Ο Ιωάννης Συκουτρής ως θεωρητικός της λογοτεχνίας
Μπορείτε να κατεβάσετε αυτό το κείμενο σε μορφή pdf εδώ, το οποίο περιλαμβάνει και υποσημειώσεις – βιβλιογραφικές παραπομπές.
Ο Ιωάννης Συκουτρής ως θεωρητικός της λογοτεχνίας
της X. Μ. ΝΙΦΤΑΝΙΔΟΥ
«Η θεωρία είναι μια μορφή ειρωνείας.»
Antoine Compagnon
Ο Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937) αποτελεί, κατά γενική ομολογία, μια μείζονα μορφή της ελληνικής φιλολογικής επιστήμης. Όπως ενδεικνύει ο τίτλος της, στόχος της παρούσας μελέτης είναι να εστιαστεί σε μιαν όψη του πολυσχιδούς του έργου, η οποία, αν και σημαίνουσα, δεν έχει τύχει ειδικής μνείας ή συστηματικής ανάλυσης: τη θεωρητική.
Στρωματογραφικό στη βάση του, το αναλυτικό μας εγχείρημα συνίσταται, ακριβέστερα, σε μια προσπάθεια εντοπισμού στο εν λόγω έργο μιας επιστημονικής διάστασης, η μελέτη της οποίας θα μας βοηθούσε ίσως να δούμε με άλλα μάτια το σύνολο της πνευματικής φυσιογνωμίας του συγγραφέα. Ας σημειωθεί ότι έγνοια μας σε κάθε βήμα είναι η σύνδεση των επιμέρους ευρημάτων της αφαιρετικής μας εργασίας με το ευρύτερο πλαίσιο του υπό μελέτη έργου και, κατ’ επέκταση, ο σεβασμός της ιδιομορφίας και της πολυμορφίας αυτού.
Σε ό,τι ακολουθεί θα αναχθούμε, λοιπόν, σε ένα επίπεδο μεταθεωρητικό, προκειμένου να εξετάσουμε ενδεικτικά ορισμένες από τις συνιστώσες του θεωρητικού περί λογοτεχνίας στοχασμού του Συκουτρή, έτσι όπως αυτός συνάγεται από αντιπροσωπευτικά του κείμενα.
- Τι είναι λογοτεχνία;
Ο Antoine Compagnon στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης του Ο Δαίμων της
θεωρίας, ευτυχούς στιγμής της αναστοχαστικής διάθεσης της σύγχρονης θεωρητικής σκέψης, σημειώνει:
«Μπροστά από κάθε λογοτεχνική μελέτη, με ό,τι κι αν αυτή καταπιάνεται, το πρώτο ελάχιστο θεωρητικό ζήτημα που τίθεται είναι ο ορισμός που αυτή δίνει (ή δε δίνει) για το αντικείμενό της, δηλαδή το λογοτεχνικό κείμενο».
Ο ορισμός της λογοτεχνίας προσδιορίζεται λοιπόν ορθότατα ως «το πρώτο ελάχιστο θεωρητικό ζήτημα» και, άρα, ως μια πρωταρχική όσο και αναγκαία πράξη θεωρίας.
Ο Συκουτρής πραγματώνει, όπως θα δούμε, αυτό το οντολογικού περιεχομένου πρόταγμα του θεωρητικού λόγου, στο μέτρο που μας δίνει έναν συστηματικό ορισμό της λέξης και του πράγματος «λογοτεχνία». Ο ορισμός αυτός διατυπώνεται στο κεφάλαιο «Γραμματεία και Λογοτεχνία» του άρθρου «Γραμματεία» (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 1929) και έχει ως εξής:
«Από το σύνολον των γραμματειακών μνημείων ενός έθνους διακρίνομεν τμήμα τι, εις το οποίον δίδομεν το όνομα λογοτεχνία. Ενταύθα θα γίνει λόγος περί του διακριτικού γνωρίσματος, το όποιον θα μάς επιτρέψει να διακρίνωμεν εν λογοτεχνικόν μνημείον από της λοιπής γραμματείας».
