Ο Θουκυδίδης, η στρατηγική του πολέμου και οι πολιτικές ίντριγκες
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Με την άφιξη του αθηναϊκού στρατού στη Σικελία οι τρεις στρατηγοί, ο Νικίας, ο Λάμαχος κι ο Αλκιβιάδης (που ακόμη δεν είχε ανακληθεί), βρέθηκαν μπροστά στην αποθαρρυντική πραγματικότητα της ολοκληρωτικής διάψευσης σχετικά με τα χρήματα που είχαν υποσχεθεί οι Εγεσταίοι. Τα νέα που έφτασαν στο στρατόπεδο των Αθηναίων (στο Ρήγιο) από τα τρία πλοία που είχαν σταλεί στην Έγεστα ήταν ξεκάθαρα. Η οικονομική ενίσχυση ήταν τριάντα τάλαντα όλη κι όλη, ποσό όχι ασήμαντο, αλλά μηδαμινό. Οι Εγεσταίοι, προκειμένου να διευθετήσουν τις τοπικές τους διαφορές με το Σελινούντα εξαπάτησαν τους Αθηναίους πρέσβεις παρουσιάζοντας τα αναθήματα του ναού της Αφροδίτης, που ήταν από ασήμι, πολύ μεγαλύτερης αξίας απ’ ότι πραγματικά ήταν και γυροφέρνοντας τα ίδια ακριβά σκεύη από σπίτι σε σπίτι, όπου ιδιώτες παρείχαν γεύματα στους πρέσβεις, δίνοντας την εντύπωση της απίστευτης χλιδής. Τώρα που η εκστρατεία είχε γίνει και που οι αθηναϊκές δυνάμεις βρίσκονταν ήδη στη Σικελία, δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχιστεί η απάτη. Όλοι βρέθηκαν προ εκπλήξεως, εκτός από το Νικία που, εξ’ αρχής, θεωρούσε πολύ επίφοβες τις υποσχέσεις των Εγεσταίων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι Ρηγίνοι, που θεωρούνταν ότι προφανώς θα συμβάλουν στην εκστρατεία, λόγω της κοινής καταγωγής με τους Λεοντίνους και της φιλίας με τους Αθηναίους, αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή. Όπως ήταν φυσικό οι στρατιώτες άρχισαν να δυσφορούν ανοιχτά. Κατηγορούσαν τους πρέσβεις που είχαν εξαπατηθεί και θεωρούσαν ότι είχαν παρασυρθεί μάταια. Τα πράγματα στη Σικελία, απ’ την αρχή, ήταν προβληματικά για τους Αθηναίους.
Οι στρατηγοί συσκέφτηκαν για την κατάστρωση του σχεδίου μπροστά στη νέα πραγματικότητα. Ο Νικίας πρότεινε να αναχωρήσουν αμέσως εναντίον του Σελινούντα επιβάλλοντας στους Εγεσταίους να συντηρήσουν με τρόφιμα τουλάχιστον τα εξήντα πλοία που ζήτησαν, κι αφού καταφέρουν να συμβιβάσουν τις δυο πόλεις (Έγεστα – Σελινούντα) είτε με τη βία είτε με διαπραγματεύσεις να επιστρέψουν στην Αθήνα. Και μόνο η επίδειξη δύναμης, στην παρούσα φάση, ήταν (για το Νικία) αρκετή. Ο Λάμαχος αντέτεινε να επιτεθούν αμέσως στις Συρακούσες: «Υποστήριξε πως κάθε στρατός, στην αρχή, προκαλεί μεγάλο φόβο. Αν όμως αργήσει να παρουσιαστεί, οι άνθρωποι ξαναποχτούν το θάρρος τους και τον υποτιμούν, ακόμη κι όταν τον θωρούν. Αν, αντίθετα, πέσουν πάνω τους ξαφνικά, όσο ακόμη τούτοι τους περιμένουν φοβισμένοι, σίγουρα θα τους νικήσουν κι όλα θα συντελέσουν να τους πιάσει πανικός, τόσο η θέα του στρατού (που τότε θα φαινόταν πολυαριθμότερος) όσο κι η αγωνία για την τύχη που τους περιμένει και, πάνω απ’ όλα, ο άμεσος κίντυνος της μάχης». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 49). Ο πάταγος της αιφνιδιαστικής – ακαριαίας επίθεσης θα έγερνε εξ’ αρχής την πλάστιγγα προς τους Αθηναίους, γεγονός που θα εξανάγκαζε και τις υπόλοιπες πόλεις της Σικελίας να αποθαρρυνθούν από οποιαδήποτε διάθεση συμμαχίας με τις Συρακούσες. Ο τρόμος της στρατιωτικής ισχύος θα έκανε όλο το νησί να στραφεί προς τον ισχυρό. Οι Συρακούσιοι, απομονωμένοι και πανικόβλητοι δε θα είχαν καμία τύχη. Αν έπεφταν οι Συρακούσες η διαμάχη με τους Σελινουντίους θα είχε αυτόματα διευθετηθεί, αφού κανείς πλέον δε θα τολμούσε να σηκώσει κεφάλι.
