1 Μαΐου 2017 at 08:59

Νίκος Τσιφόρος: Ιστορία της Αγγλίας – Οι Σάξονες

από

 Ιστορία της Αγγλίας – Οι Σάξονες

Κείμενο: Νίκος Τσιφόρος*

Ο «ΚΛΕΦΤΗΣ»

Ωραία περνάγανε οι Ρωμαίοι στην Αγγλία, τρώγανε, πίνανε, αφεντάδες ήτανε. άλλοι δουλεύανε κι αυτοί κάνανε τον σπουδαίο, έλα, όμως. που η Ρώμη άρχισε να φυραίνει… Τρωγόντουσαν οι στρατιωτικοί, τρωγόντουσαν οι πολιτικοί, δεν πηγαίνανε καλά οι υποταγμένοι λαοί, βγήκε στη μέση κι ο Χριστιανισμός και τους διαίρεσε, επαναστατήσανε οι σκλάβοι, δεν είχανε καθόλου κέφι να πάνε να φάνε τα κεφαλάκια τους στους πολέμους οι λεγεωνάριοι, άρχισε η δουλειά κι έπαιρνε νερό.

Στην Αγγλία, κάπως καλύτερα πηγαίνανε τα κόζια, αλλά άμα κάνανε επιδρομές οι Κέλτες, δεν τα καταφέρνανε πάντα να τους νικήσουνε οι Ρωμαίοι. Ήτανε ιππείς οι Κέλτες, ερχόντουσαν, κάνανε τη ζημιά και φεύγανε κι άντε πιάσ’ τους. Κι ακόμα παρακάτου, οι Γότθοι, οι Γερμανοί δηλαδή, πολεμούσανε τώρα με καινούργια όπλα, το ξίφος και τη λόγχη κι έτσι το τόξο και το ακόντιο δεν είχανε πια μεγάλη πέραση.

Σαξωνική μετανάστευση, 5ος αιώνας μ.Χ.
Σαξωνική μετανάστευση, 5ος αιώνας μ.Χ.

Και σαν να μη φτάνανε όλα τούτα, αρχίσανε να ‘ρχονται από την Ευρώπη και να κάνουν επιδρομές και ζημιές κάτι άλλοι λαοί. Οι Φράγκοι και οι Σάξονες.

Τούτοι δω οι πολεμιστές ήτανε θηρία και δε λογαριάζανε τίποτα. Πολεμούσανε άγρια, δε φοβόντουσαν και δε ζυγίζανε καθόλου καλά το στρατό των Ρωμαίων, που δεν ήτανε ρωμαϊκός, αλλά κατά μεγαλύτερο μέρος από ντόπιους Κέλτες.

Είδε κι αποείδε. λοιπόν, η Ρώμη και φώναξε έναν άνθρωπο της ναύαρχο, Καραούσιος λεγότανε.

-Κύριε, του είπανε, θα πάτε στη Βρετανία.

-Τι να κάνω; Τα γαϊδούρια μου έχασα κει πάνου;

-Όχι, αλλά έχουμε ένα στόλο και θα τον αναλάβετε και δε θ’ αφήνετε τους Σάξονες να περνάνε και να μας ταράζουνε.

Ο Καραούσιος, όμως, δε σκοτιζότανε και πολύ για τους Σάξονες. Πήρε το στόλο και έβγαινε στις ακτές και τις ρήμαζε στο κούρσος και τη ληστεία. Το μάθανε στη Ρώμη και του στείλανε μια γραφή.

-Δεν εντρέπεσθε;

-Δεν ντρέπομαι, απάντησε ο Καραούσιος, και ανάγκη δε σας έχω και παίρνω στρατό και στόλο και γίνομαι εγώ αυτοκράτορας της Βρετανίας και όποιος θέλει να μου πει όχι.

