8 Ιανουαρίου 2016 at 23:05

Ο Παπαδιαμάντης, ο ελληνισμός και η πτώση του Βυζαντίου

από

Ο Παπαδιαμάντης, ο ελληνισμός και η πτώση του Βυζαντίου

Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στη μεγαλύτερη έκτασή της επί Ιουστινιανού.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στη μεγαλύτερη έκτασή της επί Ιουστινιανού.

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Το βιβλίο του Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα» εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ιστορικό μυθιστόρημα. Η δράση τοποθετείται στις τελευταίες μέρες του Βυζαντίου και κατορθώνει να αναπαραστήσει το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής συνδυάζοντας το φαντασιακό της πλοκής με την ιστορική πραγματικότητα. Φυσικά, η οπτική δεν είναι αισιόδοξη. Η παράταιρη ανθρωπογεωγραφία που παρελαύνει, η συνωμοτικότητα, οι θρησκευτικές διαφωνίες, η εγκληματικότητα, το αδιαπραγμάτευτο του ατομικού συμφέροντος και η έλλειψη συμπόνιας ως κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς συνθέτουν τη σημειολογία της ήττας. Η τελική συντριβή (άλωση της Κωνσταντινούπολης) είναι το λογικό επακόλουθο της παρακμής. Η φθορά φαίνεται ότι πριν απ’ όλα έχει ηθικό περιεχόμενο.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η γυφτοπούλα Αϊμά δε θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι καλό. Ο Παπαδιαμάντης φαίνεται αμείλικτος από την αρχή. Ο  πατέρας της την πετά από έναν ψηλό βράχο μέσα στο χείμαρρο. Τη βλέπουμε να τον εκλιπαρεί να μην τη σκοτώσει: «Πατέρα! Μη με φονεύης!…». Σαν από θαύμα πέφτει σε σημείο χωρίς βράχια, ώστε να διασωθεί, και σαν από δεύτερο θαύμα βρίσκεται εκεί ο Βράγγης για να την περιθάλψει. Όμως, αμέσως μετά, μια ομάδα ιππέων τον εντοπίζει: «Ήρπασαν από των χειρών του Βράγγη την μικράν παιδίσκην, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των». Όταν την υιοθετεί ο Πρωτόγυφτος, δεν έχει καμία ανάμνηση απ’ αυτά κι ανατρέφεται σαν πραγματική γυφτοπούλα. Ωστόσο, κι εκείνος θα την πουλήσει στους μυστηριώδεις αγοραστές που την παζαρεύουν.

Τα ετεροθαλή αδέρφια της, ο Μάχτος και ο Βούγκος δε θα μπορέσουν να τη βοηθήσουν. Ο Βούγκος δεν έχει καν διάθεση για κάτι τέτοιο. Δουλεύει σκληρά στο αυτοσχέδιο σιδηρουργείο που υπάρχει στην καλύβα και φαίνεται να αδιαφορεί για όλα. Ο Μάχτος δείχνει αποφασισμένος να εμποδίσει τον Πρωτόγυφτο, αλλά θα υποταχθεί στη βούλησή του. Όταν, αργότερα, συνειδητοποιήσει ότι είναι ερωτευμένος με την Αϊμά και  υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια προκειμένου να τη βρει και να την έχει κοντά του, θα είναι πολύ αργά. Ο έρωτάς του είναι αδύνατο να έχει ανταπόκριση. Αυτό που θα προκαλέσει είναι απέχθεια και οδύνη. Το τραγικό τέλος φαίνεται αναπόφευκτο.

Όσο για τη γύφτισσα θετή της μητέρα, ήταν αδύνατο να φέρει οποιαδήποτε αντίρρηση στις αποφάσεις του άντρα της. Εξάλλου, δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την Αϊμά. Όταν ρωτάται από τη μικρή αν την έχουνε βαφτίσει ή όχι απαντά χωρίς δισταγμό ότι δεν ξέρει: «Βεβαίως δε, αν ηδύνατο να σκεφθή, ήθελε μετανοήσει διότι έσπευσε ν’ απαντήση ούτω. Η απάντησις αύτη έκαμε την Αϊμάν να πεισθή περί όσων αμφέβαλλε. Δεν ήξευρεν αν η κόρη της ήτο βαπτισμένη. Δεν ήτον άρα μήτηρ της».

