Ο Ξενοφώντας, οι Σπαρτιάτες και η ανοικοδόμηση της ισχύος
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Βρισκόμαστε πια στο 382 π. Χ., όταν οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν τους πρέσβεις από την Άκανθο και την Απολλωνία και άκουσαν με προσοχή τον Κλειγένη να τους εξηγεί τις επικίνδυνες διαστάσεις που άρχισε να παίρνει η επεκτατική πορεία της Ολύνθου στη Χαλκιδική: «Λακεδαιμόνιοι και σύμμαχοι … η Όλυνθος είναι η μεγαλύτερη πόλη της Θράκης, το ξέρετε σχεδόν όλοι. Οι Ολύνθιοι πήραν με το μέρος τους ορισμένες πόλεις, με τη συμφωνία ότι θα ‘χουν τους ίδιους νόμους και τα ίδια πολιτικά δικαιώματα μ’ αυτούς, και κατόπιν πήραν και μερικές από τις μεγαλύτερες. Ύστερα βάλθηκαν να ελευθερώνουν και τις πόλεις της Μακεδονίας από τον Αμύντα, τον βασιλιά των Μακεδόνων». (5,2,12).
Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει ισχυρό που να μην απελευθερώνει, όπως δεν έχουμε δει επεκτατισμό να μπορεί να βάλει μέτρο στις επιδιώξεις του. Ο Κλειγένης συνεχίζει: «Μόλις προσχώρησαν σ’ αυτούς οι πιο κοντινές» (πόλεις), «αμέσως κίνησαν για τις πιο μεγάλες και απομακρυσμένες· τον καιρό που εμείς φεύγαμε, είχαν κιόλας στα χέρια τους – ανάμεσα σ’ άλλες πολλές – και την Πέλλα, τη μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας, και μάθαμε ότι ο Αμύντας αποτραβιόταν από τις πόλεις και κόντευε να χάσει ολόκληρη τη Μακεδονία». (5,2,13).
Με άλλα λόγια, η Όλυνθος άρχισε να παίζει επικίνδυνα. Και σαν να μην έφτανε αυτό: «Οι Ολύνθιοι έστειλαν και μας προειδοποίησαν, εμάς τους Απολλωνιάτες, ότι αν δεν παρουσιαστούμε να μετάσχουμε στην εκστρατεία θα βαδίσουν εναντίον μας». (5,2,13). Είναι η ώρα της Απολλωνίας να καταλάβει τι σημαίνει να σ’ ελευθερώνουν.
Το έργο παίζεται για μια ακόμη φορά με τις ίδιους ακριβώς κανόνες· ο ισχυρός απειλεί τον ανίσχυρο, ο ανίσχυρος καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και τρέχει σ’ έναν άλλο ισχυρό για να προστατευτεί. Το θέμα είναι να τον πείσει ότι η υπόθεσή του τον αφορά κι ότι η παρέμβαση κρίνεται επιβεβλημένη για το καλό όλων.
Κι ο Κλειγένης φαίνεται να ξέρει πού ακριβώς θα χτυπήσει: «Εμείς, Λακεδαιμόνιοι, θέλουμε βέβαια να μείνουμε πιστοί στο πατροπαράδοτο πολίτευμα και ανεξάρτητοι· αν όμως κανείς δεν μας βοηθήσει, θ’ αναγκαστούμε να πάμε κι εμείς μαζί τους. Ωστόσο αυτοί διαθέτουν κιόλας τουλάχιστον οχτακόσιους οπλίτες, καθώς και πολύ περισσότερους πελταστές· όσο για το ιππικό, αν πάμε κι εμείς μαζί τους, θα ‘χουν πάνω από χίλιους. Όταν φεύγαμε, εξάλλου, βρίσκονταν ήδη εκεί πρέσβεις των Αθηναίων και των Βοιωτών, κι ακούσαμε ότι οι Ολύνθιοι είχαν ψηφίσει να τους συνοδεύσουν πίσω στις πόλεις τους με δικούς τους πρέσβεις, για να διαπραγματευτούν συμμαχία. Αν όμως προστεθεί μια τέτοια ενίσχυση στη δύναμη των Αθηναίων και των Βοιωτών, προσέξτε, μήπως η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχό σας». (5,2,14-15).
