26 Απριλίου 2015 at 08:11

Ο Παπαδιαμάντης, η γυφτοπούλα και η χρησιμοθηρική όψη του ρατσισμού

από

 Ο Παπαδιαμάντης, η γυφτοπούλα και η χρησιμοθηρική όψη του ρατσισμού

Η Γυφτοπούλα, παραγωγή της ΥΕΝΕΔ, 1974
Η Γυφτοπούλα, παραγωγή της ΥΕΝΕΔ, 1974

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη «Η γυφτοπούλα» αναφέρεται στις τελευταίες μέρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Η μυθιστορία, δεμένη αξεδιάλυτα με την ιστορική πραγματικότητα, ξεδιπλώνει αυτό που ονομάζουμε ατμόσφαιρα εποχής ή αλλιώς συνθήκες μιας περιόδου, που οφείλουν να λειτουργήσουν διαφωτιστικά προκειμένου να καταστεί σαφές τόσο το πλαίσιο της συμπεριφοράς των χαρακτήρων, που καθοδηγούνται από το πνεύμα των καιρών, όσο και η ουσία αυτών των καιρών, οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, διαμορφώνουν τη δράση. Μιλάμε για μια άλλη ιστορική ανάγνωση που δεν εστιάζει στα μεγάλα γεγονότα, αλλά τα αφήνει να λειτουργούν ως φόντο σ’ ένα πορτρέτο που εμβαθύνει στα ιδεώδη των καθημερινών ανώνυμων ανθρώπων. Γι’ αυτό το έργο του Παπαδιαμάντη είναι πολυσήμαντο. Γιατί είναι αδύνατο να περιοριστεί σε μια μοναδική ερμηνεία, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη συμπεριφορά που εκδηλώνεται ακαριαία αποκρύπτοντας (κι εμπεριέχοντας) έναν ολόκληρο κυκεώνα συνισταμένων. Τελικά η ιστορία διαμορφώνεται μέσα από την ηθική της καθημερινότητας που αναγκαστικά καθρεφτίζει την εκάστοτε εποχή. Ο αμοραλισμός, η δολοπλοκία, η ασύδοτη εξουσία, οι ίντριγκες, η απροσχημάτιστη συμφεροντολογία, το αμφίσημο της ιστορικής καταβολής που παλαντζάρει ανάμεσα στο χριστιανισμό και την αρχαιότητα, δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν παρά ως προεόρτια της τελικής καταστροφής. Κι όλα αυτά, κατά τον Παπαδιαμάντη πάντα, δε χρειάζεται κανείς να ανατρέξει στην πολιτική σκηνή ή στα παρασκήνια των ισχυρών για να τα αναγνώσει. Μια ματιά στη διαμόρφωση της λαϊκής ανωνυμίας είναι αρκούντως κατατοπιστική.

Η γυφτοπούλα, παραγωγή της ΥΕΝΕΔ, 1974
Η γυφτοπούλα, παραγωγή της ΥΕΝΕΔ, 1974

Ο Πρωτόγυφτος είναι πρόθυμος να πουλήσει τη θετή του κόρη αρκεί να παζαρέψει σωστά την τιμή. Ο Σκούντας προδίδει τα πάντα προκειμένου να βγάλει λεφτά. Οι τύψεις που νιώθει την τελευταία στιγμή δεν είναι παρά η προεξόφληση της συντριβής του. Ο Τρέκλας είναι εκδικητικός και παράφορος, αδιαφορώντας ουσιαστικά για τα πάντα. Τα αδέρφια του Μάχτου ανέχονται όλες τις αγοροπωλησίες του πατέρα τους (του Πρωτόγυφτου), θεωρώντας ότι το θέμα δεν είναι δική τους υπόθεση. Η γριά Εφταλουτρού είναι αδίστακτη προκειμένου να κερδίσει πενταροδεκάρες. Ο εγωισμός, η παθητικότητα, η αδιαφορία, και η αίσθηση του ατομικού κέρδους συνθέτουν το πιο αδηφάγο μωσαϊκό της παρακμής. Μια τέτοια κοινωνία δε θα μπορούσε να έχει μεγάλο μέλλον. Ακόμη και ο έρωτας του Μάχτου προς την Αϊμά είναι αποκρουστικός. Έχει κάτι αρρωστημένο μέσα του. Κι αυτό γιατί εκδηλώνεται σύμφωνα με τους όρους του πιο ανυπόφορου εγωισμού. Η τελική συντριβή και ο θάνατος (και σε ατομικό επίπεδο με τη σπηλιά που καταρρέει από το σεισμό και το θάνατο των πρωταγωνιστών και σε συλλογικό με την πτώση της Πόλης) τίθεται ως μοναδική διέξοδος. Είναι το ρέκβιεμ του Παπαδιαμάντη για τον ελληνισμό που μπαίνει στην πιο οδυνηρή περιπέτεια. Η υποδούλωση είναι πλέον γεγονός.

