Ο τρίτος κόσμος, τα χρέη και ο ρόλος του ΔΝΤ
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Nicholas Shaxson στο βιβλίο του «Offshore Τα Νησιά των Θησαυρών» κρίνει σκόπιμο να δώσει μερικά στοιχεία για τον Γκαϊντάμακ, τον άνθρωπο που πρωταγωνίστησε στην υπόθεση «Ανγκολαγκέιτ»: «Ο Γκαϊντάμακ είχε εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ένωση το 1972 σε ηλικία είκοσι ετών, και πρώτα μετακόμισε στο Ισραήλ και έπειτα στη Γαλλία, όπου έστησε μια μεταφραστική επιχείρηση, εξυπηρετώντας κυρίως τις σοβιετικές εμπορικές αποστολές». (σελ. 213).
Η δραστηριότητα αυτή του έδωσε τη δυνατότητα πολύ σοβαρών γνωριμιών. Ο ίδιος ο Γκαϊντάμακ ξεκαθαρίζει ότι «μεταφραστής δηλώνει ενδιάμεσος». (σελ. 213). Και προτίθεται να γίνει ακόμη κατατοπιστικότερος: «Αν δραστηριοποιείσαι στα ηλεκτρονικά, η θέση σου στον επιχειρηματικό κόσμο είναι συνήθως με ανθρώπους από τα ηλεκτρονικά. Αν είσαι τραπεζίτης έχεις σχέσεις με τραπεζίτες […] αλλά άμα είσαι μεταφραστής – ενδιάμεσος – τους ξέρεις όλους». (σελ. 213).
Το πώς ένας μεταφραστής ανέρχεται τόσο πολύ ώστε να γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα μένει αδιευκρίνιστο. Το σίγουρο είναι ότι στο θολό τοπίο της πρώτης περιόδου μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού η Αγκόλα δεν έπαψε να θεωρεί τη Ρωσία παραδοσιακή συμμαχική «προστάτιδα» δύναμη, εγγυήτρια για τη σταθερότητα και την εδαφική της ακεραιότητα μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Ο Shaxson αναφέρει: «Σ’ εκείνη την πρώιμη μετασοβιετική περίοδο, οι ηγέτες της Αγκόλας εξακολουθούσαν να θεωρούν τη Ρωσία προστάτιδά τους μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αλλά είχαν χαθεί σε μια Μόσχα που άλλαζε ραγδαία. [… … …] Ο Γκαϊντάμακ έγινε ο άνθρωπος εμπιστοσύνης της Αγκόλας στη Μόσχα». (σελ. 213).
Οι διαδικασίες που έφεραν τον Γκαϊντάμακ στο προσκήνιο των σχέσεων Αγκόλας – Ρωσίας δεν ξεκαθαρίζονται. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ο Γκαϊντάμακ ήταν βαθύς γνώστης της λειτουργίας των φορολογικών παραδείσων και ταυτόχρονα ήταν αποφασισμένος να βγάλει χρήμα. Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε το 1996: «Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο η Αγκόλα χρωστούσε στη Ρωσία σχεδόν 6 δις δολάρια, και το 1996 ο Γκαϊντάμακ κατάφερε να χωθεί σε μια συμφωνία αναδιάρθρωσης του χρέους. Η υποχρέωση “κουρεύτηκε” στο 1,5 δις δολάρια και τεμαχίστηκε σε 31 γραμμάτια που η Αγκόλα θα εξοφλούσε με πετρέλαιο μέσω μιας ιδιωτικής εταιρείας με την επωνυμία Abalone, την οποία είχαν συστήσει ο Γκαϊντάμακ και ο συνεταίρος του Πιερ Φαλκόν, και η οποία διατηρούσε λογαριασμό στην τράπεζα UBS στη Γενεύη». (σελ. 214).
Η υπόθεση ήταν τόσο εξόφθαλμα περίεργη, που η τράπεζα είχε από την αρχή σοβαρές αντιρρήσεις: «Η UBS δεν έβλεπε με καλό μάτι τις συμφωνίες. “Κάθε πιθανή αναφορά ενός από τους αντιπροσώπους του ενός ή του άλλου αντισυμβαλλομένου” ανέφερε εσωτερικό υπόμνημα της UBS “σε άρθρο εφημερίδας, ακόμη κι αν εκ των υστέρων αυτή αποδειχθεί αβάσιμη ή ακόμα και συκοφαντική, δε θα αποτρέψει, σε πρώτη φάση, κάποιον δικαστή της Ελβετίας ή συγκεκριμένα της Γενεύης, να ενδιαφερθεί για τα αναφερόμενα άτομα”. Όμως η συμφωνία προχώρησε». (σελ. 215).