Και μετά από μιαν ενδελεχή εξέταση των διαφόρων γνωρισμάτων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια προσδιορισμού του λογοτεχνικού (τα γνωρίσματα αυτά είναι, θυμίζουμε, η ύπαρξη ή όχι πρακτικών σκοπών, η φαντασία και το συναίσθημα), ο συγγραφέας καταλήγει στο κριτήριο της μορφής σημειώνοντας:
«Κατά ταύτα, λογοτεχνικόν θα ονομάσωμεν παν μνημείον, του οποίου ο συγγραφεύς επεμελήθη ιδιαιτέρως την μορφήν αποβλέπων εις αισθητικάς αξίας».
Τρία είναι τα στοιχεία που θα άξιζε να υπογραμμισθούν σχετικά με αυτόν τον πλούσιο σε συνδηλώσεις ορισμό: πρώτον, το γεγονός ότι προσδιορίζει τον ορισμό της λογοτεχνίας ως πράξη ονοματοθεσίας• δεύτερον, το γεγονός ότι είναι διαφορικός, στο μέτρο που, προκειμένου να ορίσει τη λογοτεχνία, τη διαφοροποιεί από το σύνολο της λοιπής γραμματειακής παραγωγής• και, τρίτον, το γεγονός ότι είναι μορφοκεντρικός, στο μέτρο που εισάγει το κριτήριο της μορφής σε συνδυασμό με αυτό του αισθητικού αποτελέσματος.
Ερεθιστική για την οπτική μας, αυτή η διαφορική και μορφοκεντρική σύλληψη όχι μόνον απηχεί τάσεις της ευρωπαϊκής σκέψης της εποχής (οι οποίες κωδικοποιήθηκαν τοπικά από κύκλους όπως οι Γερμανοί Μορφολόγοι και οι Ρώσοι Φορμαλιστές), αλλά και μαρτυρεί τη θήτευση του Συκουτρή σε θεωρητικά παραδείγματα όπως ο καντιανός ιδεαλισμός και ο γερμανικός ρομαντισμός, που αποτελούν και σημεία αναφοράς της θεωρίας της λογοτεχνίας της περιόδου.
- Περί γραμματολογίας
Αν στο άρθρο «Γραμματεία» συναντούμε τον συστηματικό ορισμό της λογοτεχνίας, τον οποίο και έχουμε προσδιορίσει ως την πρώτη ορίζουσα αναφοράς της θεωρίας της λογοτεχνίας του Ιωάννη Συκουτρή, στο άρθρο «Γραμματολογία» (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 1929) έχουμε μια σειρά από άλλα, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για την οπτική μας, δεδομένα. Ποια είναι αυτά;
Κατά πρώτο λόγο, ο εκτενής ορισμός του όρου «γραμματολογία», ο οποίος συμπληρώνεται από τον προσδιορισμό των δύο κύριων υποσυνόλων του κλάδου, της «μονογραφικής» και της «καθολικής» γραμματολογίας. Η παρουσίαση της μονογραφικής και της καθολικής γραμματολογίας γίνεται υπό το πρίσμα της ανάλυσης του μεθοδολογικού στίγματος αμφοτέρων: γίνεται λόγος, θυμόμαστε, περί «εργοκεντρικής» και «ποιητοκεντρικής» μεθόδου (η πρώτη είναι εστιασμένη στο έργο, ενώ η δεύτερη στο πρόσωπο του συγγραφέα), μέθοδοι οι οποίες αναλύονται περαιτέρω στη γενετική, την περιγραφική και την ιστορική τους εκδοχή.
Το στοιχείο που κατά κύριο λόγο μας ενδιαφέρει είναι το γεγονός ότι τόσο στον ορισμό της γραμματολογίας όσο και στον προσδιορισμό των επιμέρους πεδίων της ο Συκουτρής αρθρώνει μιαν ιδιαίτερα επεξεργασμένη προβληματική περί του αντικειμένου και της μεθόδου της φιλολογικής επιστήμης, προβληματική που μας αποκαλύπτει έναν στοχαστή με επιστημολογική εγρήγορση και μεθοδολογική αυτοσυνείδηση.
