17 Φεβρουαρίου 2017 at 22:21

Παν. Κανελλόπουλος: Η μετάβαση από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο στον ευρωπαϊκό

από

Η μετάβαση από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο στον ευρωπαϊκό. Η εμφάνιση του Αυγουστίνου. Το κλασικό και το ρομαντικό στοιχείο στην πνευματική ζωή.

Κείμενο: Παναγιώτης Κανελλόπουλος*

Η Ρώμη είχε αρχίσει να γκρεμίζεται. Ο Κωνσταντίνος, προβλέποντας ότι η στέγη θα πέσει να τον πλακώσει, φεύγει από την Ιταλία, παίρνει τ’ όνομα της Ρώμης, και το μετακομίζει, σα να ‘ταν απλή αποσκευή, στο Βυζάντιο. Έτσι χώρισε η Δύση απ’ την Ανατολή, και τα παράθυρά της άνοιξαν για να δεχθούν τα ρεύματα —ρεύματα γερά και βίαια— που έρχονταν από το Βορρά. Η Δύση έσμιξε με το Βορρά. Η ελληνορωμαϊκή κληρονομιά στη Δύση έπεσε σε χέρια βάρβαρα και ακμαία, στα χέρια των Κελτών και των γερμανικών λαών. Αποξενώθηκε όμως τάχα πέρα για πέρα η Δύση απ’ την Ανατολή; Όχι! Τη Δύση ο Κωνσταντίνος δεν τη θυσίασε μονάχα, αλλά και την λύτρωσε. Η θυσία πραγματοποιήθηκε πάνω σ’ ένα βωμό καινούριο. Ο Κωνσταντίνος, βλέποντας ότι οι κατακόμβες είχαν καταφάει πια τα θεμέλια του κόσμου του παλιού, πήρε τις κατακόμβες και τις ανέβασε στο φως. Λίγα χρόνια πρωτύτερα, ο Διοκλητιανός είχε επιχειρήσει τον πιο άγριο διωγμό των Χριστιανών. Σα να ‘ξερε, όμως, ότι ήταν μάταιη η τέτοια αρνητική παρουσία του στον κόσμο, αποτραβήχτηκε στα τελευταία —αυτός ο δυνατός στρατιώτης και ο ιδρυτής της συστηματοποιημένης απόλυτης μοναρχίας— στην ιδιωτική ζωή. Κι αποτραβήχτηκε αφού φρόντισε, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τον Κωνσταντίνο, να καταργήσει και τη Ρώμη από έδρα της αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος δεν έσωσε μονάχα το Ρωμαϊκό Κράτος, μεταβιβάζοντάς το, έστω και σαν αποσκευή, απ’ τη Δύση στην Ανατολή, αλλά και τη Δύση την λύτρωσε, παίρνοντας το Θεό, που είχε ανατείλει στην Ανατολή, κι εγκαθιστώντας τον φανερά και σχεδόν επίσημα σ’ όλο του το κράτος, σε Ανατολή και Δύση. Έτσι η Δύση δεν έμεινε μονάχα ελεύθερη για να σμίξει με το Βορρά —με το καινούριο, βάρβαρο και άφθαρτο αίμα— μα δέχθηκε κι αγκάλιασε και τ’ ωραιότερο, γλυκύτερο κι εαρινότερο βλαστάρι της Ανατολής: τον Ιησού. Μια σπάνια τύχη έδωσε στο νεώτερο δυτικό κόσμο, στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, την ευκαιρία να βυθίσει τις ρίζες του στα πιο πλούσια και πολύτιμα εδάφη. Η γένεση και η ουσία του ευρωπαϊκού κόσμου δε μπορεί να γίνει νοητή, αν δεν την αναγάγουμε στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα, στη ρωμαϊκή πολιτειακή παράδοση και νομοθεσία, στο Χριστιανισμό και στο βάρβαρο και ακμαίο αίμα των λαών του Βορρά.

Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα έδωσε στο νεώτερο δυτικό κόσμο τ’ αντικειμενικά μέτρα της ομορφιάς και της αλήθειας. Η ρωμαϊκή πολιτειακή παράδοση και νομοθεσία έδωσε την έννοια του οργανωμένου κράτους και το συστηματοποιημένο δίκαιο. Ο Χριστιανισμός έδωσε την αγάπη και την πίστη σαν υποκειμενικές συγκινήσεις και χάρισε γενικότερα στο νεώτερο ευρωπαϊκό άνθρωπο την έντονη υποκειμενική ψυχή. Οι λαοί του Βορρά —προπάντων οι γερμανικοί— έδωσαν το ακμαίο τους αίμα και την παιδική τους φαντασία, που μέσα στ’ άγρια δάση του Βορρά —στους μαγικούς δρυμούς— είχε ασκηθεί στα πιο παράξενα οράματα.

