2 Ιανουαρίου 2018 at 07:58

Οι Άραβες. Ο Μωάμεθ και η διδασκαλία του

από

Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)

Ένα από τα σύμβολα του Ισλάμ: Η λέξη «Ο Θεός» (Αλλάχου) γραμμένη σε αραβική καλλιγραφική γραφή, στην Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη.
Ένα από τα σύμβολα του Ισλάμ: Η λέξη «Ο Θεός» (Αλλάχου) γραμμένη σε αραβική καλλιγραφική γραφή, στην Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη.

Οι Άραβες. Ο Μωάμεθ και η διδασκαλία του

Κείμενο: Παύλος Καρολίδης

Το νέον κράτος και η νέα θρησκεία ιδρύθησαν εν μέσω του έθνους των Αράβων υπό του Άραβος Μωάμεθ. Οι Άραβες ανθρωπολογικός, ήτοι κατά την εξωτερικήν διάπλασιν του σώματος και την επί της διαφοράς της τοιαύτης διαπλάσεως στηριζομένην διαίρεσιν του ανθρωπίνου γένους, ανήκουσιν εις την Λευκήν ή Καυκασίαν φυλήν· γλωσσικώς δε υπάγονται εις την Σημιτικήν γλωσσικήν διαίρεσιν της Καυκασίας φυλής, όντες συγγενείς κατά την γλώσσαν προς τους αρχαίους Βαβυλωνίους και Ασσυρίους, τους Εβραίους, Φοίνικας, Σύρους, οίτινες πάντες ως και οι Άραβες καλούνται Σημιτικοί, ως καταγόμενοι το πλείστον κατά την Π. Διαθήκην από Σημ, του υιού του Νώε. Εν τη αρχαία ιστορία ευρίσκομεν τον λαόν των Αράβων οικούντα εξ αρχαιοτάτων χρόνων εν τη Αραβική καλουμένη μεγάλη χερσονήσω και εν ταις προς ανατολάς της Συρίας και Παλαιστίνης εκτεινομέναις ερήμοις. Αλλ’ οι Άραβες ούτοι, οίτινες και εις τους αρχαίους Έλληνας δεν ήσαν άγνωστοι (Αράβιοι υπό του Ηροδότου καλούμενοι), δεν εκτήσαντο πολλήν σπουδαιότητα εν τη ιστορία τη αρχαία. Η σπουδαιότης και η πραγματική εμφάνισις αυτών εν τη ιστορία ανήκουσιν εις τους χρόνους του παρ’ αυτοίς γεννηθέντος και αναπτυχθέντος Μωαμεθανισμού ή Ισλάμ. Προ της κηρύξεως του Ισλάμ ήτοι της μωαμεθανικής θρησκείας, οι Άραβες είχον θρησκεία ήτις εν τοις αρχαιοτάτοις χρόνοις μη απέχουσα πολύ της μονοθεΐας των Εβραίων, ούσα δηλονότι λατρεία ενός μόνον Θεού καλουμένου Αλλά (Αλ-ιλάχ = ο Θεός, Εβρ. Ελωχείμ), ανεμίχθη βραδύτερον μετά της αστερολατρίας των Βαβυλωνίων και Φοινίκων, εν μέρει δε και μετά κτισματολατρίας παχυλής. Ιδίως δε ελατρεύετο παρ’ αυτοίς ουρανοπετής τις λίθος Χαδζάρ καλούμενος, αποτελών το ιερώτατον σέβασμα πασών των Αραβικών φυλών, φυλαττόμενον εν Μέκκα εν τω αρχαιοτάτω ναώ τω καλουμένω οίκω του Θεού (Βεϊτουλλάχ ή Κααβά) κτισθέντι κατά τας παραδόσεις των Αράβων υπό Αβραάμ, όν και οι Άραβες τιμώσιν ως γενάρχην αυτών ως καταγόμενοι από του εξ Άγαρ υιού του Αβραάμ Ισμαήλ και διά τούτο καλούμενοι και Ισμαηλίται και Αγαρηνοί. Και η πόλις Μέκκα ήτο παρ’ αυτοίς ιερά πόλις ένεκεν του ναού Κααβά και του εν αυτώ λίθου. Αλλ’ ει και η κατ’ αρχάς μονοθεϊστική θρησκεία των Αράβων παρεξετράπη κατά μικρόν εις πολυθεΐαν και κτισματολατρίαν, δεν απώλετο παντελώς ο μονοθεϊστικός αυτού χαρακτήρ· και ο εν αρχή μόνος θεός Αλλάχ ωνομάσθη είτα εν τω πολυθεϊσμώ Αλλάχ-τααλί = Ύψιστος θεός. Αφ’ ού δε χρόνου εκηρύχθη ο Χριστιανισμός εν Παλαιστίνη και Συρία, αιρέσεις χριστιανικαί, προ πάντων ιουδαΐζουσαι (θεωρούσαι δηλονότι τον Χριστόν ως Μεσσίαν και μέγαν προφήτην, ουχί θεόν και θεάνθρωπον) διεδόθησαν και εν Αραβία. Και Ιουδαϊκαί δε αποικίαι και παροικίαι ουκ ολίγαι υπήρχον εν Αραβία από των χρόνων της διασποράς των Ιουδαίων. Εκ της ποικιλίας δε ταύτης των θρησκευμάτων ζωηρός υπήρχε θρησκευτικός ανταγωνισμός εν Αραβία μεταξύ των οπαδών των διαφόρων θρησκευμάτων καθ’ ούς χρόνους εγεννήθη ο Μωάμεθ.