Ένα σημείο που θα άξιζε να δούμε αναλυτικότερα είναι το εξής: θυμόμαστε ότι ο ορισμός της γραμματολογίας προσδίδει στην επιστήμη αυτή ένα κατά βάση ιστορικό περιεχόμενο. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό του τμήμα:
«Γραμματολογία είναι η φιλολογική επιστήμη, η οποία εξετάζει ιστορικώς έκαστα η τό σύνολον των λογοτεχνικών, εν μέρει δε και άλλων γραμματειακών μνημείων ενός έθνους εν τη αδιαρρήκτω ενότητι της μορφής και του περιεχομένου αυτών. (…) Η γραμματολογία είναι ιστορική επιστήμη, όχι μόνον εν τη ευρυτέρα σημασία του όρου, ως επιστήμη των προϊόντων του ανθρωπίνου πνεύματος, αλλά και εν τη ειδικότερα, εν αντιθέσει προς άλλας συστηματικός φιλολογικός επιστήμας, όπως η μετρική, φραστική, γραμματική, ποιητική, ρητορική κ.λπ. Είναι η κατ’ εξοχήν ιστορική επιστήμη εξ όλων των φιλολογικών επιστημών και εξετάζει τα μνημεία εν τη ιστορική αυτών αλληλουχία και τη εξελίξει του καθόλου πολιτισμού».
Ωστόσο, μια παρατήρηση που εντοπίζεται στην εισαγωγή του άρθρου που μελετούμε φαίνεται να προσδίδει στην επιστήμη αυτή και μιαν άλλη, κρισιμότατη για την προβληματική μας, διάσταση. Η διατύπωση αυτή είναι η εξής:
«[Ο όρος γραμματολογία] επιτρέπει να νοήσωμεν (…) όχι μόνον την ιστορικήν έκθεσιν, αλλά και την ανάλυσιν και κρίσιν ενός μόνου έργου διά την οποίαν επλάσθη τελευταίως ο όρος Literaturwissenschaft προς αντικατάστασιν του Literaturgeschichte».
Ο Δημήτρης Αγγελάτος στο σχολιασμό του της μετάφρασης του βιβλίου των Brunei, Pichois, Rousseau Τι είναι συγκριτική γραμματολογία;, στον οποίο θίγονται σημαντικά ζητήματα φιλολογικής ορολογίας, διαβλέπει σε αυτή την πρόταση μια τάση διεύρυνσης του όρου γραμματολογία πέραν της ιστορικής του βάσης, τάση η οποία διαφαίνεται στους όρους «ανάλυση» και «κρίση»: σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή, στους όρους αυτούς εγγράφεται από τον Συκουτρή η προοπτική της κειμενοκεντρικής ανάλυσης, της κριτικής αξιολόγησης και, εντέλει, της θεωρητικής προσέγγισης του λογοτεχνικού έργου. Παραθέτουμε ένα τμήμα της εν λόγω προβληματικής:
«Το κείμενο του Συκουτρή περί γραμματολογίας έθετε ένα ζήτημα που ήταν αποφασιστικής σημασίας για τις φιλολογικές και τις συγκριτολογικές σπουδές. (…) [Σ]το πλαίσιο της γραμματολογίας, η ιστορία συνδέεται από μεθοδολογική άποψη με τη δυνατότητα μιας κειμενοκεντρικής προσέγγισης δομικού, θα τολμούσε να πει κανείς, τύπου (: “ανάλυσι[ς]”) και μιας κριτικού-αξιολογικού περιεχομένου προσέγγισης των κειμένων (: “κρίσι[ς]) (…). Η γραμματολογία δεν ήταν συνεπώς μία φιλολογική επιστήμη μεταξύ των άλλων, αλλά μάλλον (…) η βασικότερη• γινόταν, για να είμαστε ακριβέστεροι, η φιλολογική επιστήμη που περιείχε (όλες;) τις μεθοδολογικές δυνατότητες (την ιστορία, τη θεωρία και την κριτική, θα λέγαμε με μια πιο τρέχουσα ορολογία), η επιστήμη δηλαδή της λογοτεχνίας».