Τον νεώτερο δυτικό (ή ευρωπαϊκό) τύπο του ανθρώπου τον βλέπουμε να ξυπνάει για πρώτη φορά —σ’ ένα γλυκοχάραμα που αφήνει βέβαια στον ορίζοντα πολλά ακόμα σκοτεινά και αξεδιάλυτα σημάδια— στο πρόσωπο του Αυγουστίνου. Ο Αυγουστίνος, επίσκοπος στην Ιππώνα, σε μια πόλη αφρικανική (πλάι στην παλιά Καρχηδόνα) είναι ένας απ’ τους μεγάλους ιεράρχες των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Δεν είναι όμως μονάχα το χαρακτηριστικό τούτο, που τον ξεχωρίζει στα μάτια μας. Ιεράρχες μεγάλοι είναι πλάι του αρκετοί. Μερικοί είναι, σα διδάσκαλοι του χριστιανικού λόγου, μεγαλύτεροι κι από τον Αυγουστίνο. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν μάλιστα και στην κοινωνική του διδασκαλία χριστιανικότερος και ηθικά αληθινότερος από τον Αυγουστίνο. Αν ξεχωρίζει όμως ο τελευταίος μέσα στους πολλούς που δίδαξαν και ζήσανε το Λόγο του Χριστού, ξεχωρίζει γιατί μέσα στην ταραγμένη του ψυχή —που, όπως μας λέει ο ίδιος, είχε και «δωμάτια κρυφά»— βρήκαν για πρώτη φορά, μ’ έναν τρόπο προσιτό στα μάτια μας, τη συνδυασμένη τους εκδήλωση τα στοιχεία εκείνα, που απαρτίσανε τον νεώτερο ευρωπαϊκό άνθρωπο. Πολεμώντας ο Αυγουστίνος το αρχαίο πνεύμα, το πολεμάει μέσα του, το ζει μ’ άλλα λόγια μέσα του (έστω και σαν τον εχθρό που ζητάει να εξολοθρεύσει). Πολεμώντας την εγκόσμια πολιτεία, δεν καταφεύγει σαν ασκητής στην έρημο, παρά ζητάει ουσιαστικά (αδιάφορο αν δε βγαίνει αυτό άμεσα απ’ τα λόγια του) να εξασφαλίσει ακριβώς για την Εκκλησία την πολιτειακή κληρονομιά και τον οικουμενισμό της Ρώμης. Πολεμώντας τέλος τον εαυτό του —και τον τέτοιον αγώνα μάς τον περιγράφει στις «Εξομολογήσεις» του, που του εξασφάλισαν τον τίτλο του πρώτου ιστοριογράφου μιας ατομικής ψυχής— δεν κρύβει από τα μάτια μας τον αγώνα του, δεν αφανίζει τα ατομικά ψυχικά του παθήματα για ν’ αφήσει να ισχύσουν, όπως θα ‘κανε ο κλασικός Έλληνας, οι υπερπροσωπικές μονάχα λύσεις και εκβάσεις των εσωτερικών του αγώνων, αλλά μας ανοίγει την καρδιά του, μας ζωγραφίζει την ατομική του ψυχή με τις εσωτερικές της αντιφάσεις και με τα δυο της τα «Εγώ», τραγουδάει και κλαίει λυρικά τον ίδιο τον εαυτό του και γίνεται έτσι ο πρώτος μουσικός λυρικός. Ο «μουσικός» λυρικός βυθίζεται στο άπειρο του εσωτερικού κόσμου, ενώ ο «πλαστικός» λυρικός —και τέτοιος ήταν ο λυρικός στην ελληνική αρχαιότητα— δέχεται την έμπνευσή του απ’ το «πεπερασμένο» αντικείμενο που προβάλλει στα μάτια του, υμνεί μ’ άλλα λόγια κάτι το πλαστικά ωραίο (έναν ακμαίο έφηβο) ή κάτι το αρχιτεκτονικά τέλειο (μια πολιτική νομοθεσία). Προβάλλοντας ο Αυγουστίνος σαν ο πρώτος «μουσικός» λυρικός, προβάλλει σαν ο πρώτος που νομιμοποίησε την είσοδο της ατομικής ψυχής μέσα στο χώρο της πνευματικής ζωής. Ο «Έλλην» της κλασικής εποχής δε μπορούσε να επιτρέψει ένα τέτοιο πράμα. Ο κλασικός Έλληνας είναι εκείνος, που έκανε την πιο μεγάλη ανακάλυψη στον κόσμο: ανακάλυψε το Τέλειο, που είναι πάντα ανώτερο κι απ’ την πιο τέλεια ατομική ψυχή κι απ’ το πιο τέλειο ατομικό σώμα. Η αλήθεια είναι κάτι το υπερπροσωπικό και ισχύει ανεξάρτητα από τις πλάνες και τις αντιφάσεις της ατομικής ψυχής. Αυτό το ανακάλυψαν πρώτοι οι Έλληνες κι έτσι θεμελιώσανε την επιστήμη. Μα και το ωραίο στην απόλυτη έκφανσή του είναι κι αυτό κάτι το υπερπροσωπικό και ισχύει ανεξάρτητα από τις φυσικές ατέλειες και του πιο τέλειου ατομικού σώματος. Κι αυτό επίσης πρώτοι οι Έλληνες το ανακάλυψαν κι έτσι πρώτοι αυτοί πραγματοποίησαν