Ο Θουκυδίδης, η ρητορική του πολέμου και οι σαθρές δημοκρατίες
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Περικλής είχε ξεκαθαρίσει ότι η Αθήνα είχε όλες τις δυνατότητες να κερδίσει τον πόλεμο με τη Σπάρτη, υπό τον όρο να μην υποπέσει στο λάθος των άσκοπων επιχειρήσεων που θα διασπάθιζαν τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Από την άλλη όμως η περίπτωση της Σικελίας ήταν αφόρητα δελεαστική. Νέα εδάφη, νέα λιμάνια, νέοι εμπορικοί δρόμοι, πρόσβαση σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Αν η Αθήνα κατάφερνε να βάλει στο χέρι τη Σικελία θα αποκτούσε ναυτική δύναμη χωρίς προηγούμενο. Το μόνο που έλλειπε ήταν το πρόσχημα: «Πολύ τους έσπρωξαν επίσης σ’ αυτό οι πρέσβεις των Εγεσταίων που βρίσκονταν στην Αθήνα κι επίμονα ζητούσαν τη βοήθειά τους. Ήταν γείτονες με τους Σελινουντίους κι είχαν πόλεμο μαζί τους για ζητήματα γάμων και για κάποιο αμφισβητούμενο κομμάτι γης, κι οι Σελινούντιοι, αφού κάλεσαν τους Συρακουσίους ως συμμάχους, τους πίεζαν αδιάκοπα με πολεμικές ενέργειες στη στεριά και στη θάλασσα. Γι’ αυτό οι Εγεσταίοι, υπενθυμίζοντας στους Αθηναίους τη συμμαχία που είχαν κάνει τον καιρό του Λάχη, στη διάρκεια του προηγούμενου πολέμου, για την υπεράσπιση των Λεοντίνων (ο Θουκυδίδης αναφέρεται στον πόλεμο του 427 – 424 π. Χ. ανάμεσα στους Συρακουσίους και τους Λεοντίνους, όπου οι Αθηναίοι έστειλαν είκοσι καράβια με στρατηγούς το Λάχη και το Χαροιάδη και συμμετείχαν σε πολεμικές επιχειρήσεις προφασιζόμενοι τη φυλετική συγγένεια με τους Λεοντίνους – που ήταν Ίωνες – έχοντας όμως σκοπό να ελέγξουν μήπως στελνόταν στάρι από τη Σικελία στη Σπάρτη και, κυρίως, να ανιχνεύσουν τις δυνάμεις του νησιού για να δουν κατά πόσο ήταν δυνατό να το κατακτήσουν. Το ενδιαφέρον της Αθήνας για τη Σικελία δεν ήταν καθόλου ξαφνικό.), τους παρακαλούσαν να στείλουν καράβια να τους βοηθήσουν. Πρόβαλλαν πολλά επιχειρήματα, το κυριότερο απ’ τα οποία ήταν πως, αν οι Συρακούσιοι, που έδιωξαν τους Λεοντίνους από τον τόπο τους, έμεναν ατιμώρητοι, θα υπόταζαν και τους υπόλοιπους συμμάχους των Αθηναίων και θα γίνονταν αυτοί κύριοι ολόκληρης της Σικελίας. Υπήρχε τότε κίντυνος μήπως, κάποια μέρα, Δωριείς αυτοί και άποικοι, έρθουν, με μεγάλη ετοιμασία, να βοηθήσουν τους Δωριείς της Πελοποννήσου, που ήταν ομόφυλοι τους και κείνοι που τους είχαν στείλει να ιδρύσουν τις αποικίες, και μαζί τους συντρίψουν τη δύναμη της Αθήνας». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 6). Οι Αθηναίοι έστειλαν αμέσως πρέσβεις στην Έγεστα για να πληροφορηθούν τα σχετικά με την έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ως εκείνη τη στιγμή, με τους Σελινουντίους, αλλά κυρίως, για να μάθουν αν όντως υπήρχαν στο δημόσιο ταμείο και στους ναούς της πόλης τα χρήματα που οι Εγεσταίοι πρέσβεις διατείνονταν ότι έχουν.