Ας υπογραμμίσουμε τη συνδυαστική αυτή προοπτική, η οποία όχι μόνον ανάγει την κατά Συκουτρή γραμματολογία στο πεδίο της θεωρίας της λογοτεχνίας αλλά και συνάδει με τον τρόπο με τον οποίο ο όρος αυτός προσδιορίζεται από την ειδική βιβλιογραφία και σήμερα, ως ένα σημαντικό για την προβληματική μας κρατούμενο.
III. Ο ορίζοντας της μεταθεωρίας
Ο λόγος περί μεθόδου που διατυπώνεται στο πλαίσιο της περί γραμματολογίας προβληματικής του συγγραφέα μας αποτελεί, εάν η ανάλυσή μας ευσταθεί, και τη δεύτερη ορίζουσα αναφοράς του θεωρητικού περί λογοτεχνίας στοχασμού του. Το άρθρο «Γραμματολογία» συνιστά όμως πεδίο θεωρητικού προβληματισμού και από άλλες απόψεις. Ας δούμε μερικές από αυτές.
Στο τρίτο κεφάλαιο του άρθρου, το οποίο επιγράφεται «Σχέσις προς άλλας επιστήμας» και είναι, όπως ενδεικνύει ο τίτλος του, επιστημολογικού περιεχομένου, στο μέτρο που εξετάζει τη σχέση της γραμματολογίας με όμορά της επιστημονικά πεδία (τη βιβλιογραφία, την ιστορία της τέχνης, την ψυχολογία, τη γλωσσολογία κ.ά.), ορίζονται η Κριτική, η Αισθητική και η Ποιητική. Με τους ορισμούς αυτούς, που αποτελούν ενδελεχείς κωδικοποιήσεις των κύριων εννοιολογικών συνιστωσών των εν λόγω πεδίων, εισάγονται δύο υπάλληλοι κύκλοι της συκουτρικής θεωρίας της λογοτεχνίας, η μετακριτική και η μεταθεωρία. Ας δούμε ενδεικτικά ένα τμήμα του ορισμού της Ποιητικής:
«Η επιστήμη περί τής φύσεως τής λογοτεχνίας (όχι μόνον τής ποιήσεως) και των μορφών αυτής και στοιχείων εξετάζει υπό συστηματικήν άποψιν ό,τι η γραμματολογία υπό ιστορικήν. Εντεύθεν, αν και τας γνώσεις της αντλεί από τα ιστορικά δεδομένα δι’ αφαιρέσεως, δεν περιορίζεται αύτη εις την λογοτεχνίαν ενός μόνου λαού ή μίας εποχής, αλλά ζητεί να διατυπώση νόμους και έννοιας ευρυτάτης κατά το δυνατόν ισχύος».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση της οντολογικής («ή επιστήμη περί τής φύσεως τής λογοτεχνίας») και της αφαιρετικο-ολιστικής («δι’ αφαιρέσεως», «ζητεί να διατύπωση νόμους και έννοιας ευρυτάτης ισχύος») διάστασης του όρου, επισήμανση μέσω της οποίας αποδίδονται, όπως βλέπουμε, με ακρίβεια αξονικές του ορίζουσες.
Θα άξιζε να υπογραμμίσουμε ότι η περί ποιητικής προβληματική του Συκουτρή, που εισάγεται με αυτό τον ορισμό, αναπτύσσεται πληρέστερα στην «Εισαγωγή» του στην πραγματεία του Αριστοτέλη Περί Ποιητικής (1936): η μελέτη αυτή, εκτός από ένα μνημειώδες έργο κλασικής φιλολογίας, συνιστά και ένα σημαντικό κείμενο μεταθεωρίας της λογοτεχνίας, στο μέτρο που αναλύει κριτικά τον θεωρητικό περί λογοτεχνίας στοχασμό του Σταγιρίτη φιλοσόφου. Καθώς το παρόν αναλυτικό πλαίσιο δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε επί του θέματος, θα περιοριστούμε στο να σημειώσουμε ότι η ερμηνεία της αριστοτελικής πραγματείας που προτείνεται από τον Συκουτρή είναι βαθιά εμποτισμένη από τη θήτευσή του στον ιδεαλισμό και τον γερμανικό ρομαντισμό, θεωρητικά παραδείγματα που αποτελούν σημαίνοντες πόλους της σκέψης του.