Ο Μωάμεθ (Μουχάμμετ) εγεννήθη εν Μέκκα τω 571 βασιλεύοντος εν Κωνσταντινουπόλει του Ιουστίνου Β’. Από δε νεότητος μεγάλην δεικνύων ροπήν εις τον θρησκευτικόν βίον και τας θρησκευτικάς μελέτας εις συχνήν διετέλει συνάφειαν προς τους Χριστιανούς της νοτίου Αραβίας (όπου υπήρχον τότε γνήσιοι Χριστιανοί), ένθα μετέβαινε χάριν εμπορίας, και προς τους εν τη βορείω Αραβία ιουδαΐζοντας Χριστιανούς και προς Εβραίους. Γενόμενος δ’ ανήρ ωρίμου αναπτύξεως (περί το 40 έτος της ηλικίας αυτού) παρέστη εν Μέκκα (610 μ. Χ.) εν τω μέσω του Αραβικού λαού ως προφήτης κηρύττων την νέαν αυτού θρησκευτικήν διδασκαλίαν, την έχουσαν ως δόγμα θεμελιώδες και αρχήν υπερτάτην ότι «εις μόνος υπάρχει θεός και Μωάμεθ είναι ο προφήτης αυτού». Η διδασκαλία αύτη, ήν εκήρυσσεν ο Μωάμεθ ως θεόπνευστον, ως διά του Αρχαγγέλου Γαβριήλ απ’ ευθείας από του Θεού εις αυτόν αποκαλυφθείσαν, και περί ής εκτενέστερον θέλομεν διαλάβει κατωτέρω, εν αρχή δεν ηξιώθη πολλής προσοχής παρά τη Αραβική αριστοκρατία της Μέκκας. Ότε δε κατά μικρόν οι οπαδοί του νέου προφήτου ηυξήθησαν σημαντικώς, εκ των κατωτέρων τάξεων του λαού κυρίως προσερχόμενοι, ησπάσαντο δε την διδασκαλίαν του Μωάμεθ και ουκ ολίγοι των προκρίτων Μεκκανών, ήρξατο διωγμός κατά του αρχηγού και των οπαδών υπό των ισχυροτέρων Μεκκανών και ηπειλήθη θάνατος κατά του προφήτου. Τότε ούτος έφυγεν από Μέκκας και μετέβη εις την αντίζηλον ταύτη πόλιν της Αραβίας Μεδινάν, ένθα έτυχε καλής υποδοχής. Η φυγή αύτη του Μωάμεθ (η γενομένη τη 16 Ιουλίου 622) καλουμένη Αραβιστί Χίδζρα ή Χέδζρα (Εγίρα ως μετεσχηματίσθη η λέξις εν ταις Ευρωπαϊκαίς γλώσσαις) = φυγή, εθεωρήθη ύστερον ως σπουδαιότατον γεγονός εν τη αρχή και γενέσει του Μωαμεθανισμού, ως διά ταύτης σωθέντος του προφήτου και διά ταύτης θεμελιωθείσης της νέας θρησκείας αυτού. Και διά τούτο εγένετο αρχή της μέχρι σήμερον παρ’ άπασι τοις μωαμεθανικοίς λαοίς χρονολογίας. Εν Μεδινά ο Μωάμεθ προσεκτήσατο πολλούς οπαδούς, δι’ ών συνεκρότησεν ήδη κράτος θρησκευτικόν και περιήλθεν εις πόλεμον προς τους Μεκκανούς, οίτινες μετά πολλά έτη ηναγκάσθησαν (630) ν’ αναγνωρίσωσιν αυτόν ως προφήτην και άρχοντα. Ούτω δε πάσα η Αραβία προσήλθεν εις τον Μωαμεθανισμόν και απετέλεσε μίαν κοινωνίαν θρησκευτικήν και πολιτικήν υπό την πνευματικήν και πολιτικήν αρχήν του Μωάμεθ, όστις ετελεύτησε μακρόν μετά την επίτευξιν του μεγάλου τούτου έργου (632 μ. Χ.).