Η Αϊσέ, η υιοθετημένη κόρη του Πρωτόγυφτου κι ως εκ τούτου γυφτοπούλα (η οικογένεια του καθενός είναι και η κοινωνική του ταυτότητα), είναι ο άνθρωπος που, σαν από θαύμα, διατηρεί στο ακέραιο την ηθική του υπόσταση, ως κάτι απολύτως αυτονόητο, αφού όλα μέσα της νοηματοδοτούνται μόνο από την οπτική του καλού, δηλαδή την οπτική της αγάπης και της αλληλεγγύης προς τον άλλο. Η αθωότητα που προβάλλει η Αϊμέ είναι η απόλυτη αντίθεση μέσα στο πλέγμα των διαμορφωμένων σχέσεων. Ως εκ τούτου αποκτά διαστάσεις αγιοσύνης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Αϊμέ δε θα μπορούσε να γνωρίσει τίποτε άλλο πέρα από τον κοινωνικό εξευτελισμό και την εξαθλίωση. Το μαρτυρικό της οδοιπορικό, που προφανώς ταυτίζεται με το οδοιπορικό του ελληνισμού ως ιδέα, μοιραία καταλήγει στο τραγικό, (κατ’ αναλογία με τη μοίρα του ελληνισμού που θα καταπλακωθεί από την υποδούλωση). Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μεγαλείο του Παπαδιαμάντη που στοιχειοθετεί το τραγικό χωρίς εξάρσεις ή μεγαλόστομες ρητορίες, αλλά ως συνθήκη που διαμορφώνεται καθημερινά μέσα στις αυτονόητες εκδηλώσεις του πλήθους, ως ανεπαίσθητο δεδομένο που αναγκαστικά περνά απαρατήρητο, όπως όλα τα δεδομένα που εξ’ ορισμού, λόγω της ανακλαστικής αποδοχής τους, αποκτούν την επίφαση αυτού που ονομάζουμε φυσιολογικό. Μιλάμε για τα απλά καθημερινά επεισόδια, που όλοι προσπερνούν ακριβώς γιατί τα έχουν συνηθίσει. Και δε θα σταθούμε στην απάθεια που γεννιέται ακριβώς από τη συνήθεια που γίνεται αποδοχή. Θα σταθούμε στο άγρυπνο βλέμμα του συγγραφέα που παρατηρεί βαθιά όλα τα γεγονότα επαναπροσδιορίζοντας την ανθρώπινη συμπεριφορά χωρίς σχόλια ή διδακτικά επιμύθια, αλλά αφήνοντας απλώς την εικόνα να μιλήσει. Με δυο λόγια η Αϊμά πάει στη θάλασσα να πλύνει τα ρούχα: «Η Αϊμά, χωρίς να αναγγείλη εις την γύφτισσαν, είχε φορτωθή προ δύο ωρών κάνεον πλήρες φορεμάτων και απήλθεν εις τον αιγιαλόν, σκοπούσα να πλύνη αυτά εις το αλμυρόν ύδωρ και ακολούθως να τα ξεγλυκάνη».

