Οι βρυκόλακες του Μεσαιώνος
Κατά την χιλιετή περίπου κυοφορίαν του νεωτέρου πολιτισμού, ην ονομάζομεν μεσαιώνα, αι ανεξήγητοι της φύσεως λειτουργίαι, τα και σήμερον ακόμη σκοτεινά φαινόμενα του ηλεκτρικού ρευστού και του μαγνήτου, προ πάντων δε, τα ένεκα της κακοπάθειας και της μοναστικής αργίας επιπολάζοντα νοσήματα των νεύρων και του εγκεφάλου επλήθυναν παρά τοις τότε ανθρώποις την υπό ποικίλα ονόματα επιφοίτησιν παντοίως δήθεν υπερφυσικών όντων. Τα αόριστα σχήματα, άτινα το βλέμμα του εκστατικού εδίωκε μεταξύ των νεφών, ωνομάσθησαν ‘συλφίδες’ , οι εκ της φλογός αναπηδώντες σπινθήρες ή αι υπεράνω του έλους πλανώμεναι λάμψεις ‘σαλαμάνδραι’, αι αναθυμιάσεις των πεδιάδων μετά την βροχήν ‘χθονοδαίμονες’ (gnomes) και ούτω καθεξής. Ταύτα ήσαν ως επί το πολύ κληροδοτήματα της πριν πολυθεΐας, χαρίεντα πλάσματα της ηβώσης των αρχαίων φαντασίας, άτινα ησπάζετο μειδιών και αυτός ο Σωκράτης, ανάξιον νομίζων φιλοσόφου να πολεμήση αυτά δια σχολαστικής τινος και αγροίκου, ως έλεγε, σοφίας[1]. Αλλ’ οι ιεροκρατικοί εφάνησαν ήττον επιεικείς του Έλληνος φιλοσόφου προς τας δημώσεις προλήψεις. Τας αθώας των δυνάμεων της φύσεως προσωποποιήσεις μετεμόρφωσαν εις πραγματικούς κερατοφόρους ‘δαίμονας’· τους δε κατεχομένους δήθεν υπ’ αυτών κατεδίωξαν δι’ αναθεμάτων, πυρός και σιδήρου. Η αγρία αύτη καταδρομή έδωκε πλείονα υπόστασιν εις τα ονείρατα ταύτα· τα δε χειροήθη των αρχαίων φαντάσματα, προικισθέντα υπό της Εκκλησίας δι’ αγνώστου πρότερον προς το κακοποιείν δυνάμεως, επέχυσαν την κατήφειαν και τον τρόμον εφ’ όλον τον μεσαίωνα. Ο ορθός λόγος είχε τότε κατακλιθή, η κριτική εκοιμάτο ύπνον βαθύν· της δε επιστήμης η γλώσσα ήτο μέχρι ρίζης αποκεκομμένη. Παράδοξός τις σύγχυσις των διανοητικών δυνάμεων και διηνεκής του νευρικού συστήματος ερεθισμός καθίστων τους τότε ανθρώπους δειλούς, ανήσυχους και ευπίστους ως παιδία. Αλλά και οι νεκροί αυτοί, καταληφθέντες υπό της επιδημικής ταύτης ανησυχίας, δεν ηδύναντο να ησυχάσωσι εν τω τάφω· παράπονα και στεναγμοί αντήχουν την νύκτα εν τοις κοιμητηρίοις· τας δε νεκρικάς σινδόνας εκηλίδονον πολλάκις θερμού αίματος σταγόνες. Ουδείς εστοχάσθη τότε ν’ αποδώση τα φαινόμενα ταύτα εις προώρους ενταφιάσεις νεκροφανών· αλλ’ εις τον φόβον των δαιμόνων προσετέθη και ο τρόμος των ‘βρυκολάκων’.