Δε χρειαζότανε να πει περισσότερα. Και μόνο αυτά ήταν αρκετά. Προτίμησε, όμως να συνεχίσει: «τι λογική έχει από τη μια να φροντίζετε μην τυχόν ενοποιηθεί η Βοιωτία, κι από την άλλη να μην αντιδράτε στη δημιουργία ενός πολύ μεγαλύτερου συνασπισμού με δύναμη όχι μόνο στη στεριά, αλλά και στη θάλασσα; Γιατί τι θα τους σταματήσει, τη στιγμή που διαθέτουν και ξυλεία για ναυπηγήσεις στην ίδια τους τη χώρα, και χρηματικούς πόρους από πολλά λιμάνια κι αγορές, αλλά και μεγάλο πληθυσμό, χάρη στην αφθονία των τροφίμων;» (5,2,16).
Αλήθεια, τι θα μπορούσαν να κάνουν οι Σπαρτιάτες; Να αδιαφορήσουν δείχνοντας εμπιστοσύνη στην Ανταλκίδειο Ειρήνη; Ή μήπως έπρεπε να εμπιστευτούν τους Αθηναίους; Η μάχη της ισχύος δεν αφορά μόνο την ακόρεστη δίψα της κυριαρχίας, αλλά και το διαρκή φόβο για τις δραστηριότητες του άλλου, που ανά πάσα στιγμή θα γίνει επικίνδυνος.
Κι ο Κλειγένης συνεχίζει να ρίχνει λάδι στη φωτιά: «Εκτός απ’ αυτό, έχουν γείτονες τους Θράκες που είναι δίχως βασιλιά, και που από τώρα καλοπιάνουν τους Ολυνθίους· αν μπουν στις προσταγές τους, κι αυτή η σημαντική δύναμη θα προστεθεί στη δική τους. Κι όταν θα ‘χουν τους Θράκες μαζί τους, θα έχουν στη διάθεσή τους τα χρυσωρυχεία του Παγγαίου». (5,2,17).
Για τους Σπαρτιάτες όλα ήταν ξεκάθαρα. Έπρεπε να επέμβουν το γρηγορότερο, πριν το πράγμα πάρει διαστάσεις και γίνει ανεξέλεγκτο. Μαζί με τους συμμάχους αποφάσισαν να στείλουν αμέσως τον Ευδαμίδα με δύο χιλιάδες στρατιώτες και στη συνέχεια να συγκεντρώσουν στράτευμα δέκα χιλιάδων ανδρών και να το στείλουν ως ενίσχυση. Έδωσαν μάλιστα στους συμμάχους τη δυνατότητα να δώσουν χρήματα, αν δε θέλουν να δώσουν στρατό κι όρισαν και τα ποσά που έπρεπε να καταβληθούν. Κι αν κάποια πόλη δε συμμετείχε στην εκστρατεία, το πρόστιμο που έπρεπε να καταβάλει στη Σπάρτη ήταν τσουχτερό – «δύο δραχμές τη μέρα για κάθε άνδρα».
Η Πελοπόννησος βρίσκεται και πάλι σε εκστρατευτικό πυρετό, θα έλεγε κανείς σχεδόν αμέσως μετά τη σύναψη της ειρήνης. Αυτό που μένει είναι τα λόγια του Κλειγένη, όταν περιέγραφε τη φιλοδοξία των Ολυνθίων: «Όσο για τη φιλοδοξία τους, τι να πει κανείς; Ίσως, είν’ αλήθεια, ο θεός να ‘χει ορίσει να μεγαλώνει η φιλοδοξία των ανθρώπων μαζί με τη δύναμή τους». (5,2,18).
Ο Θουκυδίδης το απέδωσε στη φύση των ανθρώπων. Ο Ξενοφώντας επικαλείται το θεό. Το σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να τιθασεύσει το πάθος για κυριαρχία καθιστώντας τη συνύπαρξη αδύνατη. Αν όμως δε μάθει να συνυπάρχει θα παραμείνει πρωτόγονος, ακόμη κι αν κρατά κινητό τηλέφωνο. Κι αυτή είναι η υποθήκη της δυστυχίας.