Η πραγματικότητα έδειξε ότι οι φόβοι της UBS δεν ήταν αβάσιμοι: «Δυστυχώς για τον Γκαϊντάμακ, το Φεβρουάριο του 2001, και αφού η Αγκόλα είχε εξοφλήσει τα μισά γραμμάτια, παρενέβη ένας Ελβετός δικαστής. Ο δικαστής είχε ανακαλύψει τεράστιες μυστηριώδεις κινήσεις κεφαλαίων από την Abalone, οι οποίες περιελάμβαναν τη μεταφορά άνω των 60 εκατομμυρίων δολαρίων σε λογαριασμούς στο όνομα του Γκαϊντάμακ, δεκάδες εκατομμύρια σε λογαριασμούς σε ονόματα ανώτατων αξιωματούχων της Αγκόλας και σχεδόν 50 εκατομμύρια δολάρια σε έναν πρώην ολιγάρχη της εποχής Γέλτσιν. Όμως το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων είχε καταλήξει σε μια σειρά λογαριασμούς στην Ελβετία, το Λουξεμβούργο, το Ισραήλ, τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Κύπρο. Απ’ ό,τι φαινόταν, σχεδόν τίποτα δεν είχε καταλήξει στο δημόσιο ταμείο της Ρωσίας. Ο Γκαϊντάμακ ισχυρίστηκε ότι το ρωσικό δημόσιο ταμείο είχε εξοφληθεί έμμεσα, μέσω αυτών των μυστηριωδών λογαριασμών, και πρόσθεσε ότι επρόκειτο για “κλασική πράξη διαπραγμάτευσης, εξαιρετικά ευνοϊκή για εμάς”». (σελ. 215).
Το τι ακριβώς εννοεί «ευνοϊκή για εμάς» δεν έχει εξακριβωθεί. Ο Shaxson σχολιάζει: «Εξαιτίας του υπεράκτιου απορρήτου είναι αδύνατον να ξέρω αν όσα είπε ο Γκαϊντάμακ είναι έστω και εν μέρει αληθινά. Το σίγουρο είναι ότι οι ηγέτες της Αγκόλας, σε συνεργασία με ρωσικά συμφέροντα και ιδιώτες διαμεσολαβητές από υπεράκτια κέντρα, μαγείρεψαν μια περίεργη συμφωνία, η οποία διεκπεραιώθηκε μέσω του υπεράκτιου συστήματος, με τεράστια κέρδη για κάποιους που ήταν “μέσα στο κόλπο” και χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως ευθύνη λογοδοσίας στους λαούς της Αγκόλας ή της Ρωσίας. Με αυτό τον τρόπο οι “μέσα” από την Αγκόλα είχαν καταφέρει να πλουτίσουν, όχι από τα περιουσιακά στοιχεία της Αγκόλας, αλλά από τα χρέη της». (σελ. 215).
Η υπόθεση αυτή έγινε γνωστή ως «Αγκολαγκέιτ» και είναι αρκετά κατατοπιστική για το πώς ο εθνικός πλούτος των χωρών μετατρέπεται σε πρόσοδο των ιθυνόντων, που εξαφανίζεται στους υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους αφορολόγητα και με πλήρη εχεμύθεια. Όσο για το τέλος της ιστορίας, τα πράγματα είναι απλά: «… ο Ελβετός δικαστής πήρε προαγωγή, και τον Οκτώβριο του 2003 ο αντικαταστάτης του αποδέσμευσε τα γραμμάτια, ισχυριζόμενος ότι ούτε η Αγκόλα ούτε η Ρωσία είχαν διαμαρτυρηθεί για τη συμφωνία, και αποδεχόμενος το επιχείρημα ότι οι λογαριασμοί στο όνομα των Αγκολέζων επισήμων αφορούσαν “στρατηγικά κεφάλαια, τοποθετημένα στο εξωτερικό σε καιρό πολέμου”». (σελ. 215).
Ο Shaxson αναφέρει κι ένα ανάλογο παράδειγμα με την κυβέρνηση του Μάρκος στις Φιλιππίνες. Από έλεγχο που έγινε βρέθηκε έλλειμμα δισεκατομμυρίων σε σχέση με τα λεφτά που εισπράχτηκαν και τα λεφτά που υπήρχαν στην Κεντρική Τράπεζα των Φιλιππίνων. Η αναφορά που έγινε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης θάφτηκε: «Έτσι οι Φιλιππίνες εξακολουθούν να εξυπηρετούν εκείνα τα δάνεια της Κεντρικής Τράπεζας». (σελ. 219).
Ο Τζιμ Χένρι πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας McKinsey’s και συγγραφέας του βιβλίου «Blood Bankers» (Τραπεζίτες του Αίματος) αποφάσισε να ερευνήσει εκ των υστέρων την ιστορία: «Ξέθαψε λεπτομέρειες για αναγνωρίσιμα εξωτερικά δάνεια ύψους τουλάχιστον 3,6 δις δολαρίων, τα οποία είχε καταπιεί η κυβέρνηση και είχαν καταλήξει στα χέρια του προέδρου Φέρντιναντ Μάρκος και των στενότερων συνεργατών του». (σελ. 219).