Το ιερόν βιβλίον το περιέχον την διδασκαλίαν του Μωάμεθ λέγεται Κοράνιον (Κοράν = ανάγνωσμα).
Το ιερόν βιβλίον το περιέχον την διδασκαλίαν του Μωάμεθ λέγεται Κοράνιον (Κοράν = ανάγνωσμα).

Η διδασκαλία του Μωάμεθ

Αι θεμελιώδεις αρχαί της διδασκαλίας του Μωάμεθ, ήτοι της υπ’ αυτού ιδρυθείσης θρησκείας, ήν ωνόμασεν Ισλάμ ήτοι αφοσίωσιν εις τον Θεόν (οι οπαδοί του Ισλάμ καλούνται μουσλίμ ή μουσουλμάν = αφωσιωμένοι εις το θείον) είναι α’) η πίστις εις την ενότητα του Θεού, εις το ενιαίον δηλονότι και αδιαίρετον της υποστάσεως αυτού· την αρχήν ταύτην, το δόγμα ότι είς μόνος υπάρχει θεός, ετόνισεν ο Μωάμεθ προ πάντων εναντίον του παρά Χριστιανοίς δόγματος της τρισυποστάτου θεότητος· β’) η πίστις ότι ο Μωάμεθ είναι προφήτης του Θεού αποκαλυφθέντος εις αυτόν και εμπνεύσαντος αυτώ την διδασκαλίαν αυτού. Αλλά το διπλούν τούτο θεμελιώδες δόγμα της διδασκαλίας αυτού («Είς Θεός υπάρχει και Μωάμεθ είναι ο προφήτης αυτού») συνέδεσεν ο Μωάμεθ μετά των ιστορικών παραδόσεων της Χριστιανικής και της Ιουδαϊκής θρησκείας. Ο Θεός ο αποκαλυφθείς εις αυτόν είναι αυτός ο Θεός ο αποκαλυπτόμενος εν τη Παλαιά Διαθήκη διά των προφητών και εν τω Ευαγγελίω διά του Ιησού Χριστού. Έπεμψε δε αυτόν ο Θεός ούτος ως νέον, ως έσχατον των προφητών, διότι, ως έλεγεν, οι τε Ιουδαίοι και οι Χριστιανοί διέστρεψαν την διά των προφητών και του Χριστού, της Παλαιάς Διαθήκης και του Ευαγγελίου, γενομένην αυτοίς διδασκαλίαν της θεογνωσίας και της αληθούς πίστεως. Κατά την διδασκαλίαν του Μωάμεθ ο Θεός, ο κατά τας Γραφάς δημιουργήσας τον κόσμον και τον Αδάμ, απεκαλύφθη εις το δημιουργηθέν υπ’ αυτού ανθρώπινον γένος διά των προφητών και εδίδαξεν αυτό διά τούτων την μόνην αληθή εις Θεόν πίστιν, το Ισλάμ την πρώτην και αιώνιον θρησκείαν, ής οπαδοί ήσαν πάντες οι προφήται και ο Χριστός, όντες πάντες ούτοι μουσλίμ. Προφήται εισι πάντες οι υπό του Θεού εμπνεόμενοι εκλεκτοί άνθρωποι, οι διδάσκοντες την θεογνωσίαν και εμπεδούντες αυτήν διά θαυμάτων αλλά μέγιστοι των προφητών