Ο Μίλτον Φρίντμαν και τα νέα ήθη της ατομικής ελευθερίας
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο βραβευμένος με το Νόμπελ οικονομίας (το 1976) και θεμελιωτής της περιβόητης σχολής του Σικάγο Μίλτον Φρίντμαν από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του «Καπιταλισμός και Ελευθερία» (που κυκλοφόρησε το 1962) είναι σαφής: «Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι η πολιτική και η οικονομία είναι ξεχωριστοί τομείς και εν πολλοίς δε συνδέονται μεταξύ τους· ότι η ατομική ελευθερία είναι πολιτικό πρόβλημα και η υλική ευημερία οικονομικό πρόβλημα· και ότι οποιοδήποτε είδος πολιτικής οργάνωσης μπορεί να συνδυαστεί με οποιοδήποτε είδος οικονομικής οργάνωσης». (σελ. 31).
Για να συμπληρώσει αμέσως: «Η θέση αυτού του κεφαλαίου» (πρόκειται για το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου) «είναι ότι μια τέτοια άποψη είναι απατηλή, ότι υπάρχει εγγενής σύνδεση οικονομίας και πολιτικής, ότι μόνο ορισμένοι συνδυασμοί πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης είναι εφικτοί και ότι, πιο συγκεκριμένα, μια κοινωνία που είναι σοσιαλιστική δεν μπορεί να είναι δημοκρατική, δεν μπορεί δηλαδή να εγγυάται την ατομική ελευθερία». (σελ.31).
Με δυο λόγια, η ατομική ελευθερία είναι ζήτημα δημοκρατίας, η οποία είναι αδύνατο να επιτευχθεί μέσα σε συνθήκες σοσιαλισμού. Ο σοσιαλισμός τίθεται από θέση αρχής ως έννοια αντίθετη με τη δημοκρατία, αφού το οικονομικό μοντέλο που προτάσσει υπονομεύει την ελευθερία της αγοράς, γεγονός που αναγκαστικά έχει και πολιτικές προεκτάσεις: «Η κύρια σύγχρονη εκδήλωση αυτής της ιδέας είναι η υπεράσπιση του “δημοκρατικού σοσιαλισμού” από πολλούς οι οποίοι καταδικάζουν απερίφραστα τους περιορισμούς στην ατομική ελευθερία που επιβάλλονται από τον “ολοκληρωτικό σοσιαλισμό” στη Ρωσία, και που είναι πεπεισμένοι ότι είναι δυνατόν μια χώρα να υιοθετεί τα βασικά γνωρίσματα της ρωσικής οικονομικής οργάνωσης και ωστόσο να διασφαλίζει την ατομική ελευθερία μέσω της πολιτικής οργάνωσης». (σελ. 31).
Φυσικά, (κατά τον Φρίντμαν πάντα) οι υποστηρικτές αυτής της άποψης βρίσκονται σε πλάνη, αφού η οικονομική οργάνωση είναι ο διαμορφωτής και της πολιτικής οργάνωσης: «Η οικονομική οργάνωση παίζει έναν διπλό ρόλο στην προαγωγή μιας ελεύθερης κοινωνίας. Αφενός, η ελευθερία στην οικονομική οργάνωση είναι από μόνη της μια συνιστώσα της ελευθερίας με την ευρεία έννοια, με αποτέλεσμα η οικονομική ελευθερία να είναι σκοπός καθαυτόν. Αφετέρου, η οικονομική ελευθερία είναι επίσης απαραίτητο μέσο για την επίτευξη της πολιτικής ελευθερίας». (σελ. 31-32).
Για τον Φρίντμαν οι νομοθετικές ρυθμίσεις που φορολογούν ή υποχρεώνουν σε συγκεκριμένες ασφαλίσεις και συνταξιοδοτικά προγράμματα είναι κατάφωρες παραβιάσεις της ατομικής ελευθερίας, που παραπέμπουν σε σοσιαλιστικές – δηλαδή αντιδημοκρατικές – μεθοδεύσεις. Θα φέρει και παραδείγματα: «Ο πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών που αναγκάζεται από το νόμο να αφιερώνει ένα 10% περίπου του εισοδήματός του για την αγορά ενός ορισμένου είδους συνταξιοδοτικού συμβολαίου στερείται ένα ανάλογο μερίδιο της προσωπικής του ελευθερίας». (σελ. 32).
