Ο Αριστοτέλης και οι ανατροπές σε δημοκρατία και ολιγαρχία
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Με δεδομένο ότι οι δημοκρατίες τάσσονται στην υπηρεσία των φτωχότερων στρωμάτων, ενώ οι ολιγαρχίες υπηρετούν τα συμφέροντα των πλουσίων, είναι φανερό ότι μια δημοκρατία που ανατρέπεται παραδίδοντας τη σκυτάλη στην ολιγαρχία έχει ηττηθεί από τη συσπείρωση των οικονομικά ισχυρών, που βρίσκουν την ευκαιρία και επιβάλλουν τις πολιτικές τους επιδιώξεις. Και βέβαια, ο μόνιμος κίνδυνος για κάθε δημοκρατία είναι οι δημαγωγοί, οι οποίοι παρασύροντας το λαό επιφέρουν στρεβλώσεις κι αδιέξοδα που καθιστούν το πολίτευμα επίφοβο: «Οι δημοκρατίες κυρίως μεταβάλλονται εξαιτίας της ανηθικότητας των δημαγωγών, διότι εξαναγκάζουν τους πλούσιους να συσπειρωθούν (αφού ο κοινός φόβος συνενώνει και τους πιο μισητούς εχθρούς) είτε συκοφαντώντας τους κατ’ ιδίαν είτε δημόσια παρασύροντας το πλήθος εναντίον τους». (σελ. 103).
Ο Αριστοτέλης θα φέρει αρκετά παραδείγματα όπου οι πλούσιοι θα στραφούν οργανωμένα και θα ανατρέψουν τη δημοκρατία μετά από τις προκλήσεις των δημαγωγών: «Και στην Κω, για παράδειγμα, άλλαξε η δημοκρατία εξαιτίας των πονηρών δημαγωγών (γιατί οι επιφανείς πολίτες συνασπίστηκαν). Και στη Ρόδο το ίδιο, γιατί οι δημαγωγοί μισθοδοτούνταν από το δημόσιο, εμπόδιζαν όμως να αποδοθούν οι οφειλές του δημοσίου στους τριηράρχους κι έτσι οι τριήραρχοι, για να αποφύγουν τις δίκες σε βάρος τους που ακολουθούσαν, αναγκάστηκαν συσπειρωμένοι να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα». (σελ. 103). Το κατά πόσο «αναγκάστηκαν να καταλύσουν» τη δημοκρατία, σαν να επρόκειτο για κάτι που δεν επιθυμούσαν αλλά ήταν αδύνατο να γίνει αλλιώς, ή κατά πόσο έφταιγαν οι δημαγωγοί – κυρίως στην περίπτωση της Ρόδου, όπου η υπόθεση των τριηράρχων έφτανε στα δικαστήρια κι επικρεμόταν προφανώς καταδικαστική απόφαση, αφού οι τριήραρχοι είχαν καταχραστεί δημόσιο χρήμα – δεν σχολιάζεται από τον Αριστοτέλη. Αυτό που μένει ως συμπέρασμα είναι η εξασφάλιση της πολιτειακής ισχύος, που οφείλει να εδραιώνεται και στρατιωτικά, αφού το πολίτευμα που αδυνατεί να επιβάλει τη δικαιοσύνη με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται φοβούμενο ότι οι δυσαρεστημένοι μπορούν να το ανατρέψουν είναι από θέση αρχής προβληματικό, καθώς, μοιραία, άγεται και φέρεται από ανθρώπους που θέλουν (και μπορούν) να τεθούν εκτός νόμου. Η αδυναμία εφαρμογής του νόμου είναι η υποθήκη της ανατροπής, που είτε θα γίνει άμεσα και βίαια είτε σταδιακά κι αναίμακτα, πλην ξεκάθαρα.