Όμως, και ο ευρύτερος κοινωνικός περίγυρος δεν είναι φιλικός για την Αϊμά. Ως γυφτοπούλα κι όχι χριστιανή γίνεται συχνά αντικείμενο χλευασμού. Η γριά Εφταλουτρού, όποτε τη συναντά, της κάνει τη ζωή δύσκολη. Ο Σκούντας και ο Τρέκλας παρουσιάζονται περισσότερο σαν αρπακτικά. Η Αϊμά είναι απελπιστικά μόνη, δηλαδή απολύτως ανίσχυρη. Αναγκαστικά, άγεται και φέρεται από τη βούληση των άλλων. Γι’ αυτό κι όλα εκτυλίσσονται μέσα σε κλίμα άκρατης συνωμοσίας. Για να τονιστεί το σκοτεινό και το ανεξέλεγκτο που ορίζει τη μοίρα της.

Η Αϊμά, μέσα σε πλήρη απελπισία δέχεται την επίσκεψη ενός οράματος, μιας ξένης γυναίκας, που της μιλά αινιγματικά: «Σε γνωρίζω από της μήτρας, σε γνωρίζω και προ της συλλήψεως… Προτού να γεννηθής και να συλληφθής σ’ εγνώριζον», διαβεβαιώνει η οπτασία. Και συνεχίζει: «Και σε λυπούμαι πολύ κόρη μου… Έχεις εχθρούς, έχεις διώκτας. Το πεπρωμένον σε αδικεί. Τα πάντα συνώμοσαν εναντίον σου. Και όμως είσαι τόσον συμπαθής, και τόσον καλή!… Εις ουδέν έπταισες. Αλλ’ είναι ανάγκη να πληρωθή το πεπρωμένον». Κι όταν η Αϊμά βάζει τα κλάματα η γυναίκα  προσπαθεί να την παρηγορήσει: «Μη κλαίης, μη κλαίης… Δεν είσαι συ μόνη δυστυχής. Υπάρχουν κι άλλοι δυστυχέστεροι. Με βλέπεις εμέ;… Είμαι πολύ δυστυχεστέρα σου… Διότι κι εγώ έχω εχθρούς, κι εγώ καταδιώκομαι… Πολιορκούμαι, Αϊμά, και μέχρι τέλους δεν θα σωθώ… Οι εχθροί μου είναι ισχυροί, και έχουσι πολλούς συμμάχους… και ίσως μετά ένα μήνα θα φύγω διά παντός».

Κι όταν η Αϊμά ρωτάει «δια που;» θεωρώντας ότι «η γυνή αύτη παρεφρόνει», έρχεται η απάντηση: «Δι’ αγνώστους τόπους… Ήλθα να σ’ αποχαιρετήσω διά τελευταίαν φοράν, κόρη μου… Η μήτηρ σου, Αϊμά, δεν ζη πλέον… Αλλ’ όμως είσαι εν των τέκνων μου… Τα τέκνα μου είναι αναρίθμητα». Κι όταν η οπτασία αποχώρησε «…η Αϊμά ησθάνθη φόβον και επέστρεψε σύννους εις την καλύβην. Εις μάτην εβασάνιζε τον νουν της. Δεν ηδύνατο να λύση το αίνιγμα τούτο». Με δεδομένο ότι βρισκόμαστε λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης γίνεται φανερό το ανίσχυρο της οπτασίας μπροστά στην ορμή των εχθρών που την πολιορκούν. Είναι μόνη και αβοήθητη, κυριολεκτικά ανήμπορη, όπως και η γυφτοπούλα. Στον πρόλογο του βιβλίου του Νικόλαου Β. Τωμαδάκη «Περί Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453) αναφέρεται: «Η πολιτική κατάστασις της Ευρώπης δεν ήτο τοιαύτη, ώστε το χριστιανικόν στρατόπεδον να καταστή ηνωμένον, ενιαίον και αποτελεσματικόν. Και τούτο διότι μεταξύ του ασκούντος κοσμικήν εξουσίαν Πάπα και των ηγεμόνων της Δύσεως, από των αρχόντων της Ιταλίας μέχρι του αυτοκράτορος της Γερμανίας, βαθείαι υπήρχον διαφοραί, αι οποίαι δεν άφηναν τα αντικρουόμενα συμφέροντα να συνασπισθούν». (σελ. 7).

