Το αντιστασιακό πνεύμα των Ελλήνων
Πανάρχαιο δίκοπο μαχαίρι
Κείμενο: Μάριος Πλωρίτης
OΛΟΙ ΟΙ ΕΜΠΟΛΕΜΟΙ όλων των καιρών ισχυρίζονται πως ο πόλεμός τους είναι αμυντικός, πως πολεμούν για να διαφεντέψουν τον τόπο τους και τα δίκια τους. Ακόμα κι ο Χίτλερ, όταν εξαπέλυε τις ορδές του κατά των σχεδόν άοπλων γειτόνων του, ρέκαζε πως αμυνόταν εναντίον των (φανταστικών) επιβουλών τους, και για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο «ζωτικό χώρο» του λαού «του».

Ωστόσο, αν υπάρχει πόλεμος που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί γνήσια κι άπεφθα αμυντικός, απρόκλητος, αθέλητος, είναι βέβαια ο πόλεμος του 1940-41 – και τούτο κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να τ’ αρνηθεί. Γι’ αυτό και την ώρα εκείνη, «ανέστη πας ο λαός ως ανήρ εις», σ’ έναν αγώνα απόλυτα άνισο, όσο και απόλυτα δίκαιο.
Άλλωστε, ο πόλεμος εκείνος εντασσόταν στην πανάρχαιη «μοίρα» του Ελληνισμού: στη μοίρα της αέναης άμυνας, της ακάματης αντίστασης εναντίον κάθε λογής επιδρομέων και κατακτητών, που εποφθαλμιούσαν τα αυχμηρά αλλά ζωτικά εδάφη του.
Σ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας του, ο Ελληνισμός χαρακτηρίζεται απ’ αυτό το αντιστασιακό πνεύμα. Ο τόπος μας επαληθεύει όσο λίγοι το αξίωμα πως «η Ιστορία είναι η Γεωγραφία». Η πολύπλαγκτη πορεία των Ελλήνων μέσα στον χρόνο, σφραγίστηκε και σταυρώθηκε απ’ τη γεωγραφική θέση της χώρας -θέση τόσο προνομιακή, όσο και επαχθή: Απ’ τη μια, ο τόπος μας γνώρισε, ενοφθαλμίσθηκε, αφομοίωσε πολιτισμούς που διασταυρώθηκαν στη συμβολή αυτή Ασίας και Ευρώπης, και συνακόλουθα ανάπτυξε τον δικό του πολιτισμό, τον μοναδικό κι απαρομοίαστο. Μ’ απ’ την άλλη, η θέση αυτή -θέση-κλειδί στρατηγικά ανάμεσα σε τρεις ηπείρους και πέντε θάλασσες- ερέθιζε πάντα τις ορέξεις τόσο των γειτόνων, όσο και των «μεγάλων» δορυκτητόρων της Οικουμένης.
Αλλόφυλοι κι αλλόθρησκοι, όπως και ομόφυλοι και ομόθρησκοι, βάρβαροι και πολιτισμένοι, με το γιαταγάνι ή με τον σταυρό, χιμούσαν ολοένα καταπάνω σε τούτο το «μικρό αλώνι» – και οι Έλληνες βρέθηκαν απ’ την αρχή αναγκασμένοι να μάχονται για να κρατήσουν ό,τι είχαν, για να κρατηθούν σ’ αυτή την «ιερή γωνιά», για να μη χάσουν την ανεξαρτησία τους, την προσωπικότητα και την πολιτισμική ταυτότητά τους.
Αυτή η κοινή «μοίρα» ενώνει τον αρχαίο με τον νεότερο Ελληνισμό – όσο και η γλώσσα και οι πολιτισμικές καταβολές. Αυτή η κοινή στάση, η απόφαση αντίστασης σε όποιαν επιβουλή κι επιδρομή εχθρών και δήθεν φίλων, που έρχονταν «το παμπάλαιο χώμα πατώντας» και κρατώντας «μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά». Το «αμύνεσθαι περί πάτρης» ηχεί στο πρώτο κιόλας ελληνικό ποίημα, την Ιλιάδα (Μ, 243). Και η απάντηση των Αθηναίων στον Ξέρξη «ελευθερίης γλιχόμενοι, αμυνεύμεθα ούτω όπως αν και δυνώμεθα» («επειδή λατρεύουμε την ελευθερία, θ’ αμυνθούμε όπως μπορέσουμε») απέναντι στην τεράστια περσική υπεροπλία, έχει τον άξιο αντίλαλό της στην απάντηση που έδωσε ο Μακρυγιάννης στον Γάλλο ναύαρχο Ντερινί – τον «Ντερνή», όπως τον λέει: «Αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν». Επειδή πάντα (ή σχεδόν), «τις μυριάδες και τις τόλμες και τις μεγάλες προπαρασκευές των εχθρών τις εκμηδένισε η αποφασιστικότητα και η δύναμη εκείνων που αγωνίζονται με νου και περίσκεψη» («…όσας μυριάδας και τίνας τόλμας και πηλίκας παρασκενάς η των συν νω και μετά λογισμού κινδυνενόντων αίρεσις και δύναμις καθείλεν»). Για τούτο, καθώς λέει πάλι ο Ελύτης, «Μνήμη τον λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Αθω».