Η γυφτοπούλα, παραγωγή της ΥΕΝΕΔ, 1974
Η γυφτοπούλα, παραγωγή της ΥΕΝΕΔ, 1974

Ο τίτλος του κεφαλαίου, «Αι δύο πληγαί», που περιλαμβάνει το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι απολύτος κατατοπιστικός. Και η πρώτη πληγή, είναι απολύτως προφανής: «Ότε είχε τελειώσει το έργον και φορτωθείσα εκ νέου το κάνεον επανήρχετο εις τα ίδια, οι παίδες του δρόμου, ζητούντες διασκέδασιν, εύρον τοιαύτην εις το να λιθοβολώσι το κάνεον επί της κεφαλής αυτής, αμιλλώμενοι τις να φανή δεξιώτερος σκοπευτής. Ατυχώς λίθος τις εκτύπησε την Αϊμάν εις το μέτωπον. Η νέα ησθάνθη σκοτοδίνην, εκάθησεν εις το μέσον της οδού, κατεβίβασε τρέμουσα το κάνεον από της κεφαλής της, και προσεπάθει να επίσχη το ρέον αίμα. Ιδόντες το πάθημα οι παίδες ετράπησαν εις φυγήν και ήρχισαν να επιρρίπτουν εις αλλήλους την μομφήν του αδικήματος». Το γεγονός ότι το επεισόδιο ξεκινά με τα πιτσιρίκια που διασκεδάζουν πετώντας πέτρες στην Αϊμά είναι η εκ των προτέρων αποσαφήνιση των κοινωνικών αντιλήψεων, αφού τα παιδιά δεν είναι παρά ο καθρέφτης της γενικής νοοτροπίας που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Με ποιον άλλο θα μπορούσε κανείς να σπάσει πλάκα, αν όχι με τη γύφτισσα; Το κοινωνικό κύρος του καθενός είναι και η διασφάλιση της αξιοπρέπειάς του. Αυτός που το στερείται δεν μπορεί παρά να παίζει το ρόλο του θύματος. Τα κριτήρια της εξασφάλισης του κοινωνικού κύρους δε χρειάζεται να καθοριστούν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μια γύφτισσα δε θα μπορούσε ποτέ να τα εκπληρώσει. Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε στην αντίληψη της από θέση αρχής κατανομής των ανθρώπων σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτούς που αξίζουν και σ’ αυτούς που δεν αξίζουν το σεβασμό.

Βεβαίως, υπάρχουν και όρια. Μπορεί κανείς να διαπομπεύσει τη γύφτισσα, αλλά όχι να τη σκοτώσει. Ο τραυματισμός της Αϊμά τρομάζει τους πιτσιρικάδες. Το βάζουν στα πόδια. Ο ένας κατηγορεί τον άλλο. Κανείς δε θέλει την ευθύνη. Βρισκόμαστε μπροστά στην πιο καθαρή μορφή του φυλετικού ρατσισμού, που αναπαράγει την άκριτη υιοθέτηση της κατωτερότητας του άλλου, αλλά δε θέλει να προβεί και στην ωμότητα της εξόντωσής του. Ο ρατσισμός που επιδιώκει τη φυσική εξόντωση του άλλου, ως ιδεολογία, είναι μια άλλη, σκληρότερη μορφή φυλετικής διάκρισης που εκφράζεται κυρίως μέσα από φασιστικές – ναζιστικές αντιλήψεις. Το πέρασμα από το ένα στάδιο του ρατσισμού στο άλλο είναι μάλλον ζήτημα κοινωνικών και ιστορικών συγκυριών, όμως σε καμία περίπτωση ο Παπαδιαμάντης δεν ασχολείται μ’ αυτό. Ο Παπαδιαμάντης στέκεται, σχεδόν ενστικτωδώς, μπροστά στο ρατσισμό που εκδηλώνεται ως απόρριψη της διαφορετικότητας νομιμοποιώντας τις μειωτικές συμπεριφορές, που όμως οφείλουν να μην ξεπεράσουν τα όρια. Άλλο να κάνεις καζούρα στο χαζό, άλλο να τον σκοτώσεις. Από αυτή την άποψη βρισκόμαστε μάλλον σε μια ήπια εκδοχή του ρατσισμού, θα λέγαμε σε μια παιδική εκδήλωσή του (παρά τη σκληρότητα που επιδεικνύει), αφού η αποφυγή της ευθύνης δεν είναι τίποτε άλλο από την παραδοχή του λάθους, που όλοι θέλουν να μη χρεωθούν. Είναι ο ρατσισμός που ακόμη δεν έχει κατασταλάξει, που εκκολάπτεται σαν παιχνίδι και που διατηρεί κάποια όρια που δεν πρέπει να ξεπεραστούν.

