12 Μαΐου 2017 at 15:50

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ: Περιοχές της Ρωμανίας – Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία

από

 Περιοχές της Ρωμανίας – Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία

Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (γενν. 29 Αυγούστου 1926) είναι Ελληνίδα βυζαντινολόγος ιστορικός. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης το 1967 και η πρώτη γυναίκα πρύτανις του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στην 700 χρόνων ιστορία του, το 1976. Ακόμη, είναι Πρέσβης Καλής Θελήσεως στη UNICEF.

Κείμενο: Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ

ΟΠΟΙΟΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΜΙΛΑ ΑΘΕΛΗΤΑ ΓΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ. Και όποιος μιλά για Κωνσταντινούπολη μιλά για το κέντρο της τότε οικουμένης, για το «άρμενο», τη γέφυρα μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, το ναυτικό σταυροδρόμι του Πόντου και της Μεσογείου, που είχε την Προποντίδα για εσωτερική λίμνη.

Η Κωνσταντινούπολη που το κάλλος της λάμπει σε Ασία και Ευρώπη, όπως λέει ένα επίγραμμα του 6ου αιώνα, η καρδιά της εκχριστιανισμένης και εξελληνισμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δηλαδή του Βυζαντίου, έχει δυο τροφοδότριες περιοχές: πρώτα τη Θράκη και Μακεδονία που τη συνδέει, χάρη στην Εγνατία οδό [περνά από τη Θεσσαλονίκη], με την Παλαιά Ρώμη και την Ευρώπη -ο κυρίως ελλαδικός χώρος, τα λεγόμενα Κατωτικά, έμεινε στα βυζαντινά χρόνια εξωκεντρικός, περιφερειακός και συχνά επαρχιωτοποιημένος- και ύστερα, κυρίως θα έλεγα, τη Μικρασία, πλούσια πηγή ανθρώπινου και υλικού πλούτου.

Η ευρωασιατική αυτή πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη ήταν ο κόμβος [αφετηρία και τέρμα] κάθε οδικού και ναυτικού δικτύου. Σε αυτήν κατέληγαν οι κύριοι ηπειρωτικοί και όλοι οι ναυτικοί δρόμοι, όπως κάποτε «όλαι αι οδοί» οδηγούσαν στην Παλαιά Ρώμη. Αυτός είναι ο λόγος που εξηγεί τον σημαντικό ρόλο των πολυάριθμων κωνσταντινοπολίτικων λιμανιών: ας θυμηθούμε ότι αυτά συνέδεαν τη Μικρασία -το ζωτικό κύτταρο του βυζαντινού οργανισμού- με τον υπόλοιπο κόσμο της αυτοκρατορίας. Κλειδί της συνάντησης Ασίας-Ευρώπης, ναυτικό και οδικό, μένει πάντα η Προποντίδα με την Άβυδο στον Ελλήσποντο και με το Ιερό στον Βόσπορο· σε αυτήν τη νευραλγική τοποθέτηση της οφείλει ασφαλώς η Πόλη το είναι και την αίγλη της: προϋπόθεση βέβαια πάντα για την ακμή της Κωνσταντινούπολης στάθηκαν οι ανταλλαγές της με τη Μικρασία και την Ανατολή.

Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ´ προσκυνώντας τον Ιησού Χριστό. Μωσαϊκό πάνω από την πύλη του αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία.
Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ´ προσκυνώντας τον Ιησού Χριστό. Μωσαϊκό πάνω από την πύλη του αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία.

Η ανάλυση της απόφασης του Μεγάλου Κωνσταντίνου για την ίδρυση της πόλης του, μας περιγράφει αθέλητα και λακωνικά τη σημασία που ο θεοδήγητος αυτοκράτορας ανεγνώριζε στη Μικρασία για την ευόδωση της πολιτικής του, και για την ευπραγία της αυτοκρατορίας γενικότερα. Είναι γνωστό ότι πρώτη επιλογή του Μεγάλου Κωνσταντίνου για την ανοικοδόμηση μιας δεύτερης πρωτεύουσας πόλης της αυτοκρατορίας δίπλα στη Ρώμη ήταν η αρχαία Τροία: το Ίλιον, πόλη μικρασιατική, όπως άρμοζε στην αναγκαιότητα των καιρών. Ο αυτοκράτορας απέβλεπε στο να κινητοποιήσει την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία που ήταν εξελληνισμένη πνευματικά και διοικητικά εκρωμαϊσμένη, αλλά βαθιά εκχριστιανισμένη στην εποχή του, για να αναχαιτίσει τον κίνδυνο των βαρβαρικών επιδρομών, αλλά και την περσική απειλή, γεγονότα που κλυδώνιζαν τότε από άκρο σε άκρο την αυτοκρατορία.

Εκτός από την προνομιούχο αιγαιακή θέση της περιοχής, η επιλογή του Ιλίου, νομίζω, δήλωνε συμβολικά την κοινή ελληνορωμαϊκή κληρονομιά: το αρχαίο ελληνικό κατόρθωμα του τρωικού πολέμου, πάντα ζωντανό στη λαϊκή συνείδηση, είχε ως επακόλουθο το κτίσιμο της Ρώμης από τον Αινεία, που έφυγε από την κατεστραμμένη Τροία, για να φτάσει, ύστερα από περιπετειώδη περιήγηση, μέσω Καρχηδόνας [αναφέρομαι εδώ στον σύνδεσμο του με τη Διδώ] στην Ιταλία, όπου και ιδρύει τη μελλοντική κοσμοκράτειρα Ρώμη.

Ας θυμίσω ότι τρωική θεωρείται η καταγωγή των δυναστειών της Ρώμης και ότι με τον Όμηρο και τον Βιργίλιο (Iλιάδα και Αινειάδα) μεγάλωναν οι γόνοι των εκλεπτυσμένων πνευματικά πληθυσμών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το τρωικό σχέδιο του αυτοκράτορα εγκαταλείφθηκε για λόγους ναυτικούς: το λιμάνι της Τροίας ανοιχτό σε δυνατά ρεύματα δεν θα μπορούσε, κατά τους ειδικούς, να προστατεύσει τη στάθμευση πολυάριθμου αυτοκρατορικού στόλου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος διάλεξε τότε για άλλη μια φορά μικρασιατική πόλη. Θέλησε να κτίσει την πόλη του στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου [στη Χαλκηδόνα, το σημερινό Σκουτάρι] αλλά Άγγελος Κυρίου, κατά την παράδοση, μετέφερε κάθε βράδυ απέναντι στην ευρωπαϊκή πλευρά [στη θέση της παλιάς μεγαρικής αποικίας του Βυζαντίου] τα λιθάρια που εργάτες και εργοδηγοί συγκέντρωναν για το κτίσιμο της νέας πόλης στη Χαλκηδόνα.