Το βέβαιο είναι ότι τα πράγματα τίθενται ευθέως. Η δημοκρατία υπερασπίζοντας τα συμφέροντα των φτωχών δυσαρεστεί τους πλούσιους και γι’ αυτό θέλουν να την ανατρέψουν. Από κει και πέρα όλα είναι ζήτημα ισχύος. Η περίπτωση της δημοκρατίας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών δεν αναφέρεται από τον Αριστοτέλη, προφανώς επειδή δεν τη θεωρεί δημοκρατία. Η δημοκρατική εκδοχή αυτού του τύπου θέλει τους δημαγωγούς να αναδεικνύονται και να επιβάλονται στην πολιτική σκηνή μέσα από μηχανισμούς που ελέγχουν οι άνθρωποι του χρήματος. Η σχέση εξάρτησης που δημιουργείται καθιστά σαφές ότι τέτοιου είδους πολιτικοί λειτουργούν περισσότερο σαν υπάλληλοι. Τελικά δεν μιλάμε για δημοκρατική εκδοχή, αλλά εκσυγχρονισμένη ολιγαρχία που καταφέρνει να διαιωνίζει συγκεκριμένα συμφέροντα δίνοντας στο λαό την ψευδαίσθηση της επιλογής, δηλαδή της συμμετοχής, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάληψη ευθυνών που θα αποτρέψει πιθανές εξεγέρσεις. Η πολιτική αντιπαλότητα αυτού του είδους αφορά πρωτίστως την αντιπαλότητα των οικονομικών συμφερόντων που μάχονται διεκδικώντας την εξουσία παρά τις πολιτικές διαφωνίες περί δημοσίου συμφέροντος. Το ζήτημα είναι ποιος θα μπορέσει να ελέγξει πιο αποτελεσματικά την κοινή γνώμη, ποιος δηλαδή έχει τον ισχυρότερο προπαγανδιστικό μηχανισμό.
Η ιστορική αναφορά του Αριστοτέλη είναι διαφωτιστική, ώστε να γίνουν κατανοητοί όλοι οι κίνδυνοι που απειλούν τη δημοκρατία: «Στα πολύ παλιά χρόνια, όταν ο δημαγωγός ήταν ο ίδιος και στρατηγός, η δημοκρατία μετέπιπτε σε τυραννίδα, αφού σχεδόν οι περισσότεροι από τους πολύ παλιούς τυράννους προήλθαν από δημαγωγούς… Τώρα όμως που η ρητορική έχει αναπτυχθεί πολύ, οι ικανοί στο λόγο δημαγωγούν, αλλά δεν επιχειρούν βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος από άγνοια της πολεμικής τέχνης, εκτός αν συνέβη κάτι τέτοιο σε κάποιες περιπτώσεις για πολύ λίγο χρόνο». (σελ. 105 – 107). Η ανάπτυξη της ρητορικής μετέτρεψε το ζήτημα της πειθούς στον πολιτικό λόγο σε υπόθεση όλο και λιγότερων καθιστώντας σαφές ότι η πολιτική υπεροχή δεν απαιτεί μόνο να είναι κάποιος χαρισματικός, αλλά και συστηματικά εξασκημένος. Με άλλα λόγια η πολιτική αφορά πλέον ανθρώπους ειδικούς που γνωρίζουν τα μυστικά της. Η εξέλιξη αυτή όμως κρίνεται σχεδόν νομοτελειακή, αφού οι ίδιες οι μεταβαλλόμενες κοινωνικές δομές των πόλεων επέβαλαν τις αλλαγές και στην πολιτική δράση: «Επιπλέον επειδή τότε οι πόλεις δεν ήταν μεγάλες, αλλά κι επειδή ο λαός κατοικούσε στην ύπαιθρο χώρα απασχολούμενος με γεωργικές εργασίες, οι προστάτες του λαού, όταν γίνονταν στρατιωτικοί, επιβάλλονταν με τυραννικό πολίτευμα». (σελ. 107).