Η περίπτωση των αγροτών της αίρεσης των Άμις είναι χαρακτηριστική: «Για λόγους αρχής, η ομάδα αυτή θεωρούσε τα υποχρεωτικά ομοσπονδιακά προγράμματα γήρατος παρεμπόδιση της προσωπικής ατομικής τους ελευθερίας και αρνιόταν να πληρώνει φόρους ή να δέχεται επιδόματα. Ως αποτέλεσμα, κάποια από τα ζώα τους πωλήθηκαν με δημοπρασία προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις για τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Είναι αλήθεια ότι ο αριθμός των πολιτών που θεωρούν την υποχρεωτική ασφάλιση γήρατος στέρηση της ελευθερίας τους μπορεί να είναι μικρός, αλλά ο θιασώτης της ελευθερίας ποτέ δε μετρά κεφάλια». (σελ. 32-33).
Στα σοβαρά, ο Φρίντμαν καταγγέλλει το ανάλγητο κράτος που δε σέβεται το δικαίωμα των αγροτών της αίρεσης των Άμις να μένουν ανασφάλιστοι στα γεράματα (πουθενά δε διευκρινίζει αν αρνιόταν να πληρώσουν τους φόρους κάνοντας τουλάχιστον μια ιδιωτική ασφάλιση) και καταδικάζει την κυβερνητική πολιτική που τους απαλλοτρίωσε μέρος της περιουσίας τους υποχρεώνοντάς τους να ασφαλιστούν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τους υποχρέωσε να παίρνουν κι επιδόματα που δεν ήθελαν («αρνιόταν να παίρνει επιδόματα»).
Είναι πραγματικά πρωτοφανής η καταπίεση κάποιου που αναγκάζεται να ασφαλιστεί και να παίρνει χρήματα ως επίδομα, ενώ δεν τα θέλει. Τα δικαιώματα που υπερασπίζεται ο Φρίντμαν διεκδικούν πρωτοπορία χωρίς προηγούμενο. Θα μπορούσε κανείς και να τα προεκτείνει, αφού πέρα από το δικαίωμα να είναι κανείς ανασφάλιστος θα έπρεπε να προασπιστεί και το δικαίωμα να μένει αναλφάβητος ή να εργάζεται χωρίς να τον πληρώνουν ή να τον εξαπατούν κλπ. Βέβαια ο αριθμός των ανθρώπων που θα επιθυμεί αυτά τα πράγματα «μπορεί να είναι μικρός, αλλά ο θιασώτης της ελευθερίας ποτέ δεν μετρά κεφάλια».
Και θα φέρει κι άλλα παραδείγματα: «Ένας πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών που σύμφωνα με τους νόμους διάφορων πολιτειών δεν είναι ελεύθερος να ακολουθήσει το επάγγελμα της επιλογής του αν δεν πάρει άδεια γι’ αυτό, στερείται ομοίως ένα ουσιώδες μέρος της ελευθερίας του. Το ίδιο και ο άνθρωπος που θα ήθελε να συναλλαγεί με έναν Ελβετό, ας πούμε, και να ανταλλάξει τα αγαθά του για ένα ρολόι, αλλά εμποδίζεται να το κάνει από κάποια δασμολογική ποσόστωση». (σελ. 33).
Ο κατάφωρος περιορισμός της ατομικής ελευθερίας από τους θιασώτες του σοσιαλισμού εξοργίζει το Φρίντμαν. Είναι αδύνατο να δεχτεί ότι για την άσκηση ενός επαγγέλματος θα χρειάζεται άδεια: «… τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξω είναι ότι οι φιλελεύθερες αρχές δε δικαιολογούν τις άδειες άσκησης επαγγέλματος ούτε καν στην ιατρική, και ότι στην πράξη τα αποτελέσματα των κρατικών αδειών άσκησης επαγγέλματος για την ιατρική υπήρξαν μέχρι σήμερα ανεπιθύμητα». (σελ.200).