Από την άλλη, οι ίδιοι οι στρατιωτικοί αριθμοί επιβεβαιώνουν το αδύνατο της σωτηρίας. Στο βιβλίο του Donald. M. Nicol «Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου» τα πράγματα τίθενται απολύτως ξεκάθαρα: «Όταν η πολιορκία άρχισε, υπήρχαν συνολικά 26 αγκυροβολημένα πολεμικά πλοία στον Κεράτιο. Είχαν λίγες πιθανότητες απέναντι στον αριθμό των πλοίων τα οποία είχε εξοπλίσει ο Σουλτάνος Μωάμεθ. Ο αριθμός των υπερασπιστών εντός των τειχών προσδιορίστηκε από το Γεώργιο Σφραντζή, που ισχυριζόταν ότι είχε σταλεί από τον αυτοκράτορα να τους καταμετρήσει, στους 4773, και περίπου 200 ξένους. Στην τουρκική πλευρά υπολόγιζε ότι υπήρχαν περίπου 200.000 άνδρες. Κανένας απ’ αυτούς τους αριθμούς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός αναντίρρητα. Ιταλικές πηγές μιλούν για έναν αριθμό Ελλήνων γύρω στους 6000 – 7000. Οι τουρκικές πηγές ορίζουν το σύνολο των οθωμανικών δυνάμεων σε όχι περισσότερους από 80.000. Όμως είναι σαφές ότι υπερείχαν αριθμητικά των υπερασπιστών τουλάχιστον δεκαπέντε προς έναν». (σελ. 593 – 594).

Εικόνα του Ευγγγελισμού από την Αχρίδα, πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα.
Εικόνα του Ευγγγελισμού από την Αχρίδα, πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα.

Η άλωση της Πόλης επισφραγίζει την αλήθεια της οπτασίας, που διαβεβαίωσε την Αϊμά ότι ίσως και σε ένα μήνα θα φύγει ηττημένη απ’ αυτούς που την πολιορκούν. Αυτό που μένει είναι η αποκάλυψη ότι έχει πολλά παιδιά, ένα εκ των οποίων είναι και η γυφτοπούλα. Στον επίλογο του Β΄ τόμου του βιβλίου του Dimitri Obolensky «Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Η Ανατολική Ευρώπη, 500 – 1453» καθίσταται σαφές: «Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης απ’ τα στρατεύματα του Σουλτάνου Μεχμέτ Β΄ στις 29 Μαΐου 1453 έφτασε στο τέλος η ιστορία της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας… Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης παρέμεινε μια κεντρομόλος δύναμη, που εργαζόταν για την πολιτική όπως και για τη θρησκευτική ενότητα… Κι ούτε οι πολιτικές φιλοδοξίες των Βαλκανίων ηγεμόνων ούτε ο συγκλονισμός που προκάλεσε στη Ρωσία η Ελληνική “προδοσία της Ορθοδοξίας” στη Σύνοδο της Φλωρεντίας διέλυσαν την αρχαία πεποίθηση ότι το κέντρο της Χριστιανικής “οικουμένης” βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Στην πραγματικότητα αυτή η πεποίθηση επανενισχύθηκε απ’ τους νέους και ισχυρότερους πολιτιστικούς δεσμούς που συνέδεσαν τις Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες με το Βυζάντιο κατά τον τελευταίο αιώνα της ύπαρξης της αυτοκρατορίας». (σελ. 585).

Για να προστεθεί: «Γι’ αυτό το λόγο δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε σ’ αυτές τις χώρες άμεσα αισθήματα τρόμου και κατάπληξης. Έλληνες, Σλάβοι και Ρουμάνοι αντέδρασαν σ’ αυτό το γεγονός συνθέτοντας θρήνους, σε ποιητικό και πεζό λόγο, για την κατειλημμένη και πληγείσα πόλη». (σελ. 585). Βρισκόμαστε μπροστά στην ιστορική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη, που θέλει τη γυφτοπούλα, ως ελληνισμό, να έχει μια μητέρα μακρινή, που «δε ζη πλέον», και να  γίνεται ένα από τα πολλά τέκνα μιας νέας μητέρας που κινδυνεύει θανάσιμα. Το Βυζάντιο υπό τη σκέπη της ορθοδοξίας είναι η συνέχεια, η νέα μητέρα, που φέρνει και πολλά αδέρφια διαποτισμένα με τα ίδια ιδανικά.