Όταν ο Ευδαμίδας έφτασε στη Χαλκιδική παρέλαβε με τη θέληση των κατοίκων την Ποτίδαια και περιορίστηκε σε επιχειρήσεις μικρού μεγέθους περιμένοντας τις ενισχύσεις, που θα του έφερνε ο αδερφός του ο Φοιβίδας. Εκείνος, όμως, όταν παρέλαβε το στρατό κι άρχισε την πορεία προς τη Χαλκιδική, σε μια στάση που έκανε έξω από τη Θήβα, βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής διένεξης που υπήρχε στην πόλη ανάμεσα στο Λεοντιάδη και τον Ισμηνία.
Με δεδομένο ότι ο Ισμηνίας δεν έκρυβε τα αντιλακωνικά του αισθήματα, ήταν ο Λεοντιάδης που πήγε να τον συναντήσει: «Στο χέρι σου είναι, Φοιβίδα, να προσφέρεις σήμερα μια πολύ μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα σου. Αν με ακολουθήσεις με τους οπλίτες σου θα σε βάλω μέσα στην ακρόπολη, κι άμα γίνει αυτό να ‘σαι βέβαιος ότι η Θήβα θα ‘ναι ολότελα υπάκουη σε σας και σ’ εμάς που είμαστε φίλοι σας». (5,2,26).
Παρακολουθούμε τη δεύτερη κλασική περίπτωση άσκησης επεκτατισμού. Τώρα η διένεξη δεν αφορά δύο πόλεις, όπου η ισχύς θα παρέμβει προς όφελος της αδύναμης που ζητά βοήθεια – περίπτωση Απολλωνίας –, αλλά δύο αντίπαλες πολιτικές μερίδες μέσα στην ίδια πόλη, όπου δίνεται η δυνατότητα στον ισχυρό να υποστηρίξει την πιο συνεργάσιμη μετατρέποντας την πόλη σε προτεκτοράτο.
Κι αυτή ακριβώς είναι η πρόταση του Λεοντιάδη, που δίνει γη και ύδωρ για να κάνει την πρότασή του δελεαστική: «Γιατί τώρα, όπως βλέπεις, έχει απαγορευτεί με προκήρυξη να πάρει μέρος Θηβαίος στην εκστρατεία σας κατά των Ολυνθίων· αν όμως συνεργαστείς μαζί μας όπως σου είπα, εμείς θα σου δώσουμε αμέσως πολλούς οπλίτες και πολύ ιππικό. Έτσι θα ενισχύσεις τον αδερφό σου με μεγάλη δύναμη, κι αυτός ετοιμάζεται να υποτάξει την Όλυνθο, εσύ θα ‘χεις υποτάξει τη Θήβα που είναι πολύ μεγαλύτερη από κείνη». (5,2,27).
Η Σπάρτη παρασύρεται και πάλι. Μπροστά σε τέτοια ευκαιρία τα περί ανεξαρτησίας των πόλεων της ειρήνης του Ανταλκίδα, που ακόμη ίσχυε, στερούνται νοήματος. Ο Φοιβίδας, χωρίς να το σκεφτεί και χωρίς καν να ενημερώσει την πόλη του, μπήκε στη Θήβα, κατέλαβε την ακρόπολη κι επέτρεψε στο Λεοντιάδη να συλλάβει τον Ισμηνία – οι περισσότεροι φίλοι κι ομοϊδεάτες του οποίου κατέφυγαν στην Αθήνα.
Όταν ο Λεοντιάδης κατέβηκε στη Σπάρτη να ζητήσει κι επίσημα τη βοήθεια της, βρήκε τους περισσότερους να έχουν εξοργιστεί με το Φοιβίδα, που ανέλαβε τέτοιες πρωτοβουλίες χωρίς την άδεια της πόλης. Εκείνος που ηρέμησε τα πνεύματα ήταν ο Αγησίλαος λέγοντας ότι, αν πρόκειται να ωφεληθεί η πόλη, δεν είναι κακό να αυτοσχεδιάσει κανείς.