Προσπαθώντας τώρα να ανιχνεύσουμε συστηματικότερα τον μεταθεωρητικό λόγο του Συκουτρή, έτσι όπως αυτός διαμορφώνεται στο άρθρο «Γραμματολογία», θα σταθούμε στο τέταρτο και το πέμπτο κεφάλαιο του τελευταίου, τα οποία επιγράφονται αντίστοιχα «Ιστορική επισκόπησις» και «Αι σύγχρονοι κατευθύνσεις».
Το κεφάλαιο «Ιστορική επισκόπησις» παρακολουθεί αναλυτικά τη σταδιακή διαμόρφωση της επιστήμης της γραμματολογίας στην Ευρώπη από την αρχαιότητα έως τον 19ο αιώνα. Η παρακολούθηση αυτή γίνεται υπό το πρίσμα ενός συγκεκριμένου ζητουμένου, το οποίο είναι επιστημολογικής τάξης: πρόκειται για τη σταδιακή συγκρότηση της γραμματολογίας σε αυτόνομη, προικισμένη με συστηματικότητα, μεθοδολογική συνέπεια και συνθετικό πνεύμα επιστήμη.
Πού όμως εισάγεται το παράδειγμα της μεταθεωρίας; Κατά κύριο λόγο, στο δεύτερο μισό του κεφαλαίου (σ. 151 κ.ε.), όπου στην ιστορική επισκόπηση περί ης ο λόγος έρχονται να ενσωματωθούν ορισμένα πρώιμα μεταθεωρητικά μορφώματα. Απομονώνουμε ενδεικτικά τρία από αυτά:
α) την αναφορά στον Herder, στο πλαίσιο της οποίας αποδίδονται κριτικά δύο σημαντικές ορίζουσες της θεωρίας του γνωστού φιλοσόφου του τέλους του 18ου αιώνα, η έννοια του οργανισμού και αυτή του εθνικού πνεύματος·
β) την αναφορά στη θεωρία της λογοτεχνίας του γερμανικού ρομαντισμού, στα όρια της οποίας σχολιάζονται βασικές πτυχές της ρομαντικής αισθητικής, όπως η έννοια του πνεύματος της εποχής (Zeitgeist) και αυτή της καλλιτεχνοποίησης της ζωής·
γ) την αναφορά, τέλος, στις επιστημονικές αρχές του θετικισμού του Auguste Comte και στη μεγάλη επίδραση που αυτός άσκησε στις ευρωπαϊκές γραμματολογικές σπουδές.
Τα μεταθεωρητικά μορφώματα πυκνώνουν και συστηματοποιούνται περισσότερο στο προαναφερθέν πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του άρθρου «Αι σύγχρονοι κατευθύνσεις». Σε τι συνίστανται, ακριβέστερα, οι κατευθύνσεις αυτές; Σε ένα κύμα μεθοδολογικών ζυμώσεων, οι οποίες τοποθετούνται, μαθαίνουμε διαβάζοντας τις πρώτες γραμμές της σχετικής πραγμάτευσης, στο διάστημα από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και μετά και κυρίως στην εποχή που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κοινός παρονομαστής των δρωμένων αυτών είναι – παραθέτουμε ένα εύγλωττο απόσπασμα του εισαγωγικού τμήματος του κεφαλαίου:
«[Ο] αγών εναντίον τής (…) ιστορικής-θετικιστικής μεθόδου, η δε προσπάθειά των δεν στρέφεται κυρίως εις τον πλουτισμόν του υλικού των γνώσεων, διά τον όποιον αναγνωρίζεται η ιστορική μέθοδος ως η μόνη κατάλληλος, αλλ’ εις την συστηματικήν αυτού κατάταξιν, την ζωντάνευσιν των συγκεντρωμένων γεγονότων, την εμβάθυνσιν εις αυτά, την σύλληψιv του ουσιώδους στοιχείου της λογοτεχνικής παραγωγής. Εναντίον της ιστορικής μεθόδου επιρρίπτεται, ότι δεν είναι εις θέσιν παρά τα γεγονότα να συλλάβη το πνεύμα διά το όποιον έχουν αξίαν τα γεγονότα, και την ζωήν εις την ποικίλην της εμφάνισιν, αλλά μόνον (ορισμένους χρονολογικούς και βιογραφικούς σταθμούς. Η ζωή τού Γκαίτε π.