Οι ιδεολογικές και θρησκευτικές συγκρούσεις ανάμεσα στα Βυζάντιο και την κλασική αρχαιότητα (παλιά και νέα μητέρα) δε φαίνεται να απασχολούν τον Παπαδιαμάντη. Αυτό που προτάσσεται είναι η σύμπλευση μέσα στη ροή της ιστορίας που από τη φύση της είναι αντιφατική κι αντικρουόμενη. Ο ελληνισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος και με το μακρινό, αρχαίο παρελθόν του, αλλά και με το χριστιανικό του παρόν. Η μια μητέρα μπορεί να διαδέχεται την άλλη, οι διαφορές μπορεί να υπάρχουν, όμως αυτό που προέχει είναι ο ελληνισμός, που σε κάθε περίπτωση οφείλει να διασωθεί. Γι’ αυτό και η άλωση της Πόλης τίθεται ως ύψιστη καταστροφή· γιατί ταυτίζεται με την άλωση του ελληνισμού. Η τελευταία σκηνή του έργου, με το θάνατο της γυφτοπούλας που καταπλακώνεται, λόγω σεισμού (ακριβώς τη μέρα που πέφτει η Πόλη), μέσα στη σπηλιά και τα αρχαία αγάλματα που πέφτουν και τη συντρίβουν είναι ακριβώς αυτό· είναι το ρέκβιεμ της γυφτοπούλας που πλέον βλέπει να κομματιάζονται και οι δυο μητέρες της. Και δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη οδύνη απ’ αυτή.

Αυτός είναι και ο λόγος, που ο Παπαδιαμάντης δεν αναφέρεται με τρόπο εχθρικό ή απαξιωτικό είτε στα ιδεώδη της αρχαιότητας (ακόμη και τα θρησκευτικά) είτε στους ανθρώπους που προσπάθησαν να τα αναβιώσουν, ακόμη και σε βάρος του χριστιανισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι ως πατέρα της γυφτοπούλας τοποθετεί τον Πλήθωνα το Γεμιστό, υπαρκτή ιστορική προσωπικότητα που προσπάθησε να αναβιώσει το αρχαίο πνεύμα. (Είναι ο άνθρωπος που στην πρώτη σκηνή αναγκάστηκε με πόνο ψυχής να την πετάξει στο χείμαρρο γιατί δεν μπορούσε να τη σώσει κι έπεσε στα χέρια του Βράγγη). Στο βιβλίο του Robert Browning «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία» αναφέρεται: «Ο Γεώργιος Γεμιστός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1353 και δίδαξε φιλοσοφία στην πρωτεύουσα για μερικά χρόνια. Πάντοτε κάπως επιδεικτικός, αντικατέστησε το οικογενειακό του όνομα Γεμιστός (=γεμάτος) με το κλασικό ισοδύναμο, Πλήθων, που είχε το πλεονέκτημα να μοιάζει με το όνομα του Πλάτωνα. Την εποχή της μεγάλης πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από το σουλτάνο Βαγιαζήτ εγκατέλειψε την πρωτεύουσα για το Μυστρά, όπου κατείχε μεγάλο αξίωμα καθώς συνέχιζε τη διδασκαλία του για πολλά χρόνια. Μάζεψε γύρω του εκεί έναν κύκλο μαθητών που συμπεριλάμβανε το Βησσαρίωνα, τον μελλοντικό καρδινάλιο, τον Ιωάννη και Μάρκο Ευγενικό, τον Ιωάννη Αργυρόπουλο, αργότερα δάσκαλο των Ελληνικών στη Φλωρεντία, τον ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, τον Ιωάννη Μόσχο, που διαδέχτηκε τον Πλήθωνα ως διευθυντής της Σχολής, τον Μιχαήλ Αποστόλη, που αργότερα αντέγραψε χειρόγραφα για πολλούς Ιταλούς λογίους, το Δημήτριο Ραούλ Καβάκη (γραμματέα του Πλήθωνα) και πολλούς άλλους… Ο Πλήθων απεβίωσε στο Μιστρά το 1452, σε ηλικία ενενήντα εννέα ετών, ένα χρόνο πριν η γενέτειρά του υποκύψει στα κανόνια του Μωάμεθ Β΄». (σελ. 316 – 317).