Από κει και πέρα το λόγο είχε ο Λεοντιάδης: «Και σεις το λέγατε, Λακεδαιμόνιοι, ότι πριν από τούτα τα γεγονότα οι Θηβαίοι σας φέρονταν εχθρικά… Μήπως δεν αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν μαζί σας εναντίον των δημοκρατικών του Πειραιά, που ήταν οι μεγάλοι σας αντίπαλοι, ενώ εκστράτευσαν εναντίον των Φωκέων αν κι έβλεπαν ότι τούτοι ήταν με το μέρος σας; … Έπειτα, ενώ ήξεραν πως ετοιμάζεστε να πολεμήσετε τους Ολυνθίους, έκαναν συμμαχία μαζί τους… Τώρα όμως … τίποτα δεν έχετε να φοβηθείτε από τους Θηβαίους: ένα σύντομο μήνυμά σας θα ‘ναι αρκετό για να εξυπηρετηθείτε από κει σ’ ό,τι χρειαστείτε, φτάνει να φροντίζετε και σεις τα συμφέροντά μας όπως θα φροντίζουμε εμείς τα δικά σας». (5,2,33-34).
Φυσικά, όταν ο Λεοντιάδης λέει «τα συμφέροντά μας» εννοεί τα συμφέροντά του, αλλά αυτό τι σημασία έχει για τους Σπαρτιάτες; Το δικαστήριο που στήθηκε καταδίκασε τον Ισμηνία σε θάνατο και ο Λεοντιάδης ήταν ο κυρίαρχος της πόλης. Μετά από αυτά έστειλαν τον Τελευτία στην Όλυνθο. Όπως ανέβαινε εκείνος, ειδοποίησε το βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα εξασφαλίζοντας τη συμμαχία του και πήρε με το μέρος του τον ηγεμόνα της Ελιμίας, το Δέρδα, η συνδρομή του οποίου απεδείχθη πολύτιμη. Γιατί η μάχη που έγινε μπροστά στην πόλη ήταν αμφίρροπη, κι αν ο Δέρδας δεν έκανε αποφασιστική επέλαση εναντίον των εχθρών την κρίσιμη στιγμή, που οι άλλοι υποχωρούσαν, ίσως το αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό.
Το σίγουρο είναι ότι ο Δέρδας με το ιππικό του και ο Τελευτίας με τους σταθερά πειθαρχημένους οπλίτες του κατάφεραν να διασπάσουν τον εχθρό και να τον τρέψουν σε φυγή. Μετά από αυτή την επιτυχία ο Τελευτίας επέστρεψε στη Σπάρτη.
Όταν, όμως, μπήκε η άνοιξη, οι Ολύνθιοι με περίπου εξακόσιους ιππείς έκαναν επίθεση στην Απολλωνία με σκοπό να τη λεηλατήσουν. Τους αντεπιτέθηκε ο Δέρδας, που τυχαία ήταν εκεί, και τους κυνήγησε μέχρι τα τείχη της πόλης τους κατασφάζοντας όσους περισσότερους μπορούσε. Κυκλοφόρησε μάλιστα η φήμη ότι ο ίδιος ο Δέρδας προσωπικά σκότωσε πάνω από ογδόντα ιππείς των αντιπάλων. Τα νέα αυτά εξόργισαν τη Σπάρτη, που έστειλε ξανά τον Τελευτία στην Όλυνθο «με σκοπό να καταστρέψει ό,τι δέντρο απέμεινε κι ό,τι χωράφι είχαν καλλιεργήσει οι Ολύνθιοι». (5,3,3).