Τέτοιες «Πίνδους» έστηναν αδιάκοπα οι Έλληνες, τόσο εναντίον των ξενικών «ρεσάλτων», όσο και εναντίον των εσωτερικών (και συχνά ξενοκίνητων και ξενόθρεφτων) καταπιέσεων. Με πρόσφατο, λαμπερό αποκορύφωμα, την πανελλήνια Αντίσταση του 1941-44 κατά της τριπλής ξενικής τυραννίας. Και δεν χρειάζεται να θυμίζω πόσο λίγες είναι οι περίοδοι όπου ο τόπος αυτός έζησε απαλλαγμένος από εξωτερικές κατοχές ή εσωτερικές μοναρχίες, αυλοκρατίες, δικτατορίες, αυταρχίες.
Έτσι, η αντίσταση εναντίον των κάθε μορφής, ξένων ή ντόπιων, φανερών ή μισόκρυφων, καταπιέσεων, έγινε βίωμα, ανάγκη και χρέος για τους Έλληνες, χρέος εθνικό και πολιτικό, συλλογικό και ατομικό. Στα μάτια τους, η Αρχή, η Εξουσία ταυτίσθηκε με τη Βία – είτε υποδούλωση σε ξένους ήταν αυτή, είτε υποτέλεια σε αλλοδαπούς, είτε καταναγκασμός από δικούς. Κι αυτό συνεχίστηκε και στο «ανεξάρτητο» ελληνικό κράτος -επειδή ήταν τόσο λίγο ανεξάρτητο και οι κάτοικοί του τόσο λίγο αυτοδιάθετοι πολίτες.
Για τούτο κι εκείνοι εξακολούθησαν κι εξακολουθούν να βλέπουν την όποια εξουσία σαν εχθρό – έναν εχθρό, που έχουν όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να του αντισταθούν, να τον αμφισβητήσουν, να τον εξαπατήσουν. Ακριβώς επειδή το κράτος, διαμορφωμένο και διαρθρωμένο με αυταρχικές δομές, αντιμετώπιζε κι αντιμετωπίζει τον πολίτη σαν εξ ορισμού υπήκοο, αντάρτη και απατεώνα. Ο Έλληνας, που είχε κάνει «όρο ζωής» τη μαχητική αντίσταση κατά των επιδρομέων και των τυράννων, εξακολουθεί και σήμερα να έχει «τρόπο ζωής» την ειρηνική αντίσταση κατά του κράτους, που δεν το θεωρεί λιγότερο σατραπικό κι εκμεταλλευτικό. Συνακόλουθα, στην κρατική «νόμιμη βία», που οι Έλληνες την λογαριάζουν «έκνομη», αντιτάσσουν τη δική τους «παράνομη» βία και πανουργία, που -πιστεύουν- την νομιμοποιεί η κρατική «ανομία».

Αυτή η ατέρμονη στρέβλωση των σχέσεων πολίτη-κράτους, αυτή η ατέλειωτη αντιδικία τους, αυτή η αδιάκοπη προσπάθεια αμοιβαίου εμπαιγμού, αποτελεί φυσικά μιαν απ’ τις καίριες αιτίες της κακοδαιμονίας του ελληνικού βίου, της δυσλειτουργίας του δημόσιου μηχανισμού, της πολυνομίας ενός κράτους που υποψιάζεται βαθύτατα τους πολίτες του και της «αντινομίας» των πολιτών που τρέμουν και αποστρέφονται ολόψυχα το κράτος «τους».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το αντιστασιακό πνεύμα που εξασφάλισε την επιβίωση του Ελληνισμού μέσα απ’ τις θύελλες των καιρών, σήμερα γίνεται τροχοπέδη στην ομαλή συμβίωση πολίτη και κράτους, και στην παραπέρα διαβίωσή τους. Το δίχως άλλο, παντού, σ’ όλο τον κόσμο, κι ιδιαίτερα στην εποχή μας, ενδημεί η αντίθεση πολιτικού κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Σ’ εμάς, όμως, έχει πάρει διαστάσεις καθημερινής αντίθεσης, σύγκρουσης, ρήξης, που υπονομεύουν όχι μόνο τη στοιχειώδη συνεργασία του ατόμου με τις κρατικές αρχές, αλλά και την ίδια τη συνύπαρξή τους. Είναι ένας άλλος «ψυχρός πόλεμος», που καμιά «ύφεση» και καμιά «περεστρόικα» δεν μπορεί να τον κατασιγάσει.
Πριν 50 χρόνια, οι Έλληνες αντιστάθηκαν με μοναδική ευψυχία και ομοψυχία εναντίον ενός σατραπικού επιδρομέα, που απειλούσε την εθνική μας υπόσταση. Σήμερα, το ερώτημα είναι: πώς η υπόστασή μας -που απειλείται και πάλι από εξωτερικούς Κύκλωπες θα μπορέσει να θωρακισθεί, όταν μέσα της κατατρώγεται απ’ την ακατάλυτη αντίθεση του κατατρεγμένου πολίτη με το καταδιωκτικό κράτος, με την «Αρχή» που προκαλεί την άναρχη αντίσταση των αρχομένων.
Τέτοιες ώρες, όπως η σημερινή, η αναπόληση των «μεγάλων έργων» του 1940-44, αναφτερώνει κάπως τις ελπίδες πως η αντίθεση αυτή, δεν μπορεί, θα υποχωρήσει και θα εξαλειφθεί, επιτέλους. Και πως οι εσωτερικές τριβές, καχυποψίες και αντιμαχίες τόσων αιώνων, θα μεταλλάξουν σε συμπόρευση και συμμαχία για την καινούργια άμυνα του Ελληνισμού στα εθνικά και οικονομικά μέτωπα –για την καινούργια «αντίσταση» που επιβάλλουν οι καιροί.
28.10.90
Πηγή: ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ – Μάριος Πλωρίτης (1989 – 1993). Έκδοση της Βουλής των Ελλήνων.