχλεί τον Φρίντμαν, η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «Φράχτες και Παράθυρα» θα δώσει μια απάντηση: «Οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές είναι πάντα υπέρ του συγκεντρωτισμού, της παγίωσης, της ομογενοποίησης· είναι ένας πόλεμος κατά της ποικιλομορφίας. Για να τις αντιμετωπίσουμε, χρειαζόμαστε ένα κίνημα που θα ενθαρρύνει και θα προστατεύει την ποικιλομορφία: την πολιτισμική ποικιλομορφία, την οικολογική ποικιλομορφία, την ποικιλομορφία στην καλλιέργεια της γης – και, φυσικά, την πολιτική ποικιλομορφία, τους διαφορετικούς τρόπους πολιτικής δράσης. Ο στόχος μας δεν πρέπει να είναι καλύτεροι κανόνες και απόμακροι κυβερνώντες, αλλά περισσότερη δημοκρατία επί τόπου». (σελ. 322).

Milton Friedman: «Καπιταλισμός και Ελευθερία», εκδόσεις Παπαδόπουλος για λογαριασμό της εφημερίδας «Ημερησία», Αθήνα 2014.

Naomi Klein: «Το Δόγμα του Σοκ», εκδοτικός οίκος Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2010.

Τζόελ Μπάκαν: «The Corporation, το παθολογικό κυνήγι των εταιρειών για κέρδος και εξουσία» εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2007.

Γρηγόρης Ζαρωτιάδης: «Νεοφιλελευθερισμός, χυδαία απλός ή απλά χυδαίος;», εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα 2012.

Naomi Klein: «Φράχτες και Παράθυρα, Άι στο διάολο ΔΝΤ», Εκδοτικός Οίκος Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2011.

Τα σκίτσα είναι από εδώ: https://www.facebook.com/ARKAS-The-Original-Page-352589524877216/

(Εμφανιστηκε 1,613 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.