την τέλεια τέχνη. Μεθυσμένοι απ’ την ανακάλυψη του Τέλειου, δηλαδή απ’ τη διαδικασία που λέγεται «εξιδανίκευση», δε μπορούσαν οι γνήσιοι Έλληνες να επιτρέψουν στην υποκειμενική ψυχή και στο ατομικό σώμα, με τα λάθη τους και τις δυσαρμονίες τους, να διεκδικήσουν μια θέση νόμιμη μεσ’ στην πνευματική ζωή, να ξεπεράσουν μ’ άλλα λόγια τα όρια του παροδικού και του φθαρτού και να μπουν στο χώρο της αιωνιότητας. Έτσι οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν την ευκαιρία να μας δώσουν ούτε ένα λυρισμό μουσικό, που βυθίζεται στο άπειρο της υποκειμενικής εσωτερικότητας και γίνεται ρομαντισμός, ούτε το στοιχείο της ζωγραφικής, που, αντίθετα από το πλαστικό στοιχείο, ζητάει (ακόμα και πάνω στο μάρμαρο) ν’ αποδώσει το φυσιογνωμικά χαρακτηριστικό και που βυθίζεται έτσι κι αυτό στο άπειρο και στην ανεξιχνίαστη ποικιλία του εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου (στα πρόσωπα και στη φύση γενικότερα). Η στροφή αυτή προς το άπειρο (το εσωτερικό και το εξωτερικό) μ’ άλλα λόγια προς το «μη τέλειο» —μια στροφή που, δίχως τα ελληνικά μέτρα του Τέλειου, δε θα βυθιζότανε μονάχα, παρά θα χανόταν μέσα στο άμορφο, στο άπειρο και στο απροσδιόριστο— άρχισε να εκδηλώνεται στους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες. Στους αιώνες αυτούς γεννιέται το φυσιογνωμικό στοιχείο, το πορτραίτο, καθώς κι η ανάγκη της ζωγραφικής περιγραφής της απλής καθημερινής ζωής. Πάντως ο Χριστιανισμός είναι εκείνος που, κάνοντας τους έσχατους πρώτους και κηρύσσοντας την αγάπη και για το πιο μικρό και ταπεινό, κατάφερε να θεμελιώσει τη στροφή του πνεύματος προς την ατομική ψυχή, προς τα παροδικά και άπειρα αντικείμενα του εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου. Αν η στροφή αυτή αφηνότανε να γίνει μόνη της, χωρίς να πλαισιωθεί με τ’ άχρονα και υπερπροσωπικά μέτρα της αλήθειας και της ομορφιάς, που οι Έλληνες τα θεσπίσανε, θα καταντούσε μοιρολόι και ανατολίτικη ασάφεια και μοιρολατρεία. Στη Δύση, ο γάμος του ελληνικού πνεύματος με το Χριστιανισμό τελέσθηκε νωρίς (πολύ πριν από την Αναγέννηση) κι έτσι και το ελληνικό πνεύμα συμπληρώθηκε, και ο Χριστιανισμός κατοχυρώθηκε κι εξασφαλίσθηκε από τον κίνδυνο να χαθεί στο άπειρο και στο άδηλο. Μέσα στα βάθη του Δυτικού Μεσαίωνα βλέπουμε, πλάι στο ζωγραφικό, στο μυστικό και στο μουσικά λυρικό στοιχείο, όχι μόνο την αρχιτεκτονική καθαρότητα, αλλά και την πλαστική γραμμή, που μας κάνει να πιστοποιούμε πολλές αναλογίες ανάμεσα στ’ αγάλματα του Ε’ αιώνα π.Χ. και σε κάμποσα αγάλματα που κοσμούν τις γοτθικές προπάντων εκκλησιές της Δυτικής Ευρώπης. Στον Αυγουστίνο κιόλας —δηλαδή στα τέλη του Δ’ και στις αρχές του Ε’ αιώνα μ.Χ.— βρίσκουμε συνδυασμένα, όπως τονίσαμε και παραπάνω, το ελληνικό, το ρωμαϊκό και το χριστιανικό στοιχείο. Γι’ αυτό και τον χαρακτηρίσαμε σαν τον πρώτο νεώτερο Ευρωπαίο, αν και λείπει βέβαια ακόμα από τον Αυγουστίνο το τέταρτο συστατικό στοιχείο του νεώτερου Ευρωπαίου: ο Βορράς. Συμβολικό όμως είναι ακριβώς το γεγονός, ότι ο Βορράς, που έλειπε από τη φύση του Αυγουστίνου, τον κυνήγησε ως την Αφρική και χτύπησε τις πόρτες του με τους πιο απειλητικούς και άγριους ήχους. Ο Αυγουστίνος είδε κι έζησε την επιδρομή των Βανδάλων στην Αφρική, είδε την πόλη του πολιορκημένη από τους Βανδάλους, και πέθανε στα 430 στην πολιορκημένη έδρα της επισκοπής του, παραδίνοντας ελεύθερο το πνεύμα του στο Θεό και στις μελλοντικές γενεές.

«Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου», πίνακας του Ρούμπενς
«Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου», πίνακας του Ρούμπενς

Τα στοιχεία που απαρτίσανε τον νεώτερο ευρωπαϊκό άνθρωπο σπάνια βρίσκονται στην ύπαρξη των πνευματικών και καλλιτεχνικών δημιουργών της Ευρώπης έτσι, που να μη ξεχωρίζει κάποιο απ’ τα στοιχεία τούτα δυνατότερα από τ’ άλλα. Η κατανομή ήταν τις πιο πολλές φορές άνιση (λίγο ή και πολύ άνιση). Η ρωμαϊκή κληρονομιά μας ενδιαφέρει εδώ λιγότερο, γιατί σχετίζεται με την πολιτειακή και νομική συγκρότηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας και εκδηλώνεται μόνον έμμεσα και αμυδρά στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή. Τ’ άλλα στοιχεία, το ελληνικό, το χριστιανικό και το βόρειο, μπορούν να συγχωνευθούν σε δυο: απ’ τη μια μεριά έχουμε το ελληνικό στοιχείο κι απ’ την άλλη το χριστιανικό και το βόρειο, που τα τελευταία συνδυάσθηκαν μ’ έναν τρόπο θαυμαστό, κάνοντας την απέραντη άμμο της ασιατικής ερήμου και τη νεκρή θάλασσα να συνορέψουν με τα απέραντα δάση του Βορρά και τους θανατηφόρους βάλτους. Στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος βλέπουμε άλλους δημιουργούς να κλίνουν πιο πολύ (θεληματικά ή κι ασυναίσθητα) προς το ελληνικό, κι άλλους πάλι τους βλέπουμε να κλίνουν πιο πολύ προς το χριστιανικό και το βόρειο στοιχείο. Η διάκριση δεν είναι ποτέ σχεδόν απόλυτη, μα και η ισορροπία είναι σπανιότατα δυνατή. Τους πρώτους, που κλίνουν πιο πολύ προς το ελληνικό στοιχείο, τους λέμε κλασικούς. Τους άλλους τους λέμε ρομαντικούς. Στο κλασικό πνεύμα υπερέχει το πλαστικό στοιχείο. Στο ρομαντικό πνεύμα υπερέχει το μουσικό. Αυτό δε σημαίνει πως αποκλείεται να υπάρχει ένα άγαλμα με χαρακτήρα ρομαντικό ή και μια μουσική με χαρακτήρα κλασικό. Ο άνθρωπος μπορεί την κάθε ύλη —και το μάρμαρο και τον ήχο— να την πλάσει και να τη διαμορφώσει ανάλογα με την ψυχική και πνευματική του ανάγκη και πνοή. Ωστόσο, στη γλυπτική υπάρχει, δοσμένη μέσ’ από τη φύση της, η γραμμή που ορίζει κάτι και το κάνει συγκεκριμένο, που το περιορίζει και το κάνει πεπερασμένο. Στη μουσική, αντίθετα, υπάρχει δοσμένο μέσ’ από τη φύση της το βάθος το άπειρο. Η γλυπτική περιορίζει το μάτι. Η μουσική μεθάει την ψυχή και τη βυθίζει στο άπειρο. Γι’ αυτό λέμε ότι το κλασικό πνεύμα το χαρακτηρίζει πιο πολύ το πλαστικό στοιχείο, ενώ στο ρομαντικό πνεύμα υπερέχει το μουσικό. Το κλασικό πνεύμα κάνει και την ποίηση να ‘ναι πλαστική, πειθαρχημένη, με καθαρές γραμμές, την κάνει να θυσιάζει το άπειρο υποκειμενικό εγώ, που θέλει να χαθεί στα σκοτεινά του βάθη, την κάνει να πνίγει τον υποκειμενικό παροδικό πόνο του εγώ και την υψώνει στο φως της ημέρας, που μέσα της όλα πρέπει νάναι καθαρά μα και περιορισμένα, όλα πρέπει νάναι αντικειμενικά και ήρεμα, λυτρωμένα από το χάος, μα και στερημένα από το θαυμαστό πολλές φορές ίλιγγο του χάους. Το ρομαντικό πνεύμα, απ’ την άλλη μεριά, θυσιάζει τις καθαρές γραμμές στο βάθος, στην απέραντη έκταση, βυθίζεται στο υποκειμενικό εγώ, κι εξαγοράζει τη μέθη και τον ίλιγγο της απύθμενης ψυχής με τη θυσία του παραστατικά συγκεκριμένου, εξαγοράζει μ’ άλλα λόγια το βάθος —που μέσα του όλα είναι αναγκαστικά μέσ’ στο σκοτάδι βυθισμένα— με τη θυσία του ήλιου και του φωτισμένου σώματος. Έτσι, το κλασικό πνεύμα έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι τα πάντα τ’ ανεβάζει στο φως, μα τ’ ανεβάζει προσαρμόζοντάς τα στην απαίτηση του φωτός — του φωτός που τα θέλει όλα πλαστικά συγκεκριμένα, περιορισμένα. Το ρομαντικό πνεύμα έχει, απ’ την άλλη μεριά, το μεγάλο πλεονέκτημα ότι βυθίζεται στο πιο απύθμενο βάθος, μα βυθίζεται προσαρμόζοντας τ’ αντικείμενά του στην απαίτηση του βάθους — του βάθους που τα θέλει όλα σκοτεινά και αόριστα.