Το χριστιανικό μύθευμα είναι εύγλωττο: η θεϊκή θέληση υπέδειξε την Κωνσταντινούπολη σαν εστία της νέας θρησκείας, ενώ η αυτοκρατορική βούληση δεν απέκλινε ποτέ από το πολιτικό σχέδιο της αναβάθμισης της οποίας έπρεπε να τύχει η ζωτική περιοχή της Μικρασίας. Η Κωνσταντινούπολη έγινε γρήγορα ο μικρασιατικός προμαχώνας στην ευρωπαϊκή ακτή· ο πληθυσμός της προέρχεται κυρίως από τις ελληνοπρεπείς ασιατικές περιοχές, η αυτοκρατορική και αυλική ζωή ενσωματώνει στην Πόλη τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, με τα θερινά ανάκτορα, και τα αρχοντικά θέρετρα, με τα αυτοκρατορικά μοναστήρια και κυνηγέσια. Έτσι το Πέρα αναδεικνύεται γρήγορα σε ένα από τα πιο ζωντανά τμήματα της κωνσταντινοπολίτικης ζωής και αργότερα του διεθνούς εμπορίου.

Όπως καινά έχει, η Κωνσταντινούπολη με την Προποντίδα, τα Πριγκηποννήσια και τον Βόσπορο, από τον Ελλήσποντο [τα Δαρδανέλλια] ως το ποντιακό Ιερό, αποτέλεσε καθ’ όλα τη βυζαντινή περίοδο τον οργανικό χώρο σύγκλισης της Μικρασίας με τα Βαλκάνια: η ελληνική μικρασιατική ακτινοβολία καλύπτει όλο τον χώρο ως τις παραδουνάβιες και τις βόρειες ποντιακές περιοχές: αυτό διδάσκουν ταφικά και άλλα μνημεία ακόμη και της αρχαιότητας, αυτό διαλαλούν τα τοπωνύμια της μεσαιωνικής εποχής και τα ανθρωπωνύμια, θα έλεγα, του πάντα και του τώρα. Ας τονίσω ότι οι μεταξύ Μικρασίας, Θράκης και Βαλκανίων επαφές συνεχίζονταν χωρίς διακοπή, και αυτό άσχετα από την εκάστοτε πολιτική εξουσία των περιοχών αυτών και άσχετα από τις εθνικές ή θρησκευτικές διαφορές των πληθυσμών.

Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος (3 Απριλίου 1395 – 1472) ήταν Έλληνας λόγιος του 15ου αιώνα.

Παλαιόθεν προσηλωμένη η Μικρασία στον ελληνισμό, μεταλαμπαδεύει στο Βυζάντιο μεταξύ άλλων και την κληρονομιά των ελληνιστικών μοναρχιών με τα ανθρωπιστικά τους ιδεώδη, όπως, π.χ., τη φιλανθρωπία και τη μίμηση Θεού, ως αυτοκρατορικές αρετές και πρώτη πάντα η Μικρασία στην αποδοχή του χριστιανισμού αναδεικνύεται ως το κατεξοχήν κέντρο της νέας θρησκείας – θα φέρω προς απόδειξη όχι μόνο τα πλούσια παλαιοχριστιανικά ευρήματα και κτίσματα που βρίσκονται στον μικρασιατικό χώρο ή τα μαρτυρολογικά κείμενα και τις Πράξεις των Αποστόλων που δείχνουν αδιάψευστα την ικμάδα των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων στη Μικρασία, αλλά θα σταθώ κυρίως στην εύγλωττη μαρτυρία της Αποκάλυψης [το κείμενο που, όπως είναι γνωστό, γράφτηκε από τον Ιωάννη στην Πάτμο γύρω στο 90 μ.Χ.]. Όπως σημείωσα και αλλού, οι περίφημες επτά λυχνίες της Αποκάλυψης του Ιωάννου που δηλώνουν, όπως είναι γνωστό, τα λαμπρότερα κέντρα του χριστιανισμού της εποχής, είναι όλες πόλεις μικρασιατικές: Σμύρνη, Έφεσσος, Σάρδεις, Λαοδικεία, Φιλαδέλφεια, Πέργαμος, Θυάτειρα. Είναι πόλεις της δυτικής, της από την αρχαιότητα δηλαδή εξελληνισμένης, ελληνικής θα έλεγα, Μικρασίας.

Η παρατήρηση αυτή με οδηγεί να υπογραμμίσω αμέσως ένα κυρίως μικρασιατικό φαινόμενο, αντιληπτό ήδη από την πιο απόμακρη ιστορική περίοδο της περιοχής. Η Μικρασία πάντοτε στάθηκε η γέφυρα μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, το σταυροδρόμι και το χωνευτήρι δύο επιδράσεων. Η αντιθετική αυτή έλξη εγγράφεται κατά τη βυζαντινή περίοδο και στον χώρο. Γίνεται αισθητή ιδιαίτερα στη ζώνη που διαχωρίζει τους μικρασιατικούς πληθυσμούς που υπέστησαν κυρίως την ανατολική παράδοση στις οικονομικοκοινωνικές τους σχέσεις, αλλά και στις πολιτιστικές τους συνήθειες, από τους πληθυσμούς που βρέθηκαν στη σφαίρα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και οικειώθηκαν τον τρόπο ζωής του τότε ευρωπαϊκού, θα έλεγα, κόσμου. Η διαχωριστική γραμμή, grosso-modo, διατρέχει την Αλμυρά έρημο, αφήνοντας στα ανατολικά την Άγκυρα και τη μικρασιατική ενδοχώρα, και στα δυτικά την αιγαιακή Μικρασία, που η ελληνογενής επίδραση της καλύπτει εκτός από την Ιωνία, την Τρωάδα, την Αιολίδα, τη Λυκία, την Καρία, τη Μυσία και τη Βυθυνία και τον παράλιο Πόντο ως τη Φρυγία. Το κύριο διακριτικό της ανατολικής ενδοχώρας είναι ο αγροτικός χαρακτήρας, αντίθετα με τον ναυτικό εμπορικό χαρακτήρα της δυτικής και ποντιακής Μικρασίας.