Την τελευταίαν ταύτην δεισιδαιμονίαν συγγραφείς τινες αντί ν’ αποδώσωσιν εις τη αμάθειαν των τότε ανθρώπων, υποθαλπομένην υπό της απληστίας του κλήρου, απέδωκαν εις αυτό το πνεύμα του χριστιανισμού, το διδάσκον την και πέρα του τάφου παράτασιν της ζωής. Αλλ’ η μομφή αύτη, εις τοιούτον σφενδονιζομένη ύψος, πίπτει αφ’ εαυτής. Το δόγμα της αθανασίας ήτο προγενέστερον του χριστιανισμού· τα δε φάσματα, η νεκρομαντεία και των ψυχών αι δραπετεύσεις, και παρά τοις λαοίς της Ανατολής και παρ’ Έλλησι και εν τη Σκανδιναυϊκή μυθολογία απαντώνται. Τας δεισιδαιμονίας όμως ταύτας ου μόνον δεν υποστηρίζει αλλά και δια σαφών χωρίων φαίνεται αποδοκιμάζον το Ευαγγέλιον. Ούτως ο Αγ. Λουκάς παριστά τον Αβραάμ λέγοντα τω κακώ πλουσίω, όστις εζήτει την αποστολήν του νεκρού Λαζάρου εις τον κόσμον προς αποτροπήν των πέντε αδελφών του από της οδού της απωλείας:
«Επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι εντεύθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν»[2].
Όπερ σημαίνει, αν δεν απατώμεθα, ότι έκαστος νεκρός πρέπει να μένη εκεί, όπου έταξεν αυτόν η θεία δικαιοσύνη. Κατωτέρω δε ο αυτός Αβραάμ θέλων ν’ αποδείξη ου μόνον αδύνατον την εις τον κόσμον επάνοδον των νεκρών, αλλά και ανωφελή προς σωτηρίαν των ζώντων, οίτινες μόνα προς τούτο μέσα έχουσι τα παραγγέλματα της θρησκείας, προσθέτει εν τω τέλει του αυτού εδαφίου: «Ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις των νεκρών αναστή, πεισθήσονται».
Τα εδάφια ταύτα αρκούσι, νομίζομεν, ν’ αποδείξωσι τον αμιγή τερατικών ρύπων χριστιανισμόν πληρέστατα αποδεχόμενον το αμετακίνητον των νόμων της φύσεως, οίτινες την πλάκα του τάφου σφραγίζουσιν ακραδάντως. Αι υπό του Σωτήρος ενεργηθείσαι νεκραναστάσεις ουδόλως αντιβαίνουσι κατ’ ουσίαν εις τον θεμελιώδη τούτον νόμον· διότι και εν αυταίς παρατηρούμεν ότι ψυχή, απεκδυθείσα το σώμα, δεν δύναται άλλως να επανέλθη εις την γην, ει μη μόνον αναλαμβάνοσα και πάλιν το επίγειον συτής ένδυμα. Αλλ’ η τοιαύτη σαρκική ανάστασις ουδέν έχει κοινόν προς τας μεσαιωνικάς δραπετεύσεις ασωμάτων ψυχών, και τας σήμερον ακόμη πιστευομένας παρά πολλών επιφοιτήσεις πνευμάτων εις τα χείλη πινακίου ή τους πόαδς μαγνησθείσης τραπέζης.