Ο Αυγουστίνος Ιππώνος (Aurelius Augustinus Hipponensis, (13 Νοεμβρίου 354 - 28 Αυγούστου 430), γνωστός και ως Άγιος Αυγουστίνος, ήταν χριστιανός θεολόγος, του οποίου τα γραπτά είχαν πολύ μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του Δυτικού Χριστιανισμού και της Δυτικής φιλοσοφίας.
Ο Αυγουστίνος Ιππώνος (Aurelius Augustinus Hipponensis, (13 Νοεμβρίου 354 – 28 Αυγούστου 430), γνωστός και ως Άγιος Αυγουστίνος, ήταν χριστιανός θεολόγος, του οποίου τα γραπτά είχαν πολύ μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του Δυτικού Χριστιανισμού και της Δυτικής φιλοσοφίας.

Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν φυσικότατο να είναι ολοκάθαροι κλασικοί, ενώ οι μεταχριστιανικοί Ευρωπαίοι δε μπορούσαν και δεν έπρεπε νάναι τέτοιοι. Οι Έλληνες είναι οι πρώτοι άνθρωποι στον κόσμο, που διακρίνανε το κάθε τι από το κάθε τι. Όλες βέβαια οι δυνάμεις ζούσαν στον κόσμο και πριν από τον Έλληνα. Ζούσαν όμως και δρούσαν μπλεγμένες μεταξύ τους μέσ’ στο σκοτάδι της νύχτας. Πριν από τον Έλληνα, οι δυνάμεις όλες ήταν δαίμονες σκοτεινοί. Γι’ αυτό και οι Έλληνες διατηρήσανε την ανάμνηση των δαιμόνων, και κάθε τι το άδηλο τ’ ονομάζανε δαίμονα ή δαιμόνιο. Πριν από τον Έλληνα, οι δυνάμεις όλες ήταν τόσο μπλεγμένες μεταξύ τους, που καμιά δεν ήξερε τ’ όνομά της και τον εαυτό της. Οι Έλληνες πρώτοι, κάνοντας την ανθρωπότητα να βρει την αυγή της, ξεμπλέξανε κάτω απ’ το φως της μέρας, κάτω απ’ το φως του νομοθετικού νου, τη μια δύναμη απ’ την άλλη και ονοματίσανε το κάθε τι. Έτσι ξεμπλέξανε τον άνθρωπο από το Θεό, το αντικείμενο από το υποκείμενο, το θάνατο από τη ζωή, το Μύθο από το Λόγο, την πολιτική μονάδα (την Πόλη) από τον άδηλο λαό (απ’ τους βαρβάρους) το ωραίο από το αγαθό και από το γνωστικά αληθινό, και το καθένα τους από τα δυο άλλα, ξεμπλέξανε τον φιλόσοφο από τον ποιητή, και μέσ’ στην τέχνη του ωραίου το λυρικό στοιχείο από το τραγικό, το επικό και το ειδυλλιακό, χαρήκανε μάλιστα όλες αυτές τις διακρίσεις με μια τέτοια παιδική αφέλεια, αλλά και με μια τόσο δικαιολογημένη ιερή χαρά, που το θεωρήσανε ζήτημα τιμής να μην επιτρέψουν ποτέ να ξαναμπλέξει ό,τι είχε πια ξεμπλέξει. Ο Πλάτων, απ’ όταν ένιωσε τη φιλοσοφική αποστολή μέσα του, δεν ήθελε να ‘ναι ποιητής, και νόμισε πως έπαψε στ’ αλήθεια να ‘ναι ποιητής απ’ όταν έπαψε να γράφει τραγωδίες. Οι Έλληνες πρώτοι ανακαλύψανε στον κόσμο τι θα πει «διάκριση», δηλαδή ανακαλύψανε το φως. Ήρθε όμως η ώρα, που ο κόσμος θεώρησε αυτονόητο πια το φως, όπως ήταν άλλοτε αυτονόητη κι η νύχτα. Κι από την ώρα εκείνη άρχισαν να σβήνουν (ή να παραβλέπονται) οι διαχωριστικές γραμμές και οι διακρίσεις, χωρίς όμως και να ξαναγυρίσει η ανθρωπότητα στη νύχτα που επικρατούσε στον κόσμο πριν από την εμφάνιση των Ελλήνων. Άλλο πράμα είναι η νύχτα που δεν είχε ποτέ της γνωρίσει το ξημέρωμα, κι άλλο πράμα είναι η νύχτα που προϋποθέτει το φως της ημέρας, μα που δε θέλει να τηρήσει πέρα για πέρα τους νόμους του, τους νόμους των διακρίσεων. Όσοι από τους νεώτερους Ευρωπαίους θελήσανε να δώσουν αισθητικές οδηγίες βασισμένοι στην αισθητική των αρχαίων Ελλήνων, πέσανε σ’ ένα λάθος που είναι ασυγχώρητο σε όσους ανθρώπους «ζουν»: δεν κατάλαβαν ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Ακόμα κι ο «πιο κλασικός» Ευρωπαίος έχει ρομαντικά στοιχεία μέσα του τόσο αυτονόητα και ισχυρά συνυφασμένα με την ψυχή του, που μόνο με αφύσικους ακρωτηριασμούς μπορεί να τ’ αποβάλει. Κι ο κλασικότερος λοιπόν Ευρωπαίος, αν θέλει να ‘ναι ολόκληρος, δεν πρέπει ποτέ να επιδιώξει —αφού η επιδίωξη αυτή είναι συνυφασμένη με κάτι το αφύσικο— τις απόλυτα καθαρές διακρίσεις στις ψυχικές και στις πνευματικές ροπές και εκδηλώσεις του. Ποιος μεγάλος ποιητής στη μεταχριστιανική Ευρώπη ήταν μεγάλος, χωρίς η ποίησή του νάχει ξεφύγει από τα όρια της αποστολής του αρχαίου Έλληνα ποιητή; Ποιος μεγάλος Ευρωπαίος ποιητής ήταν μεγάλος μονάχα ως Πίνδαρος, και ποιος μεγάλος Ευρωπαίος γλύπτης ήταν μεγάλος μονάχα ως πλαστικός δημιουργός, δηλαδή ως Φειδίας (χωρίς, μ’ άλλα λόγια, να ‘ναι και φυσιογνωμικός ζωγράφος ή ρομαντικός ποιητής ή παθιασμένος προφήτης ή ακόμα και αντιπλαστικώτατος μουσικός); Ο αρχαίος Έλληνας ήταν, στην ώρα του —στη μεγάλη ώρα του— εκείνος που ήταν. Εμείς θα κάναμε μεγάλο λάθος, αν θέλαμε νάμαστε, στην ώρα τη δική μας, ό,τι ήταν εκείνος, δηλαδή ό,τι απλούστατα δεν είμαστε εμείς.