Η βασική αυτή ειδοποιός διαφορά καθορίζει επίσης το αστικό και οδικό δίκτυο [ιδιαίτερα πυκνό στα παράλια], αλλά και την οικονομική ευμάρεια και την κοινωνική και πνευματική ζωή. Είναι γνωστό ότι η δυτική Μικρασία με τις πολυπληθείς πόλεις-λιμάνια είναι ανοιχτή στις εξωτερικές επιδράσεις και σχέσεις· η μετακίνηση ανθρώπων, ιδεών και προϊόντων είναι ο βασικός παράγοντας του αστικού βίου της περιοχής. Διέπεται, ως τον 7ο αιώνα περίπου, από το σύστημα της αυτόνομης τοπικής δημόσιας διοίκησης των πόλεων [τα municipia]. Αυτό εξηγεί ασφαλώς και την επίλεκτη θέση που έχει ο επισκοπικός θεσμός στα κοινά των πόλεων της περιοχής- η πρωτοβυζαντινή δυτική Μικρασία παρουσιάζειτο πιο πυκνό επισκοπικό δίκτυο της εποχής [απόδειξη οι επισκοπικοί κατάλογοι στον Συνέκδημον του Ιεροκλέους], ενώ στην ανατολική Μικρασία [κυρίως στην Καππαδοκία και ανατολικότερα] επιχωριάζει ο θεσμός του χωροεπίσκοπου.

Εκεί αναδεικνύονται ωστόσο οι ιεράρχες που το έργο τους θα στεριώσει τον μοναχισμό [άσκηση ανατολικής κυρίως προέλευσης] και που θα θεμελιώσει τις αρχές της χριστιανικής ηθικής και παιδείας- τα ονόματα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου Νύσσης έρχονται αμέσως στον νου. Οπωσδήποτε είναι στη Μικρασία, δυτική ή ανατολική, στη Σμύρνη-Έφεσσο ή στην Καισάρεια-Ικόνιο, που η χριστιανική ευλάβεια και πίστη, αλλά και η εκκλησιαστική και η πνευματική οργάνωση του χριστιανισμού βρίσκουν αρραγή θεμέλια. Λογικά στην περιοχή αυτή θα συγκληθούν όλες σχεδόν οι Οικουμενικές Σύνοδοι (Νίκαια, Έφεσσο, Χαλκηδόνα και βέβαια Κωνσταντινούπολη), φυσικό επίσης το ότι η περιοχή δεν έπαψε να διαταράσσεται από χριστολογικές έριδες και αιρέσεις που βρίθουν κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο. Εδώ έδρασαν οι λεγόμενοι Καθαροί, οι Μοντανιστές, οι Μαρκιωνιστές και άλλοι Μανιχαίοι, εδώ άνθησε η εικονομαχική έριδα, που είχε για εμπνευστή μικρασιάτη αυτοκράτορα (τον Λέοντα Γ, τον λεγόμενο Ίσαυρο, μολονότι είχε γεννηθεί στη Γερμανικεία), εδώ τέλος είδε το φως το ιδιότυπο κράτος των Παυλικιανών (είχε πρωτεύουσα την Τεφρική, πόλη μεταξύ Καππαδοκίας και Πόντου), που η συνεργασία του με τον εξωτερικό εχθρό, τους Άραβες, θορύβησε κατά τον 9ο αιώνα την Κωνσταντινούπολη. Το Βυζάντιο αντεπεξήλθε την απειλή των Παυλικιανών χάρη στις νικηφόρες εκστρατείες του Βασιλείου Α’ [του λεγόμενου Μακεδόνα], ο οποίος το 867 κατέστρεψε ολοσχερώς την Τεφρική, την αιρετική αυτή πολιτεία, και μετοίκισε τους κατοίκους της. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αιρετικά αυτά κινήματα ευδοκίμησαν όλα στην ανατολική ενδότερη Μικρασία, ενώ τα παράλια και η δυτική Μικρασία έμειναν πάντα προσηλωμένα στην ορθοδοξία, έτσι όπως την επεξεργάστηκαν οι διανοούμενοι [εκκλησιαστικοί και μη] της ελληνομαθημένης Κωνσταντινούπολης.

Στάθηκα στη διαπίστωση αυτή για να υπογραμμίσω άλλη μια φορά τη διαφορά μεταξύ της εσώτερης μεσογειακής και της παραλιακής, της ναυτικής θα έλεγα, Μικρασίας· θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε ευκολότερα ορισμένα καθοριστικά γεγονότα της Βυζαντινής ιστορίας και κοινωνίας. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι τα μεγάλα γαιοκτήματα που ανήκουν στο κράτος, στον θρόνο και στους μεγιστάνες [τους Δυνατούς όπως τους ονομάζουν τα κείμενα της εποχής] ευρίσκονταν κατά κύριο λόγο στο εσωτερικό της Μικρασίας. Έμειναν η μόνη σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή την εποχή που το Βυζάντιο, υπό το πλήγμα των ναυτικών αραβικών επιχειρήσεων, εγκαταλείπει τις ναυτικές ενασχολήσεις διεθνούς κλίμακας και αγροτοποιείται· συνακόλουθα τα πλούσια γένη της ανατολικής Μικρασίας που είχαν άλλωστε διακριθεί στον κατά των Αράβων κατά ξηρά αγώνα [να θυμίσω ότι, παρά τα ετήσια κούρσα τους κατά της Μικρασίας, οι Άραβες έμειναν έξω των Κιλικίων Πυλών και πέραν του Ταύρου], τα επίσημα λοιπόν γένη της ανατολικής Μικρασίας [κυρίως της Καππαδοκίας] χάρη στον πλούτο τους και στη στρατιωτική δόξα καταλαμβάνουν και ελέγχουν προοδευτικά όλο τον ανώτερο μηχανισμό του κράτους· ο όρος τώρα Δυνατός σημαίνει συγχρόνως τον πλούσιο και τον προύχοντα, συνήθως Μικρασιάτη.