Αλλά και εν αυτώ τω σκότει της μεσαιωνικής αμαθείας δεν έλειψαν εκ διαλειμμάτων λογικώτεροι οπωσούν θεολόγοι διδάσκοντες, ότι οι τεθνεώτες μένουσιν αιωνίως εν τη ορισθείση αυτοίς κατά τα έργα των κατοικία· τα δε υπακούοντα εις τας επικλήσεις των μάγων φαντάσματα ουδέν άλλο ήσαν, ειμή αυτός ο Διάβολος, όστιςν νελάμβανε κατ’ αρέσκειαν την μορφήν οιουδήποτε προσκαλουμένου νεκρού, ίνα εξαπατήση τους οφθαλμούς και την συνείδησην των ανθρώπων, παρέχων αυτοίς την μικράν ελπίδα, ότι δύνανται τη βοηθεία των μαύρων πτερύγων του να υπερβώσι το χάσμα, όπερ εστήριξεν ο Θεός μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Οι ιερείς ούτοι λέγουσιν εν αλληγορική γλώσση τα αυτά περίπου, όσα ο ορθός λόγος και η Επιστήμη κηρύττουσι καθ’ εκάστην άνευ περιφράσεων. Αν δεν υποθέσωμεν ότι, μεταχειριζόμενοι την λέξιν ‘Διάβολος’ βς απλούν ρητορικόν σχήμα, ουδέν άλλο εσκόπουν ή να προσωποποιήσωσι δι’ αυτής την μωρίαν και την σκοτοδίνην του νεκρομάντεως, απατωμένου υπό των φασμάτων της νοσούσης κεφαλής του, τότε δυνάμεθα να τείνωμεν ανενδοιάστως την χείρα εις τους καλούς τούτους θεολόγους, αναγορεύοντες αυτούς αξίους υπερμάχους της προόδου και της επιστήμης.
Δυστυχώς όμως ο Διάβολος, όστις κατά την εποχήν εκείνην ήτο κοσμοκράτωρ, είχεν, ως πάντες οι μεγάλοι βασιλείς, πληθύν ανακτόρων. Ενησμενίζετο μεν ενίοτε να καταλύη εν τη κεφαλή των νεκρομάντεων, αλλά το προσφιλέστερον αυτού ενδιαίτημα ήτο η συνείδησις των κακών ιερέων, ους παρεκίνει ν’ ανανεώσιν εν τοις του Ιησού ναοίς τας αγυρτείας των αρχαίων θυσιαστηρίων. Αν πάλιν φωσφορώδεις λάμψεις επλανώντο υπεράνω του έλους, αι λάμψεις αύται ήσαν αι λεγόμεναι ψυχαί, ων η δίψα έπρεπε να σβεσθή δι’ ηγιασμένου ύδατος, του οποίου η πώλησις επέτρεπεν εις τον ιερέα, μεθύοντα εν τοις παρά πάση τότε εκκλησία πεπηγμένοις καπηλείοις, ν’ ανανεώση το ευαγγελικόν θαύμα της μετατροπής του ύδατος εις οίνον.
Αλλά ταύτα ήσαν, φαίνεται, τα ελάχιστα αμαρτήματα, ων οι νεκροί παρείχον αφορμήν εις τους ζώντας. Κατά τους αξιοπιστοτέρους των χρονογράφων πλήθος εγκλημάτων διεπράττοντο καθ’ εκάστην υπό των βρυκολάκων, ή τουλάχιστον απεδίδοντο εις αυτούς. Εληστεύοντο ταμεία, ητιμάζοντο γυναίκες, επυρπολούντο δάση, άνθρωποι ευρίσκοντο εν τη κλίνη των νεκροί, ή εξύπνουν ηκρωτηριασμένοι. Το δε περιεργότερον είναι, ότι οι εκ του άλλου κόσμου ούτοι κακούργοι μόνους τους εις την δυσμένειαν του κλήρου υποπέσοντας εκακοποίουν. Η αποκλειστικότης αύτη των βρυκολάκων έδωκεν αφορμήν πολλών λήρων και τολμηρών υποθέσεων εις κακεντρεχείς τινας ιστοριογράφους. Πρέπει όμως και να ομολογήσωμεν ότι, αφού το Ευαγγέλιον απαγορεύει ρητώς να πιστεύωμεν εις βρυκόλακας, οι ταλαίπωροι ιστορικοί, ευαγγελικώς σκεπτόμενοι, είχον και ολίγον δίκαιον να καταφεύγωσιν εν τη αμηχανία των εις υποθέσεις. Αλλ’ αφίνοντες έκαστον όπως βούλεται ν’ αποφασίση μεταξύ ιερέων και Ευαγγελίου, περιοριζόμεθα να παραθέσωμεν ως απλούν δείγμα της κακοηθείας των τότε βρυκολάκων την ιστορίαν του αρχιερέως Ούδου, ην μέχρι σήμερον διηγούνται μετά φρίκης οι κάτοικοι της Σαξωνίας.