Αν κάποιος θέλει να πάρει μια ιδέα για τις παράνομες εκροές χρημάτων από την Αφρική, ο Shaxson θα καταθέσει στοιχεία: «Το Μάριο του 2010 ο οργανισμός μελετών Global Financial Integrity (GFI) της Ουάσινγκτον δημοσίευσε έρευνα για τις παράνομες εκροές κεφαλαίων από την Αφρική. Το συμπέρασμά της είναι ότι από το 1970 μέχρι το 2008 “Οι συνολικές παράνομες εκροές κεφαλαίων από την Αφρική ανέρχονται, με βάση ένα συντηρητικό υπολογισμό, περίπου στα 854 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι συνολικές παράνομες εκροές μπορεί να φτάνουν ακόμα και τα 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια”. Από αυτό το γενικά συντηρητικό μέγεθος, υπολογίζεται ότι η Αγκόλα έχασε 4,68 δις δολάρια μεταξύ του 1993 (όταν ξεκίνησαν οι συμφωνίες του Γκαϊντάμακ στο πλαίσιο του “Αγκολαγκέιτ”) και του 2002, του επόμενου έτους μετά τη λήξη των πράξεων χρέους της Abalone». (σελ. 216).
Τα στοιχεία του GFI είναι αμείλικτα: «Μόνο το 2006 οι αναπτυσσόμενες χώρες έχασαν έως και ένα τρισεκατομμύριο δολάρια από παράνομες εκροές κεφαλαίων – δηλαδή δέκα δολάρια για κάθε εισερχόμενο δολάριο βοήθειας από το εξωτερικό». (σελ. 216).
Κι αν τα στοιχεία αυτά δεν επαρκούν, ο Shaxson παραθέτει και τα αποτελέσματα μιας μελέτης από το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης: «Τον Απρίλιο του 2008 παρουσιάστηκε μία ακόμη μελέτη, από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Άμχερστ, η οποία εφάρμοσε διαφορετικές μεθοδολογίες για να εξετάσει τη φυγή κεφαλαίων από 40 αφρικανικές χώρες στο διάστημα 1970 – 2004. Τα συμπεράσματά της είναι εξίσου εντυπωσιακά: “Η πραγματική φυγή κεφαλαίων κατά την 35ετία ανήλθε σε σχεδόν 420 δις δολάρια (σε τιμές 2004) για το σύνολο των 40 χωρών. Αν συμπεριληφθούν και τα τεκμαρτά έσοδα από τόκους, η σωρευτική φυγή κεφαλαίων ανερχόταν στα τέλη του 2004 σε σχεδόν 607 δις δολάρια”. Ταυτόχρονα, όμως, το συνολικό εξωτερικό χρέος αυτών των χωρών ήταν “μόνο” 227 δις δολάρια». (σελ. 216 – 217).
Με δυο λόγια, για την εξυπηρέτηση χρέους 227 δις υπήρξε διαρροή κεφαλαίων 420 δις προς ξένες τράπεζες. Το συμπέρασμα της μελέτης είναι προφανές: «Συνεπώς, επισημαίνουν οι συντάκτες της μελέτης, η Αφρική είναι καθαρή πιστώτρια του υπόλοιπου κόσμου, καθώς τα καθαρά στοιχεία ενεργητικού της στο εξωτερικό ξεπερνούν κατά πολύ τα χρέη της». (σελ. 217).
Από την πλευρά του ο Hedley Bull στο βιβλίο του «Η Άναρχη Κοινωνία» θέτει ξεκάθαρα τις αντιφάσεις: «Ο στόχος της οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης σε εθνικό ή διακρατικό επίπεδο αναγνωρίζεται από τη δέσμευση των κρατών να μεταφέρουν πόρους από τα πλούσια στα φτωχά έθνη, πράγμα που μερικές φορές λέγεται ότι στοχεύει στη “γεφύρωση του χάσματος” μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών εθνών, ενώ μερικές φορές λέγεται ότι στοχεύει στη διευκόλυνση όλων των χωρών να αποκτήσουν ένα ελάχιστο επίπεδο ευημερίας. Παρ’ όλα αυτά όχι μόνο το χάσμα δε γεφυρώθηκε, αλλά δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να γεφυρωθεί στο άμεσο μέλλον». (σελ. 352).
Υπάρχει, όμως, μια πολύ σπουδαία παράμετρος, που θέτει το ζήτημα στην πραγματική του βάση. Ο Shaxson σημειώνει: «Τα ιδιωτικά στοιχεία ενεργητικού της υποηπείρου στο εξωτερικό ανήκουν σε ένα στενό, σχετικά εύπορο κοινωνικό στρώμα του πληθυσμού της, ενώ τα δημόσια εξωτερικά χρέη τα επωμίζονται οι λαοί μέσω των κυβερνήσεών τους». (σελ. 217).