Και προς τεκμηρίωση αυτού ο Φρίντμαν επικαλείται τον Γκέλχορν: «Ο Γκέλχορν παρατηρεί: “Το 75% των συμβουλίων που χορηγούν σήμερα άδειες άσκησης επαγγέλματος σε αυτή τη χώρα αποτελούνται αποκλειστικά από αδειούχους ασκούντες το εκάστοτε επάγγελμα. Οι εν λόγω άνδρες και γυναίκες, που στην πλειοψηφία τους είναι αξιωματούχοι μερικής απασχόλησης, ενδέχεται να έχουν άμεσο οικονομικό συμφέρον από τις περισσότερες αποφάσεις που παίρνουν αναφορικά με τις προδιαγραφές αδειοδότησης και τον ορισμό των κριτηρίων που πρέπει να πληρούν οι αδειούχοι”». (σελ. 203).
Η καταγγελία ότι το «75% των συμβουλίων που χορηγούν σήμερα άδειες άσκησης επαγγέλματος σε αυτή τη χώρα αποτελούνται αποκλειστικά από αδειούχους ασκούντες το εκάστοτε επάγγελμα» μας κάνει να υποθέτουμε ότι για τον Φρίντμαν θα ήταν πιο λογικό να δίνεται άδεια άσκησης επαγγέλματος σε ένα γιατρό από ένα συμβούλιο υδραυλικών. Όσο για την επιφύλαξη ότι «οι εν λόγω άνδρες και γυναίκες […] ενδέχεται να έχουν άμεσο οικονομικό συμφέρον» είναι αδύνατο να την πάρει κανείς στα σοβαρά. Εάν δεχόμασταν ότι κάθε θέση που «ενδέχεται» να κρύβει οικονομικό συμφέρον πρέπει να καταργηθεί, δε θα έμενε σχεδόν (ή απολύτως) κανένα δημόσιο αξίωμα.
Το σίγουρο είναι ότι (για τον Φρίντμαν πάντα), η άδεια για την άσκηση ενός επαγγέλματος λειτουργεί περισσότερο σαν μέσο προάσπισης συντεχνιακών συμφερόντων κι όχι ως κρατική μέριμνα για την πιστοποίηση της ποιότητας των υπηρεσιών: «Επομένως, οι άδειες άσκησης επαγγέλματος συχνά θεσπίζουν ουσιαστικά το είδος ρύθμισης των μεσαιωνικών συντεχνιών, όπου το κράτος δίνει εξουσία στα μέλη του επαγγέλματος. Στην πράξη, τα ζητήματα που λαμβάνονται υπόψη όταν καθορίζεται ποιος θα πάρει άδεια συχνά περιλαμβάνουν πράγματα που, εξ’ όσων μπορεί να δει ένας εξωτερικός παρατηρητής, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την επαγγελματική ικανότητα. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Αν πρόκειται λίγα άτομα να αποφασίζουν αν άλλα άτομα θα μπορούν να ασκήσουν ένα επάγγελμα, είναι πιθανό να υπεισέλθουν κάθε είδους άσχετα κριτήρια». (σελ. 203-204).
Η ανησυχία του Φρίντμαν για την έκταση που παίρνει η αδειοδότηση προκειμένου να ασκηθεί ένα επάγγελμα τον κάνει να γίνεται ειρωνικός: «Οι άδειες άσκησης επαγγέλματος πλέον έχουν διαδοθεί πολύ. Σύμφωνα με τον Γουόλτερ Γκέλχορν, ο οποίος έχει γράψει την καλύτερη επισκόπηση που έχω υπόψη μου, “το 1952, πάνω από 80 διαφορετικά επαγγέλματα αποκλειστικά για ‘ατομικές επιχειρήσεις’, όπως εστιατόρια ή εταιρείες ταξί, αδειοδοτούνταν βάσει πολιτειακής νομοθεσίας· και εκτός από τις πολιτειακές νομοθεσίες, υπάρχουν άφθονες κοινοτικές διατάξεις, για να μην αναφέρουμε τους ομοσπονδιακούς νόμους που προβλέπουν την αδειοδότηση τόσο διαφορετικών επαγγελμάτων όσο οι παραγωγοί ραδιοφωνίας και οι μεσίτες μαντρών για ζώα. Μέχρι και το 1938 ακόμη, μία μόνο πολιτεία, η Βόρεια Καρολίνα, είχε επεκτείνει τη νομοθεσία της σε 60 επαγγέλματα. Ίσως να μην προκαλεί έκπληξη η πληροφορία ότι φαρμακοποιοί, λογιστές και οδοντίατροι διέπονται από το πολιτειακό δίκαιο, όπως και υγιεινολόγοι και ψυχολόγοι, δοκιμαστές μεταλλευμάτων και αρχιτέκτονες, κτηνίατροι και βιβλιοθηκονόμοι. Αλλά πόσο χαίρεται κανείς όταν μαθαίνει ότι άδεια άσκησης επαγγέλματος χρειάζονται επίσης οι χειριστές αλωνιστικών μηχανών και οι έμποροι καπνού; […] Ή ακόμα οι υπερτριχολόγοι, που χρειάζονται άδεια άσκησης επαγγέλματος στο Κονέκτικατ, όπου αφαιρούν περιττές και δυσειδείς τρίχες με όλη τη σοβαρότητα που αρμόζει στο μεγαλοπρεπή τίτλο τους;”». (σελ. 201-202).