Η αναγνώριση ότι οι τύραννοι υπήρξαν πρωτίστως προστάτες του λαού, είναι η κατάδειξη της ταξικής πάλης που χάνεται στα χρόνια. Στην Αθήνα η απληστία των πλουσίων αριστοκρατών οδήγησε σε τέτοια εξαθλίωση τα φτωχά στρώματα, που ο κοινωνικός αναβρασμός θα ήταν αναπόφευκτος, αν δε μεσολαβούσε η νομοθεσία του Σόλωνα. Το γεγονός ότι τελικά μείνανε όλοι δυσαρεστημένοι οδηγώντας την κατάσταση σε νέα πόλωση έδωσε την ευκαιρία στον Πεισίστρατο να αναλάβει την εξουσία ως τύραννος. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο βιβλίο του «Νεοελληνική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας» σημειώνει: «Ο Πεισίστρατος, που γεννήθηκε στα Βριλήσσια, ήταν συγγενής του Σόλωνα, και ξεπεσμένος αριστοκράτης, όπως και ο Σόλων. Ο Πεισίστρατος, που διακρίθηκε τα μάλα στον κατά των Μεγαρέων πόλεμο για τη Σαλαμίνα, πάνω στην αναμπουμπούλα και τις ζητωκραυγές καταλαμβάνει την εξουσία και γίνεται τύραννος το 561 π. Χ., προφανώς με τις ευλογίες του συγγενούς του Σόλωνα, που έβλεπε να καταρρέει το τιτάνιο έργο του, εξαιτίας των συνεχών καβγάδων ανάμεσα στα τρία “κόμματα”, που αντιπροσώπευαν σαφέστατα τρεις κοινωνικές τάξεις: Τους αριστοκράτες, τους εμπόρους και τους πληβείους». (σελ. 153 – 154). Η μεταφράστρια Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου παραθέτει στα σχόλια: «Στην Αττική τον 6ο αι. π.Χ. με βάση τη γεωγραφική της διαίρεση σε παραθαλάσσια ζώνη, σε πεδινή και ορεινή, ο πληθυσμός χωριζόταν αντίστοιχα σε τρεις τάξεις και πολιτικά κόμματα συγχρόνως. Οι Πάραλοι ήταν αυτοί που ζούσαν κυρίως με ασχολίες και επαγγέλματα σχετιζόμενα με τη θάλασσα… Οι Πεδιείς ήταν οι ιδιοκτήτες των πεδινών εκτάσεων και οι πλουσιότεροι… Οι Διάκριοι ήταν κάτοικοι των ορεινών περιοχών, υλοτόμοι και κτηνοτρόφοι συνήθως, χαμηλών εισοδημάτων…». (σελ. 340).
Ο Πεισίστρατος ήταν ο αρχηγός των Διακρίων ή Διακριτών (όπως τους ονομάζει ο Ραφαηλίδης), δηλαδή των φτωχότερων στρωμάτων. Κατά το Ραφαηλίδη: «… αντίπαλοί του» (του Πεισίστρατου, εννοείται) «είναι πάντα οι “πεδιακοί”, δηλαδή οι κτηματίες αριστοκράτες, αλλά κάπου κάπου και οι “παράλιοι”, δηλαδή οι έμποροι, για λογαριασμό των οποίων αγωνιζόταν, ο ταλαίπωρος. Πάντως, οι “διακριτοί” δεν τον εγκατέλειψαν σχεδόν ποτέ. Όχι μόνο γιατί ήταν πατριωτάκι, που λεν, αλλά κυρίως διότι ήταν εχθρός των πλουσίων, ιδιαίτερα δε αυτών που δεν καταλάβαιναν πως οι αλλαγμένοι καιροί απαιτούσαν αλλαγμένες μορφές εξουσίας». (σελ. 154 – 155). Κι αυτή ακριβώς είναι η εμπιστοσύνη του λαού, που μόνο ως εμπιστοσύνη της φτωχολογιάς μπορεί να νοηματοδοτηθεί, για την οποία κάνει λόγο ο Αριστοτέλης: «Όλοι το πετύχαιναν αυτό,» (το τυραννικό πολίτευμα, εννοείται) «εφόσον κέρδιζαν την εμπιστοσύνη του λαού, η δε εμπιστοσύνη του λαού αποκτούνταν με την εχθρότητα εναντίον των πλουσίων, όπως στην Αθήνα ο Πεισίστρατος επαναστάτησε κατά των πεδιακών….». (σελ. 107). Ο Πεισίστρατος, αν και ανατράπηκε κι εξορίστηκε δύο φορές από τους πολιτικούς του αντιπάλους, κατάφερε να επιστρέψει στην εξουσία και να τη διατηρήσει για 33 χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 528 π. Χ.