Ο Όντιν θεωρείται ο ανώτατος θεός στη Σκανδιναβική και Τευτονική Θρησκεία και μυθολογία. An illustration of the god Odin on his eight-legged horse Sleipnir, from an Icelandic 18th century manuscript.
Ο Όντιν θεωρείται ο ανώτατος θεός στη Σκανδιναβική και Τευτονική Θρησκεία και μυθολογία. An illustration of the god Odin on his eight-legged horse Sleipnir, from an Icelandic 18th century manuscript.

Κι έγινε αυτοκράτορας μόνος του και βασίλεψε δεκατρία χρόνια, μέχρι το 296.

Στέφτηκε, όμως, αληθινός αυτοκράτορας στη Ρώμη ο Διοκλητιανός, πήρε στρατό, ανέβηκε απάνω και τον άρπαξε. -Κλέφτη!

Του ‘κλεψε, λοιπόν, το αυτοκρατορικό κεφάλι και έκανε άλλο κουμάντο. Φώναξε τρεις σπουδαίους. -Ο ένας σας θα ‘ναι πολιτικός διοικητής και ο άλλος στρατιωτικός.

Ο τρίτος σηκώθηκε δυσαρεστημένος. – Και γω τι θα κάνω; Θα τρώω τα κόκαλα; -Όχι, ρε βλάκα, είπε ο Διοκλητιανός, εσύ θα γίνεις κόμης της σαξονικής ακτής και θα τους προσέχεις και τους δύο.

Τρεις μαζί, λοιπόν, καλά τα πήγανε τα πράματα καμιά πενηνταριά χρόνια και οι Σάξονες σταματήσανε. Αλλά το 384, οι Ρωμαίοι στρατιώτες της Βρετανίας, πιάσανε το στρατηγό τους τον Μάξιμο και τον κάνανε αυτοκράτορα.

Στη Ρώμη αυτοκράτορας ήτανε ο Γρατιανός. Το ‘μαθε και πικράθηκε. «Ο κύριος Μάξιμος δεν είναι εντάξει, μου το διαλύει το κατάστημα», είπε στους δικούς του. «Πάω να τον κάνω ντα».

Καλά, λοιπόν, αλλά ανάποδα, γιατί ο Μάξιμος έκανε ντα τον Γρατιανό. Και καμάρωνε ο Μάξιμος, «τέτοιο παλικαράκι είμαι γω», αλλά τότε ξεκίνησε ο δικός μας, ο ανατολικός αυτοκράτορας ο Θεοδόσιος και τον αντάμωσε.

Τούτη τη φορά έχασε ο Μάξιμος και δεν έχασε μόνο την αυτοκρατορία, αλλά και το κεφάλι του. Και οι λεγεώνες του χάσανε κι αυτές το κεφάλι τους και έτσι πάει η στρατιωτική κατοχή των Ρωμαίων στη Βρετανία.

Μείνανε κάτι ρετάλια, αλλά οι Πίκτοι και οι Σκότοι από πάνω, τώρα, που δεν είχανε πια ρωμαϊκό στρατό, γίνανε πολύ άγριοι. Κατεβαίνανε στις πόλεις κι όποιον πάρει η μπάλα.

Ένας, λοιπόν, Βρετανός αρχηγός, Βορτζίτζερν τον λέγανε -ανάθεμα το για όνομα- είδε κι έπαθε και φώναξε από απέναντι τους Γερμανούς, τους Σάξονες.

– Ελάτε και βοηθάτε και γω θα σας δώσω εδάφη, θα περάσουμε καλά.

ΟΙ ΕΞΥΠΝΟΙ

Ήρθανε δυο αρχηγοί, ο Ένγκεστ κι ο Χόρσα, με το στρατό τους, αλλά άμα μπήκανε και, είδανε πλούτο και πολυτέλεια, αντί να χτυπήσουνε τους Πίκτους, βάλανε πρώτα χέρι του ίδιου του Βορτζίτζερν. Τον καθαρίσανε. στρωθήκανε ωραία και δεν το κουνάγανε με τίποτα.