Η ανατολική ζωφόρος του θησαυρού των Σιφνίων. Αρχαιολογικό μουσείο Δελφών
Η ανατολική ζωφόρος του θησαυρού των Σιφνίων. Αρχαιολογικό μουσείο Δελφών

Τη διάκριση λοιπόν που κάναμε ανάμεσα στο κλασικό και στο ρομαντικό πνεύμα, δεν τη βρίσκουμε να εκδηλώνεται, ύστερ’ από την κλασική Ελλάδα, ποτέ απόλυτα. Δεν υπάρχει στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος κανένας κλασικός που να μην έχει και ρομαντικά στοιχεία μέσα του (όσο κι αν θέλει να τα πνίξει ή κι αν νομίζει πως τα ‘πνιξε πέρα για πέρα). Κι ακόμα όμως λιγότερο μπορεί να υπάρχει ένας ρομαντικός που να μην έχει και κλασικά στοιχεία μέσα του. Η Ελλάς, αφού έτυχε μια φορά ν’ ανατείλει, έγινε, σαν ανατολή και φως, κάτι το αναπότρεπτο για κάθε Ευρωπαίο. Αν δεν είναι νοητός ή και θεμιτός ο Ευρωπαίος ως αρχαίος Έλληνας, δεν είναι όμως και νοητός, και βέβαια ούτε θεμιτός, χωρίς τον Έλληνα. Αν δεν είχε κι ο πιο έξαλλος ρομαντικός εραστής της νύχτας μερικά κλασικά στοιχεία μέσα του, θα χανόταν στο κενό και στο χάος, δε θα μπορούσε να εκφράσει τίποτα, δε θα μπορούσε να δώσει σε τίποτα μια μορφή αισθητά ή νοητά συλληπτή. Η μορφή του λόγου, της απτής ύλης και του ήχου είναι αναγκαστικά —κι όταν ακόμα χρησιμεύει για φορεσιά σε περιεχόμενα και συναισθήματα ρομαντικά— λίγο ή πολύ κλασική. Η μορφή είναι πάντα κάτι, που λίγο ή πολύ είναι συγκεκριμένο, δεμένο, πειθαρχημένο, υποταγμένο σε αντικειμενικούς κανόνες και σε υπερπροσωπικά μέτρα. Δεν είναι νοητή μια μορφή, που να ‘ναι τόσο υποκειμενική, ώστε να μην είναι προσιτή στα μάτια κανενός. Μια τέτοια μορφή δεν είναι νοητή ούτε στην Ασία, δεν είναι νοητή ούτε σα μια προελληνική αλήθεια ζωής. Κι ακόμα λιγότερο είναι νοητή στην Ευρώπη μια τέτοια μορφή, που έγκειται στο άμορφο ως απόλυτο δεδομένο, ύστερ’ από την Ελλάδα. Κι όταν ακόμα βυθίζεσαι στα πιο απρόσιτα στους άλλους σκοτεινά βάθη της υποκειμενικής σου ψυχής, δε μπορεί να ‘χεις συνείδηση του εαυτού σου, αν δεν έχεις συνείδηση και της υπερπροσωπικής κοινότητας που σ’ ενώνει με τους άλλους (έστω και μ’ ένα δεύτερο, που τον υποθέτεις ως ανύπαρκτο και που με την υπόθεση ακόμα της ανυπαρξίας του τον κάνεις να υπάρχει για σένα). Κι όταν ακόμα μονολογείς —κι ο ρομαντικός (ή μουσικός) λυρικός πάντα σχεδόν μονολογεί— ακολουθείς ορισμένα αντικειμενικά μέτρα, που σε κάνουν ν’ ακούγεσαι απ’ όλους. Εκείνος που, δίχως νάχει χάσει τη συνείδηση του εαυτού του, θέλει ν’ απαρνηθεί πέρα για πέρα κάθε υπερπροσωπικό και αντικειμενικό στοιχείο, αυτός είναι αναγκασμένος —αφού κάθε «μορφή» απαρτίζεται από τέτοια στοιχεία— να καταδικάσει τον εαυτό του στην απόλυτη σιωπή, ν’ αναχωρήσει και να πάει στην έρημο, να γίνει απόλυτος ασκητής. Ο ρομαντισμός σώζεται από την τέτοιαν ακρότητα μόνο και μόνο με την ανάγκη που αισθάνεται, να εκφρασθεί και να δώσει μορφή στα όσα νιώθει μέσ’ στο απέραντο βάθος και μέσ’ στην άβυσσο που τον τραβάει. Ο ρομαντισμός ζει διαρκώς μέσα σ’ ένα μεγάλο κίνδυνο, γιατί ζει στα όρια της αυτοκαταστροφής. Αυτό είναι ακριβώς το μεγάλο θέλγητρο του ρομαντισμού» Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε, ότι για να υπάρχει το θέλγητρο —για να κινδυνεύει δηλαδή ο ρομαντικός, χωρίς και να καταστρέφεται— χρειάζεται πάντα κάποια δύναμη που να τον σώζει. Η δύναμη αυτή είναι το κλασικό στοιχείο, που και τον πιο έξαλλο ρομαντισμό σπεύδει και τον σώζει. Το κλασικό στοιχείο, στην απώτατη πηγή του, είναι συνυφασμένο με τους βασικούς υπεριστορικούς όρους ζωής του αισθητικού, ηθικού και λογικού ανθρώπου.