Ο καλός ούτος επίσκοπος του Μαγδεβούργου ήτο πράος, ελεήμων, σώφρων, πολυμαθής, αληθής ποιμήν, ή μάλλον πατήρ των πνευματικών αυτού τέκνων. Αλλά πάντα τα προτερήματα ταύτα ησχηματίζοντο υπό φοβερού τινος, δι’ ιερέα της εποχής εκείνης ελαττώματος. Ο Ούδος, μη αρκούμενος ν’ ασκή ο ίδιος πάσας τας χριστιανικάς αρετάς, απήτει την άσκησιν αυτών και παρά των υπό τας διαταγάς του ρασοφόρων. Βλέπων δε μετά λύπης εις οίον βόρβορον κακοηθείας εκυλίετο ο τότε κλήρος, διενοήθη να μεταχειρισθή, κατά μίμησιν της Ανατολικής Εκκλησίας, τον γάμον ως αντιφάρμακον κατά της ακολασίας των κληρικών. Αρχόμενος λοιπόν από εαυτού της μεταρρυθμίσεως, ο καλός αρχιερεύς, καίτοι εβδομηκοντούτης ήδη και καταβεβλημένος υπό της σκληραγωγίας και της μελέτης, εξήγαγεν εκ γειτονικού μοναστηρίου ομήλικά τινα σχεδόν ηγουμένην, ην ενυμφεύθη δημοσία, προτρέπων τους μη δυναμένους να τηρήσωσι την αγνότητα εις μίμησιν του παραδείγματός του. Η προαίρεσις του γέροντος επισκόπου ήτο ίσως καλή, αλλ’ η ώρα της μεταρρυθμίσεως δεν είχε σημάνει ακόμη· ώστε σκώμματα μόνον και μίση επεσώρευσε κατά της πολιάς κεφαλής του ο πρόδρομος ούτος του Λουθήρου εκ μέρους των ιερέων, προτιμώντων να καταπατώσι καθ’ εκάστην την εβδόμην εντολήν του Θεού μάλλον, ή να παραβώσι τους κανόνας της Δυτικής Εκκλησίας.
Εις τοιαύτην ευρίσκοντο τα πράγματα κατάστασιν, ότε πρωίαν τινά ο αρχιερεύς Ούδος ευρέθη νεκρός εν μέσω του νάρθηκος της μητροπόλεως. Η αποκεκομένη κεφαλή εμόρφαζεν εντός έλους πεπηγμένου αίματος, το δε σώμα εκαλύπτετο δια μόνου του νυκτικού χιτώνος. Ο επίσκοπος, αρπαγείς προφανώς από της κλίνης του, είχε μετακομισθή εις την εκκλησίαν όπου εκαρατομήθη. Αλλά τίνες ήσαν οι δήμιοι, ή μάλλον οι δολοφόνοι; Η εν τω δωματίω του επισκόπου κοιμωμένη γυνή διηγήθη τρέμουσα, ότι μεσούσης ήδη της νυκτός, αφυπνίσθη υπό απαισίας τινός φωνής ψαλμωδούσης:
-
- Cessa de ludo
- Satis ludisti, Udo[3].
Είτα, ανοιχθείσης της θύρας, εισώρμησαν εις τον κοιτώνα μαύραι τινές μορφαί, αίτινες, αρπάσασαι τον επίσκοπον εκ της κλίνης, απήγαγον αυτόν προς την εκκλησίαν, η δε γυνή ελιποθύμησεν.