Εμπρός στον αραβικό κίνδυνο η άμυνα της αυτοκρατορίας οδηγεί στη στρατιωκοποίησή της· η περιοχή που της παρέχει άνδρες, πολεμικό υλικό και στελέχη είναι τώρα μόνο η Μικρασία, κυρίως ύστερα από τον κλυδωνισμό που γνωρίζουν οι ελλαδικοί χώροι λόγω της σλαβικής απειλής. Οι Μικρασιάτες στρατιωτικοί λογικά παίρνουν στα χέρια τους τις τύχες της αυτοκρατορίας. Και αυτό σε μια εποχή (8ος-10ος αιώνας) που η βυζαντινή Ευρώπη είχε αποδιοργανωθεί από τις σλαβοβουλγαρικές διεισδύσεις και επιδρομές. Μόνη της η Μικρασία της εποχής των εικονοκλαστών αυτοκρατόρων (Ισαύρων και Αμοριανών) είχε επιτύχει να απωθήσει τελειωτικά τον αραβικό κίνδυνο και είχε βάλει τα θεμέλια για τη βυζαντινή εξάπλωση και ακτινοβολία στην περιοχή, πράγμα που επιτυγχάνεται κυρίως από τους πρώτους Μακεδόνες αυτοκράτορες. Έτσι, προοδευτικά, δημιουργήθηκαν στην ανατολική κυρίως Μικρασία οι συνθήκες μιας ειρηνικής σχεδόν συμβίωσης με τους γειτονικούς Άραβες εμίρηδες, οι οποίοι ήταν αποδυναμωμένοι από την παρακμή που αρχίζει να γνωρίζει το χαλιφάτο της Βαγδάτης από το τέλος του 9ου αιώνα και μετά.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αμοιβαίας αναγνώρισης γεννήθηκε το ακριτικό έπος του Διγενή Ακριτη και ο ακριτικός κύκλος. Το μικρασιατικό αυτό ποιητικό επίτευγμα έτυχε ευρύτατης διάδοσης, όχι μόνο στο Βυζάντιο [η Κύπρος και η Τραπεζούντα διατήρησαν ενδιαφέρουσες παραλλαγές], αλλά και στον σλαβορωσικό κόσμο· μάλιστα φέρεται και σαν πηγή του τουρκικού μεσαιωνικού έπους του Σαΐντ Μπατάλ. Από τις παρατηρήσεις αυτές εξάγεται το παρακάτω συμπέρασμα που θεωρώ βασικό για την κατανόηση της ιστορίας του Βυζαντίου. Συνοψίζω: η δυτική Μικρασία έδωσε τον τόνο της πνευματικής και οικονομικοκοινωνικής ζωής του Βυζαντίου ως την περίοδο της εμφάνισης των Αράβων στις βυζαντινές θάλασσες· οι καταστροφές και δηώσεις που επέφεραν οι πειρατικές επιχειρήσεις των Αράβων [από το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνα και εδώ, ιδιαίτερα μετά την κατάκτηση, στα 824, της Κρήτης] στα παράλια [Αιγαίο και Προποντίδα] της Μικρασίας προκάλεσαν την παρακμή των ναυτικών κέντρων της περιοχής και τις δημογραφικές αλλοιώσεις που οδήγησαν τη δυτική Μικρασία σε παρακμή, εκτός λιγοστών εξαιρέσεων, όπως, π.χ., τα μεγάλα κέντρα της Εφέσσου και της Σμύρνης.

Αντίθετα, η κατά των Αράβων νικηφόρα αντίσταση στα μέτωπα της ξηράς στην ανατολική Μικρασία προώθησε την περιοχή αυτή και τους κατοίκους της στο προσκήνιο της βυζαντινής πολι¬τικής. Σε αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου και η επικράτηση της ανατολικογενούς ανεικονικής τάσης – της εικονοκλασίας δηλαδή του 8ου αιώνα. Αποτέλεσμα της αναβάθμισης της ανατολικής Μικρασίας ήταν μεταξύ άλλων και η ανάπτυξη στην περιοχή νέων αστικών κέντρων (Λυκανδός, Τζαμανδός, Κάμαχα και, βεβαίως, Χώνες και Αμόριο), κυρίως στρατιωτικών σταθμών, που γρήγορα μετατρέπονται σε πολυσύχναστες αγορές με ανάλογο οδικό δίκτυο και με κίνηση εμπορική αξιοσημείωτη.

Οπωσδήποτε στη Μικρασία, δυτική και ανατολική μαζί, στηρίζεται πάντα το Βυζάντιο για να προμηθευτεί στρατό, φόρους και αγροτικά προϊόντα. Αυτό όμως, όλως ιδιαιτέρως, κατά την εποχή των λεγόμενων σκοτεινών αιώνων της ιστορίας της βυζαντινής Ευρώπης καιτης κυρίως Ελλάδος (7ος-9ος αιώνας), που χαρακτηρίζονται από τις επιτυχίες των σλαβικών επιδρομών και από την αδυναμία της περιοχής, όχι μόνο να συμπράξει στην εθνική κατά του Ισλάμ αντίσταση, αλλά και να αντεπεξέλθει στις δικές της αμυντικές στοιχειώδεις ανάγκες.

Έτσι, χωρίς υπερβολή, μπορούμε να πούμε ότι στη Μικρασία του 7ου-9ου αιώνα οφείλεται η επιβίωση του Βυζαντίου, του Έθνους Χριστιανών, του Νέου Περιούσιου Λαού όπως ονόμαζαν εαυτούς οι Βυζαντινοί. Αυτό αποδεικνύει περίλαμπρα, νομίζω, η ανάλυση της καταγωγής των στρατευμάτων που σήκωσαν το βάρος της χιλιόχρονης και πολυκύμαντης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στις αμυντικές όσο και στις επεκτατικές προσπάθειες της κάθε εποχή.

Ο υλικός και ανθρώπινος πλούτος της Μικρασίας δημιούργησε λογικά τις προϋποθέσεις οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης των πληθυσμών της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αυτοκρατορική και εκκλησιαστική κτηματική έγγειος ιδιοκτησία κάλυπτε σημαντικά μικρασιατικά εδάφη· είναι λογικό το ότι αναδείχθηκαν σε πνευματικά κέντρα, οι πολυάνθρωπες και πλούσιες μικρασιατικές μητροπόλεις με τους επίλεκτους αντιπροσώπους, σαν τον Μιχαήλ Χωνιάτη, τον Ευστάθιο, που διέπρεψαν σε ιερατικούς θρόνους της κυρίως Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) και είναι σχεδόν αυτονόητο ότι τα περίλαμπρα γένη που συνέδεαν το όνομα και το έργο τους με τις πιο υψηλές επιτεύξεις του Βυζαντίου, πολιτικές, στρατιωτικές αλλά επίσης διπλωματικές, και εκκλησιαστικές, αναφέρουν την καταγωγή τους στις περιοχές της ζωτικότατης Μικρασίας· ας μνημονεύσω, σαν παράδειγμα, μόνο τα αυτοκρατορικά γένη, τους Κομνηνούς, τους Φωκάδες, τους Τσιμισκήδες, τους Λακαπηνούς, τους Δούκες και τον λεγόμενο Μακεδόνα Βασίλειον Α’ ή ακόμη τον πατριάρχη Φώτιο, που ήταν προφανώς αρμενικής καταγωγής.