Και θα δώσει και τις διαστάσεις της πολιτικής καταπίεσης που υπάρχει στους μηχανισμούς της αδειοδότησης επικαλούμενος και πάλι τον Γκέλχορν: «Γράφει: “Ένας νόμος του Τέξας το 1952 απαιτεί από κάθε αιτούντα για άδεια φαρμακοποιού να ορκιστεί ότι ‘δεν είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ούτε έχει σχέσεις με αυτό το κόμμα, και ότι δεν πιστεύει ούτε ανήκει ως μέλος ούτε υποστηρίζει καμία ομάδα ή οργάνωση που πιστεύει, προωθεί ή διδάσκει την ανατροπή της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών δια της βίας ή με άλλες παράνομες και αντισυνταγματικές μεθόδους”». (σελ. 204).
Το ότι η άδεια άσκησης επαγγέλματος συνδέθηκε με την καταπολέμηση πολιτικών ιδεών είναι ασφαλώς κατακριτέο, όπως αναγνωρίζει και ο Φρίντμαν. Όμως, τα όποια λάθη ή υπερβολές μπορεί να έχουν γίνει στη διαδικασία της αδειοδότησης δεν μπορούν να απαξιώσουν τη λειτουργία που έχει ο θεσμός αυτός στην κοινωνία. Η κατάδειξη των λαθών ή του αποπροσανατολισμού μιας υπηρεσίας δε σηματοδοτούν απευθείας και την κατάργησή της. Δεν υπάρχει μόνο η ελευθερία του ανθρώπου που θέλει να ασκήσει ένα επάγγελμα, αλλά και η ελευθερία του καταναλωτή που χρειάζεται την εξασφάλιση ότι οι υπηρεσίες που αγοράζει είναι αξιόπιστες.
Για τον Φρίντμαν το κράτος δεν έχει κανένα λόγο στην εξασφάλιση του καταναλωτή ακόμη κι όταν πρόκειται για ιατρικές υπηρεσίες: «Καθ’ όσον βλάπτει» (ο γιατρός εννοείται) «μόνο τον ασθενή του, πρόκειται απλώς για ζήτημα οικειοθελούς συμφωνίας και ανταλλαγής του ασθενούς και του γιατρού του. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης». (σελ. 212).
Σε τελική ανάλυση, είναι η ελεύθερη αγορά που θα κρίνει την ικανότητα των ανθρώπων σε κάποιο επάγγελμα, αφού οι ικανοί θα επικρατήσουν. Ο ασθενής που πηγαίνει σε ανίκανο γιατρό έχει ο ίδιος την ευθύνη της επιλογής του. Οι ζημιές που θα πάθει αφορούν πρωτίστως τη δική του εσφαλμένη προτίμηση, καθώς όφειλε να γνωρίζει ποιος είναι ο καλός γιατρός και ποιος όχι. Προφανώς (αν και αυτό δε διευκρινίζεται) δεν τίθεται ζήτημα αυτεπάγγελτης παρέμβασης της δικαιοσύνης, αφού πρόκειται για μια ατυχή συναλλαγή μεταξύ δύο ελεύθερων ανθρώπων, που έδρασαν σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας. Η παρέμβαση του κράτους προς εξασφάλιση ποιοτικών υπηρεσιών μεταφράζεται ως καταπάτηση της ελευθερίας του γιατρού να ασκεί το επάγγελμά του με κακό τρόπο.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η αδειοδότηση λειτουργεί πατερναλιστικά υποτιμώντας τους καταναλωτές που (βέβαια) δεν την έχουν ανάγκη: «Τα άτομα, μας λένε, είναι ανίκανα από μόνα τους να διαλέξουν σωστά παρόχους υπηρεσιών, το γιατρό, τον υδραυλικό ή τον κουρέα τους. Για να διαλέξει έξυπνα κάποιος ένα γιατρό, θα πρέπει να είναι και ο ίδιος γιατρός. Επομένως, λένε, οι περισσότεροι από εμάς είναι ανεπαρκείς, άρα πρέπει να προστατευτούμε από την ίδια την αδαημοσύνη μας. Αυτό είναι σαν να λέμε ότι πρέπει ως ψηφοφόροι να προστατεύουμε εαυτούς ως καταναλωτές από την ίδια μας την αδαημοσύνη, μεριμνώντας ώστε ο κόσμος να μην εξυπηρετείται από ανεπαρκείς γιατρούς, υδραυλικούς ή κουρείς». (σελ. 213).