Για τον Αριστοτέλη όμως, η μεταβολή της δημοκρατίας δε σημαίνει κατ’ ανάγκη και ολιγαρχία: «Ακόμη το δημοκρατικό πολίτευμα μεταβάλλεται από παραδοσιακό σε νεωτεριστικό. Όπου δηλαδή τα πολιτικά αξιώματα δίνονται με εκλογές και όχι με την προϋπόθεση των οικονομικών εγγυήσεων, αλλά εκλέγει ο λαός, εκεί όσοι επιδιώκουν αξιώματα δημαγωγούν και καταντούν έτσι το πολίτευμα ώστε ο λαός να γίνεται κυρίαρχος ακόμη και των νόμων». (σελ. 107 – 109). Για μια ακόμη φορά καταγγέλλεται η αθηναϊκή πραγματικότητα των δημαγωγών και των ψηφισμάτων που καταλύουν το νόμο οδηγώντας στην πολιτική ασυδοσία. Η απαξίωση του νόμου και η ρητορική των συγκεκριμένων συμφερόντων δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν στη θεσμική αποχαλίνωση που θα φέρει στο προσκήνιο την εξαπάτηση και τη διαφθορά. Ο λαός μετατρέπεται σε υποχείριο των δημαγωγών και παρασύρεται σε αποφάσεις που στρέφονται ενάντια στο δημόσιο συμφέρον. Συμπεριφέρεται δηλαδή με τη δυναμική του όχλου.
Κι από δω πηγάζει και η απογοήτευση του Αριστοτέλη, που προτείνει ανοιχτά τον περιορισμό της λαϊκής συμμετοχής στο πολίτευμα: «Φάρμακο για να μη γίνεται αυτό ή να γίνεται σε μικρότερο βαθμό είναι να εκλέγουν τους άρχοντες οι φυλές αλλά όχι όλος ο λαός». (σελ. 109). Η κατοχύρωση της ισχύος του νόμου, το ακμαίο της δημόσιας παιδείας και η εξασφάλιση της ορθής και ανεξάρτητης λειτουργίας των θεσμών είναι σε θέση να προασπίσουν στο ακέραιο την ομαλότητα της δημοκρατικής λειτουργίας. Το ότι ο Αριστοτέλης δεν περιορίζεται σ’ αυτά (όχι βέβαια ότι δεν τα επισημαίνει), αλλά προχωρά σε περαιτέρω προτάσεις περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων καταδεικνύει την αγανάκτηση από τον τρόπο που βλέπει να κινείται η αθηναϊκή πολιτική σκηνή. Μην ξεχνάμε ότι τη δημοκρατία την κατατάσσει στα στρεβλά πολιτεύματα.