Ο μόνος που τάχθηκε αντίθετα με την άμεση στρατιωτική επέμβαση ήταν ο Αλκιβιάδης, που θεώρησε ότι πρέπει να οργανωθούν όσο το δυνατό καλύτερα, εξασφαλίζοντας συμμαχίες με διπλωματία, ώστε να επιτεθούν μαζικά σε μια νικηφόρα τελική αναμέτρηση: «Ο Αλκιβιάδης, εξάλλου, υποστήριξε πως δεν έπρεπε, μια και είχαν ξεκινήσει με τόσο μεγάλη δύναμη, να γυρίσουν πίσω ντροπιασμένοι κι άπραχτοι, αλλά όφειλαν να στείλουν κήρυκες σ’ όλες τις ελληνικές πόλεις – εκτός από το Σελινούντα και τις Συρακούσες – κι επίσης να προσπαθήσουν άλλους από τους Σικελούς να τους αποσπάσουν από τους Συρακουσίους κι άλλους να τους προσεταιριστούν για να εξασφαλίσουν τρόφιμα κι ενισχύσεις. Πριν όμως από κάθε άλλη ενέργειά τους έπρεπε να επιδιώξουν να πείσουν τους Μεσσηνίους να πάνε μαζί τους (βρίσκονται πάνω στο πέρασμα κι αποτελούν το κλειδί για το διάβα στη Σικελία, αλλά, επίσης, θα πρόσφεραν τούτοι στο εκστρατευτικό σώμα λιμάνι κι εξαιρετικά χρήσιμη βάση για εξόρμηση). Όταν προσεταιριστούν τις πόλεις αυτές και πια ξέρουν ποιες θα πολεμήσουν στο πλευρό τους, τότε μονάχα θα τραβήξουν εναντίον των Συρακουσών και του Σελινούντα……….». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 48).
Ο Αλκιβιάδης όμως ήξερε καλά να επιβάλλεται. Ο Λάμαχος, ανατρέποντας τις ισορροπίες, τάχθηκε με το μέρος του. Ο Νικίας έμεινε για μια ακόμη φορά μειοψηφών, σερνόμενος από το άρμα του Αλκιβιάδη. Ετοιμάστηκαν εξήντα καράβια που έπλευσαν παραλιακά στη Νάξο και την Κατάνη. Έφτασαν μέχρι τις Συρακούσες, όπου διαλάλησαν από τα καταστρώματα ότι οι Αθηναίοι ήρθαν για την προστασία των Λεοντίνων κι όσοι Λεοντίνοι βρίσκονταν στις Συρακούσες μπορούσαν να πάνε με το μέρος των Αθηναίων. Αμέσως μετά έπλευσαν με όλο το στόλο προς την Καμάρινα κι έστειλαν κήρυκα. Οι Καμαριναίοι όμως δεν τον δέχτηκαν προφασιζόμενοι παλιούς όρκους που όριζαν ότι θα δέχονταν κήρυκες μόνο αν έφταναν με ένα καράβι στο λιμάνι τους. Οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στην Κατάνη.