Ας μου επιτραπεί, εξαιτίας του Βασιλείου και της καταγωγής του, μια υπόμνηση· σχετίζεται με τη δημογραφική και πληθυσμιακή πολιτική του Βυζαντίου και εξηγεί γιατί και αυτοί ακόμη που διέπρεψαν στα ευρωπαϊκά πράγματα και μέρη του Βυζαντίου έχουν μικρασιατική πολλές φορές καταγωγή και αναφορά. Η παρατήρηση αφορά στην αδιάκοπη σχεδόν αυτοκρατορική πολιτική τη σχετική με τη μετακίνηση των πληθυσμών εντός της αυτοκρατορίας για λόγους στρατηγικούς· εύγλωττο παράδειγμα, η πολιτική του Νικηφόρου Α’ [σωτήρα της Ελλάδος τον ονομάζει ο Π. Χαράνης] στην προσπάθεια του να επανδρώσει περιοχές που υπέφεραν από τη σλαβική διείσδυση. Η υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμών με στόχο την άμυνα των αυτοκρατορικών ακραίων περιοχών εφαρμόστηκε κατά καιρούς από διαφόρους αυτοκράτορες που πετύχαιναν έτσι να αποδυναμώσουν ξενοκίνητες επιχειρήσεις, όπως, π.χ., των Αρμενίων στην Ανατολή, που συνεργάζονταν με τους Άραβες, και των Σλάβων, των φιλοβουλγάρων της Μακεδονίας· κάθε φορά η μικρασιατική ανθρωποπηγή προσέφερε τον πυρήνα του εξελληνισμού και εκβυζαντινισμού των δοκιμασμένων περιοχών, που προσπαθούσε να ανακουφίσει η Κωνσταντινούπολη πάντα χάρη στη Μικρασία και τον πλούτο της. Μικρασιατικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν επίσης στην Ελλάδα για να επανδρώσουν την αποψιλωμένη από την πανώλη του 751 ύπαιθρο.

Οπωσδήποτε από τον 9ο αιώνα και εδώ, στις δυνάμεις της Μικρασίας στηρίζεται το αναγεννημένο Βυζάντιο της λεγόμενης μακεδόνικης δυναστείας για ν’ ανακτήσει ρωμαϊκά εδάφη σε Ανατολή και Δύση και προγονική αίγλη. Η ανθρωπομάνα Μικρασία επέτρεψε και τότε, όπως και πάντα στο Βυζάντιο, την ανάκτηση και την εδραίωση των ευρωπαϊκών επαρχιών και την προς ανατολάς επέκταση· είμαστε στην εποχή της βυζαντινής εποποιίας, όπως έγραψε ο Gustave Schlumberger, του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννου Τσιμισκή και του Βασίλειου Β’ Βουλγαροκτόνου, όταν δηλαδή η αυτοκρατορία ξαναβρίσκει το ρωμαϊκό μεγαλείο της υπό την πνευματική, την πολιτική και τη στρατιωτική καθοδήγηση Μι-κρασιατών αυτοκρατόρων και ενδόξων μικρασιατικών γενών.

Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι τα περίλαμπρα πνευματικά κέντρα της εποχής είναι όλα σχεδόν μικρασιατικά: ο Βιθυνικός Όλυμπος [τον οποίον οι Τούρκοι ονόμασαν αργότερα Κεσιντάγ δηλαδή «Παπαδοβούνι»], ο Λάτμος, κοντά στη Μίλητο, που η βαθιά θρησκευτικότητα του τον έκανε να επονομαστεί Λάτρος [από το λατρεία], η Χρυσή Πέτρα της Τραπεζούντας, η Σουμελά, η Ίδη, και βέβαια όλα τα περίφημα μοναστικά συγκροτήματα, όπως οι μονές του Γαλησίου κοντά στην Έφεσσο, του Ξηροχωραφίου στη Μίλητο ή, ακόμη, η κοινότητα του Αγίου Αυξεντίου στη μικρασιατική περιοχή της Κωνσταντινούπολης, του Μεγάλου Αγρού της Τριγλείας, του Μηδικίου ή των Ελεγμών στις ακτές της Προποντίδας. Ιδού μερικά από τα μοναστηριακά κέντρα, ονομαστά χάρη στα «σκριπτόρια» και τα εργαστήρια τους, κι αυτό πολύ πριν ιδρυθεί και ακμάσει ο Άθως, που, όπως είναι γνωστό, δημιουργήθηκε από Μικρασιάτη, τον Άγιο Αθανάσιο, τον πνευματικό πατέρα του Μικρασιάτη αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.

Στον κατάλογο αυτό πρέπει να προστεθούν επίσης οι μεγάλες μητροπόλεις της Μικρασίας [προεξάρχουν η Έφεσσος, η Σμύρνη, η Νίκαια αλλά και η Τραπεζούντα και η Καισαρεία] που αναδείχθηκαν πνευματικές εστίες και που οι ιεράρχες τους διακρίθηκαν και προώθησαν τα γράμματα και τις τέχνες. Ας προσθέσω ότι οι λαξευτές υπόγειες εκκλησίες της Καππαδοκίας και τα υπολείμματα του ζωγραφικού διακόσμου του Λάτμου μιλούν για την ανάπτυξη μιας λαϊκής ιδιότυπης μνημειακής ζωγραφικής στη Μικρασία, ανεξάρτητης από τα κωνσταντινοπολίτικα πρότυπα που την εποχή αυτή (10ος-12ος αιώνας) είναι κυρίως ψηφιδωτά.

Οι πνευματικοί γόνοι των κέντρων αυτών, μοναστικών και μητροπολιτικών, διέπρεψαν συχνά έξω από τη Μικρασία· ενδεικτικά αναφέρω μόνο τον ταπεινό ιδρυτή της μονής του Κιθαιρώνος, τον Άγιο Μελέτιο από τη Μουταλάσκη της Καππαδοκίας. Οι πνευματικοί αυτοί πατέρες ακολουθούν με τον εκπατρισμό τους προς τη βυζαντινή Ελλάδα το παράδειγμα των επίσημων στρατιωτικών μικρασιατικών γενών· αναφέρω ενδεικτικά τις οικογένειες των Βάρδα, των Σκληρών, των Κεκαυμένων, των Μανιάκηδων, των Ταρχανειωτών, των Αποκάπηδων, των Χάλδων, των Μαλεϊνών, των Πόθων, των Γαβράδων, των Αργυρών, των Λουκάδων, των Δαλασηνών, των Κομνηνών κ.ά., που από τα χρόνια κυρίως του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου αρχίζουν να εγκαθίστανται στην Κωνσταντινούπολη και στη Δύση και να διαχειρίζονται τη διοίκηση των μεγάλων ευρωπαϊκών Θεμάτων με τη Θεσσαλονίκη για κέντρο.