Ο "παις του Μαραθώνος", χάλκινο άγαλμα. Θεωρείται έργο της σχολής του Πραξιτέλη. 4ος αιώνας π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών
Ο “παις του Μαραθώνος”, χάλκινο άγαλμα. Θεωρείται έργο της σχολής του Πραξιτέλη. 4ος αιώνας π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών

Όλες αυτές οι έννοιες και οι διακρίσεις δε μπορούν να γίνουν πέρα για πέρα νοητές, αν δεν τις ζήσουμε άμεσα μέσα στα έργα των μεγάλων δημιουργών κι αν δεν τις ξαναζήσουμε ύστερα μυστικά και με κάποιο πνευματικό δέος μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας, που, χωρίς να ‘ναι μεγάλος, είναι για τον καθένα μας ο πιο σοφός και άγρυπνος συνοδοιπόρος. Σύμφωνα με τις έννοιες του κλασικού και του ρομαντικού, που βέβαια λιγότερο σαν έννοιες και περισσότερο σαν εικόνες τις περιγράψαμε παραπάνω, ο Αυγουστίνος μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν ο πρώτος (αρκετά χτυπητός και αντιπροσωπευτικός στην παρουσία του) νεώτερος Ευρωπαίος. Μέσα στον Αυγουστίνο υπάρχουν σε μια σύνθεση αρκετά «νέα» και αρκετά «ευρωπαϊκή» και τα δυο στοιχεία, το κλασικό και το ρομαντικό. Στις «Εξομολογήσεις» του, που, η πρόθεση του τίτλου τους είναι διαφορετική απ’ το σημερινό νόημα του όρου, ο Αυγουστίνος είναι ρομαντικότερος και υποκειμενικώτερος από κάθε προηγούμενο συγγραφέα, είναι όμως ταυτόχρονα κλασικά συγκρατημένος. Επίσης, χαρακτηριστικότατο είναι το ότι, στο δεύτερο μέρος του μεγάλου έργου του «Η Πολιτεία του Θεού», επιχειρεί ο Αυγουστίνος, πρώτος στον κόσμο, την αναγωγή της ιστορίας σε «σύστημα», την αναγωγή του άπειρου ιστορικού γίγνεσθαι, που οι αρχαίοι Έλληνες το έδεναν στη μορφή του λόγου μόνο και μόνο για να το αφηγηθούν ή (το πολύ-πολύ) για να το εκμεταλλευθούν ηθικά και πολιτικά, σε αντικείμενο φιλοσοφικής θέας. Το ότι η φιλοσοφία της ιστορίας, όπως την καλλιεργεί ο Αυγουστίνος, είναι καθαρά θεολογική, δεν έχει σημασία. Κι αν δεν είναι ο Αυγουστίνος ο ιδρυτής της φιλοσοφίας της ιστορίας, με το να ιδρύσει πάντως τη «θεολογία» της ιστορίας έκανε κάτι, που είναι χαρακτηριστικό για τον επηρεασμένο απ’ το Χριστιανισμό Ευρωπαίο. Ο καθαρός κλασικός τύπος δε ζητούσε ποτέ στα σχετικά και τα άπειρα —όπως είναι η ιστορία των ανθρώπων— την εικόνα του απόλυτου. Για τον Έλληνα, «απόλυτο» ήταν μόνο το τέλειο και το πεπερασμένο, η μορφή και το αναλλοίωτο. Ο Ιουδαίος, απ’ την άλλη μεριά, χανότανε, βογκώντας και προφητεύοντας, μέσα στο χάος (στα πάθη και παθήματα) της ιστορίας. Ο σύνθετος Ευρωπαίος βυθίζεται και στο άπειρο (στην ιστορία ή στην ψυχική ζωή του ατόμου) αλλά κρατιέται κι από γερές μορφές και πέρατα, από κορμιά και επιφάνειες, απ’ το ελληνικό φως και το ελληνικό μέτρο. Κι αυτό το βλέπουμε για πρώτη φορά —αρκετά χαρακτηριστικά— στον Αυγουστίνο, που, βυθίζοντας το πνεύμα του στη ζωή της ατομικής του ψυχής ή και στο