Από την άλλη οι ολιγαρχίες κρίνονται ακόμη πιο εύθραυστες, αφού δεν κινδυνεύουν μόνο από τις εξεγέρσεις των φτωχών αλλά και από τις ίδιες τις ολιγαρχικές φατρίες, που πολλές φορές συγκρούονται ανατρέποντας η μία την άλλη και προκαλώντας πολιτειακές μεταβολές: «Τα ολιγαρχικά πολιτεύματα μεταβάλλονται με δύο τρόπους, που είναι ολοφάνεροι. Ο ένας αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία οι ολιγαρχικοί αδικούν το πλήθος, διότι τότε ο κάθε επιτήδειος γίνεται προστάτης, κυρίως μάλιστα όταν ο αρχηγός αυτός συμβαίνει να προέρχεται από την ίδια την ολιγαρχία, όπως ακριβώς στη Νάξο ο Λύγδαμις, ο οποίος αργότερα έγινε τύραννος των Ναξίων». (σελ. 109). Ξεκαθαρίζοντας ότι ο Αριστοτέλης στο πρωτότυπο γράφει «πας ικανός» αντιλαμβανόμαστε ότι η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου προτίμησε να αποδώσει τη φράση ως «ο κάθε επιτήδειος» για να διευκρινίσει ότι προφανώς ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη στιγμή της πολιτειακής ρευστότητας που αποτελεί ιδανική συνθήκη για τον αδίστακτο. Γιατί αυτού του είδους οι καταστάσεις είναι πάντα επίφοβες και πολλές φορές η αυτοαποκαλούμενη επαναστατική ηγεσία εκμεταλλεύεται τη λαϊκή αγανάκτηση προς ίδιον όφελος «κυρίως μάλιστα όταν ο αρχηγός αυτός συμβαίνει να προέρχεται από την ίδια την ολιγαρχία». Η επισήμανση αυτή του Αριστοτέλη και η αναφορά στο Λύγδαμι κάνει σαφές ότι μάλλον εννοεί τα χειρότερα παρά την ιδανική συνθήκη της επαναστατικής δράσης, που ανατρέπει το πολιτικά σαθρό υπηρετώντας ένα κοινωνικό όραμα – ανεξαρτήτως αν το πετύχει ή όχι. Από αυτή την άποψη η απόδοση της Πηνελόπης Τζιώκα είναι εύστοχη.
Η ολιγαρχία, ως πολίτευμα που επιβάλλει την εξουσία των ισχυρών, δεν μπορεί παρά να δράσει απομονωτικά: «Άλλοτε δηλαδή προκαλούν κατάλυση του πολιτεύματος οι ίδιοι οι εύποροι, που όμως έχουν αποκλειστεί από τα πολιτικά αξιώματα, όταν πολύ λίγοι κατέχουν την εξουσία, όπως συνέβη στη Μασσαλία και στον Ίστρο και στην Ηράκλεια και σε άλλες πόλεις. Σε αυτήν την περίπτωση όσοι δεν είχαν πολιτικά αξιώματα υπονόμευαν το πολίτευμα, ώσπου οι μεγαλύτεροι αρχικά αδερφοί κατόρθωσαν να αποκτήσουν την εξουσία και αργότερα οι νεότεροι… Έτσι στη Μασσαλία η ολιγαρχία προσέγγισε περισσότερο την πολιτεία, στον Ίστρο εξελίχθηκε τελικά σε δημοκρατία και στην Ηράκλεια αυτοί που δικαιούνταν πολιτικά αξιώματα ανήλθαν σε εξακόσιους από πολύ λιγότερους». (σελ. 109 – 111). Η οικονομική δύναμη που μονοπωλεί την εξουσία είναι ο συνασπισμός του πλούτου που προσπαθεί να διαιωνίσει την ισχύ του. Ως εκ τούτου, εξ’ ορισμού, θα δράσει συντεχνιακά. Όμως αυτού του είδους η πολιτική δράση δεν μπορεί παρά να γεννήσει και την αντίδραση. Και η αντίδραση έρχεται πάντα από αυτούς που νιώθουν αδικημένοι και στην περίπτωσή μας αδικημένος είναι ο επίσης εύπορος που όμως δεν έχει πρόσβαση στην εξουσία και που συνήθως είναι πρόθυμος να συμμαχήσει με οποιονδήποτε, αρκεί να βγει απ’ το πολιτικό περιθώριο. Κι όταν λέμε οποιονδήποτε εννοούμε ακόμη και το λαό, ο οποίος συμμετέχει διεκδικώντας το δικό του πολιτειακό μερίδιο. Υπό αυτές τις συνθήκες το δημοκρατικό άνοιγμα (ακόμη κι αν δε γίνει με απόλυτη πληρότητα) είναι προ των πυλών.