χ. είναι κάτι περισσότερον από το άθροισμα χρονολογιών και γεγονότων (…). Αυτό το “περισσότερον”, αυτήν την ολότητα τής ζωής εν τη γενικότητί της συγχρόνως εις τον πλούτον των ατομικών της χαρακτηριστικών, αδυνατεί να συλλαβή η ιστορική σχολή, διότι ό θετικισμός και η εμπειρική της γνωσιολογία δεν τής παρέχει τα απαραίτητα όργανα. Επίσης ο Φάουστ του Γκαίτε είναι κάτι περισσότερον από απλούν άθροισμα ιδεών (…), φραστικών μέσων, μέτρων, εικόνων, μοτίβων κ.λπ., όπως ζητεί ο αναλυτικός τρόπος ερεύνης της ιστορικής μεθόδου να παραστήση. Είναι οργανικόν όλον, με αισθητικάς αξίας, ηθικήν δύναμιν και πλούτον διανοητικόν, είναι καλλιτέχνημα, αλλά προς κατανόησιν ενός καλλιτεχνήματος ο θετικισμός δεν διαθέτει όργανα».
Δυο είναι λοιπόν τα ζητούμενα αυτού του νέου τότε παραδείγματος: από τη μια μεριά, η απομάκρυνση από το θετικισμό και, από την άλλη, μια στενά συναρτημένη με την παράδοση του ρομαντισμού και της Ερμηνευτικής ενδοαισθητική προσέγγιση, στόχος της οποίας είναι η απόδοση «της ολότητ[ος] της ζωής εν τη γενικότητί της» και η ανάδειξη του «ουσιώδους στοιχείου της λογοτεχνικής παραγωγής», δηλαδή, για να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, της λογοτεχνικότητας.
Εν συνεχεία και έως το τέλος του κεφαλαίου παρουσιάζονται μία προς μία οι επιμέρους τάσεις και μεθοδολογικές εκδοχές αυτού του νέου τότε θεωρητικού συνεχούς• η παρουσίαση αυτή, που συνιστά μια πυκνή κριτική απόδοση των αρχών των υπό εξέταση παραδειγμάτων, αποτελεί και την απόληξη της μεταθεωρητικής εκδίπλωσης του άρθρου «Γραμματολογία».
Οι θεωρητικές τάσεις περί ων ο λόγος είναι οι εξής: η απότοκος της Ερμηνευτικής βιογραφική μέθοδος, υπό την οποία συγκεντρώνονται κριτικοί όπως ο Fr. Gudolf και ο S. Bertram• ως ζητούμενό της προσδιορίζεται η σύλληψη και η ερμηνεία «το[υ] ουσιώδ[ους] στοιχείου] μιας προσωπικότητος, όπερ υπάρχει εις αυτήν απ’ αρχής μέχρι τέλους και εκδηλώνεται εις την ζωήν της, όπως και εις τα έργα της»•
η νεορομαντικών καταβολών φυλογραφική μέθοδος, η οποία εστιάζεται στην έννοια της φυλής ως ερμηνευτικού πλαισίου και υπό την οποία συγκεντρώνονται ο Γάλλος Η. Taine και κυρίως οι Γερμανοί A. Sauer και J. Nadler•
η κοινωνιστική (ήτοι η κοινωνιολογική) μέθοδος, η οποία, όντας στενά συναρτημένη τόσο με τη θεωρία του Η. Taine όσο και με την κοινωνιολογία των Ε. Durkheim και Μ. Weber, «ζητεί να κατανοήση την γραμματείαν ενός λαού από τας κοινωνικός συνθήκας»•
η ειδογραφική θεωρία (δηλαδή η θεωρία των λογοτεχνικών ειδών), στο πλαίσιο της οποίας γίνεται αναφορά στην ειδολογική προβληματική των Αριστοτέλη, Brunetiere και Κ. Vietor•
η μορφογραφική ή φρασεογραφική μέθοδος, αντικείμενο της οποίας είναι «[ε]κείνο όπερ διακρίνει εν λογοτέχνημα από άλλα γραμματειακά προϊόντα [ήτοι] κυρίως η εξωτερική των μορφή (Gestalt)»• υπό τον όρο αυτό εξετάζονται, εκτός των άλλων, οι θεωρητικοί Ο. Walzel και F. Strich, εισηγητές, διαβάζουμε, μιας μορφοκεντρικής ανάλυσης που προσδιορίζει τη φραστική δομή του λογοτεχνήματος ως φορέα πνευματικών κατηγοριών•