Όταν ο Αλκιβιάδης ανακλήθηκε στην Αθήνα για την υπόθεση των ακρωτηριασμένων στηλών του Ερμή, οι δύο στρατηγοί αποφάσισαν να χωρίσουν το εκστρατευτικό σώμα σε δύο μέρη και να σαλπάρουν για το Σελινούντα και την Έγεστα. Πρώτος σταθμός ήταν η Ιμέρα, πόλη ελληνική, η οποία όμως δεν τους δέχτηκε, και συνεχίζοντας το αρμένισμα έφτασαν στα Ύκαρα, πόλη εχθρική προς την Έγεστα, και τα κυρίευσαν, με τη βοήθεια των Εγεσταίων, που έστειλαν ιππικό. Τους κατοίκους τους πούλησαν σκλάβους εξοικονομώντας χρήματα κι ενώ το πεζικό επέστρεψε στην Κατάνη, τα πλοία συνέχισαν την πλεύση προς την Ύβλα, την οποία όμως δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν. Όταν πια μπήκε ο χειμώνας άρχισαν οι Αθηναίοι να προετοιμάζονται εναντίον των Συρακουσών. Η διασπάθιση των δυνάμεων, η κωλυσιεργία, η έλλειψη ουσιαστικού σχεδίου και κυρίως η αναπόφευκτη απομυθοποίηση της αθηναϊκής δύναμης με το πέρασμα του χρόνου, αφού η συνήθεια αποδυναμώνει το φόβο, αναπτέρωσαν τις ελπίδες των Συρακουσίων: «Απ’ το γεγονός πως οι Αθηναίοι – αντίθετα με ό,τι αρχικά φοβούνταν και περίμεναν – δεν τους επιτέθηκαν αμέσως, κάθε μέρα που περνούσε έπαιρναν και μεγαλύτερο θάρρος. Κι όταν φάνηκε ολοκάθαρα πως τούτοι αρμένιζαν στην άλλη άκρη της Σικελίας, πολύ μακριά απ’ αυτούς, πως πήγαν εναντίον της Ύβλας, δοκίμασαν να την κυριέψουν με έφοδο, αλλά δεν το κατάφεραν, άρχισαν πια να τους καταφρονούν ακόμη περισσότερο και ν’ απαιτούν από τους στρατηγούς – όπως συνηθίζει να κάνει ο όχλος όταν πάρει θάρρος – να τους οδηγήσουν εναντίον της Κατάνης, αφού οι Αθηναίοι δεν έρχονταν εναντίον τους. Συρακούσιοι ιππείς, εξάλλου, έκαναν συνέχεια αναγνωρίσεις, φτάνοντας ως το στρατόπεδο των Αθηναίων, και, χλευάζοντάς τους, ρωτούσαν αν είχαν έρθει για να εγκατασταθούν μάλλον οι ίδιοι σε ξένον τόπο παρά για να εγκαταστήσουν τους Λεοντίνους στο δικό τους». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 63).