Το βάρος τους γίνεται αισθητό κυρίως βέβαια στην κεντρική διοίκηση πριν τους συναντήσουμε και στα μεγάλα στρατιωτικά Θέματα. Μπορούμε να πούμε, χωρίς να κινδυνεύουμε με κάποια διάψευση, ότι από τον 10ο ως τον 12ο αιώνα, δηλαδή κατά την πρώτη βυζαντινή αναγέννηση των Μακεδόνων, η αυτοκρατορία έχει στρατιωτικά αλλά και πνευματικά [με Ψελλό και Ξιφιλίνο] μικρασιατικοποιηθεί.

Καταλαβαίνει τώρα εύκολα κανείς γιατί το οδικό και το συγκοινωνιακό γενικά δίκτυο ήταν ιδιαίτερα πυκνό στα μικρασιατικά εδάφη [χρησιμοποιεί για σταθμούς την πυκνή αστική αλυσίδα της περιοχής] και γιατί τα μικρασιατικά λιμάνια, τόσο του Αιγαίου [όπως η Έφεσσος και η Σμύρνη], όσο και της νότιας Μικρασίας [όπως η Αττάλεια], αλλά και του Ευξείνου Πόντου [όπως κυρίως η Τραπεζούντα] αναδείχθηκαν σε κέντρα διεθνούς εμπορίου και σε ναυτικές βάσεις του περήφανου βυζαντινού στόλου.

Οι διαγώνιες κατευθύνσεις του μικρασιατικού οδικού δικτύου [περνούν από Αμόριο-Καισάρεια] συνδέουν την Κωνσταντινούπολη με τα ανατολικά και τα νότια σύνορα της αυτοκρατορίας [αυτά ακριβώς που απειλούσαν οι αραβικοί στρατοί], ενώ οι οριζόντιες εξασφάλιζαν την επικοινωνία του εσωτερικού με τα αιγαιακά λιμάνια – προϋπόθεση της διακίνησης στρατών, όπως και εμπορικών, αλλά και πολιτιστικών προϊόντων και αγαθών μεταξύ της Μικρασίας και της Ευρώπης, ιδιαίτερα της Ελλάδας και των νησιών.

Οι κάθετες τέλος κατευθύνσεις του μικρασιατικού δικτύου έπαιζαν διεθνή ρόλο στο μετακομιστικό εμπόριο της εποχής, εφόσον συνέδεαν την ανατολική αραβική λεκάνη της Μεσογείου με τον Εύξεινο Πόντο και τις προεκτάσεις του, εννοώ τη Χερσόνησο των Βυζαντινών, την Κριμαία δηλαδή, και τις ευρωπαϊκές ποντιακές σλαβοκατοικημένες συχνά περιοχές. Αυτές ακριβώς που εκχριστιάνισε το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Αυτά ως την εποχή της ακμής της αυτοκρατορίας, που βρίσκεται στο απόγειο της μετά τη νίκη της κατά των Βουλγάρων στη Δύση και των αποδυναμωμένων Αράβων στην Ανατολή (μέσα 11ου αιώνα).

Όμως με τα πρώτα κτυπήματα ενός διμέτωπου πολέμου, που άρχισε κατά του Βυζαντίου σε Ανατολή και Δύση, τα σημεία της παρακμής του γίνονται αισθητά στο τέλος του Που αιώνα και ύστερα από μια ανάπαυλα που οφείλεται στο έργο των Κομνηνών, πασιφανή πια στην εποχή των Αγγέλων (τέλος 12ου αιώνα)· θα ευνοήσουν τα διαχωριστικά κινήματα που θα διαταράξουν τη Μικρασία και θα αναδείξουν διάφορους τοπικούς δυνάστες ανεξάρτητους από το κράτος της Κωνσταντινούπολης [αναφέρω ενδεικτικά τον Μαυροζώμη στη Φιλαδέλφεια και στη δυτική Μικρασία, και τον Γαβρά στη μακρινή Τραπεζούντα].

Βρισκόμαστε στην εποχή της απόλυτης συρρίκνωσης των αυτοκρατορικών εδαφών που επακολούθησε μετά τις δύο εθνικές καταστροφές του 1071: την ήττα μπροστά στους Νορμανδούς στο Μπάρι της Ιταλίας [σημαίνει το τέλος της βυζαντινής παρουσίας στην Ιταλία και την απαρχή του πολέμου με την καθολική Δύση] και την πανωλεθρία του βυζαντινού στρατού μπροστά στους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ της Αρμενίας, όπου και έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων του Αλπ-Αρσλάν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ ο Διογένης.

Η μάχη του Μαντζικέρτ άνοιξε το δρόμο της Μικρασίας στους Τούρκους που τώρα πρωτοεμφανίζονται στην περιοχή· πριν από το 1081, μέσα σε δέκα δηλαδή χρόνια μετά το Μαντζικέρτ, είχαν φτάσει οι Σελτζούκοι Τούρκοι στη Σμύρνη [η πόλη και η περιοχή κατελήφθηκαν από τον Τζαχά που ίδρυσε εκεί το εφήμερο κράτος του]· την ίδια εποχή οι Τούρκοι φτάνουν ως τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και δημιουργούν το βραχύβιο εμιράτο της Νίκαιας, ώσπου να απωθηθούν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό και τους διαδόχους του, τον Ιωάννη και τον Μανουήλ, στο εσωτερικό της Μικρασίας. Εκεί ίδρυσαν τελικά το Σουλτανάτο του Ικονίου [είναι γνωστό ως Σουλτανάτο της Ρουμ, δηλαδή της Μικρασίας των Ρωμαίων], που έκτοτε θα μοιραστεί με την ανασυγκροτημένη, χάρη στο έργο των Κομνηνών, Βυζαντινή αυτοκρατορία τα εδάφη της Μικρασίας.