Όταν οι πρέσβεις επέστρεψαν φέρνοντας τους μισθούς ενός μήνα για εξήντα καράβια και διαβεβαιώσεις ότι το χρήμα ρέει άφθονο στο δημόσιο ταμείο (γεγονός που τελικά δεν ήταν καθόλου αληθινό) οι Αθηναίοι αποφάσισαν αμέσως να στείλουν τα εξήντα πλοία που τους ζητήθηκαν. Στη συνέλευση του λαού, μετά από πέντε μέρες, που αφορούσε τη γρηγορότερη οργάνωση της αποστολής, ο Νικίας ανέβηκε στο βήμα προσπαθώντας να τους αποτρέψει. Επικαλέστηκε τους κινδύνους του εγχειρήματος σε μια τόσο δύσκολη στιγμή για την πόλη, την απαγορευτική απόσταση από τη Σικελία και την αδυναμία να ελέγξουν το νησί από τόσο μακριά, ακόμη κι αν το υπότασσαν στρατιωτικά: «….. κι αν ακόμα τους νικήσουμε, δύσκολα θα τους εξουσιάσουμε, γιατί είναι πολλοί και βρίσκονται μακριά. Είναι ανόητο να εκστρατεύει κανείς εναντίον αντιπάλου τον οποίο, αν νικήσει, δε θα μπορέσει να κρατήσει στην εξουσία του, ενώ αν νικηθεί, δε θα βρεθεί στην κατάσταση που ήταν πριν κάμει την επιχείρηση». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 11). Όσο για το επιχείρημα ότι οι Συρακούσιοι, αν νικήσουν, θα συμμαχήσουν με τους Σπαρτιάτες και θα επιτεθούν στην Αθήνα, κρίθηκε εντελώς ανυπόστατο: «Σήμερα, αλήθεια, θα μπορούσαν ίσως να έρθουν εναντίον μας ένας ένας για να κάμουν χάρη στους Λακεδαιμονίους. Στην περίπτωση όμως που όλοι οι Σικελιώτες θα υποτάζονταν στους Συρακουσίους, θα ήταν παράλογο μια ηγεμονία να εκστρατεύει εναντίον άλλης. Γιατί με τον τρόπο που, μαζί με τους Πελοποννησίους, θα καταλύανε τη δική μας ηγεμονία, με τον ίδιο, θα ‘ταν φυσικό, να καταλυθεί από τους Πελοποννησίους και η δική τους». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 11). Η σύνεση του Νικία δε θα μπορούσε παρά να φέρει τους Αθηναίους μπροστά στην ήδη επιβαρυμένη αθηναϊκή πραγματικότητα, που δεν άφηνε περιθώρια για τέτοιες ενέργειες: «Πρέπει ακόμη να θυμούμαστε ότι μόλις πριν από λίγο ανασάναμε κάπως από τη βαριά επιδημία και τον πόλεμο, με επακόλουθο να αυξηθεί κι ο αριθμός των πολεμιστών και το χρηματικό μας απόθεμα. Τούτα σωστό είναι να τα χρησιμοποιήσουμε εδώ για μας κι όχι για τους φυγάδες αυτούς που ζητούν τη βοήθειά μας. Σε τούτους, το να πουν ωραία ψέματα είναι χρήσιμο, αφού τον κίντυνο θα φορτωθούν άλλοι, ενώ οι ίδιοι θα προσφέρουν μονάχα λόγια». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 12). Όμως ο Νικίας καταλάβαινε καλά ότι, επί της ουσίας, το ζήτημα δεν ήταν να πείσει για το ανώφελο (κι άκρως επικίνδυνο) μιας τέτοιας εκστρατείας, αλλά να καταδείξει ότι όλη αυτή η ρητορική του πολέμου αφορούσε περισσότερο προσωπικές φιλοδοξίες, που επιδίωκαν τις ακρότητες ως μέσο για την ατομική ανάδειξη. Γιατί ο βασικός του αντίπαλος στο ζήτημα της Σικελίας ήταν ο Αλκιβιάδης, που είχε εκλεγεί στρατηγός (μαζί με το Νικία και το Λάμαχο) κι έκανε τα πάντα για να προασπίσει την υλοποίηση της εκστρατείας. Ο Αλκιβιάδης, μόνιμος θιασώτης της πολεμικής ρητορικής, αντιπαρατέθηκε στο Νικία και στο ζήτημα της ειρήνης με τους Λακεδαιμονίους, εκβιάζοντας με αθέμιτα μέσα τη συμμαχία με το Άργος και παρασύροντας την πόλη να εμπλακεί στη μάχη της Μαντινείας: «Αν, τέλος, κάποιος, καμαρώνοντας επειδή εκλέχτηκε στρατηγός, σας παρακινά να κάμετε την εκστρατεία, αποβλέποντας μόνο στο δικό του συμφέρον (είναι, άλλωστε, ακόμη πολύ νέος για να ασκεί καθήκοντα στρατηγού), να τον θαυμάζουν δηλαδή για τα άλογά του και να μπορεί, με όσα θα ωφεληθεί από το αξίωμά του, να καλύπτει τις δαπάνες της πολυτελούς ζωής του, μην του δώσετε την ευκαιρία, με κίντυνο της πολιτείας, να επιδειχτεί ιδιωτικά. Αναλογιστείτε ότι οι τέτοιοι άνθρωποι και την πόλη βλάφτουν και την προσωπική τους περιουσία σπαταλούν, κι ότι το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό και δεν επιτρέπει χειρισμούς κι αποφάσεις βιαστικές από νέους». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 12).