Όσοι Ρωμαίοι είχανε απομείνει μαζέψανε τους θησαυρούς και το σκάσανε στη Γαλατία απέναντι. Κι οι Σάξονες όλο και μπαίνανε, όλο και ερχόντουσαν καινούργιοι, βάζανε λεπίδι, τα ‘καιγαν όλα, βουτάγανε ό,τι βρίσκανε και στο τέλος απομείνανε λίγοι Κέλτες, που καταφύγανε στις ακτές και οι Γερμανοί τους είπανε Βελς, δηλαδή «ξένους» κι από κει έρχεται η λέξη Ουαλός… Βελς. Κάμποσοι Κέλτες πήγανε απέναντι στη Γαλλία και καταλάβανε ένα μέρος κοντά στη θάλασσα που το λένε και σήμερα Βρετάνη…

Σιγά σιγά, λοιπόν, οι Σάξονες, που όλο και μπαίνανε. αντικαταστήσανε τους Κέλτες. Αυτοί αντισταθήκανε κάνα δυο φορές μ’ επιτυχία, μια φορά με τον Άγιο Γερμανό τον επίσκοπο τους, που τους πολέμησε τους Σάξονες εν ονόματι του Χριστού και τους νίκησε, κι άλλη μια φορά αργότερα μ’ ένα βασιλιά τους Αρτόριο (είναι το πρώτο όνομα του Αρθούρος), που πάλι τους νίκησε. Στο τέλος, όμως, οι Σάξονες πήρανε όλο το νησί, ανακατευτήκανε με τους λιγοστούς Κέλτες, που καθίσανε μαζί τους, κι αυτοί είναι οι πρόγονοι πια των σημερινών Άγγλων.

Οι Σάξονες, βάρβαρος λαός, πάει τον σβήσανε όλον τον ρωμαϊκό πολιτισμό, τίποτα δεν αφήσανε, λίγες λέξεις απομείνανε και τίποτ’ άλλο. Μόνο ακόμα, κάμποσοι καλόγεροι χριστιανοί, Κέλτες, που αργότερα διαδόσανε τον Χριστιανισμό στους νέους εισβολείς.

Οι Σάξονες ήτανε μια μυστήρια ράτσα. Ψηλοί, λευκοί, κοκκινοτρίχηδες, γαλανομάτηδες. πολεμιστές, άγριοι, πίνανε τον περίδρομο, αφοσιωνόντουσαν στον αρχηγό τους. πολεμούσανε τρομερά, ήτανε σκληροί, δε λογαριάζανε για τίποτα τη ζωή του ανθρώπου, συγκρατημένοι όμως και αγνοί στον έρωτα και μελαγχολικοί. Όπου πατάγανε, δεν αφήνανε κανένα ζωντανό. Δεν τους αρέσανε οι πόλεις, μένανε σε καλύβες στα δάση, καλλιεργούσανε τη γη πρωτόγονα και βοσκάνε τα ζωντανά τους.

Τα χωριά τους είχανε το πολύ πολύ είκοσι, τριάντα οικογένειες, ένα δήμαρχο και διαχειριστή, κάνανε συμβούλια πάνω στους λόφους, διαλέγανε το πιο παλικάρι για αρχηγό τους. δουλεύανε όλοι μαζί και διατηρούσανε μερικούς σκλάβους, νικημένους εχθρούς για τις βαριές δουλειές.

Σιγά σιγά, το ένα χωριό ερχότανε σε σχέσεις με το άλλο. Γινόντουσαν γάμοι, συμμαχίες, τέτοια και στο τέλος κατάντησε όλη η Αγγλία να είναι εφτά βασίλεια σαξονικά και στο τέλος, τον όγδοο αιώνα, τρία: η Μερκία, η Νορθουμβρία και το Γουέσεξ.