Με άλλα λόγια, τα χρήματα εισρέουν ως δάνειο στις αναπτυσσόμενες χώρες, κατόπιν εξαφανίζονται σε διάφορες offshore και ο κόσμος καλείται να πληρώσει το λογαριασμό μέσα από την εξοντωτική φορολόγηση. Ο Shaxson επικαλείται τα συμπεράσματα του Τζιμ Χένρι: «Το συγκλονιστικό βιβλίο που δημοσίευσε το 2003 ο Χένρι με τίτλο Blood Bankers («Τραπεζίτες του Αίματος») διερευνά διάφορα αλλόκοτα επεισόδια σε χώρες χαμηλού εισοδήματος όπου η υπεράκτια τραπεζική προκαλούσε τη μια κρίση μετά την άλλη. Αρχικά, οι τραπεζίτες δάνειζαν σε αυτές τις χώρες πολύ περισσότερα απ’ όσα αυτές μπορούσαν να απορροφήσουν παραγωγικά, κατόπιν δίδασκαν στις ντόπιες ελίτ πώς να λεηλατήσουν τον πλούτο, να τον κρύψουν, να τον ξεπλύνουν και να τον βγάλουν λαθραία στο υπεράκτιο σύστημα. Έπειτα το ΔΝΤ βοηθούσε τους τραπεζίτες να πιέσουν τις χώρες να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους υπό την απειλή του χρηματοπιστωτικού στραγγαλισμού». (σελ. 218).
O Timothy Garton Ash στο βιβλίο του «Ελεύθερος Κόσμος» σημειώνει: «Η μιζέρια των φτωχών του κόσμου επιδεινώνεται από το γεγονός ότι πολλές από τις φτωχότερες χώρες, κυρίως εκείνες της υποσαχάριας Αφρικής, χρωστούν τεράστια ποσά σε δυτικές τράπεζες, κυβερνήσεις και διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Στο παρελθόν εξαναγκάζονταν ανεύθυνα να συνάψουν αυτά τα δάνεια από πλούσιες σε πετροδολάρια δυτικές τράπεζες, ενώ τα χρήματα τα καταχρώνταν διεφθαρμένες, αυταρχικές κυβερνήσεις. Ορισμένοι από αυτούς τους τυράννους απλώς διοχέτευαν τα χρήματα σε άλλες δυτικές τράπεζες, στους προσωπικούς τους λογαριασμούς. Ο τόκος που οι υπήκοοί τους πρέπει να πληρώσουν σήμερα ξεπερνά συχνά ολόκληρη τη βοήθεια που λαμβάνει η χώρα τους». (σελ. 269 – 270).
Ο Lester Thurow στο βιβλίο του «Το Μέλλον του Καπιταλισμού» υποστηρίζει ότι το ΔΝΤ έχει χάσει την αρχική του ταυτότητα και πελαγοδρομεί αναζητώντας το ρόλο που πρέπει να διαδραματίσει: «Ενώ τα ζητήματα του εμπορικού συστήματος της GATT και του Μπρέτον Γουντς είναι ζωτικά, οι άλλοι θεσμοί του συστήματος που δημιουργήθηκε μετά από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Παγκόσμια Τράπεζα, είναι παρομοίως σε κατάσταση ρευστότητας. Παραπαίουν αναζητώντας ένα ρόλο. Το ΔΝΤ σχεδιάστηκε αρχικά για να παρέχει δάνεια στις πλούσιες βιομηχανικές χώρες για την προσωρινή ισοσκέλιση του ισοζυγίου πληρωμών, ωστόσο καμιά σημαντική βιομηχανική χώρα δε δανείστηκε από το ΔΝΤ τις τελευταίες δύο δεκαετίες». (σελ. 202).
Ο Thurow παρατηρεί ότι το ΔΝΤ δεν εκπληρώνει πλέον τις λειτουργίες για τις οποίες είχε αρχικά συσταθεί. Αντιθέτως, προχωρά σε δραστηριότητες που κρίνονται μάλλον επίφοβες: «Έτσι έγινε ο δανειστής – τελευταίο καταφύγιο για τον τρίτο κόσμο, αλλά δεν έχει τους πόρους να συγκρατεί τις εκροές κεφαλαίου, όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει σε μέρη όπως το Μεξικό. Οι τωρινές λειτουργίες του είναι αναγκαίες, αλλά αν σχεδιαζόταν ένας οργανισμός για να εκπληρώνει τον τωρινό ρόλο του, κανείς δε θα σχεδίαζε έναν οργανισμό που να έμοιαζε με το τωρινό ΔΝΤ. Η ανάπτυξη των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών και η ικανότητά τους να μετακινούν τεράστια ποσά χρήματος εντός και εκτός των χωρών του τρίτου κόσμου, αν όχι τίποτε άλλο, σημαίνει ότι το ΔΝΤ πρέπει να αναδιαρθρωθεί ριζικά και να έχει στη διάθεσή του πολύ περισσότερα κεφάλαια». (σελ. 202 – 203).
Ο Thurow καταγγέλλει την ανεπάρκεια του ΔΝΤ να ανταποκριθεί στο νέο ρόλο που του ανατίθεται, χωρίς να διερωτάται ποια ακριβώς είναι η ουσία αυτού του νέου ρόλου. Ο Ουίλιαμ Γκρέιντερ στο βιβλίο του «Ο μανιακός καπιταλισμός» θα θέσει το ζήτημα στην πραγματική του βάση: «Έχοντας στόχο τη χρηματοπιστωτική αγορά του “ενός κόσμου”, οι ισχυρές κυβερνήσεις, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα εναντιώνονται στους εθνικούς ελέγχους κεφαλαίου ακόμη και στις φτωχότερες χώρες ακόμα κι όταν αυτή η ροή κεφαλαίου αναστατώνει ή καταστρέφει την οικονομική πρόοδο μιας φτωχής χώρας. Για να βρουν έδαφος για συμβιβασμό, θα έπρεπε τα προηγμένα κράτη να δεχτούν ότι η θεωρία του ελεύθερου παγκόσμιου κεφαλαίου είναι λάθος όνειρο για τον κόσμο τουλάχιστον αυτή την εποχή που η “συναίνεση της Ουάσινγκτον” τροφοδοτεί περισσότερη αστάθεια παρά αυξανόμενη ευημερία». (σελ. 424).