Όταν έμαθαν αυτά οι Αθηναίοι στρατηγοί έβαλαν σ’ εφαρμογή ένα σχέδιο αντιπερισπασμού ώστε να πετύχουν να στρατοπεδεύσουν κοντά στις Συρακούσες, στο καλύτερο δυνατό σημείο και με τον πιο ομαλό τρόπο. Κι αυτό θα επιτυγχανόταν με την απουσία του στρατού από τις Συρακούσες. Έστειλαν λοιπόν κήρυκα, κάποιον που οι Συρακούσιοι θεωρούσαν έμπιστο, που τους διαβεβαίωσε ότι αν έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση στην Κατάνη, οι Καταναίοι θα εγκλώβιζαν τους Αθηναίους μέσα στην πόλη και θα έβαζαν φωτιά στα καράβια τους, ενώ οι ίδιοι (οι Συρακούσιοι) θα επιτίθονταν στο φράχτη του στρατοπέδου και θα αιχμαλώτιζαν το στρατό. Οι Συρακούσιοι στρατηγοί, που έχοντας πάρει θάρρος σχεδίαζαν να επιτεθούν στην Κατάνη έτσι κι αλλιώς, πίστεψαν αμέσως τον κήρυκα κι ετοίμασαν εκστρατεία: «Όταν οι Αθηναίοι έμαθαν πως τούτοι πλησίαζαν, πήραν όλον το δικό τους στρατό κι όσους Σικελούς ή άλλους συμμάχους είχαν έρθει να τους ενισχύσουν, τους έβαλαν στα πολεμικά και τ’ άλλα καράβια και νύχτα αρμένισαν για τις Συρακούσες. Κατά τα ξημερώματα, κι ενώ οι Αθηναίοι έβγαιναν στο Ολυμπιείο για να στήσουν το στρατόπεδό τους, το ιππικό των Συρακουσίων, που πρώτο πλησίασε στην Κατάνη και πήρε είδηση πως όλος ο στρατός είχε βγει στο πέλαγος, γύρισε πίσω κι ειδοποίησε το πεζικό, κι όλοι πια μαζί, κάνοντας μεταβολή, έτρεξαν για να υπερασπιστούν τις Συρακούσες». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 65). Στο μεταξύ οι Αθηναίοι στρατοπέδευσαν με τις ιδανικότερες συνθήκες, όπως ακριβώς το είχαν προγραμματίσει: «….. με την ησυχία τους, έστησαν το στρατόπεδό τους σε κατάλληλη θέση, απ’ όπου θα μπορούσαν να δώσουν μάχη όποτε ήθελαν, κι όπου το ιππικό των Συρακουσίων ελάχιστα θα μπορούσε να τους παρενοχλεί είτε την ώρα της μάχης είτε πριν απ’ αυτήν. Γιατί απ’ τη μια μεριά προστάτευαν τη θέση μαντρότοιχοι και σπίτια, δέντρα κι ένας βάλτος κι απ’ την άλλη γκρεμοί. Έκοψαν τα κοντινά δέντρα και κατεβάζοντάς τα ως την ακροθαλασσιά τα ‘μπηξαν σταυρωτά, κάνοντας ένα φράχτη γύρω στα καράβια, ενώ πάνω στο Δάσκωνα – μια τοποθεσία απ’ την οποία ο εχθρός πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τους χτυπήσει – ύψωσαν γρήγορα, με διαλεγμένες πέτρες και ξύλα, ένα οχύρωμα κι έκοψαν τη γέφυρα στον ποταμό Άναπο». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 66).
Κι ενώ, όσο κρατούσαν οι προετοιμασίες των Αθηναίων, δε φάνηκε κανείς από τα τείχη των Συρακουσών να τους εμποδίσει, αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε η στρατοπέδευση, εμφανίστηκε ολόκληρο το ιππικό και το πεζικό της πόλης για να τους αντιμετωπίσει. Το σχέδιο των Αθηναίων πήγαινε κατ’ ευχήν, αφού θα ήταν αδύνατο να εμφανιστούν νωρίτερα οι αντίπαλες δυνάμεις, που ως επί το πλείστον, πραγματοποιούσαν αγώνα δρόμου ανάμεσα στις Συρακούσες και την Κατάνη. Το μόνο που έλειπε ήταν η