είναι έξ, ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Μωυσής, ο Ιησούς (όν και ο Μωάμεθ καλεί Χριστόν· μεσίχ = μεσσίας) ως μέγαν προφήτην και εκλεκτόν του Θεού) και ο έσχατος πάντων, ο παραλαβών εν τη διδασκαλία αυτού πάσας τας των άλλων διδασκαλίας και καθάρας αυτάς από των πλανών και των διαστροφών των Ιουδαίων και των Χριστιανών, ο Μωάμεθ. Ως μεγίστην της αληθούς θεογνωσίας, ήτοι του Ισλάμ, παρά τοις Χριστιανοίς διαστροφήν θεωρεί ο Μωάμεθ ακριβώς τα δύο κυριώτατα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας: το τρισυπόστατον της θεότητος (κηρύττων αυτός την ενότητα της θεότητος) και το της ενανθρωπήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού. Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Μωάμεθ είναι προφήτης μέγιστος, έχων την εξαιρετικήν ταύτην εν άπασι τοις ανθρώποις υπεροχήν, ότι εγεννήθη ασπόρως. Τούτο όμως ουδαμώς μαρτυρεί θεότητα, αλλά θαύμα υπερφυές του Θεού εν τω προφήτη αυτού. Ο Ιησούς προς τούτοις εν τη ιδιότητι αυτού ως μεγάλου προφήτου είναι, και Λόγος (ουχί υιός) ενσαρκωθείς του Θεού· αλλ’ είναι πάντοτε άνθρωπος. Ο Μωάμεθ θεωρεί προς τούτοις ψευδή τα λεγόμενα περί της σταυρώσεως και του θανάτου του Χριστού. Κατ’ αυτόν ο Χριστός ούτε εσταυρώθη ούτε απέθανε. Τούτο ψευδώς υπέλαβον οι Εβραίοι, τυφλωθέντες υπό του Θεού εν τη ανομία αυτών και νομίσαντες ότι εσταύρουν τον Χριστόν, ενώ ο σταυρωθείς υπ’ αυτών ήτο τις Εβραίος. Ο δε Χριστός, ανελήφθη εις Ουρανούς εν σώματι, όπως και άλλοι προ αυτού προφήται (Ενώχ και Ηλίας), μέλλει δε αυτός να κρίνη τους ανθρώπους εν τη εσχάτη κρίσει, του Μωάμεθ συνηγορούντος τότε απλώς υπέρ των Μουσλίμ.

Και τοιαύτη μεν εν κεφαλαίω είναι η δογματική και η ιστορική του Μωάμεθ διδασκαλία περί του Ισλάμ, όπερ από καταβολής κόσμου και από της δημιουργίας του ανθρώπου ην κατ’ αυτόν η μόνη αληθής θρησκεία, διαστραφέν δε έπειτα υπό των Ιουδαίων και των Χριστιανών ανεφάνη εν τω κόσμω εν τη καθαρότητι αυτού, μετά νέας λαμπηδόνος, διά του Μωάμεθ.

