Ο Κάρολος Μάρτελλος και η μάχη του Πουατιέ. Πιπίνος ο Βραχύς
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Από του έτους 687 ήρχεν άπαντος του Φραγκικού κράτους ως αυλάρχης ο Πιπίνος Εριστάλιος (υπό τον Μερουιγγαίον βασιλέα Δειδέριχον Γ’) κυβερνήσας ισχυρώς το κράτος μέχρι του κατά το 714 θανάτου αυτού. Τότε δε μετά τινας έριδας και ταραχάς έλαβε την αρχήν του μαϊορδόμου ο του Πιπίνου Ερισταλίου υιός Κάρολος Μάρτελλος, άρχων και ούτος πραγματικώς του κράτους υπό τον κατά τύπους και όνομα βασιλεύοντα Μερουιγγαίον Δειδέριχον Δ’. Ο Κάρολος πολλούς διεξήγαγε νικηφόρως πολέμους εναντίον των Γερμανικών φυλών, ιδίως των δύο ισχυροτάτων, των Σαξόνων δηλονότι και των Βαυαρών (ούτοι υποταχθέντες εις τους Φράγκους επί Δαγοβέρτου Α’ συχνώς αφίσταντο)· αλλά την ενδοξοτάτην και ονομαστοτάτην εν τη ιστορία και σπουδαιοτάτην ένεκα των μεγάλων αποτελεσμάτων αυτής νίκην ήρατο εναντίον των Αράβων. Ούτοι μετά την καθυπόταξιν απάσης της Ιβηρικής χερσονήσου υπερβάντες τα Πυρηναία εισήλασαν υπό τον στρατηλάτην αυτών Αβδουραχμάν εις τα ένδον της νυν Γαλλίας και προυχώρησαν μέχρι Τορώνης και Πικταυίας, απειλούντες σύμπαν το Φραγκικόν κράτος, ού καταλυομένου ηδύναντο να καθυποτάξωσι το πλείστον της Ευρώπης εις το Ισλάμ. Αλλά τον κίνδυνον τούτον απέτρεψεν από του Χριστιανισμού ο Κάρολος Μάρτελλος μετά των Φράγκων αυτού, νικήσας τους Άραβας εν επταημέρω μάχη (18-25 Οκτωβρίου του 732) μεταξύ Τορώνης και Πικταυίας (Tours και Poitiers) και αναγκάσας αυτούς να υποχωρήσωσι πέραν των Πυρηναίων, επικληθείς διά τούτο Μάρτελλος (martelus), ήτοι σφύρα. Τω δε 743 έτος μετά τον θάνατον του Καρόλου Μαρτέλλου εισέβαλον μεν οι Άραβες αύθις εις την Γαλλίαν και προυχώρησαν μέχρι Λουγδούνου (Λυών) λεηλατούντες, αλλ’ απεκρούσθησαν και αύθις· έκτοτε δε δεν υπερέβησαν πλέον τα Πυρηναία. Ούτως εν τη Δύσει ο Χριστιανισμός εσώθη και ο Μωαμεθανισμός απεκρούσθη διά των Φράγκων, όπως κατά τους αυτούς περίπου χρόνους (τω 718 και τω 740) εν Ανατολή διά του Ελληνικού κράτους και του μεγάλου βασιλέως αυτού Λέοντος Γ’.
Η δύναμις, ήν ηρύετο ο Κάρολος Μάρτελλος από της κατά των Αράβων νίκης, ήτο τοσούτο μεγάλη, ώστε κατέστη ούτος σχεδόν πραγματικός ηγεμών του Φραγκικού κράτους. Και ότε τω 738 ετελεύτησεν ο Μερουιγγαίος βασιλεύς Δειδέριχος Δ’, εις ουδένα Μερουιγγαίον επέτρεψεν ο Κάρολος να ανέλθη εις τον θρόνον, αλλ’ εκυβέρνησε το κράτος μόνος μέχρι του 741 πάντοτε εν τη ιδιότητι του αυλάρχου.
Πιπίνος ο Βραχύς ως αυλάρχης
Τον Κάρολον Μάρτελλον αποθανόντα τω 741 διεδέξατο ως αυλάρχης ο υιός αυτού Πιπίνος αναβιβάσας εις τον θρόνον καί τινα Μερουιγγαίον Χιλδέριχον Γ’. Και ο Πιπίνος, όπως ο πατήρ αυτού, ήρξεν ισχυρώς, επενέβη δ’ ούτος ισχυρώς και εις τα πράγματα της Ιταλίας κατ’ αίτησιν του Πάπα.