Ο Thurow φαίνεται να μην καταλαβαίνει της επιταγές του σύγχρονου «ενός» και μοναδικού νεοφιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου «κόσμου» και την ανάγκη να στρατευτούν όλοι με το μέρος του. Το ΔΝΤ, αναπόσπαστο μέρος του συστήματος, θα ήταν αδύνατο να έχει διαφορετικό προσανατολισμό. Αυτό που ονομάζουμε επικράτηση δεν είναι τίποτε άλλο από την άλωση όλων των μηχανισμών προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τι είδους επικράτηση θα είχε ο νεοφιλελευθερισμός αν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα κινούνταν σε καθεστώς αυτονομίας;
Ο Γκρέιντερ θα αποδώσει με ακρίβεια την καινούρια νεοφιλελεύθερη αποστολή του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας: «Στους μετασχηματισμούς που επεξεργάστηκε η παγκόσμια βιομηχανική επανάσταση, τόσο το ΔΝΤ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα δραστηριοποιήθηκαν για την επίτευξη ενός διαφορετικού στόχου: Να προάγουν την επανάσταση, να καλλιεργήσουν τις απαραίτητες συνθήκες για την αγορά του “ενός κόσμου” που οραματίστηκε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Με πολλούς παρεμφερείς τρόπους και τα δύο ιδρύματα εκτελούν χρέη πρακτόρων του παγκοσμίου κεφαλαίου με πατερναλιστική συμπεριφορά· αυτοί οι παρεμφερείς τρόποι αναφέρονται στην επιβολή εξόφλησης χρεών, στον έλεγχο των εθνικών λογαριασμών φτωχών χωρών, στην προώθηση της συμπίεσης των ημερομισθίων και σε άλλα πολιτικά γιατροσόφια, καθώς και στην προετοιμασία των φτωχών χωρών για την τελική αποδοχή τους από το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα». (σελ. 425).
Το τελικό συμπέρασμα του Γκρέιντερ (που διέφυγε του Thurow) είναι καταλυτικό: «Τα δύο όργανα συμπεριφέρονται σαν ενάρετοι φύλακες που διατάζουν κι επιπλήττουν αυτούς που φιλοδοξούν την ένταξή τους στο παγκόσμιο σύστημα σε σχέση με τις αρχές της νεοκλασικής οικονομίας. Αν μια χώρα μάθει σωστά, μπορεί να γίνει κατάλληλη για δανειοδότηση και προγράμματα. Αν αρνηθεί να συμμορφωθεί θα συνεχίσει να κατοικεί στο περιθώριο της καθυστέρησης και της φτώχειας». (σελ. 425 – 426).
Η τοκογλυφική επίθεση που γίνεται και η παράλληλη μέριμνα να εξαφανιστεί ο πλούτος προς τις υπεράκτιες τράπεζες είναι οι βασικότερες μέθοδοι για να βουλιάξουν ολοκληρωτικά οι δανειζόμενες χώρες, και να οδηγηθούν σε δίχως όρους νεοφιλελεύθερη ομηρία: «Με τη δική τους πολιτική δανείων αυτοί που ρυθμίζουν τα οικονομικά πράγματα σε παγκόσμιο επίπεδο σπέρνουν την κρίση, αφού με λίγες εξαιρέσεις οι φτωχοί του κόσμου βυθίζονται σταθερά όλο και πιο βαθιά στο χρέος. Δε θα βγουν απ’ αυτό χωρίς ένα θαύμα. Πράγματι, πολλές χώρες ειδικά στην Αφρική δανείζονται τώρα περισσότερο κάθε χρόνο από την Παγκόσμια Τράπεζα απλώς για να κάνουν τις ονομαστικές πληρωμές τους έναντι των παλαιών συσσωρευμένων χρεών τους. Το 1974 το συνολικό εξωτερικό χρέος όλων των αναπτυσσόμενων χωρών ήταν 135 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 1981 έφτασε τα 751 δισεκατομμύρια δολάρια. Στην αρχή του ’90 υπολογίστηκε στα 1945 δισεκατομμύρια δολάρια». (σελ. 426 – 427).
Ο Ζαν Ζιγκλέρ στο βιβλίο «Η Ιδιωτικοποίηση του Κόσμου και οι Νέοι Κοσμοκράτορες» παραθέτει: «Αυτό που συμβαίνει στη Μαυριτανία, στο Νίγηρα, και στη Γουινέα δεν είναι κάτι το ξεχωριστό. Είναι η κοινή μοίρα των χωρών που καταστρέφονται από τα προγράμματα ιδιωτικοποίησης και δομικών προσαρμογών του ΔΝΤ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο, μακαρίτης σήμερα, πρόεδρος της Τανζανίας, Τζούλιους Νυερέρε, είχε επαναστατήσει: “Θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τα παιδιά μας να πεθαίνουν από πείνα μόνο και μόνο για να μπορούμε να πληρώνουμε τα χρέη μας;”. (σελ. 193).