Οι ίδιες οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που θα προκύψουν θα οδηγήσουν σ’ αυτό. Η ανάδειξη μιας νέας ισχυρής τάξης, που απειλεί οικονομικά την παραδοσιακή που προϋπάρχει, δεν μπορεί παρά να την απειλήσει και πολιτικά. Μια μεταβολή που θα φέρει πλούτο στην πόλη δεν μπορεί παρά να φέρει και τις αντίστοιχες πολιτικές διεκδικήσεις. Γι’ αυτό η πολιτεία είναι ίσως το προτιμότερο πολίτευμα (μαζί με την αριστοκρατία που στηρίζεται στην αξία του καθενός κι όχι στον πλούτο ή την καταγωγή). Γιατί δίνει πολιτική προτεραιότητα στη μεσαία τάξη, που και είναι σταθερότερη και προϋποθέτει το πολιτικό άνοιγμα αποτρέποντας το σκηνικό της πολιτικής κάστας: «Αλλά και σε τυχαίες συμπτώσεις οφείλονται οι μεταβολές και του πολιτεύματος που αποκαλείται πολιτεία κι εκείνων των ολιγαρχιών στις οποίες αναλαμβάνουν το βουλευτικό και το δικαστικό αξίωμα, όπως και τα υπόλοιπα αξιώματα, με βάση τα εισοδήματα». (σελ. 119).
Το δεδομένο των εισοδημάτων που καθορίζει την πρόσβαση στα αξιώματα είναι που φέρει και το επίφοβο της πιθανής πολιτειακής ανατροπής. Κι αυτό φυσικά μπορεί να συμβεί και στην πολιτεία, αν και αναδεικνύει τη μεσαία τάξη ως πολιτικό ρυθμιστή, αφού, ανά πάσα στιγμή, οι οικονομικές μεταβολές μπορούν να αναποδογυρίσουν την κατάσταση όχι μόνο προς το καλύτερο, αλλά και προς το χειρότερο. Για παράδειγμα, μια συνθήκη που επιφέρει οικονομική δυσπραγία στην πόλη οδηγώντας στη φτώχεια μεγάλο μέρος του πληθυσμού, είναι ικανή να μετατρέψει τα φτωχά στρώματα σε διεκδικητές της εξουσίας. Ο Αριστοτέλης βέβαια αναφέρεται κυρίως στο αντίθετο: «Πολλές φορές δηλαδή το εισόδημα, που αρχικά ορίζεται ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις, ώστε να δικαιούνται πολιτικά αξιώματα στην ολιγαρχία λίγοι, ενώ στην πολιτεία οι μεσαίοι, συμβαίνει να πολλαπλασιάζεται προερχόμενο από τις ίδιες περιουσίες λόγω μεγάλης ευμάρειας που οφείλεται στην ειρήνη ή σε κάποια άλλη ευνοϊκή συγκυρία, με αποτέλεσμα να δικαιούνται όλοι όλα τα πολιτικά αξιώματα. Μια τέτοια μεταβολή σημειώνεται άλλοτε ομαλά, λίγο λίγο και ανεπαίσθητα και άλλοτε με γρηγορότερους ρυθμούς». (σελ. 119 – 121). Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε πιο ξεκάθαρο ότι τα πολιτεύματα που εξαρτούν τα αξιώματα από την περιουσία, ουσιαστικά, εξαρτούν τη διαχείριση της εξουσίας από τις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονται. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την αλλαγή των προσώπων που θα αναλάβουν τη διακυβέρνηση, αλλά για πολιτειακές μεταβολές που υφίστανται σταδιακά και που εν τέλει θα διεκδικήσουν και θεσμική υπόσταση.