Έναν αιώνα αργότερα, δεν απόμεινε παρά το βασίλειο του Γουέσεξ. Όλοι οι Σάξονες είχανε ενωθεί.

Το βασιλιά τους τον διαλέγανε, σαν και τώρα καληώρα, «κληρονομικά» από την ίδια οικογένεια. Είχανε κι ένα συμβούλιο από σοφούς, που το λέγανε Βιτάν. Αυτό το συμβούλιο έφτιανε και τους νόμους. Ήτανε, να πούμε, ο παπούς της σημερινής Βουλής των Λόρδων, γιατί σύμβουλοι γινόντουσαν οι εκλεκτοί, οι δυνατοί και αργότερα, με τον εκχριστιανισμό των Σαξόνων, κι οι επίσκοποι…

Οι σύμβουλοι παίρνανε ένα μεγάλο κομμάτι γης κι εκεί μέσα βάζανε τους ανθρώπους τους. Έτσι μπήκανε σιγά σιγά στο φεουδαρχικό, το μεγάλο τσιφλικάδικο σύστημα. Αυτά τα τσιφλίκια τα λέγανε σάιρ, κομητείες δηλαδή, και μέχρι σήμερα στην Αγγλία έχει μείνει τ’ όνομα σάιρ (Οξφορντσάιρ, Γιορκσάιρ κ.λπ.). Εκεί μέσα δουλεύανε άνθρωποι, εκεί μέσα δικαζόντουσαν, εκεί μέσα στρατευόντουσαν. Μέσα στο σάιρ κάθε εκατό οικογένειες φτιάνανε μιαν ομάδα, που έβγαζε εκατό στρατιώτες. Είχε ένα δικαστή και τα μεγαλύτερα εγκλήματα ήτανε ο φόνος και η ληστεία.

Είχανε κι έναν περίεργο νόμο. Αν ένας άνθρωπος έκλεβε μόνος του, ήτανε κλέφτης. Αν εφτά κλέβανε μαζί, ήτανε συμμορία. Από εφτά μέχρι τριάντα πέντε τους λέγανε ληστές. Κι από τριάντα πέντε κι απάνω, «στρατό», και τότε δεν τους δικάζανε. Κάθε άνθρωπος είχε «διατίμηση», άμα τον σκότωνες, έπρεπε να πληρώσεις τη διατίμηση του στην οικογένεια του. Ανάλογα, λοιπόν, με την αξία του, ο φονιάς πλήρωνε από ένα μέχρι διακόσια σελίνια. Ο χωριάτης άξιζε έξι σελίνια, ο ευγενής παραπάνω. Αλλά σε κάθε φόνο βάζανε διατίμηση το λιγότερο εκατό σελίνια, τα έξι έπαιρνε η οικογένεια και τα ρέστα… ο βασιλιάς. Δε δικάζανε με αποδείξεις, αλλά με όρκους των μαρτύρων. Και το κυριότερο, οι απλοί άνθρωποι άμα θέλανε να ζητήσουνε κάτι από τους άρχοντες, κάνανε επιτροπές. Και τούτες οι επιτροπές ισχύουν ακόμα και σήμερα στην Αγγλία.

Οι Σάξονες ήτανε ειδωλολάτρες. Είχανε ένα ιερό βιβλίο, που λεγότανε Έντα κι οι θεοί τους λεγόντουσαν Οντίν, Θωρ, Φρέγια. Είχανε έναν παράδεισο, τη Βαλχάλα, κι όσους πολεμιστές σκοτωνόντουσαν τους κουβαλούσανε στη Βαλχάλα οι Βαλκυρίες, κάτι νεράιδες του πολέμου. Είχανε και του κόσμου τους ιερείς.

*Από το βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου «Ιστορία της Αγγλίας», εκδ. Ερμής, ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Τα νέα», Αθήνα 2000.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%AC%CE%BE%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CF%82

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD

(Εμφανιστηκε 4,025 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.