Είναι προφανές ότι κατά τον Φρίντμαν ο σωστός ψηφοφόρος πρέπει να ξέρει να διαλέγει και το σωστό υδραυλικό, αφού ο ψηφοφόρος δεν έχει ανάγκη την κρατική διασφάλιση στις καταναλωτικές του ανάγκες. Θα έλεγε κανείς (διαβάζοντας ανάποδα) ότι αυτός που διαλέγει τον κακό υδραυλικό θα είναι και κακός ψηφοφόρος. Το ασύνδετο της επιχειρηματολογίας καταδεικνύει και το ασυνάρτητο της σκέψης που ενδιαφέρεται για δίχως περιεχόμενο εντυπώσεις.
Το ενδεχόμενο να χρειαστεί κανείς γιατρό ενώ βρίσκεται σε ένα ξένο μέρος (όπου δε γνωρίζει την αγορά) δεν αναφέρεται από τον Φρίντμαν. (Προφανώς, ο καλός ψηφοφόρος οφείλει να ξέρει τους αξιόπιστους γιατρούς όλων των περιοχών της χώρας). Το ότι η ανάγκη του καταναλωτή να διασφαλιστεί η ποιότητα των υπηρεσιών που αγοράζει είναι η εξασφάλιση της δικής του ατομικής ελευθερίας, που θέλει να μην πέφτει θύμα των επιτηδείων της αγοράς δε φαίνεται να απασχολεί τον Φρίντμαν.
Και βέβαια, δε χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις για να γίνει αντιληπτό ότι δεν είναι δυνατό να είναι κανείς παντογνώστης της ποιότητας όλων των προϊόντων ή των υπηρεσιών που διατίθεται να αγοράσει. Κι ούτε οφείλει να είναι. Η ευθύνη αφορά πρωτίστως τον πάροχο των υπηρεσιών (ή προϊόντων) που πρέπει να σταθεί στο ύψος της κοινωνικής του ευθύνης. Κι αυτό προσπαθεί να διασφαλίσει το κράτος, ως οργανωμένη κοινωνία, και με την αδειοδότηση (που τόσο ενοχλεί τον Φρίντμαν) και με μια σειρά άλλων μηχανισμών, όπως ο υγειονομικός έλεγχος, η πιστοποίηση των σπουδών, ο έλεγχος της ποιότητας των προϊόντων κλπ.
Η ελευθερία που πρεσβεύει ο Φρίντμαν είναι τόσο «ανόθευτη» που τίθεται υπεράνω όλων αυτών. Είναι πάγια τακτική του νεοφιλελεύθερου δόγματος να καταδεικνύει τις ανεπάρκειες ή τα λάθη του κρατικού μηχανισμού υποστηρίζοντας την πλήρη κατάργηση των θεσμικών του παρεμβάσεων. Η αναγκαιότητα των παρεμβάσεων αυτών πρέπει επίσης να απαξιωθεί, χωρίς όμως και να τεκμηριώνεται. Οι ασυναρτησίες που συσχετίζουν τον ψηφοφόρο με την επιλογή του σωστού υδραυλικού είναι υπεραρκετές. Συνήθως, οι μηχανισμοί του κράτους που απαξιώνονται καταλήγουν σε ιδιωτικά χέρια καθιστώντας σαφές ότι το ζήτημα δεν αφορά το περιττό της παρέμβασης, αλλά την ενόχληση ότι αυτή η δραστηριότητα ανήκει στο κράτος. Και γιατί δηλαδή η αδειοδότηση να μην αφορά εταιρείες ιδιωτικών συμφερόντων;
Ο Φρίντμαν θα φέρει κι άλλα παραδείγματα καταπάτησης της ελευθερίας από το κράτος (πέρα από την καταπίεση των αγροτών της αίρεσης των Άμις που θέλουν να είναι ανασφάλιστοι, του επαγγελματία που καταπιέζεται με την αδειοδότηση ή του Αμερικανού που θέλει να αγοράσει ελβετικό ρολόι): «Το ίδιο και ο Καλιφορνέζος που κλείστηκε στη φυλακή επειδή πουλούσε φάρμακα σε τιμή κάτω από την καθορισμένη από τον κατασκευαστή, υπό τους λεγόμενους νόμους περί “θεμιτού εμπορίου”. Το ίδιο επίσης κι ο αγρότης που δεν μπορεί να καλλιεργήσει τις ποσότητες σιταριού που θέλει». (σελ. 33).