Η συνοριακή γραμμή μεταξύ των Σελτζούκων και των Βυζαντινών είναι grosso modo αυτή που διαγράψαμε αρχίζοντας και καθορίσαμε ως διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ανατολικογενούς και ελληνογενούς Μικρασίας των πρώτων βυζαντινών χρόνων.

Ανάμεσα στα δύο κράτη [Βυζάντιο και Σουλτανάτο] κινούνται οι Τουρκομάνοι, άναρχα στίφη νομάδων Τούρκων είναι αυτά που ενισχυμένα με νεήλυδες συμφυλέτες τους διωκόμενους από τη μογγολική πρόοδο θα προωθηθούν στο τέλος του 13ου αιώνα προς την αιγαιακή Μικρασία και θα καταλύσουν, στην αυγή του 14ου αιώνα, κάθε ίχνος βυζαντινής παρουσίας στην περιοχή.

Πριν όμως φτάσει σε αυτήν την τελική καταστροφή, η βυζαντινή Μικρασία επρόκειτο για μια ακόμη φορά να επωμισθεί τις τύχες του ελληνισμού, όταν μετά την κατάλυση του κράτους της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, από τα στίφη των σταυροφόρων της Τέταρτης Σταυροφορίας στα 1204, ο βυζαντινός αυτοκρατορικός οίκος των Λασκάρεων και οι μεγιστάνες της Πόλης κατέφυγαν στη Μικρασία και ίδρυσαν στη Νίκαια την αυτοκρατορία η οποία στα 1261 κατάφερε να πραγματοποιήσει το εθνικό όνειρο, να ανακαταλάβει δηλαδή την Πόλη και να εκδιώξει τους Φράγκους.

Την ίδια εποχή ιδρύεται στην περιοχή της Τραπεζούντας η επίσης ελληνική αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών που, χάρη στη στρατηγική θέση της στους δρόμους του διεθνούς διαμετακομιστικού εμπορίου με την Ασία, τη Ρωσία και τις χώρες του Πόντου, θα ευημερήσει και θα ζήσει ελεύθερη, ακόμη και όταν όλη η Ανατολή είχε αιχμαλωτισθεί από τους Τούρκους. Η Τραπεζούντα θα επιβιώσει για λίγο (ως το 1461) της μητέρας Κωνσταντινούπολης, ακριβώς όσο χρειάστηκε για να θρηνήσει τον χαμό της Βασιλεύουσας.

Έτσι, λογικά, ο πρώτος θρήνος για τη χαμένη Πόλη θα ακουσθεί στην Τραπεζούντα με το «πάρθεν η Πόλις πάρθεν» [την κραυγή μαντάτο που μνημονεύει δραματικά ο Καβάφης], αλλά και η πρώτη αχτίδα ελπίδας για ανάσταση θα γεννηθεί στον Πόντο, όπως δείχνει το τραγούδι που έθρεψε την προσμονή των σκλαβωμένων με τα λόγια: «Η Ρωμανία [η ελληνοσύνη δηλαδή] κι αν πέρασε, ανθεί και φέρει κι άλλο».

Έτσι όταν ο «Έλλεν Κωνσταντίνος» έπεσε υπερασπιζόμενος την Πόλη [το «Έλλεν» του ποντιακού ανακλήματος μιλά αφ’ εαυτού του, υπογραμμίζοντας την ελληνικότητα του τελευταίου αυτοκράτορα], τότε «έρθεν πουλίν και κόνεψεν σ’ τσ’ αϊάς Σοφιάς την πόρταν» για να θρηνήσει τον χαμό του βασιλιά «που έψαλλεν την τιμιωτέραν», του αυτοκράτορα μάρτυρα του γένους, που ακόμα περιμένει την καθοσίωσή του μαρμαρωμένος, κατά τον θρύλο, στην Αγιασοφιά.

Αντίθετα όμως από την αυτοκρατορία της Νικαίας, η Τραπεζούντα διαχώρισε γρήγορα τις τύχες της από την αυτοκρατορία του Βυζαντίου και της Κωνσταντινούπολης. Έτσι μόνη η Νίκαια, που στα εδάφη της περιέκλειε τη δυτική αιγαιακή Μικρασία, έγινε ο προμαχώνας της βυζαντινής παλινόρθωσης. Τα μικρασιατικά στρατεύματα και τα υλικά εφόδια της νικαιακής αυτοκρατορίας θα χρησιμοποιηθούν ευρύτατα από τους Παλαιολόγους [τη δυναστεία που επανοίκησε την Κωνσταντινούπολη] για την απελευθέρωση της φραγκοκρατούμενης ακόμη βυζαντινής Ευρώπης. Η προσπάθεια θα απομυζήσει και την τελευταία ικμάδα των μικρασιατικών πληθυσμών που, εξαντλημένοι και εξουθενωμένοι, θα γίνουν από το τέλος του 13ου κιόλας αιώνα η εύκολη λεία των Τουρκομάνων [εξαίρεση η Φιλαδέλφεια και η περιοχή της που θα αντισταθεί ως το 1391].

Η πτώση στα χέρια των Τουρκομάνων (Οθωμανών, Κερμιανών, Σαρουχάν, Αϊντίν, Γιαξή, Μεντεσέ κ.ά.) της βυζαντινής Μικρασίας θα προκαλέσει εκτός από πολυάριθμους και ομαδικούς εξισλαμισμούς και την ομαδική φυγή των κατοίκων της προς τη Θράκη και τη Μακεδονία. Οι φυγάδες Μικρασιάτες θα μεταλαμπαδεύσουν στην κλυδωνιζόμενη τότε από τις σλαβοαλβανικές και σερβικές επιθέσεις Μακεδονία το πνεύμα της αντίστασης. Η Θεσσαλονίκη θα αναδειχθεί πρώτη φορά σε μικρασιατική εστία καταφυγής και η Μικρασία για πολλοστή φορά θα μεταμοσχεύσει στην Ελλάδα την ακραιφνή ελληνικότητα της.