Εν τη επισκοπή εφιλοξενείτο τότε εφημέριός τις ονόματι Φρειδερίκος, όστις επεδίωκε δι’ ασκητικής διαίτης τον τίτλον του αγίου. Ο ιερεύς ούτος είχε διέλθει την αποφράδα εκείνην νύκτα εν τη εκκλησία, δεόμενος τω Υψίστω να εκδιώξη τους δαίμονας, τας προοδευτικάς δηλαδή ιδέας, αίτινες κατείχον τον Ούδον. Ο ναός ήτο έρημος, η νυξ ασέληνος, και ο πτωχός εφημέριος έτρεμεν εν τω σκότει, ότε φοβεραί κραυγαί μετά θρήνων μεμειγμέναι αντήχησαν εν τω σκευοφυλακείω, εκ του οποίου εξελθών μετ’ ολίγον ανήρ λευχείμων και πελωρίους πτέρυγας φέρων επί των νώτων έσπευσε ν’ ανάψη τα κηρία του θυσιαστηρίου. Ο Φρειδερίκος είδε τότε άνθρωπον ημίγυμνον, τον οποίον δαιμονόσχημα φάσματα εκράτουν δεδεμένον· αλλ’ η προσοχή αυτού προσηλώθη και πάλιν εις την θύραν του σκευοφυλακείου, δι’ ης εισήρχετο πρωτοφανής και καταπληκτική τις λιτανεία.
Επί κεφαλής εβάδιζον οι άγιοι προστάται της Μαγδεβουργείου εκκλησίας, διακρινόμενοι εκ των υπό της παραδόσεως αποδιδομένων αυτοίς παρασήμων· μετά τούτους εισήλθον άγγελοι λευκοφόροι, ηγούμενοι γυναικός, ην εκ του χρυσού στεφάνου και του κυανού πέπλου πας τις ηδύνατο ευκόλως να γνωρίση ως την Παναγίαν. Τούτοις είποντο έτεροι άγγελοι ενδεδυμένοι ερυθρομέλανας μανδύας, εν οις διεκρίνετο ο Αγ. Μιχαήλ, πάλλων την πλατυσίδηρον ρομφαίαν του. Τελευταίος δε εισήλθεν, εν μέσω κηροφόρων, ανήρ φέρων ακάνθινον στέφανον και βαρύν επί των ώμων σταυρόν. Άπας ο υπεράνθρωπος ούτος κλήρος ετοποθετήθη επί των στασιδίων· ο δε Ιησούς, εκείνος τουλάχιστον όστις έφερε τα εμβλήματα του Γολγοθά, εκάθησεν επ’ αυτού του αρχιερατικού θρόνου. Οι δαίμονες ήρχισαν τότε κατηγορούντες τον επίσκοπον, ου και αυτό το στόμα εκράτουν στερεώς δεδεμένον. Ο κατηγορούμενος, προσκληθείς ν’ απολογηθή, δεν ηδυνήθη ν’ απαντήση ουδέ γρυ, είτε συναισθανόμενος το βάρος των αμαρτιών του είτε στενοχωρούμενος υπό του φιμώτρου. Η εύσπλαχνος Παναγία επειράθη τότε να μεσιτεύση υπέρ αυτού, γονυπετήσασα προ του Σωτήρος· αλλ’ ότε ήκουσεν οποίον ασελγείας τέρας ήτο ο γέρων επίσκοπος, τολμήσας να νυμφευθή γυναίκα, μεμνηστεμένην τω υιώ της, ευθύς απεσύρθη η Θεοτόκος, καλύπτουσα δια των χειρών το ερυθρόν υπό της αιδούς πρόσωπόν της. Ο Ιησούς ένευσε τότε τω αγγέλω Μιχαήλ, του οποίου η μάχαιρα ήστραψε και κατέπεσεν· είτα δε εσβέσθησαν αι λαμπάδες, και το παν ηφανίσθη εν τω σκότει.