η προταθείσα από τον Wilhelm Dilthey νοογραφική μέθοδος, υποσύνολο μιας Ερμηνευτικής του πολιτισμού, ζητούμενο της οποίας είναι «να ερμηνεύση το ποιητικόν έργον πρωτίστως ως εκδήλωσιν του πνευματικού βίου της εποχής και του δημιουργού του, εν σχέσει προς τον βαθμόν συνειδήσεως του όλου πνεύματος [Geist] και του αντικατοπτρισμού του εις την θρησκείαν και την φιλοσοφίαν κυρίως»•
η ντιλταϊκών και νεοκαντιανών καταβολών προβληματογραφική μέθοδος, η οποία συνίσταται στη μελέτη του λογοτεχνικού έργου υπό το πρίσμα φιλοσοφικών θεματικών και εκπροσωπείται κυρίως από τον R. Unger•
και, τέλος, η ψυχαναλυτική μέθοδος («η ανάλυσις του ασυνειδήτου ψυχικού στοιχείου του συγγραφέως και η προσπάθεια να ερμηνευθή η καλλιτεχνική παραγωγή ως εκδήλωσις ερωτισμού»), στην οποίαν δεν αφιερώνονται παρά τέσσερις γενικού περιεχομένου γραμμές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, εξάλλου, η επανειλημμένη αναφορά του Συκουτρή στο έργο του κυριότατου εκπροσώπου της Ερμηνευτικής και εισηγητή της αντιθετικιστικής επιστημολογίας της εποχής, γερμανού φιλοσόφου Wilhelm Dilthey: στο άρθρο «Γραμματολογία» η φιλοσοφία του Dilthey σχολιάζεται μίαν ακόμη φορά εκτός της προαναφερθείσας• θα άξιζε να δούμε με ποιους ακριβώς όρους:
«Εις το σημείον όμως αυτό πρέπει προηγουμένως να γίνει λόγος περί του Γουλιέλμου Ντίλταϊ, ο οποίος είχε κατά τους τελευταίους χρόνους τεραστίαν επίδρασιν εις τον πνευματικόν βίον τής συγχρόνου Γερμανίας (…).Τό 1906 κυκλοφόρησαν εις τόμον οι τέσσαρες ρηξικέλευθοι γραμματολογικαί του μελέται υπό τον τίτλον Βίωμα και Ποίησις (Erlebnis und Dichtung), με τας όποιας ήνοιξε τον δρόμον εις βαθυτέραν κατανόησιν της ποιήσεως και της λειτουργίας της εν τω πνευματικώ βίω. Η θεμελιώδης αρχή του Ντίλταϊ είναι ότι και η ποίησις δεν είναι απλή παιδιά (…), αλλά ερμηνεία της ζωής (Lebensdeutung), όπως ακριβώς η φιλοσοφία και η θρησκεία, από τας όποιας όμως διαφέρει ως προς τα μέσα άτινα χρησιμοποιεί, και τον βαθμόν της καθολικότητος. Την ουσίαν της ποιήσεως ζητεί να κατανοήση από βαθείαν ανάλυσιν του διαφόρου τρόπου, καθ’ ον αντικρύζει ο ποιητής τον κόσμον και την ζωήν, με τον όποιον παρουσιάζεται εις αυτόν και την ζωντανήν πείραν της ζωής του (Erlebnis) το νόημα της ζωής. Ο ποιητής από την ζωήν αρπάζει ωρισμένον μόνον μέρος και αυτό εξαιρεί εις σημαντικότητα, εις σύμβολον της ολότητος της ζωής και των προβλημάτων της, αφαιρουμένων των τυχαίων περιστατικών (…). Το καθολικόν νόημα της ζωής ζητεί ο ποιητής (…) να συλλάβη και να παραστήση, όχι δε την πραγματικότητα. Και τούτο το κατορθώνει, όχι με έννοιας και με αντικειμενικήν προσήλωσιν εις την πραγματικότητα, όπως η φιλοσοφία, αλλά ελευθέριος και με την χρήσιν των πλαστικών μέσων της τέχνης».