αιφνιδιαστική επίθεση που θα παρέλυε το στρατό των Συρακουσίων. Ο Νικίας, όταν οι Συρακούσιοι πλησίασαν πολύ το αθηναϊκό στρατόπεδο, δεν βγήκε να χτυπηθεί μαζί τους. Οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να διαβούν την Ελωρίνη οδό για να διανυκτερεύσουν. Οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν για μάχη την επόμενη μέρα: «Οι Συρακούσιοι δεν περίμεναν πως εκείνη κιόλας τη στιγμή θα ‘διναν μάχη, μερικοί μάλιστα, επειδή βρίσκονταν κοντά στην πόλη τους, είχαν φύγει κι απ’ το στρατόπεδο. Αυτοί, μόλο που έτρεχαν για να γυρίσουν στις θέσεις τους, έφταναν καθυστερημένοι κι ο καθένας έμπαινε σ’ όποιο σημείο της παράταξης πρόφταινε». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 69). Όμως η τελική νίκη των Αθηναίων δεν ήταν ο θρίαμβος που περίμεναν. Οι Συρακούσιοι, έστω υπό αυτές τις συνθήκες, κατάφεραν να αντεπιτεθούν: «Όταν ο αγώνας άρχισε να γίνεται σώμα με σώμα, για κάμποση ώρα κι οι δυο αντίπαλοι κρατούσαν τις θέσεις τους. Συνέβηκε όμως, τη στιγμή κείνη, ν’ αρχίσει να βροντά, ν’ αστράφτει και να πέφτει δυνατή βροχή. Τα φαινόμενα αυτά μεγάλωσαν το φόβο κείνων που πολεμούσαν για πρώτη φορά κι είχαν ελάχιστη πολεμική πείρα, ενώ των άλλων, των έμπειρων, αυτά τους φαίνονταν φυσικά, εξαιτίας της εποχής του έτους, και πιο πολύ εκπλήσσονταν απ’ το γεγονός πως ο αντίπαλός τους αντιστεκόταν και δεν είχε ακόμη νικηθεί». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 70).
Μετά τη νίκη οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις, αφενός λόγω του χειμώνα που είχε έρθει κι αφ’ ετέρου λόγω της ανάγκης για ενισχύσεις, αφού ήταν πλέον φανερό ότι έπρεπε να φέρουν κι άλλο ιππικό από την Αθήνα και τις συμμαχικές πόλεις «ώστε να μην κυριαρχεί απόλυτα το ιππικό των αντιπάλων». Η βασικότερη ανάγκη όμως ήταν να προσεταιριστούν κι άλλες πόλεις, ώστε να ενισχυθούν με τρόφιμα και χρήματα. Από την άλλη ο Ερμοκράτης του Έρμωνα που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή των Συρακουσών, έδωσε μεγάλες ελπίδες νίκης στους Συρακούσιους, αφού η πρόσφατη αναμέτρηση κατέδειξε ότι, παρά την ήττα, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Το μόνο που έπρεπε να προσέξουν είναι η πειθαρχία και η στρατιωτική οργάνωση την ώρα της μάχης. Για το λόγο αυτό πρότεινε να αλλάξει το σύστημα της στρατηγίας, αφού η πολυανδρία που ίσχυε ως εκείνη τη στιγμή (είχαν δεκαπέντε στρατηγούς) λειτουργούσε περισσότερο ως σύγχυση παρά ως οργάνωση. Οι λίγοι στρατηγοί, που θα είχαν και την απόλυτη ευθύνη, θα ενίσχυαν την πειθαρχία και θα υποχρέωναν σε στρατιωτική εκπαίδευση, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όλους τους πολίτες, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός του στρατού. Οι προτάσεις του έγιναν δεκτές και ο λαός ψήφισε τρεις στρατηγούς: τον ίδιο τον Ερμοκράτη, τον Ηρακλείδη και το Σικανό.