Ο Πάπας Γρηγόριος Γ’, όστις είχεν αποστήσει τον λαόν της Μέσης Ιταλίας από του βασιλέως και αυτοκράτορος Λέοντος Γ’, είδε μετ’ ολίγον τας ούτως από του Βυζαντίου χωρισθείσας Ιταλικάς χώρας και την Ρώμην αυτήν εκτιθεμένας εις τον κίνδυνον της των Λαγγοβάρδων επιθέσεως. Τότε δε εζήτησεν επιμόνως την συνδρομήν του Καρόλου Μαρτέλλου, όν είχεν ήδη διορίσει Πατρίκιον Ρώμης, υποσχόμενος αυτώ και το αξίωμα της υπατείας. Αλλ’ ο Μάρτελλος απέφυγε να υπακούση εις την φωνήν του Πάπα μη θέλων να επιχειρήση πόλεμον εν Ιταλία. Αλλά νυν επί του Πιπίνου ο πάπας Ζαχαρίας ευρέθη εν ομοία δυσχερεία απέναντι των Λαγγοβάρδων, απηλλάγη δ’ εκ ταύτης διά τινος σπουδαίας προς τον Πιπίνον προσενεχθείσης υπηρεσίας. Ούτος βαρυνθείς να άρχη του κράτους χωρίς να φέρη και το όνομα το επίσημον της υπερτάτης αρχής ήτοι το του βασιλέως (105), εξέβαλε τω 752 της αρχής τον Χιλδέριρον Γ’ και ανηγορεύθη αυτός βασιλεύς υπό της συνόδου των Φράγκων ηγεμόνων των συνελθόντων τότε εν Συεσσιώνι. Αλλ’ ο Πιπίνος θέλων να περιάψη μείζον ηθικόν κύρος εις το αξίωμα ή μάλλον εις την πράξιν αυτού, ήτις ήτο κατ’ ουσίαν αρπαγή και σφετερισμός, έπεμψε πρεσβείαν εις Ρώμην ίνα ερωτήση την γνώμην του Πάπα. Διά της τοιαύτης ερωτήσεως ο Πάπας εθεωρείτο και ανεγνωρίζετο εμμέσως ως υπέρτατος αρχηγός και κριτής του Χριστιανικού κόσμου και εν τοις αφορώσιν εις τα των εξουσιών και αξιωμάτων εν τοις έθνεσι και πολιτείαις· αναγνωρίζων δ’ ο Πάπας το νόμιμον της αρχής του Πιπίνου ανεγνωρίζετο υπ’ αυτού υπέρτατος άρχων. Ο εξ Ελλήνων (από Καλαβρίας) καταγόμενος πάπας Ζαχαρίας ανεγνώρισε το βασιλικόν αξίωμα του Πιπίνου, ειπών ότι «το αξίωμα τούτο ανήκει δικαιότερον εις τον πράγματι έχοντα την βασιλικήν εξουσίαν». Μετ’ ολίγον δε άλλος Πάπας ο Στέφανος Β’ μετέβη αυτός εις την χώραν των Φράγκων και έχρισεν ως βασιλέα τον Πιπίνον (754 μ. Χ.). Ούτω τω 754 κατελύθη επισήμως εν τω Φραγκικώ κράτει ο αρχαίος οίκος των Μερουιγγαίων και η βασιλεία περιήλθεν εις τον οίκον του Πιπίνου του Βραχέος ή ως εκαλείτο των Καρλοβιγγαίων (εκ του ονόματος του υιού του Πιπίνου Καρόλου του Μεγάλου). Ο βασιλεύς Πιπίνος ανταμείβων τον Πάπαν εστράτευσε τω 754 εις την Ιταλίαν εναντίον του βασιλέως των Λαγγοβάρδων Αϊστόλφου και υπεχρέωσε τούτον να παραδώση πολλάς πόλεις (και την Ράβενναν) της Μέσης Ιταλίας εις το κράτος του Αγίου Πέτρου ήτοι εις τον Πάπαν (754). Αλλ’, επειδή μετ’ ολίγον ο Αϊστόλφος επελθών επολιόρκησε την Ρώμην (755), ο Πιπίνος επελθών αύθις ηνάγκασε τον βασιλέα των Λαγγοβάρδων να εκτελέση τους όρους της ειρήνης του 754. Έκτοτε δε οριστικώς πλέον ιδρύθη το Παπικόν κράτος. Ο Πάπας έδωκε το αξίωμα του Πατρικίου της Ρώμης εις τον Πιπίνον και τους δύο υιούς αυτού. Ο Πιπίνος ήτο σύγχρονος του εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’, προς όν συνήψε και φιλικάς πολιτικάς σχέσεις. Ετελεύτησε δε ο Πιπίνος τω 768.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
https://www.britishbattles.com/one-hundred-years-war/battle-of-poitiers/