άπειρο της ιστορίας, μιμήθηκε τους Ιουδαίους, μα που, ανεβάζοντας το ατομικό χάος και το ιστορικό άπειρο στο φως της «θεωρίας», μιμήθηκε τους Έλληνες. Η τάση βέβαια του Αυγουστίνου είναι περισσότερο ρομαντική και λιγότερο κλασική. Χαρακτηριστικότατο είναι το ότι, στο εξαίσιο έργο του «Περί μουσικής», βλέπει το σύμπαν και το χρόνο σα μουσική, μ’ άλλα λόγια «ακούει» το σύμπαν, «ακούει» το χρόνο. Και στο έργο του, που είναι αφιερωμένο στο πρόβλημα της βουλητικής ελευθερίας, ανάγει την ομορφιά —κι αυτή την ομορφιά της «μορφής»— σε κάτι το άυλο και άπειρο, στους αριθμούς. «Παρατηρήστε», λέει ο Αυγουστίνος, «σ’ ένα σώμα την ομορφιά της μορφής: είναι οι αριθμοί, που κατέχουν το χώρο. Παρατηρήστε την ομορφιά στην κίνησή του: είναι οι αριθμοί, που δρουν μέσα στο χρόνο». Δεν είναι όμως οι φράσεις αυτές, αν και ρομαντικότατες, ταυτόχρονα ελληνικές; Ποιος προφήτης της Ιουδαίας θα μιλούσε τόσο «θεωρητικά»; Ο Αυγουστίνος προϋποθέτει την Ελλάδα. Κι οι πιο ακραίες εκδηλώσεις του «ανθελληνικού» ρομαντισμού του δεν ξεφεύγουν από το μέτρο του φωτεινού λόγου, δεν ξεφεύγουν απ’ την κυρίαρχη και καθαρά «θεωρητική» (λογικά και αισθητικά μορφοποιητική) στάση. Το έργο του Αυγουστίνου «Η Πολιτεία του Θεού» τελειώνει με τρεις φράσεις που δείχνουν πολύ χαρακτηριστικά τη θεωρητική και μορφοποιητική στάση του και στο κυνήγημα ακόμα του άπειρου. Ο «ανθελληνισμός» του είναι κι αυτός ελληνικός, γιατί ο Ευρωπαίος προϋποθέτει και στις πιο ακραίες ρομαντικές οδοιπορίες του το ελληνικό φως, την κλασική βούληση. Μιλώντας ο Αυγουστίνος για την αιώνια ανάπαυση στους κόλπους του Θεού, τελειώνει το έργο του με τις φράσεις: «Εκεί θα είμαστε απαλλαγμένοι από κάθε εργασία και θα ενατενίζουμε, θα ενατενίζουμε και θ’ αγαπάμε, θ’ αγαπάμε και θα υμνούμε. Και στο τέλος θάναι τούτο δίχως τέλος. Γιατί ποιος άλλος είναι τάχα ο σκοπός μας, από το να φτάσουμε στο κράτος εκείνο όπου δεν υπάρχει τέλος;»

Η ανατολική ζωφόρος του θησαυρού των Σιφνίων. Αρχαιολογικό μουσείο Δελφών
Η ανατολική ζωφόρος του θησαυρού των Σιφνίων. Αρχαιολογικό μουσείο Δελφών

Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Πάτρα, 13 Δεκεμβρίου 1902 – Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1986) υπήρξε Έλληναςφιλόσοφος, πολιτικός και ακαδημαϊκός. Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Τόμος Α’, εκδόσεις Αετός Α.Ε., Αθήνα, 1942.

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://alchetron.com/Diocletian-1047958-W

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%82_%CE%91%CE%84

https://www.scribd.com/document/49635008/%CE%A4%CE%9F-%CE%91%CE%A1%CE%A7%CE%91%CE%99%CE%9F%CE%9B%CE%9F%CE%93%CE%99%CE%9A%CE%9F-%CE%9C%CE%9F%CE%A5%CE%A3%CE%95%CE%99%CE%9F-%CE%94%CE%95%CE%9B%CE%A6%CE%A9%CE%9D

(Εμφανιστηκε 1,050 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.