Πας μουσλίμ ή μουσουλμάνος πρέπει κατά τον Μωάμεθ να εργάζηται διηνεκώς υπέρ του θριάμβου του Ισλάμ, ουχί μόνον διά του λόγου, αλλά και δι’ έργου, ήτοι διά του ξίφους. Τούτο απαιτεί αυτή η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και η προς αυτό ευσπλαγχνία. Πας μη ων μουσλίμ, ήτοι μη πιστεύων εις το Ισλάμ, είναι καταδεδικασμένος εν τη μελλούση ζωή εις αιώνιον κόλασιν. Και επειδή η απιστία αύτη προέρχεται από διανοητικής και ηθικής τυφλώσεως, είναι ανάγκη οι λαοί και τα έθνη τα διατελούντα εν τω σκότει της απιστίας, και διά του ξίφους έτι, προς ίδιον μέγα όφελος, να προσέλθωσι διά του Ισλάμ εις την οδόν της σωτηρίας. Αλλά μεταξύ των λαών των μη πιστευόντων εις το Ισλάμ, και κυρίως εις την διδασκαλίαν του Μωάμεθ, πρέπει να διακρίνωνται από των κυρίως απίστων (Καφίρ) οι λεγόμενοι λαοί της Βίβλου (εχλ-ελ-κιτάπ), οίτινες είναι οι Χριστιανοί και οι Ιουδαίοι. Ούτοι, καίπερ μη πιστεύοντες εις την διά του Μωάμεθ γενομένην αποκάλυψιν του Ισλάμ, ουχ ήττον δεν είναι παντελώς ξένοι προς το Ισλάμ, αφού πιστεύουσιν εις την Βίβλον, εις τον Θεόν της Βίβλου και εις τους προφήτας (πλην του Ιησού οι Ιουδαίοι, και πλην του Μωάμεθ Ιουδαίοι και Χριστιανοί). Οι τοιούτοι λοιπόν πρέπει να προσάγωνται εις το Ισλάμ ουχί διά του ξίφους, αλλά διά του λόγου. Διά τούτο ο Μωαμεθανισμός πανταχού, όπου ήρξεν, εξωλόθρευσε πάσαν άλλην θρησκείαν πλην της Χριστιανικής και της Ιουδαϊκής, εις άς αμφοτέρας επέτρεψεν ανεκτήν τινα ύπαρξιν.

Εκ των ειρημένων νοείται ότι η διδασκαλία του Μωάμεθ περιλαμβάνει και την εις την μέλλουσαν ζωήν πίστιν, ήτις και εν τω Μωαμεθανισμώ, ως εν τω Χριστιανισμώ, συνδέεται μετά της πίστεως εις ανάστασιν νεκρών και την εσχάτην κρίσιν και ανταπόδοσιν. Εν τη εσχάτη κρίσει πάντες οι μουσλίμ κριθήσονται μόνον κατά τας πράξεις αυτών και κολασθήσονται πάντοτε διά τας αμαρτίας αυτών εν τη γεέννη (δζεχεννέγκ) του πυρός, αλλά προσωρινώς μόνον, δικαιούμενοι εν τη αιωνιότητι διά της πίστεως αυτών. Αιώνιος κόλασις αναμένει μόνον τους απίστους, και αυτούς έτι τους Χριστιανούς και Ιουδαίους, τους μη δικαιουμένους εκ της πίστεως αυτών. Ούτοι, και αγαθοί αν ώσιν εν ταις πράξεσιν αυτών, κολασθήσονται αιωνίως διά την απιστίαν. Οι δίκαιοι και προ της κρίσεως της εσχάτης και μετά ταύτην μεταβαίνουσιν εις τον Παράδεισον (δζεννέτ) προς απόλαυσιν αιωνίου ζωής εν ευδαιμονία. Αι ηδοναί του Παραδείσου και αι τιμωρίαι της Κολάσεως εισίν εν τω μωαμεθανισμώ υλικής φύσεως. Αλλ’ υπάρχουσι και πνευματικωτέρας φύσεως ηδοναί, οία είναι το οράν το πρόσωπον του Θεού εν τω αιωνίω φωτί, ως και πνευματικωτέρας φύσεως τιμωρίαι, οία είναι το στερείσθαι της όψεως του Θεού.

Μετά της εις τον Θεόν και την αιώνιον ζωήν πίστεως συνδέεται και το ηθικόν μέρος της διδασκαλίας του Μωάμεθ.

Το πρώτιστον ηθικόν καθήκον παντός μουσλίμ είναι το εργάζεσθαι υπέρ της εν τω κόσμω διαδόσεως και επικρατήσεως του Ισλάμ, ού το κράτος εν τω κόσμω είναι αυτή η εν τω κόσμω βασιλεία του Θεού. Επειδή δε το κράτος τούτο δεν διαδίδεται εν τω κόσμω μόνον διά του λόγου, αλλά προ πάντων διά του ξίφους, καθήκον παντός μουσλίμ είναι το πολεμείν υπέρ πίστεως. Πας εν τω πολέμω τούτω αποθνήσκων είναι μάρτυς της πίστεως (σεχίτ) και μεταβαίνει απ’ ευθείας εις τον Παράδεισον, πας δε μαχόμενος γενναίως και επιζών τω πολέμω είναι νικητής ή θριαμβευτής της πίστεως (γαζή). Υπό την σκιάν των ξιφών των απίστων είναι η πύλη του Παραδείσου, κατά το ιερόν βιβλίον του Ισλάμ, ήτοι πας όστις μαχόμενος προχωρεί τολμηρώς μέχρι της σκιάς του ξίφους του πολεμίου, είναι ήδη εν τω Παραδείσω.