Και βέβαια, οι ανταγωνιστικές συνθήκες της ολιγαρχίας δε θα μπορούσαν να μη γεννήσουν το δημαγωγό. Γιατί ο δημαγωγός δεν αφορά μόνο τις δημοκρατίες που λειτουργούν στρεβλά, αλλά κάθε στρεβλό πολίτευμα – και μην ξεχνάμε ότι και η ολιγαρχία κατατάσσεται από τον Αριστοτέλη στα στρεβλά πολιτεύματα: «Αυτοϋπονομεύονται ακόμη τα ολιγαρχικά πολιτεύματα, όταν οι ολιγαρχικοί δημαγωγούν στρεφόμενοι ο ένας εναντίον του άλλου από ανταγωνιστικότητα…». (σελ. 111). Η δημαγωγία στις ολιγαρχίες μπορεί να ασκηθεί είτε μέσα στην ίδια την ολιγαρχική κάστα καθορίζοντας τα πρόσωπα που θα αναλάβουν τα αξιώματα είτε όταν οι ολιγαρχικοί είναι αιρετοί οπότε προσπαθούν να απευθυνθούν δημαγωγικά στο λαό προκειμένου να εκλεγούν. Σε κάθε περίπτωση η δημαγωγία είναι υπονόμευση του πολιτεύματος, γιατί από θέση αρχής αναπαράγει την απάτη και τη διαπλοκή επιφέροντας τη γενική δυσαρέσκεια. Είναι ο μηχανισμός που καταλύει κάθε έννοια εμπιστοσύνης και η απώλεια της εμπιστοσύνης δεν είναι παρά η γενική ανασφάλεια, που με το πρώτο ταρακούνημα θα κλονίσει τα πάντα. Ο λαός ανέχεται τους δημαγωγούς μόνο με την προϋπόθεση ότι – τουλάχιστον η πλειοψηφία – ευημερεί. Η ευημερία, ως άλλοθι της πολιτικής αδιαφορίας, επιτείνει την ανοχή, αφού αυτός που ευημερεί νομίζει ότι θα παραμείνει για πάντα ανέγγιχτος. Όταν όμως κινδυνεύει να χάσει αυτά που έχει, αρχίζει να αποδίδει ευθύνες. Κι αυτό πολλές φορές μπορεί να πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Εξάλλου, η δημαγωγία των πολιτικών και η απάθεια του κόσμου είναι ο ασφαλέστερος δρόμος της διαφθοράς, που, αν δε συναντήσει αντίσταση, θα οξύνεται διαρκώς. Κι αυτός είναι ακόμη ένας λόγος για πολιτειακές ανατροπές: «Έτσι, λοιπόν, τέτοιοι άνθρωποι άλλοτε επιχειρούν να μεταβάλουν το πολίτευμα, άλλοτε πάλι κλέβουν το δημόσιο χρήμα, πράγμα για το οποίο προκαλείται ρήξη ανάμεσα στους ίδιους τους ολιγαρχικούς ή όλοι επαναστατούν εναντίον αυτών που κλέβουν, όπως συνέβη στην Απολλωνία του Πόντου». (σελ. 115).