Ο Γιάννης Κορδάτος στο βιβλίο «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου» εξηγεί: «Ο Γεμιστός […] προπαγάνδιζε την ιδέα, πως πρέπει, όχι μόνο να αναδιοργανωθεί η αυτοκρατορία, αλλά να παύσει να είναι κράτος βυζαντινό – χριστιανικό και να μεταμορφωθεί σε ελληνικό. Φανατικός λάτρης των αρχαίων Ελλήνων και μελετητής του Πλάτωνα ήθελε να νεκραναστήσει την αρχαία Ελλάδα… Ο Γεμιστός ακόμα πίστευε, πως η βυζαντινή αυτοκρατορία για να σωθεί και να επιβιώσει έπρεπε να αλλάξει ιδεολογία. Ο χριστιανισμός ή πιο σωστά η θεολογία του δεν έπαιζε κανένα προοδευτικό ρόλο. Γι’ αυτό ο χριστιανισμός έπρεπε να αντικατασταθεί με νέα θρησκεία και αυτή έπρεπε να είναι μείγμα της αρχαίας ελληνικής και του ζωροαστρισμού… Ο χριστιανισμός, κατά τη γνώμη του Γεμιστού, ήταν ανίκανος να σώσει το ελληνικό γένος. Δε θέλει ρώτημα, πως τις αντιχριστιανικές ιδέες του, καθώς και τη νέα “θρησκεία” του, δεν τόλμησε φανερά να τις προπαγανδίσει. Μόνο σε στενό κύκλο μαθητών και θαυμαστών του τις είχε ανακοινώσει και παράλληλα τις είχε διατυπώσει στο σύγγραμμά του “Περί Νόμων”». (σελ. 513 – 514 – 515).

Ο Παπαδιαμάντης τοποθετώντας όλη τη δράση της «Γυφτοπούλας» στην Πελοπόννησο δεν εξυπηρετεί απλώς τη δυναμική της μυθοπλασίας που επιχειρεί, αλλά προσπαθεί να μείνει πιστός και στην ιστορική πραγματικότητα που αναπαριστά. Η Πελοπόννησος αποτελεί μεγάλο κέντρο της εποχής και συνδέεται με μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Σύμφωνα με τον Donald. M. Nicol: «Τη στιγμή του θανάτου του αυτοκράτορα, τον Οκτώβριο του 1448, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στο Μοριά. Εκεί είχε επιδείξει τις αρετές που τον είχαν καταστήσει τον καταλληλότερο για να αναλάβει τη διοίκηση και την άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως και των προαστίων της, γιατί αυτή ήταν εκείνη την εποχή η έκταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας». (σελ. 577).

Όμως, και πέρα απ’ αυτό, η Πελοπόννησος ήταν το τόπος που έδρασε ο Πλήθων ο Γεμιστός, που πρωταγωνιστεί στη «Γυφτοπούλα». Ο Robert Browning αναφέρει σχετικά: «Για τον Πλήθωνα ο ελληνισμός δεν ήταν κάτι που θα το απομιμούνταν σε λόγους και δοκίμια. Εξασφάλιζε ένα πρότυπο ζωής όπως και λογοτεχνίας, και ποιος ήταν καλύτερα προετοιμασμένος να μιμηθεί το πρότυπο από εκείνους που ήταν και οι φυσικοί και οι πολιτιστικοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων; Ανέπτυξε αυτό το θέμα σ’ έναν επιτάφιο λόγο που εκφώνησε στο Μυστρά το 1409, στον οποίο παρατηρούσε ότι η Πελοπόννησος κατοικούνταν από την ίδια ελληνική φυλή από τόσο παλιά όσο έφτανε η ανθρώπινη μνήμη, και συνέχισε να επιμένει σ’ αυτό στο υπόλοιπο της ζωής του. Η Πελοπόννησος ήταν γι’ αυτόν ό,τι υπήρξαν οι Συρακούσες για τον Πλάτωνα, η χώρα στην οποία η ιδεώδης του πολιτεία μπορούσε να ερμηνευθεί στην πράξη». (σελ. 317).