Η επιχείρηση αυτή, όμως, στάθηκε ιδιαίτερα ατυχής για τον Τελευτία. Με τρόπο ανεπίτρεπτο για τη στρατηγική του εμπειρία επιτέθηκε παρασυρμένος από οργή, χωρίς να λάβει σοβαρά υπόψη του τα δεδομένα της μάχης. Οι Ολύνθιοι μ’ έναν έξυπνο ελιγμό τον κατατρόπωσαν αποδεκατίζοντας το στρατό. Τελικά, σκοτώθηκε και ο ίδιος. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει: «το να επιτίθεται […] στους αντιπάλους με θυμό, κι όχι με κρίση, είναι απόλυτο λάθος: ο θυμός είναι απερίσκεπτος, ενώ η κρίση φροντίζει εξίσου ν’ αποφύγει τη ζημία, όσο και να βλάψει τους εχθρούς». (5,3,7).
Αμέσως μετά στάλθηκε ο Αγησίπολις με μεγάλες δυνάμεις. Όταν όμως μπήκε στη γη των Ολυνθίων κι άρχισε να καταστρέφει τους αγρούς (κυρίευσε μάλιστα και την Τορώνη), έπεσε άρρωστος με υψηλό πυρετό και πέθανε σε μια βδομάδα. Προς αντικατάστασή του οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Πολυβιάδη που ανάγκασε τους Ολυνθίους να ζητήσουν ειρήνη άνευ όρων.
Και σαν να μην έφταναν αυτά η Σπάρτη βρήκε κι άλλη αφορμή για να παρέμβει στα εσωτερικά των άλλων. Ήταν η σειρά των Φλιασίων αυτή τη φορά, οι οποίοι δεν έδιναν τα δικαιώματα που έπρεπε στους εξόριστους παρά τις προειδοποιήσεις του Αγησιλάου. Είχαν μάλιστα και προκλητική στάση, γιατί υπολόγιζαν ότι όσο θα λείπει ο ένας βασιλιάς – ο Αγησίπολις ήταν στην Όλυνθο – ο άλλος δε θα επιχειρούσε εκστρατεία αφήνοντας την πόλη χωρίς βασιλιά.
Δεν τα σκέφτηκαν, όμως, καλά. Ο Αγησίλαος όχι μόνο εκστράτευσε, αλλά είχε εξοργιστεί και ήταν αποφασισμένος να τους συνετίσει. Όταν περνούσε τα σύνορα της πόλης, οι Φλιάσιοι έτρεξαν να ζητήσουν ειρήνη. Εκείνος δε μεταπειθόταν, πολιόρκησε την πόλη και τελικά την κυρίευσε – αν και ξόδεψε το διπλάσιο και παραπάνω χρόνο απ’ όσο υπολόγιζε.
Οι Σπαρτιάτες τα πήγαν περίφημα κατά την Ανταλκίδειο Ειρήνη. Για την ακρίβεια δεν άφησαν τίποτε ανεκμετάλλευτο: «οι Θηβαίοι κι οι άλλοι Βοιωτοί τους ήταν ολότελα υποταγμένοι, οι Κορίνθιοι είχαν γίνει πιστοί τους φίλοι, οι Αργείοι είχαν ταπεινωθεί, οι Αθηναίοι είχαν απομονωθεί, όσοι σύμμαχοι δεν τους είχαν φερθεί καλά είχαν τιμωρηθεί. Νόμιζαν λοιπόν ότι η κυριαρχία τους ήταν στερεωμένη για καλά και σίγουρη». (5,3,27).
Η περίοδος της ειρήνης δεν ήταν ιδιαίτερα ειρηνική. Για τους Σπαρτιάτες στάθηκε περισσότερο σαν ευκαιρία να ανοικοδομήσουν την πληγωμένη τους ισχύ κι όχι ως ειρηνευτικό πρόταγμα. Εξάλλου, τα γεγονότα στη Θήβα ήταν κατάφωρη παραβίασή της. Το τελικό συμπέρασμα του Ξενοφώντα «νόμιζαν ότι η κυριαρχία τους ήταν στερεωμένη για καλά και σίγουρη» είναι απολύτως κατατοπιστικό. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να μιλάμε σοβαρά για ειρηνευτική προσπάθεια.
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο πέμπτο, μετάφραση Ρόδης Ρούφος, εκδόσεις «Ωκεανίδα», δεύτερος τόμος, Αθήνα 2000.