Η γυφτοπούλα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η γυφτοπούλα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Όμως, αν η εικόνα του αιμόφυρτου – ζαλισμένου κοριτσιού είναι το τελευταίο όριο του παιδικού ρατσισμού που τα τρέπει σε φυγή, δε θα λέγαμε το ίδιο και για τους μεγάλους. Γιατί η Εφταλουτρού, που έκλεψε τη μπουγάδα μιας γυναίκας, έγινε αντιληπτή και δεχόταν επίθεση: «Να χαθής, κλέφτρα! Να χαθής!» Γιατί ο κίνδυνος του δημόσιου εξευτελισμού δε θα μπορούσε να αποφευχθεί πιο αποτελεσματικά παρά με την υπόδειξη ενός άλλου, ενός θύματος που θα μπορούσε να παίξει σωστά το ρόλο του κλέφτη. Και ποιος θα μπορούσε να παίξει καλύτερα αυτό το ρόλο από τη γυφτοπούλα; «Άμα ιδούσα η Εφταλουτρού την νέαν, δεν παρετήρησεν ούτε το δέμα περί το μέτωπόν της, ούτε την οδύνην, ην εξέφραζεν η μορφή της. Εν μόνον είδε. Το κάνιστρον με τα ενδύματα». Κι αμέσως μετά: «Έλα εδώ! έκραξεν αγρίως η Εφταλουτρού προς την εκείσε της αιμασιάς γυναίκα, ήτις εμέμφετο αυτήν επί κλοπή. Έλα εδώ να ιδής, ποια σου έκλεψε τα ρούχα σου».

Φυσικά η γυναίκα που κατηγορούσε την Εφταλουτρού πείθεται αμέσως για την ενοχή της Αϊμά. Ούτε καν μπαίνει στον κόπο να κοιτάξει τα ρούχα για να διαπιστώσει ότι είναι πράγματι τα δικά της. Αρπάζει το πανέρι και φεύγει. Αλλά και ο κόσμος που μαζεύεται μπροστά στη θορυβώδη σκηνή δεν έχει καμία αμφιβολία. Οι κατάρες, οι διαβεβαιώσεις και η επιμονή που η Εφταλουτρού χτυπάει το μπαστούνι της στο χώμα δεν είναι μόνο απόδειξη ότι η Αϊμά είναι η κλέφτρα, αλλά και οι συνθήκες αρένας, που πρέπει να δημιουργηθούν προκειμένου να μην υπάρξει καμιά ορθολογικότητα. Το όλο θέμα δεν πρέπει να διερευνηθεί, πρέπει να τελειώσει ακαριαία, όπως ξεκίνησε. Η συνοπτικότητα της διαδικασίας είναι το προαποφασισμένο που πρέπει να παρουσιαστεί ως αποτέλεσμα κρίσης. Ο μοναδικός διαβάτης που προσπαθεί να παρέμβει προς υπεράσπιση της Αϊμά είναι τελείως ανίσχυρος μπροστά στη ροή των γεγονότων. Οι δυνάμεις της λογικής δεν έχουν καμία αξία. Κι αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη ουσία του ρατσισμού που δεν μπορεί παρά να έχει χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε χρησιμότερο από το εξιλαστήριο θύμα που ανά πάσα στιγμή θα επωμιστεί όλα τα στρεβλά της κοινωνίας. Γιατί η απονομή της ευθύνης κρίνεται απολύτως αναγκαία ως κάθαρση που διαιωνίζει την κοινωνική συνοχή. Κι εφόσον οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν μπορούν να κατονομαστούν, πρέπει να βρεθούν άλλοι. Υπό αυτές τις συνθήκες το να μιλά κανείς για δικαιοσύνη είναι μάλλον ρομαντισμός. Ο ρεαλιστής ξέρει να βρίσκει πρακτικές λύσεις. Το ζήτημα δεν είναι η κατάλυση της δικαιοσύνης, το ζήτημα είναι η αποσιώπηση αυτού. Γι’ αυτό ο ρατσισμός είναι το πιο ξεκάθαρο σύμπτωμα της κοινωνικής παρακμής. Γιατί όλες οι παθογένειες που καθιστούν το απάνθρωπο συμβιωτική συνθήκη γεννιούνται πρωτίστως από την απόκρυψη των αληθινών παραγόντων που τις γεννούν. Η ξενοφοβία, τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις κτλ είναι μόνο η αφορμή. Τα αίτια βρίσκονται αλλού. Στις κοινωνικές σχέσεις των διαπλεγμένων συμφερόντων που δε θα μπορούσαν να κάνουν χωρίς βαρβάρους. Κι αυτό είναι το πλέγμα της συλλογικής υποκρισίας, δηλαδή της συνενοχής, που οφείλει να διεκδικήσει και ιδεολογικό υπόβαθρο.