Πρώτιστον ηθικόν καθήκον του ανθρώπου είναι ωσαύτως το λατρεύειν τον Θεόν εν καθαρά καρδία. Σπουδαιότατον δε μέρος της λατρείας είναι η προσευχή. Αύτη συνίσταται το μεν εις το διηνεκώς εν πάση στιγμή μνημονεύειν του ονόματος του θεού και ευλογείν αυτό, το δε εις πέντε κατά τας πέντε επί τούτω τεταγμένας ώρας του ημερονυκτίου γενομένας προσευχάς. Η προσευχή άλλως είναι πράξις όλως ιδιωτική, εν οιωδήποτε τόπω υπό του ανθρώπου τελουμένη, μετά συμβολικήν τινα κάθαρσιν χειρών και ποδών, ενδεικτικήν της καθάρσεως της ψυχής. Οι ναοί υπάρχουσι μόνον ίνα προσεύχωνται ομού πολλοί εν τω αυτώ τόπω, αλλ’ έκαστος πάλιν και ενταύθα προσεύχεται κατ’ ιδίαν, πλην ολίγων κοινών ευχών απαγγελλομένων υπό του Ιμάμη, ήτοι του επιστάτου του ναού· χρησιμεύουσι δε οι ναοί και προς διδασκαλίαν του λαού θρησκευτικήν και ηθικήν. Απαγορεύεται δε αυστηρώς πάσα εσωτερική δι’ αγαλμάτων ή εικονογραφιών διακόσμησις αυτών, ως απαγορεύεται αυστηρώς πάσα εικονική παράστασις της θεότητος και πάσα εις εικόνας τιμή. Άλλως ούτε θυσιαστήριον υπάρχει παρά τοις Μωαμεθανοίς, ούτε θυσίαι και τελεταί, ούτε ιερείς και ιερωσύνη και κλήρος. Η θυσία η άπαξ του έτους γινομένη παρά τοις Μωαμεθανοίς διά σφαγής αρνός ή προβάτου είναι απλή αναμνηστική πράξις της θυσίας του υιού του Αβραάμ, γίνεται δε υπό παντός Μωαμεθανού έμπροσθεν του οίκου ή προ του ναού. Και εορταί δε παρά τοις Μωαμεθανοίς είναι δύο μόνον, η της αποκαλύψεως του Θεού εις τον προφήτην (το μέγα Βαϊράμ) γενομένη μετά το τέλος του ιερού μηνός της νηστείας Ραμαζάν και εν αρχή του μηνός Σεβάλ, και 70 ημέρας μετά τούτο το μικρόν Βαϊράμ, λεγόμενον και Βαϊράμ της θυσίας (κουρβάν-βαϊράμ) προς ανάμνησιν της θυσίας του Αβραάμ.

Νηστείαν διατάσσει ο νόμος του Μωάμεθ μόνον κατά μήνα Ραμαζάν. Αλλ’ η νηστεία συνίσταται απλώς εις το απέχεσθαι βρωμάτων καθ’ άπασαν την ημέραν, επιτρεπομένου παντός είδους τροφής μετά την ώραν της καταλύσεως της νηστείας, ήτοι μετά την δύσιν του ηλίου.