Η περίπτωση του Καλιφορνέζου που κλείστηκε φυλακή ενοχλεί ιδιαίτερα τον Φρίντμαν, αφού την ευθύνη την έχει ο κρατικός μηχανισμός και η νομοθεσία που εκείνος παράγει. Ο τρόπος λειτουργίας των εταιρειών, που φροντίζουν πριν απ’ όλα να αγοράζουν τα πνευματικά δικαιώματα αυτών που παράγουν (ειδικά στα φάρμακα το φαινόμενο είναι εξόχως ενδεικτικό) απαγορεύοντας την παραγωγή σε οποιονδήποτε άλλο κι εξασφαλίζοντας μονοπώλια με τον πλήρη έλεγχο των τιμών δεν απασχόλησε ποτέ τον Φρίντμαν. Αγωνίζεται τόσο σκληρά για τα συμφέροντα των εταιρειών που επιρρίπτει στο κράτος ευθύνες που πρωτίστως αφορούν εκείνες.
Το σίγουρο είναι ότι ο Φρίντμαν καταδικάζει ισότιμα τόσο το κομμουνιστικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης, όσο και της ναζιστικής Γερμανίας: «… η Ρωσία ή η ναζιστική Γερμανία, όπου ο οικονομικός ολοκληρωτισμός συνδυάζεται με τον πολιτικό ολοκληρωτισμό». (σελ. 34).
Απέναντι σ’ αυτά αντιτάσσει την ελευθερία της αγοράς ως μοναδική λύση: «Κατά βάση, υπάρχουν μόνο δύο τρόποι συντονισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο ένας είναι η κεντρική διεύθυνση, που περιλαμβάνει τη χρήση του καταναγκασμού – η τεχνική του στρατού και του σύγχρονου ολοκληρωτικού κράτους. Ο άλλος είναι η οικειοθελής συνεργασία των ατόμων – η τεχνική της αγοράς». (σελ. 38).
Το δίλημμα είναι σαφές: εφόσον υπάρχουν μόνο δύο τρόποι συντονισμού της αγοράς (ή ο ολοκληρωτισμός ή η ελεύθερη αγορά όπως την εννοεί ο Φρίντμαν) δεν έχει κανείς παρά να διαλέξει. Με άλλα λόγια, όποιος φέρει αντίρρηση στο Φρίντμαν είναι ή φασίστας ή κομμουνιστής.
Είναι η γνωστή θεωρία των δύο άκρων που φέρνει πάντα το νεοφιλελευθερισμό να πρεσβεύει τη μεσότητα και την ελευθερία, καθώς άλλη λύση δεν υπάρχει. Και το πρόβλημα είναι κυρίως με τον κομμουνισμό, αφού ο Φρίντμαν δεν ενοχλείται το ίδιο με τα φασιστικά καθεστώτα: «Η φασιστική Ιταλία και η φασιστική Ισπανία, η Γερμανία σε διάφορες περιόδους τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, η Ιαπωνία πριν από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, η τσαρική Ρωσία τις δεκαετίες πριν από τον Ά Παγκόσμιο πόλεμο είναι όλες τους κοινωνίες που δεν μπορούν με καμία έννοια να περιγραφούν ως πολιτικά ελεύθερες. Σε όλες τους, όμως, η ελεύθερη επιχείρηση ήταν η κυρίαρχη μορφή οικονομικής οργάνωσης. Επομένως, σαφώς και είναι δυνατόν να έχουμε μια οικονομική οργάνωση που να είναι κατά βάση καπιταλιστική και μια πολιτική οργάνωση χωρίς ελευθερία». (σελ. 34).