Όμως, σε τελική ανάλυση, κάθε εξουσία είναι επίφοβη, αν δε συνοδεύεται κι από την κατοχύρωση της στρατιωτικής ισχύος. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι ολιγαρχίες κινδυνεύουν και στην ειρήνη και στον πόλεμο, αφού σε κάθε περίπτωση δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να αποταθούν σε άλλους για να ενισχυθούν στρατιωτικά: «Αρχικά στον πόλεμο μεταβάλλονται, επειδή οι ολιγαρχικοί από έλλειψη εμπιστοσύνης προς το λαό αναγκάζονται να χρησιμοποιούν μισθοφορικά στρατεύματα (με άλλα λόγια, γίνεται πολλές φορές τύραννος εκείνος στον οποίο αναθέτουν την αρχηγία των στρατευμάτων, όπως ο Τιμοφάνης στην Κόρινθο. Αν όμως την αναθέσουν σε περισσότερους, τότε αυτοί εγκαθιδρύουν δυναστεία. Άλλοτε πάλι οι ολιγαρχικοί από φόβο γι’ αυτά παραχωρούν πολιτικά δικαιώματα στο λαό, επειδή αναγκάζονται να τον χρησιμοποιούν)». (σελ. 117). Η δυσκολία στον έλεγχο των όπλων καθιστά την εξουσία ευάλωτη. Εξάλλου, οι λίγοι δεν μπορούν να επιβληθούν στους πολλούς, αν δεν έχουν τη δύναμη να τους υποτάξουν. Κι αυτό δεν εξασφαλίζεται ούτε με τη δόξα ούτε με το χρήμα ούτε με την ένδοξη καταγωγή. Αυτοί είναι παράγοντες για να επιφέρουν την ισχύ, όχι η ίδια η ισχύς. Η ίδια η ισχύς είναι η δυνατότητα της επιβολής της τάξης, αν κάποιος επιχειρήσει να την ανατρέψει. Όσο για την περίοδο της ειρήνης, ο Αριστοτέλης παραθέτει: «Αντίθετα στον καιρό της ειρήνης μεταβάλλονται οι ολιγαρχίες, επειδή οι ολιγαρχικοί από δυσπιστία μεταξύ τους αναθέτουν τη φρούρηση της πόλης σε μισθοφόρους, ορίζοντας ως αρχηγό τους πρόσωπο κοινής αποδοχής που μερικές φορές επιβάλλεται και στις δύο παρατάξεις, όπως έγινε στη Λάρισα….». (σελ. 117).
Τελικά για την ολιγαρχία δεν υπάρχει παρά ένας δρόμος, αν θέλει να επιβιώσει: «Όταν όμως η ολιγαρχία διακρίνεται από σύμπνοια, δε φθείρεται εύκολα από εγγενείς παράγοντες. Παράδειγμα γι’ αυτό είναι το πολίτευμα της Φαρσάλου, γιατί οι εκεί ολιγαρχικοί, αν και λίγοι, έχουν διευρυμένες εξουσίες, επειδή συμπεριφέρονται μεταξύ τους σωστά». (σελ. 115). Η προϋπόθεση να «συμπεριφέρονται μεταξύ τους σωστά» είναι η συνείδηση της ταξικής θέσης, που δεν πρέπει να διασπάται προς υπεράσπιση μικροσυμφερόντων. Είναι δηλαδή η αναγνώριση ότι η κατοχύρωση και διατήρηση της εξουσίας αφορά τη σύγκρουση των τάξεων και η καθεμιά πρέπει να παραμείνει ενωμένη, αν θέλει να υπερισχύσει. Η ισχυρή οικονομικά τάξη διασφαλίζοντας τη συνοχή της, διασφαλίζει τη συντεχνιακή αντίληψη για τη διαχείριση της εξουσίας. Υπό αυτό τον όρο ο ανταγωνισμός που θα υπάρξει στους κόλπους της πρέπει να εκδηλώνεται μέσα σε κάποια όρια. Αν τα όρια αυτά ξεπεραστούν δημιουργώντας θανάσιμες αντιπαλότητες, που μοιραία θα βάλουν κι άλλους στο παιχνίδι των συμμαχιών για την τελική επικράτηση, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της ολικής ανατροπής. Γιατί αυτές οι συγκρούσεις δίνουν την ευκαιρία στις άλλες τάξεις να γίνουν παράγοντες στα ξεκαθαρίσματα της οικονομικής ισχύος. Κι αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στις διεκδικήσεις…
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 3ος, μετάφραση Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ Θεσσαλονίκη 2005.
Βασίλης Ραφαηλίδης: «Νεοελληνική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», ΕΚΔΟΣΕΙΣ του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ, Αθήνα 2010.