Ας συνοψίσω όμως λέγοντας ότι το γεγονός που αδιάψευστα και περίτρανα αποδεικνύει τον περίλαμπρο ρόλο της Μικρασίας για τις τύχες της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, θα έλεγα καλύτερα, για τα πεπρωμένα του γένους, μένει και είναι βέβαια η μικρασιατική αντίσταση στη λατινική κατάκτηση και τα κατορθώματα των δύο μικρασιατικών ελληνικών ορθόδοξων αυτοκρατοριών του 13ου αιώνα· της Νίκαιας πρώτα και κατά ήσσονα λόγο της Τραπεζούντας.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η βυζαντινή επιβίωση, μετά τα δραματικά γεγονότα του 1204 [όταν η Κωνσταντινούπολη συλήθηκε, βιάστηκε και λεηλατήθηκε από τους χριστιανικούς καθολικούς στρατούς των σταυροφόρων με αποτέλεσμα την εγκατάσταση της φραγκοκρατίας στα ευρωπαϊκά εδάφη, και τη διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας], η εδραίωση, στα δύσκολα τότε χρόνια, της αξιοπρέπειας, της εθνικής υπερηφάνειας αλλά και η πολιτική ανασυγκρότηση και ανεξαρτησία του Βυζαντίου οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο έργο των αυτοκρατόρων της Νικαίας και των μικρασιατικών πληθυσμών. Καταφύγιο των Κωνσταντινοπολιτών που έφευγαν μετά τη λατινική θηριωδία, εργαστήριο αναγέννησης χάρη στο έργο των αμυντόρων της [γρήγορα οι στρατοί της Νικαίας εξεδίωξαν τους Λατίνους από τα μικρασιατικά, αλλά και από τα θρακομακεδονικά εδάφη, από τη Θεσσαλονίκη ως τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης], πηγή οικονομικής τέλος ευμάρειας και κοινωνικής και πνευματικής ακμής, η μικρασιατική Βυζαντινή αυτοκρατορία, ελευθερώνοντας την Κωνσταντινούπολη στα 1261, ξανάδωσε στο ταπεινωμένο γένος την εστία του προγονικού μεγαλείου, αλλά και τη δυνατότητα της ανασυγκρότησης, της ανασύνταξης, της τελευταίας αναγέννησης του Βυζαντίου, της γνωστής από το όνομα της τελευταίας αυτοκρατορικής δυναστείας, ως αναγέννησης των Παλαιολόγων.

Είναι χαρακτηριστικό, και απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, όχι από τους ιστορικούς μόνο αλλά και από τους πολιτικούς, ότι η αναστημένη στην Κωνσταντινούπολη αυτοκρατορία, ξέχασε γρήγορα -και αυτό για λόγους που σχετίζονται με τη δυναστική πολιτική του πρώτου Παλαιολόγου, που σφετερίστηκε τον θρόνο των Λασκάρεων– η αναγεννημένη λοιπόν, χάρη στον μικρασιατικό μόχθο, αυτοκρατορία λησμόνησε το χρέος της απέναντι στους πληθυσμούς που τη στέριωσαν στα χρόνια της εξορίας· απασχολημένη με την απελευθέρωση των ευρωπαϊκών εδαφών, άφησε ακάλυπτα τα ανατολικά σύνορα της- απομύζησε μάλιστα ηθελημένα για λόγους μικρόφθαλμης πολιτικής την οικονομική αλλά και την ανθρώπινη ικμάδα των περιοχών της Μικρασίας, που απειλούσαν τότε διαδοχικά τα άτακτα στίφη των Τουρκομάνων στην πρόοδο τους προς το Αιγαίο και τα παράλια. Η πτώση της Μικρασίας από τις αρχές του 14ου αιώνα στα χέρια των Τούρκων εμίρηδων σημαίνει το τέλος όχι μόνο της βυζαντινής εξουσίας στη Μικρασία, αλλά και την τελειωτική παρακμή τής άλλοτε παγκόσμιας αυτοκρατορίας του Βυζαντίου· έτσι επαληθεύθηκε η προφητεία του Σεναχερείμ: «Του λοιπού, μηδέν τις καλόν ελπιζέτω επεί Ρωμαίοι και αύθις την Πόλιν πατούσι». Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης σήμανε την εγκατάλειψη της Μικρασίας και συνακόλουθα της μεγαλοσύνης του Βυζαντίου, που από ρωμαϊκό έγινε έκτοτε μόνο ελληνικό.

Πολλοί είναι αυτοί που μέσα στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη δεν εδίστασαν να απεμπολήσουν εθνική κληρονομιά προς ίδιον όφελος, που δεν ολιγώρησαν στη μετά του εχθρού σύμπραξη συνάπτοντας παρά φύση συμμαχίες -Τούρκοι μισθοφόροι και σύμμαχοι βρέθηκαν σε στρατούς βυζαντινούς και Βυζαντινοί στις επιχειρήσεις Τούρκων κατά Βυζαντινών- όπως, π.χ., ο Μιχαήλ Παλαιολόγος πριν γίνει αυτοκράτορας και τέλος ως και ένας νόμιμος βυζαντινός αυτοκράτορας, ο Μανουήλ Παλαιολόγος, έλαβε φαίνεται μέρος στην επίθεση των Τούρκων κατά της ελληνικής Φιλαδέλφειας το 1391.

Η πτώση στα χέρια των Οθωμανών του τελευταίου ερείσματος του μικρασιατικού ελληνισμού, της Φιλαδέλφειας, της πόλης που κατάφερε έναν σχεδόν αιώνα να αντισταθεί νικηφόρα στις ληστρικές επιθέσεις των γειτονικών εμιράτων, σημαίνει την αιχμαλωσία της όλης Ανατολής. Από το 1391 και εδώ η Μικρασία από άκρο σε άκρο στο σύνολο της πια γνωρίζει την τουρκική κατάκτηση. Από τότε, μέσα στο πλαίσιο των αποδυναμωμένων μητροπόλεων της, που δεν έπαψαν να επωμίζονται την τύχη του αποδεκατισμένου χριστιανικού ποιμνίου, η Μικρασία οργανώνει μεθοδικά την επιβίωση του κόσμου της, του υπόδουλου στο σώμα, μα ελεύθερου στο πνεύμα. Το μάθημα της έθρεψε και ανέστησε τις περήφανες γενιές αυτών που στους αιώνες της μακρόχρονης σκλαβιάς κράτησαν ζωντανή τη γλώσσα, την ευσέβεια και την πίστη στη Ρωμιοσύνη. Έτσι λαξεύτηκε η εικόνα της παντοτινής Μικρασίας, της πραγματικής καρδιάς του Βυζαντίου, που πάντα πάλλει στους κόλπους των γόνων του ακραίου ελληνισμού. Αυτού του ελληνισμού που οι προγονοί του, πάλαι ποτέ και επί αιώνες, αποτελούσαν όχι το άκρο αλλά το κέντρο, την καρδιά της παγκόσμιας αυτοκρατορίας του γένους, δηλαδή του Βυζαντίου.

 

(Εμφανιστηκε 918 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.