Τα πράγματα τίθενται ευθέως. Ενώ ένα σοσιαλιστικό καθεστώς είναι αδύνατο να συνδυαστεί με την ατομική ελευθερία («μια κοινωνία που είναι σοσιαλιστική δεν μπορεί να είναι δημοκρατική, δεν μπορεί δηλαδή να εγγυάται την ατομική ελευθερία» σελ. 31), ένα φασιστικό καθεστώς, αν και να καταπιέζει την ατομική ελευθερία, μπορεί να υποστηρίξει την ελευθερία της καπιταλιστικής οικονομίας («σαφώς και είναι δυνατόν να έχουμε μια οικονομική οργάνωση που να είναι κατά βάση καπιταλιστική και μια πολιτική οργάνωση χωρίς ελευθερία» σελ. 34).
Μπροστά σ’ αυτή τη διαπίστωση ο μεγάλος οικονομολόγος-υπέρμαχος της ατομικής ελευθερίας θα συμπορευθεί με το δικτάτορα Πινοσέτ στη Χιλή. Επρόκειτο βέβαια για την ελευθερία των αγορών, που θα προασπίσει και τις ατομικές ελευθερίες. Προφανώς, οι πολιτικές ελευθερίες, οι δολοφονίες, οι βασανισμοί και οι εξαφανίσεις ίσως της πιο αιμοσταγούς χούντας του πλανήτη δεν εντάσσονται στις ατομικές ελευθερίες που προασπίζει.
Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο «Το Δόγμα του Σοκ» αναφέρει: «Ο ορισμός του Φρίντμαν για την ελευθερία, σύμφωνα με τον οποίο οι πολιτικές ελευθερίες είναι συμπτωματικές ή και περιττές σε σύγκριση με την ελευθερία του χωρίς περιορισμούς εμπορίου, συνέπιπτε, πολύ βολικά, με το όραμα που είχε αρχίσει να μορφοποιείται στο Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας». (σελ. 253).
Κι ούτε αυτή τη φορά ο Φρίντμαν θα αρνηθεί τα φώτα του. Η Ναόμι Κλάιν διευκρινίζει ξανά: «Αμέσως μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ ο Φρίντμαν, ενθυμούμενος τις επικρίσεις που είχε ακούσει επειδή είχε υπάρξει σύμβουλος του Πινοσέτ, έστειλε, “από καθαρή διαβολιά”, μια επιστολή στον εκδότη κάποιας φοιτητικής εφημερίδας καταγγέλλοντας τους επικριτές του ότι χρησιμοποιούσαν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Εξηγούσε ότι είχε περάσει δώδεκα μέρες την Κίνα, όπου “ήμουν φιλοξενούμενος των κρατικών Αρχών”, και ότι είχε συναντηθεί με τους πιο υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο οι συναντήσεις αυτές δεν είχαν προκαλέσει την κατακραυγή των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα αμερικανικά πανεπιστήμια, επεσήμανε ο Φρίντμαν. “Παρεμπιπτόντως, έδωσα στην Κίνα ακριβώς τις ίδιες συμβουλές που είχα δώσει στη Χιλή”. Και κατέληγε ρωτώντας σαρκαστικά: “Θα πρέπει να περιμένω μια χιονοστιβάδα διαμαρτυριών επειδή προθυμοποιήθηκα να δώσω συμβουλές σε μια τόσο σατανική κυβέρνηση;”» (σελ. 255-256).
Τελικά, και η κομμουνιστική Κίνα μπορεί να υπηρετήσει τις ιδέες της ελεύθερης αγοράς, αφού, ενώ προβάλλονταν ως το σκιάχτρο που μαζί με το φασισμό αποτελούσε τα άκρα, εν τέλει ο Φρίντμαν κατάφερε να συνεργαστεί. Κι ενώ «υπάρχει εγγενής σύνδεση οικονομίας και πολιτικής» και παρόλο που η «πεποίθηση ότι η πολιτική και η οικονομία είναι ξεχωριστοί τομείς» κρίνεται εσφαλμένη, τα πάντα ανατρέπονται, αφού όλες οι συνεργασίες είναι δυνατές. Τα δύο άκρα που προτάσσονταν ως αντίπαλο δέος του νεοφιλελευθερισμού ήταν ο αποπροσανατολισμός της συζήτησης, καθώς αποδείχθηκε ότι ο Φρίντμαν δεν είχε πρόβλημα ούτε με το ένα ούτε με το άλλο.