fgfg

Όλα αυτά ο Παπαδιαμάντης φαίνεται να τα γνωρίζει καλά. Αυτός είναι και ο λόγος που ορίζει τον Πλήθωνα ως πατέρα της γυφτοπούλας· για να παραθέσει και την οπτική της άλλης μητέρας· για να πετύχει δηλαδή το ολοκληρωτικό πάντρεμα. Και το κάνει όσο το δυνατό πιο ανώδυνα. Αν και καθιστά τον Πλήθωνα ανίκανο να υπερασπιστεί τη γυφτοπούλα (αυτός είναι και ο λόγος που τη ρίχνει στο χείμαρρο), αν και δεν κρύβει καθόλου τις συνωμοτικές του διαθέσεις, αν και καταγράφει ακόμη και στιγμές παγανιστικής λατρείας στις οποίες πρωτοστατεί, δεν τον παρουσιάζει απεχθή. Είναι μυστηριώδης, απόμακρος, απρόβλεπτος, ενδεχομένως κυνικός αλλά όχι αποκρουστικός. Το ενδιαφέρον του για τη διάσωση του ελληνισμού είναι αληθινό. Η αγάπη του για τη γυφτοπούλα είναι αδιαπραγμάτευτη. Ακόμη και την άποψη που τον καθιστά όργανο του σατανά ο Παπαδιαμάντης δεν την παραθέτει ως δική του. Εντέχνως φροντίζει να την παρουσιάσει ως περιεχόμενο δύο ανέκδοτων χρονικών που έρχονται στο φως κι όχι ως προσωπική άποψη. Θα λέγαμε ότι περισσότερο για λόγους ιστορικής εντιμότητας νιώθει το χρέος να διαφωτίσει τον αναγνώστη για τις απόψεις που συνοδεύουν αυτό τον άνθρωπο. Σε κάθε περίπτωση θέλει να δράσει συμφιλιωτικά.

Γι’ αυτό και παραφράζει την ιστορία θέτοντας στον Πλήθωνα το τέλος που θα ήθελε ο ίδιος γι’ αυτόν κι όχι αυτό που καταγράφεται από την επίσημη ιστοριογραφία. Ενώ ο Πλήθων πέθανε πιστός στις ιδέες του ένα χρόνο πριν την άλωση της Πόλης, ο Παπαδιαμάντης γράφει: «Ο φιλόσοφος έζησεν επί πολύ έτι. Φαίνεται δε ότι κατά τας τελευταίας αυτού ημέρας είχε θεραπευθή εκ της ειδωλολατρικής φαντασίας, ήτις είχε κυριεύσει αυτού, συνειδώς ότι μετά την κατάργησιν της ελευθερίας, ουδέ λόγος ηδύνατο να γίνη περί οιασδήποτε μεταρρυθμίσεως. Αφιέρωσε δε τα έσχατα του βίου του εις το νομοθετικόν και κοινωνικόν στάδιον, όπερ ηνοίγετο αυτώ εν Πελοποννήσω».

Κι εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της παπαδιαμαντικής σκέψης που θέλει να δράσει ενωτικά. Σημασία δεν έχουν ούτε οι φιλοσοφικές ούτε οι θρησκευτικές διαφορές. Σημασία έχει ο ελληνισμός που πρέπει να συνεχίσει. Μπροστά στις τραγικές εξελίξεις της υποδούλωσης ο Παπαδιαμάντης φαίνεται συντετριμμένος. Καμία μεγαλύτερη αλήθεια πέρα απ’ αυτό. Ακόμη και ο Πλήθων, για τον Παπαδιαμάντη πάντα, κάτω από τις συνθήκες αυτές, αδιαφορεί για τις μεταρρυθμίσεις που ονειρεύτηκε.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Η Γυφτοπούλα».

Dimitri Obolensky: «Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Η Ανατολική Ευρώπη, 500 – 1453», Β΄τόμος, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991

Donald. M. Nicol: «Οι Τελευταίοι Αιώνες του Βυζαντίου 1261 – 1453», εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1996.

Robert Browning: «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία», εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1992

Γιάνης Κορδάτος: «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου», Δ΄ έκδοση, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974

Νικόλαος Β. Τωμαδάκης: «Περί Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453)», εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1993 

 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE_%CE%91%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1

(Εμφανιστηκε 1,458 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.