Η εμφάνιση του Μάχτου όχι μόνο δεν αλλάζει τίποτε, αλλά λειτουργεί ως επιπλέον ταπείνωση για την Αϊμά. Γιατί η Αϊμά γνωρίζει το μάταιο κάθε προσπάθειας προς υπεράσπισή της. Προστατεύει το Μάχτο λέγοντας ψέματα ότι τάχα τα ρούχα που έπλυνε τα άπλωσε στη βρύση. Φυσικά μπροστά σ’ αυτή την ομολογία, ακόμη κι εκείνος που προσπάθησε να την υπερασπιστεί την εγκαταλείπει. Τώρα πια όλα έχουν ξεκαθαριστεί. Βρισκόμαστε μπροστά στην ύψιστη προσωπική θυσία προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα. Γιατί αν ο Μάχτος μάθαινε την αλήθεια ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί. Η θυσία δεν είναι τίποτε άλλο από την παραίτηση που επιβάλλει η σωφροσύνη. Η όλη εικόνα της Αϊμά θυμίζει θρησκευτικό μάρτυρα: «Η δύστηνος Αϊμά είχε χάσει τοσούτον τας δυνάμεις της, ώστε τα πάντα τη εφαίνοντο όνειρον. Ούτε δια λόγου ούτε δι’ έργου ηδύνατο να υπερασπισθή. Ησθάνετο πικρίαν, ησθάνετο πόνον. Εις τον τόπον είχον συρρεύσει δέκα ή δεκαπέντε άνθρωποι, παροδίται ή γείτονες. Η αισχύνη επίεζεν αυτήν ως σιδηρούς κλοιός. Τη εφαίνετο, ότι είχε πίει χολήν και όξος. Οι οφθαλμοί της έπασχον διαλείψεις σκότους και φασμάτων, τα ώτα της εβόμβουν δυσήχως και φοβερώς. Τα γόνατά της εκάμφθησαν, και έπεσεν ως σωρός επί του εδάφους». Ο Παπαδιαμάντης διαποτισμένος βαθύτατα από τη χριστιανική ηθική δε θα μπορούσε να μη σταθεί στο πλευρό της Αϊμά. Κι ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που της δίνει σχεδόν θρησκευτικές διαστάσεις, αφού η αθωότητα λειτουργεί ως απαρχή του μαρτυρίου, ως θυσία που θα οδηγήσει συνειδητά στην κατακραυγή και στη διαπόμπευση. Κι αυτή είναι η δεύτερη και βαθύτερη πληγή που υπόσχεται ο τίτλος του κεφαλαίου.

Το μόνο που μένει είναι τα λόγια του πλήθους όσο ο Μάχτος απομακρύνεται με την Αϊμά από τον τόπο του επεισοδίου.

  • Α, τι ξετσιπωσιά!
  • Του διαβόλου η γύφτισσα.
  • Δεν την μέλει τέσσαρα.
  • Έκλεψε και δε θέλει να το πη.
  • Και τι ψεύτρα!
  • Μπροστά στα μάτια μας να πη φοβερό ψέμα!
  • Τέτοιοι είναι, αυτοί οι γύφτοι!
  • Κατηραμένη φυλή.
  • Κλέφτες και ψεύτες.
  • Άθεοι.

Δείτε:

(Εμφανιστηκε 8,656 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.