Κι αφού οι καθαυτό πολεμικές επιχειρήσεις αναστάλθηκαν λόγω χειμώνα, ο αγώνας μεταφέρθηκε στο διπλωματικό πεδίο. Γιατί και οι δύο είχαν ανάγκη από συμμάχους. Γιατί όφειλαν να ενισχυθούν. Γιατί ήταν πλέον ολοφάνερο ότι το καλοκαίρι που θα ‘ρθει θα είναι καθοριστικό. Το αθηναϊκό ενδιαφέρον στράφηκε προς τη Μεσσήνη, που θεωρούταν σχεδόν σίγουρο ότι θα παραδινόταν με προδοσία. Οι συνωμότες – υπέρμαχοι των αθηναϊκών συμφερόντων δρούσαν στην πόλη από καιρό. Ήταν πια η στιγμή που η πόλη θα έπεφτε σαν ώριμο φρούτο. Όταν όμως έφτασαν οι αθηναϊκές δυνάμεις, βρέθηκαν προ εκπλήξεως: «Ο λόγος γι’ αυτό ήταν πως ο Αλκιβιάδης, όταν ανακλήθηκε και γύριζε, ξέροντας ότι θα καταντήσει φυγάδας, ειδοποίησε τους φίλους των Συρακουσίων στη Μεσσήνη για τη συνωμοσία που ετοιμαζόταν μια και τη γνώριζε. Τούτοι σκότωσαν τους συνωμότες πριν έρθουν οι Αθηναίοι κι όταν αυτοί έφτασαν, ξεσηκώθηκαν κι επιβλήθηκαν στην αντίπαλη μερίδα με τα όπλα, ώστε να μη γίνουν δεκτοί στην πόλη». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 74). Οι πολιτικές ίντριγκες, ως αναπόφευκτο προϊόν του πολέμου, δημιουργούν τη δική τους ιστορία. Προδοσίες επί προδοσιών, μυστικές συμφωνίες, δολοφονίες, συνωμοσίες, πολιτικοί ελιγμοί, υπολογισμοί των δυνάμεων, συσχετισμοί, υποσχέσεις και κάθε είδους εξαπάτηση για τον αγώνα της επιβολής, που πρωτίστως οφείλει να διεκπεραιωθεί μέσα στο πλαίσιο αυτού που ονομάζουμε πολεμική διπλωματία. Υπό αυτούς τους όρους όλες οι συμφωνίες είναι επίφοβες. Ο Αλκιβιάδης θα γίνει ο εφιάλτης της Αθήνας.
Από την άλλη οι Συρακούσιοι, πέρα από το γεγονός ότι θα σηκώσουν ενισχυτικό τείχος «…. που άρχιζε από το παλιό της πόλης – κλείνοντας μέσα τον Τεμενίτη – κι εκτεινόταν σ’ όλο το μάκρος της που βλέπει προς τις Επιπολές, έτσι ώστε, αν νικιόταν, να μην μπορεί ο εχθρός να τους αποκλείσει εύκολα μ’ ένα τείχος μακρύ…..» (βιβλίο έκτο, παράγραφος 75), θα επιχειρήσουν να προσεταιριστούν διπλωματικά την Καμάρινα. Ωστόσο, παρά τον πύρινο λόγο του Ερμοκράτη, που προσπάθησε να καταδείξει ότι αυτό που προέχει είναι η ενότητα της Σικελίας απέναντι στον κοινό εχθρό που ήρθε να την κατακτήσει κι ότι ακριβώς αυτή η πολιτική των διασπάσεων και των τοπικών μικροσυμφερόντων οδήγησε ολόκληρη την Ελλάδα στην υποδούλωση από τους Αθηναίους, οι Καμαριναίοι δίστασαν να αποδεχτούν τη συμμαχία των Συρακουσίων. Επικαλούμενοι την παλιά συμμαχία με τους Αθηναίους υποστήριξαν ότι η πιο δίκαιη στάση ήταν η ουδετερότητα: «… επειδή τύχαινε κι οι δυο να είναι σύμμαχοί τους και να έχουν πόλεμο μεταξύ τους, νόμιζαν ότι είναι σύμφωνο με τους όρκους τους, για την ώρα, να μη βοηθούν κανένα». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 88). Οι Καμαριναίοι, γνωρίζοντας καλά την επικινδυνότητα τέτοιων προτάσεων, κατέστησαν σαφές ότι θέλουν να κερδίσουν χρόνο. Η επιλογή τους έπρεπε να είναι η σωστή, και η μόνη σωστή επιλογή είναι εκείνη του νικητή. Τα πράγματα δεν είχαν ακόμη ξεκαθαρίσει για τέτοιου είδους διπλωματικά ανοίγματα. Η αναμονή ήταν η μόνη συνετή απόφαση.