Ως ηθικόν καθήκον εις τους Μουσλίμ συνιστάται υπό της μωαμεθανικής θρησκείας η φιλανθρωπία, η ευποιία προς τους πάσχοντας και η ελεημοσύνη προς τους απόρους. Τα καθήκοντα δε της φιλανθρωπίας εν τω μωαμεθανισμώ συνδέονται προς την γενικωτέραν ηθικήν αρχήν ότι πάντες οι ανθρώποι εισιν ίσοι ενώπιον του Θεού και ότι ο πανοικτίρμων και πανελεήμων Θεός αποστρέφεται τους υπερηφάνους και αγαπά τους ταπεινόφρονας. Αι φιλανθρωπικαί δε αύται αρχαί της μωαμεθανικής ηθικής συνετέλεσαν ώστε και ο θεσμός της δουλείας, όν δεν κατώρθωσε να καταργήση ο μωαμεθανισμός, να κατασταθή ηπιώτερος και οι δούλοι να τυγχάνωσι φιλανθρώπου εκ μέρους των κυρίων αυτών περιθάλψεως.

Η ηθική του Μωάμεθ, η μη καταργήσασα την δουλείαν, και άλλην τινά μάστιγα ηθικήν του Ασιατικού βίου δεν κατώρθωσε να καταργήση, την πολυγαμίαν, την δηλητηριάζουσαν ηθικώς τον οικογενειακόν βίον και διά τούτου τον κοινωνικόν, την βάσιν ταύτην πάσης υγιούς πολιτείας και υγιούς εθνικού βίου.

Καθήκον ηθικόν παντός Μωαμεθανού, κατά την διδασκαλίαν του Μωάμεθ, είναι και η ιερά αποδημία, ήν πας Μωαμεθανός οφείλει άπαξ τουλάχιστον εν τη ζωή αυτού να ποιήσηται εις την ιεράν πόλιν Μέκκαν, ίνα προσκυνήση τον ενταύθα ιερόν ναόν και τον εν αυτώ ιερόν λίθον. Άξιον δε σημειώσεως ότι ο Μωάμεθ ουδέ διενοήθη καν να καταργήση την λατρείαν ή την προσκύνησιν του μετεωρολίθου τούτου, το λείψανον αυτό της Αραβικής κτισματολατρίας. Τουναντίον μάλιστα αυτός διέταξεν ίνα οι μουσλίμ προσευχόμενοι στρέφονται πάντοτε προς την διεύθυνσιν του Κααβά.

Το Κοράνιον

Το ιερόν βιβλίον το περιέχον την διδασκαλίαν του Μωάμεθ λέγεται Κοράνιον (Κοράν = ανάγνωσμα). Το βιβλίον τούτο, το περιεχόμενον δηλαδή αυτού, πεμφθέν, καθώς λέγει ο Μωάμεθ, ουρανόθεν απεκαλύφθη διά του αρχαγγέλου Γαβριήλ εις τον Μωάμεθ, καίπερ μη ειδότα αναγινώσκειν, εννοήσαντα δε τα λεγόμενα εν αυτή υπό του Θεού διά της θείας, ως ενόμιζεν, εμπνεύσεως. Εν τω Κορανίω απ’ αρχής μέχρι τέλους παρίσταται λέγων ο Θεός και αποκαλύπτων εις τον Μωάμεθ την σοφίαν και πάσαν την βουλήν αυτού. Είναι δε το Κοράνιον κατά τον Μωάμεθ αντίγραφον του εν ουρανοίς από καταβολής κόσμου δι’ ακτίνων του φωτός γεγραμμένου βιβλίου περιέχον πάσαν την αλήθειαν και αληθή θεογνωσίαν. Η Παλαιά Γραφή και το Ευαγγέλιον είναι αντίγραφα ατελή του βιβλίου τούτου. Τέλειον αντίγραφον είναι το Κοράνιον, το συμπληρούν πάσας τας εν τοις άλλοις ιεροίς βιβλίοις κηρυχθείσας αληθείας.

Το Κοράνιον διαιρείται εις 114 κεφάλαια (Σουρά), άτινα εγράφοντο απαγγελλόμενα προφορικώς υπό του Μωάμεθ, είτα δε συναχθέντα επί των διαδόχων αυτού απετέλεσαν έν βιβλίον, όπερ έκτοτε έμεινεν αναλλοίωτον κατά το περιεχόμενον αυτού ιερόν βιβλίον του μωαμεθανικού κόσμου.

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%83%CE%BB%CE%AC%CE%BC#/media/File:Istanbul,_Hagia_Sophia,_Allah.jpg

(Εμφανιστηκε 1,390 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.