Από την άλλη, η εξαθλίωση των δανειζομένων χωρών δε συνεπάγεται τον πλούτο των πολιτών που ζουν στις ανεπτυγμένες χώρες: «Αν η επιτυχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των πολυεθνικών εταιρειών θεωρείται συνώνυμη με τα συμφέροντα των πολιτών στις χώρες- πάτρωνες, όπως οι ΗΠΑ, τότε η Παγκόσμια Τράπεζα κάνει για λογαριασμό τους καλή δουλειά. Αλλά φυσικά το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν ταυτίζεται με το ευρύ εθνικό συμφέρον της Αμερικής ή οποιασδήποτε άλλης χώρας που παρέχει τη χρηματοδότηση για τα δάνεια της Παγκόσμιας Τράπεζας». (σελ. 426).
Το νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν αφορά κανένα λαό: «Στην πραγματικότητα, αν οι Αμερικανοί εξέταζαν ποτέ το θέμα, θα ανακάλυπταν ότι χρηματοδοτούν ένα όργανο που συμβάλλει άμεσα στις καθοδικές πιέσεις των δικών τους μισθών. Η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ κηρύσσουν ένα δόγμα της προσφοράς που συμπιέζει στις φτωχές χώρες τα ημερομίσθια όταν το ατομικό συμφέρον των απλών Αμερικανών μισθοσυντήρητων βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Τα προγράμματα αυτών των οργανισμών συμπιέζουν τη συνολική ζήτηση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και βοηθούν στη δημιουργία μεγαλύτερης παραγωγικής ικανότητας για ήδη κορεσμένες αγορές, υποσκάπτοντας τη βιωσιμότητα των ήδη λειτουργούντων εργοστασίων και των θέσεων εργασίας». (σελ. 426).
Ο Philippe Engelhard στο βιβλίο «Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος έχει αρχίσει» θα δώσει μια εικόνα από την κατάσταση της Αμερικής: «Το 20% των μισθωτών έχει εισοδήματα που τους τοποθετούν στα όρια της φτώχειας. Για να μπορέσουν να ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση – αν μπορούν! – είναι υποχρεωμένοι να απασχολούνται σε πολλές εργασίες – όπως συμβαίνει μ’ επτάμισι εκατομμύρια Αμερικανούς. Επίσης, σαράντα εκατομμύρια Αμερικανοί δεν έχουν ασφάλιση ασθενείας και δέκα έως τριάντα εκατομμύρια έχουν ανεπαρκή ασφάλιση». (σελ. 190).
Όλη η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο από τη μετατόπιση του πλούτου από τη βάση στην κορυφή: «Η έντονα αυξανόμενη ανισότητα στα εισοδήματα και τις περιουσίες επιβεβαιώνεται εξάλλου και από τους αριθμούς: Από το 1973 έως το 1992, το μέσο εισόδημα του 20% των πλουσιότερων Αμερικανών αυξήθηκε κατά 19%, ενώ το μέσο εισόδημα του 20% των φτωχότερων Αμερικανών μειώθηκε κατά 12%. Εξάλλου, από το 1983 έως το 1992, το 1% των πιο πλούσιων Αμερικανών επωφελήθηκε από το 60% της αύξησης του εθνικού πλούτου». (σελ. 190 – 191).
Όμως, κατά τον Engelhard, αυτό που πραγματικά παραλύει την αμερικανική κοινωνία είναι η αβεβαιότητα για το μέλλον: «Η αποσύνθεση της αμερικανικής κοινωνίας δεν οφείλεται αποκλειστικά στη φτώχεια – ακόμα και όταν δεν υπολογίζεται στις πραγματικές της διαστάσεις –, αλλά αντίθετα στην ανάπτυξη ενός αισθήματος ανασφάλειας και μιας “τάξης αγχωτικών”, στην οποία δεν ανήκουν μόνο οι φτωχοί αλλά, κυρίως, και οι μικρές και μεσαίες τάξεις, οι οποίες βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70». (σελ. 190).