Μόνο με το σοσιαλισμό ήταν αδύνατο να έρθει σε συνεννόηση, αφού «μια κοινωνία που είναι σοσιαλιστική δεν μπορεί να είναι δημοκρατική». Η σοσιαλιστική κοινωνία από θέση αρχής λειτουργεί καταπιεστικά υπονομεύοντας τις ατομικές ελευθερίες όπως τους αγρότες της αίρεσης Άμις, τον Καλιφορνέζο πωλητή φαρμάκων, τον αγοραστή του ελβετικού ρολογιού και τις αδειοδοτήσεις.
Και είναι φανερό ότι, όταν ο Φρίντμαν αναφέρεται στις σοσιαλιστικές ιδέες, εννοεί το κεϊνσιανό μοντέλο, το οποίο στρεβλά (κι επιτηδευμένα) παρέθετε ως σοσιαλισμό. Ο φασισμός δεν αποτελούσε ποτέ πρόβλημα για τον Φρίντμαν, πράγμα που άλλωστε ομολογεί, αφού ούτε η φασιστική Ιταλία ούτε η Ισπανία αποτέλεσαν εμπόδιο για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Όσο για τον κομμουνισμό, μπορεί να ήταν το αντίπαλο δέος για πολλές δεκαετίες, αλλά οι επιθέσεις και οι χούντες που επιβλήθηκαν αφορούσαν πρωτίστως θιασώτες του κεϊνσιανισμού που βαφτίζονταν μαρξιστές κι ανατρέπονταν. Το ίδιο έγινε στη Χιλή (ο Αλιέντε δεν ήταν κομμουνιστής), το ίδιο και στη Γουατεμάλα (ούτε ο Γκουσμάν ήταν κομμουνιστής), το ίδιο στην Αϊτή, την Ινδονησία κλπ. Ο πόλεμος κηρύχθηκε προς τους εκφραστές του κεϊνσιανού μοντέλου που ήταν ανεπιθύμητοι κι ως εκ τούτου «κομμουνιστές», «σκληροί μαρξιστές» και πάει λέγοντας.
Οι αναλύσεις περί των δύο άκρων ήταν εξόχως βολικές. Ήταν το άλλοθι για τον πόλεμο ενάντια στον κεϊνσιανό καπιταλισμό, που έπρεπε να καταπολεμάται χωρίς να κατονομάζεται. Το να πολεμούνται οι κομμουνιστές και οι φασίστες είναι κάτι που μπορεί να δεχτεί η κοινή γνώμη. Το να καταπολεμάται όμως ο εκφραστής του Νιου Ντιλ που υπηρέτησε δεόντως (θα λέγαμε έσωσε) τον καπιταλιστικό κόσμο ήταν κάτι που ξεπερνούσε τα όρια. Και οι κινήσεις έπρεπε σε ιδεολογικό πεδίο να είναι προσεκτικές.
Γι’ αυτό και ο Φρίντμαν δηλώνει δυσαρεστημένος με την οικονομική οργάνωση που επικράτησε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Γιατί ήταν σοσιαλιστική, δηλαδή κεϊνσιανή, και, βεβαίως, η οικονομική πολιτική υπονόμευε τις πολιτικές ελευθερίες: «Τα γεγονότα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και μετά δείχνουν όμως και μια άλλη σχέση μεταξύ οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας. Ο κολεκτιβιστικός οικονομικός σχεδιασμός έχει όντως παρακωλύσει την ατομική ελευθερία». (σελ. 36-37). Πρόκειται για τα νέα ήθη της ατομικής ελευθερίας, τα νεοφιλελεύθερα…
Milton Friedman: «Καπιταλισμός και Ελευθερία», εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2012, για λογαριασμό της εφημερίδας ΗΜΕΡΗΣΙΑ Α.Ε., Αθήνα 2014.
Naomi Klein: «Το Δόγμα του Σοκ», εκδόσεις Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2010.
Τα σκίτσα του Αρκά είναι από εδώ: https://www.facebook.com/ARKAS-The-Original-Page-352589524877216/
3 Σχόλια