Οι πρέσβεις όμως που στάλθηκαν στην Κόρινθο και τη Σπάρτη δεν είχαν την ίδια τύχη. Οι Κορίνθιοι έδειξαν αμέσως την προθυμία τους να βοηθήσουν. Όσο για τους Σπαρτιάτες που, όπως συνήθιζαν, φάνηκαν πιο διστακτικοί, ο Αλκιβιάδης (ήταν ήδη στη Σπάρτη) τους έκανε να πάρουν ταχύτατες αποφάσεις. Σ’ έναν εμπρηστικό λόγο που εκφώνησε κατέστησε σαφές ότι η απόφαση δεν αφορά το μέλλον της Σικελίας, αλλά της ίδιας της Πελοποννήσου, αφού η κατάκτηση της Σικελίας (και κατ΄ επέκταση της Ιταλίας) θα έδινε στους Αθηναίους τέτοια δύναμη, που οι Σπαρτιάτες δε θα μπορούσαν να διαχειριστούν. Υπό αυτούς τους όρους θα ήταν πλέον αδύνατος οποιοσδήποτε ανταγωνισμός απέναντι στην Αθήνα. Με άλλα λόγια, έκανε τους Λακεδαιμονίους να καταλάβουν ότι εδώ δεν πρόκειται για μια ακόμη αποικιοκρατική επέμβαση οικονομικού χαρακτήρα – όπως τόσες άλλες – αλλά για την ίδια την παντοδυναμία της Αθήνας, που πλέον τα έπαιζε όλα για όλα. Ως απόλυτος γνώστης της αθηναϊκής πραγματικότητας δεν χρειάστηκε πολύ για να πείσει. Τους συμβούλεψε να στείλουν αμέσως στρατό, ώστε να βοηθήσουν εμπράκτως τις Συρακούσες, οι οποίες, χωρίς βοήθεια, εκτιμούσε ότι δε θα μπορούσαν να αντισταθούν για πολύ καιρό. Ταυτόχρονα συμβούλευε να τερματίσουν την κωμωδία της Νικίειας ειρήνης – που ακόμη ίσχυε – και να επιτεθούν στην Αττική καταλαμβάνοντας τη Δεκέλεια, γεγονός που θα διέλυε την πρόσβαση στον πλούτο της υπαίθρου και στα μεταλλεία ασημιού του Λαυρίου. Επίσης, η έναρξη του πολέμου θα φέρει και φοβερές οικονομικές ζημιές στους Αθηναίους, αφού οι σύμμαχοι βλέποντας τους Σπαρτιάτες να ξαναμπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι, θα έλπιζαν και πάλι στην αποτίναξη της αθηναϊκής επιβολής και θα σταματούσαν να πληρώνουν φόρους.
Η θέση της Δεκέλειας ήταν τόσο καθοριστική για την Αττική, που οι ίδιοι οι Αθηναίοι ξέρανε πολύ καλά ότι αν χαθεί, θα προκύψουν τρομερά προβλήματα. Ο Αλκιβιάδης παραδίδει τα βαθύτερα στρατιωτικά μυστικά της πόλης. Βρισκόμαστε μπροστά στην πολιτική ίντριγκα που δεν έχει πλέον κανένα φραγμό. Η Αθήνα προδίδεται εκ των έσω. Η πολιτική της διαφθορά, που γέννησε τον Αλκιβιάδη, θα είναι η καταστροφή της: «Την ίδια εποχή έφτασε στην Αθήνα το πολεμικό καράβι που είχαν στείλει οι στρατηγοί από τη Σικελία για να ζητήσουν χρήματα και ιππικό. Οι Αθηναίοι, όταν άκουσαν το μήνυμα, ψήφισαν να στείλουν στο εκστρατευτικό σώμα τα αναγκαία για τη συντήρησή του χρήματα και ιππικό». (βιβλίο έκτο, 93). Οι Σπαρτιάτες θα στείλουν στη Σικελία το Γύλιππο.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΥ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985 . Η φωτογραφία με τον Αλκιβιάδη είναι από εδώ: http://www.larousse.fr/encyclopedie/images/Alcibiade/1008203