Η λογοτεχνία προσδιορίζεται, διαβάζουμε στο παρατιθέμενο χωρίο, ως μια διά καλλιτεχνικών μέσων απόδοση του «καθολικού νοήματος» της ζωής, μια ενδο-αισθητική διερεύνηση του ουσιαστικού νοηματικού πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Με την αναφορά αυτή στον Dilthey, που συμπυκνώνει θαυμαστά τους κεντρικούς άξονες της μελέτης Erlebnis und Dichtung, έργου αναφοράς του φιλοσόφου αναγόμενου στο παράδειγμα της φιλοσοφίας της ζωής, εισάγεται συστηματικά ένα από τα κυριότερα στρώματα της συκουτρικής θεωρίας και μεταθεωρίας της λογοτεχνίας, η Ερμηνευτική.
Θα άξιζε να υπογραμμίσουμε ότι το θεωρητικό παράδειγμα που αποδίδεται με τον όρο φιλοσοφία της ζωής, παράδειγμα το οποίο καλλιεργήθηκε, εκτός των άλλων, στους κόλπους της ντιλταϊκής Ερμηνευτικής, διαθέτει, πέραν της διαφαινόμενης αισθητικής, και μιαν ενδιαφέρουσα επιστημολογική διάσταση: πρόκειται για το αίτημα της απομάκρυνσης των ανθρωπιστικών επιστημών από τα όρια του θετικισμού και του συνακόλουθου προσανατολισμού τους προς τον ορίζοντα της ανθρώπινης ζωής, η οποία νοείται ως η πραγματική και ιστορικά προσδιορισμένη βιωμένη εμπειρία του υποκειμένου.
Καθώς το ζήτημα του διαλόγου του Συκουτρή με τη φιλοσοφία του Dilthey πρόκειται να το εξετάσουμε αναλυτικά σε ειδική εργασία, θα περιοριστούμε στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η θήτευση του συγγραφέα μας στο έργο του γερμανού φιλοσόφου διαφαίνεται, εκτός των άλλων, στη μελέτη Φιλολογία και ζωή (1931), εναρκτήριό του μάθημα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έργο αναστοχασμού επιστημολογικού εν πολλοίς περιεχομένου («θεωρητική και φιλοσοφική της φιλολογικής πράξεως επισκόπησής», σύμφωνα με καίρια διατύπωση του ίδιου του συγγραφέα), το κείμενο αυτό προτείνει, όπως θυμόμαστε, μιαν ενδελεχή θεωρία της επιστήμης της φιλολογίας εστιαζόμενο σε σημαίνουσες θεματικές, μεθοδολογικές και φιλοσοφικές της ορίζουσες. Η ντιλταϊκή επίδραση, η οποία ενδεικνύεται από τον ίδιο τον τίτλο της μελέτης («φιλολογία / ζωή») διατρέχει την προβληματική της, καθώς ό,τι κατά κύριο λόγο διερευνάται σε αυτήν είναι η προοπτική της σύνδεσης της επιστήμης της φιλολογίας με την έννοια της ζωής — της ζωής συλλαμβανόμενης ως ευρύτερου πνευματικού, ανθρωπολογικού και πραξιολογικού πλαισίου.
*
Ορισμός της λογοτεχνίας, λόγος περί μεθόδου, μετακριτική και μεταθεωρία, επιστημολογία, αναστοχασμός. Ιδού λοιπόν οι κύριες συνιστώσες της θεωρίας της λογοτεχνίας του Ιωάννη Συκουτρή, υποσυνόλου της βαθιά στοχαστικής διάστασης του ρηξικέλευθου έργου αυτής της μορφής αναφοράς της επιστήμης μας.