Από την πλευρά του ο Shaxson καταφεύγει στον Χάντσον για να καταστούν απολύτως σαφή τα κερδοσκοπικά παιχνίδια με το χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών: «Ο οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον περιγράφει πώς το 1989 τον προσέλαβε μια εταιρεία διαχείρισης διαθεσίμων της Βοστόνης για να οργανώσει ένα κεφάλαιο κρατικού χρέους το οποίο θα επένδυε σε κρατικά ομόλογα αναπτυσσόμενων χωρών. Τα τεράστια ασφάλιστρα κινδύνου συνεπαγόταν ότι τα εκπεφρασμένα σε δολάρια ομόλογα της Αργεντινής και της Βραζιλίας έδιναν απόδοση σχεδόν 45%, ενώ τα μεξικανικά ομόλογα είχαν απόδοση 25%. Την πρώτη χρονιά λειτουργίας του, το κεφάλαιο, το οποίο είχε συσταθεί στις Ολλανδικές Αντίλλες, κατέλαβε τη δεύτερη θέση παγκοσμίως στην κατηγορία του με βάση τις αποδόσεις. Ο Χάντσον ανακάλυψε τι συνέβαινε: “Οι μεγαλύτεροι επενδυτές ήταν άτομα του πολιτικού χώρου με εμπιστευτική πληροφόρηση, που είχαν αγοράσει μερίδια στο κεφάλαιο γνωρίζοντας ότι, παρά τα υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου, οι κεντρικές τράπεζες των χωρών τους θα εξοφλούσαν τα δολαριακά χρέη” λέει». (σελ. 220 – 221).
Με δυο λόγια, οι μεγάλοι επενδυτές που θα ωφελούνταν από την εξόφληση του χρέους ήταν άνθρωποι εκ των έσω, που – αξιοποιώντας τις θέσεις τους – δε θα επέτρεπαν καμία επιπλοκή: «Κάποιοι από τους μεγαλύτερους επενδυτές ήταν άτομα σε υψηλότατες θέσεις κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων. “Συνειδητοποιήσαμε σε ποιων τα χέρια βρίσκονται οι δολαριακές απαιτήσεις σε βάρος της Λατινικής Αμερικής” λέει». (Ο Χάντσον εννοείται). «“ Στα χέρια των τοπικών ολιγαρχιών που διατηρούν υπεράκτιους λογαριασμούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το εκπεφρασμένο σε δολάρια χρέος της Αργεντινής βρισκόταν κυρίως στα χέρια Αργεντινών που δρούσαν από υπεράκτια τραπεζικά κέντρα. Οι βασικοί καρπωτές της εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους τους ήταν οι ίδιοι ακριβώς καπιταλιστές τους που φυγάδευαν κεφάλαια στο εξωτερικό, όχι οι ομολογιούχοι σε Βόρειο Αμερική και Ευρώπη”». (σελ. 221).
Ο Shaxson φτάνει σ’ ένα τελικό συμπέρασμα για το πώς δουλεύει το σύστημα με την κερδοσκοπία στην αποπληρωμή των χρεών: «Όπως αποδεικνύεται, το κόλπο αυτό αποτελεί συνήθη πρακτική που εφαρμόζουν τα λεγόμενα “αρπακτικά κεφάλαια”. Πλούσιοι ξένοι επενδυτές αγοράζουν προβληματικούς τίτλους κρατικού χρέους για ψίχουλα – κατά κανόνα με έκπτωση 90% επί της ονομαστικής αξίας – και δρέπουν τεράστια κέρδη όταν αυτά τα χρέη εξοφλούνται στο ακέραιο. Ένα από τα μυστικά είναι να βεβαιώνεται κανείς ότι επιφανείς ντόπιοι είναι κρυφά ανακατεμένοι με τους επενδυτές που αγοράζουν το χρέος με έκπτωση: οι συγκεκριμένοι ντόπιοι θα δώσουν μάχη εντός της κυβέρνησης της αναπτυσσόμενης χώρας τους για να εγγυηθούν την πλήρη αποπληρωμή των χρεών. Η ανάμειξή τους πρέπει, βέβαια, να κρυφτεί πίσω από ένα κάλυμμα υπεράκτιου απορρήτου, έτσι ώστε οι πολίτες της χρεωκοπημένης χώρας να μην μπορέσουν ποτέ να μάθουν πώς κλάπηκε ο εθνικός πλούτος τους». (σελ. 221).
Και ξανά επικαλείται τον Χένρι: «Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Χένρι, τουλάχιστον τα μισά από τα χρήματα που δανείστηκαν οι μεγαλύτερες οφειλέτριες χώρες ξαναβγήκαν στο εξωτερικό κάτω από το τραπέζι, συνήθως σε λιγότερο από ένα χρόνο, και κατά κανόνα σε μερικές εβδομάδες. Το δημόσιο χρέος του Τρίτου Κόσμου αντιστοιχούσε σχεδόν απόλυτα στο απόθεμα ιδιωτικού πλούτου που είχαν συσσωρεύσει οι ελίτ του στις ΗΠΑ και άλλους παραδείσους, και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η φυγή κεφαλαίων προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ αρκούσε για να εξυπηρετήσει ολόκληρο το χρέος του αναπτυσσόμενου κόσμου – αρκεί το εισόδημα από αυτά τα κεφάλαια να φορολογούνταν με έναν μέσο συντελεστή. Για κάποιες χώρες όπως το Μεξικό, η Αργεντινή και η Βενεζουέλα, η αξία του παράνομου υπεράκτιου πλούτου των ελίτ τους ήταν πολλαπλάσια του εξωτερικού χρέους τους». (σελ. 219 – 220).