Ο άφωνος μάρτυς της σκηνής ταύτης, νομίζων ότι ηπατάτο υπό οπτασίας νυκτερινής, προεχώρησε μετά δειλίας προς το θυσιαστήριον, αλλά προσκόψας κατ’ αψύχου όγκου κατελήφθη υπό τρόμου, και έτρεξε δρομαίος να κλεισθή εν τω κελλίω του. Την δε επιούσαν οι υπηρέται της εκκλησίας εύρον παρά τους πόδας του θυσιαστηρίου το ακέφαλον σώμα του επισκόπου. Το κατηραμένον λείψανον ερρίφθη εις τους λύκους, και αι αιμοβαφείς πλάκες αφέθησαν ασπόγγιστοι, καλυφθείσαι μόνον δια μικρού τάπητος. Κατά πάσαν δ’ έκτοτε χειροτονίαν έκαστος νέος επίσκοπος Μαγδεβούργου εφέρετο εκεί επισήμως υπό του συνηγμένου κλήρου, και, αφαιρουμένου του τάπητος, εδεικνύοντο αυτώ τα ερυθρά ίχνη της τιμωρίας του ιεροσύλου.
Την ιστορίαν ταύτην εξελεξάμην μεταξύ μυρίων τοιούτων, ων βρίθουσιν οι χρονογράφοι και τα μεσαιωνικά συναξάρια, ως υπέρ πάσαν άλλην αποδεικνύουσαν ου μόνον εις ποίον βαθμόν εξαχρειώσεως έφθασεν ο τότε κλήρος, αλλά και πόσον συγγενεύει μετά της ασεβείας η δεισιδαιμονία· ουδέν τω όντι βδελυρώτερον και εν ταυτώ ασεβέστερον της εις τον Ιησούν αποδιδομένης ταύτης δολοφονίας. Αν το χάσμα, το χωρίζον ημάς από των νεκρών, δεν ήτο ανυπέρβατον, αν αυτός ο Σωτήρ ηδύνατο, δίχως να διαταράξη τους κειμένους νόμους, να επανέρχηται προς ημάς υπό άλλην μορφήν, πλην της μεταλήψεως, αντί του Ούδου βεβαίως ήθελε πατάξει τους αυτουργούς της αισχράς εκείνης κωμωδίας, τον δε δυστυχή επίσκοπον ήθελεν ανεγείρει, λέγων αυτώ ως τη μοιαχλίδι, «ύπαγε και μηκέτι αμάρτανε». Αν τα εν ουρανώ μακάρια πνεύματα εδύναντο να οπλισθώσι δι’ αισθητής ρομφαίας προς τιμωρίαν των επί της γης κακουργούντων, ούτε οι ιερεξετασταί ήθελον προφθάσει τοσούτους να καύσωσιν ανθρώπους, ούτε η Αγία Ειρήνη να τυφλώση τον υιόν, ουδ’ ο Αλέξανδρος Βοργίας να φαρμακεύση τους υπηκόους του δια του άρτου της Ευχαριστίας. Αλλά το θανατόνειν δέδοται εις μόνους τους ανθρώπους, τας νόσους και το γήρας. Ο δε Θεός είναι μόνης της ζωής ο υπέρτατος διανομεύς, και ούτε εις τους αγγέλους επιτάσσει έργα δημίων, ούτε παρά των ιερέων του απαιτεί να στέλλωσιν ανθρώπους εις την κόλασιν δι’ αναθεμάτων.
- ↑ Πλάτ. Φαίδρ., εκδ. Ρουνκέν, τόμ. η’, σελ. 5.
- ↑ Κατά Λουκάν ιϛ’, 26.
- ↑ Παύσε διασκεδάζων, Ούδε! ικανώς διεσκέδασας ήδη.