Χωρίς τη συγκατάθεση, δηλαδή τη συμμετοχή στα κέρδη, σημαντικής μερίδας της ντόπιας ελίτ, η δουλειά δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει. Άνθρωποι από την ντόπια ελίτ είναι εκείνοι που θα οικειοποιηθούν μεγάλο κομμάτι από το δανειζόμενο χρήμα στέλνοντάς το στις υπεράκτιες τράπεζες και συγχρόνως θα εγγυηθούν ότι η αποπληρωμή θα γίνει, ακόμη κι αν χρειαστεί να ξεπουληθεί η χώρα ολόκληρη. Το χρέος αφορά το φορολογούμενο.
Υπό αυτές τις συνθήκες τα αυτονόητα που προτείνει ο Γκρέιντερ φαίνονται παραλογισμοί: «Η προφανής και επιτακτική ανάγκη, η θεραπεία που πάντοτε απαιτείται για να δώσει τέλος σε τοκογλυφικές σχέσεις είναι η παραγραφή του χρέους. Η εναλλακτική λύση είναι, έτσι ή αλλιώς, η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων, εφόσον μεγάλο μέρος από τα συσσωρευμένα χρέη δε θα αποπληρωθούν. Οι υποχρεώσεις των οφειλετών τούς κάνουν να αιμορραγούν ακόμη περισσότερο και να στερούνται το σπάνιο ρευστό και να μειώνεται η αγοραστική τους δύναμη. Τουλάχιστον τα δημόσια δάνεια που εκδίδονται από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ θα μπορούσαν να μειωθούν δραστικά χωρίς κανένα οικονομικό αντίκτυπο». (σελ. 427 – 428).
Τέτοιες λύσεις, όμως, βάζουν σε κίνδυνο πολύ σοβαρές «επενδύσεις». Οι «αξιοπιστία» των νεοφιλελεύθερων αγορών δεν τα ανέχεται αυτά. Ο Shaxson παραθέτει το επεισόδιο με τον πρόεδρο του Μεξικού Λόπεζ Πορτίγιο: «Το 1982 ο πρόεδρος του Μεξικού Χοσέ Λόπεζ Πορτίγιο μίλησε στο κοινοβούλιο περιγράφοντας τις προκλήσεις που αντιμετώπιζε η χώρα. “Η χρηματοπιστωτική πανούκλα σπέρνει ολοένα και μεγαλύτερο χάος σε όλο τον κόσμο. Μεταδίδεται από αρουραίους και οι συνέπειές της είναι η ανεργία και η φτώχεια, η βιομηχανική χρεοκοπία και ο κερδοσκοπικός πλουτισμός”. Επέρριπτε τις ευθύνες σε “μια ομάδα Μεξικανών […] τους οποίους καθοδηγούν, συμβουλεύουν και στηρίζουν οι ιδιωτικές τράπεζες που έχουν βγάλει από τη χώρα περισσότερα χρήματα από τις αυτοκρατορίες που μας εκμεταλλεύονται από καταβολής χρόνου”». (σελ. 220).
Ο Πορτίγιο φαινόταν αποφασισμένος, αλλά η ιστορία είχε άδοξο τέλος: «Ο Λόπεζ Πορτίγιο ορκίστηκε να αγνοήσει το ΔΝΤ, να εθνικοποιήσει τις τράπεζες και να καθιερώσει συναλλαγματικούς ελέγχους – αλλά μέσα σε δέκα μέρες ένας συνασπισμός τραπεζιτών, επιχειρηματιών και συντηρητικών Μεξικανών τον υποχρέωσε να υπαναχωρήσει. Το ΔΝΤ και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών στην Ελβετία αγνόησαν το διαφυγόντα σε υπεράκτια κέντρα πλούτο του Μεξικού, και διέταξαν το Μεξικό και άλλες οφειλέτριες χώρες: “Βάλτε τάξη στα του οίκου σας”». (σελ. 220). Τελικά δεν ήταν τόσο εύκολο να αγνοήσει κανείς το ΔΝΤ.
Nicholas Shaxson: «OFFSHORE, Τα Νησιά των Θησαυρών», εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα 2011.
Ουίλιαμ Γκρέιντερ: «Ο μανιακός καπιταλισμός», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σειρά ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ, Αθήνα 1999.
Lester Thurow: «Το μέλλον του καπιταλισμού», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 1997.
Philippe Engelhard: «Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος έχει αρχίσει», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, σειρά «Βιβλιοθήκη των Ιδεών», Αθήνα 1999.
Ζαν Ζιγκλέρ: «Η Ιδιωτικοποίηση του Κόσμου και οι Νέοι Κοσμοκράτορες», εκδόσεις «Σύγχρονοι Ορίζοντες», Αθήνα 2004.
Timothy Garton Ash: «Ελεύθερος Κόσμος», εκδόσεις «ΠΟΛΙΣ», Αθήνα 2005.
Hedley Bull: «Η Άναρχη Κοινωνία, μελέτη της τάξης στην παγκόσμια πολιτική», εκδόσεις «Ποιότητα – Macmillan Press», σειρά: «Βιβλιοθήκη Ιστορίας, Θεωρίας και Πολιτικής Φιλοσοφίας των Διεθνών Σχέσεων», Αθήνα 2001.