Η μεγαλομανία του Αλκιβιάδη ήταν πλέον απολύτως φανερή. Οι υπερβολές της ιδιωτικής του ζωής, το ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα του, η αλαζονεία προς τα καθιερωμένα και τα ασύδοτα έξοδα, σε συνδυασμό με το πολύ νεαρό της ηλικίας του, πλαισίωναν μια προσωπικότητα παράφορη κι ως εκ τούτου επικίνδυνη. Πολλοί μάλιστα πίστευαν ότι κύρια επιδίωξή του ήταν να γίνει τύραννος. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι όλες του οι ενέργειες αποσκοπούσαν σε προσωπικά οφέλη: «…. επιθυμούσε πολύ να γίνει στρατηγός κι είχε την ελπίδα πως, με την ανάδειξή του στο αξίωμα αυτό, θα κυρίευε τη Σικελία και την Καρχηδόνα, και ταυτόχρονα, αν πετύχαινε, θα ωφελιόταν προσωπικά αποχτώντας χρήματα και δόξα». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 15). Παραδέχεται όμως ότι «… ως δημόσιος άντρας διαχειρίστηκε άριστα τα ζητήματα του πολέμου, όμως όλοι τον μισούσαν για την ιδιωτική του ζωή με αποτέλεσμα να εμπιστευτούν τις υποθέσεις της πόλης σ’ άλλους και σε λίγο καιρό να την οδηγήσουν στην καταστροφή». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 15).
Όταν ανέβηκε στο βήμα έδωσε πραγματική παράσταση. Ορμώμενος από τις κατηγορίες του Νικία δεν έχασε την ευκαιρία να πλέξει δημοσίως το εγκώμιο του εαυτού του υπενθυμίζοντας τις επιτυχίες του στους ολυμπιακούς αγώνες, όπου κατέβασε εφτά άρματα «όσα ποτέ πριν κανένας ιδιώτης δεν κατέβασε» κερδίζοντας νίκες κι εντυπώσεις, και ταυτίζοντας την προσωπική ισχύ της επιβλητικής εμφάνισης με το κύρος της πόλης, αφού μόνο μια πόλη με δύναμη θα μπορούσε να επιδείξει τόσο ισχυρούς ιδιώτες. Η ανάδειξη του προσωπικού γοήτρου σε υπόθεση ολόκληρης της πόλης δεν είναι παρά η ομολογία της αλαζονείας που δεν έχει κανένα λόγο να συγκαλυφθεί: «Ούτε είναι έγκλημα, κάποιος που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, να μη δέχεται ότι είναι ίσος με τους άλλους, αφού κι εκείνος που δυστυχεί δε μοιράζεται με κανένα τη συφορά του. Όπως, όταν δυστυχούμε, κανένας δε μας χαιρετά, ίδια οφείλει ν’ ανέχεται κανείς να τον περιφρονούν όσοι ευτυχούν, αλλιώς ας φέρνεται στους άλλους σαν ίσος για να απαιτεί κι από κείνους το ίδιο». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 16). Η μετατροπή της προσωπικής αλαζονείας σε ιδεολογία, που μάλιστα ταυτίζεται με τα συμφέροντα της πόλης, δεν είναι παρά η νομιμοποίηση της διαχείρισης των πολιτικών ζητημάτων προς ίδιον όφελος. Εφόσον η επίδειξη της ατομικής ευημερίας δοξάζει την πόλη, τότε δεν υπάρχει τίποτε πιο θεμιτό από την εκμετάλλευση των πολιτικών ευκαιριών για χάρη του ατομικού συμφέροντος. Κι αυτή ακριβώς είναι η σημειολογία του καιροσκοπισμού που οφείλει να παρουσιάσει ιδεολογικό περιτύλιγμα. Ο Αλκιβιάδης δικαιούται να τζογάρει το μέλλον της πόλης παρασύροντάς την σε αβέβαιες εκστρατείες, από τη στιγμή που ο ίδιος έχει προσωπικά συμφέροντα. Εξάλλου, στις ως τώρα υποθέσεις που ενεπλάκη τα πήγε περίφημα: «Δημιούργησα συνασπισμό με τις δυνατότερες πόλεις της Πελοποννήσου, χωρίς μεγάλο κίντυνο δικό σας και πολλά έξοδα, κι ανάγκασα τους Λακεδαιμονίους, στη Μαντινεία, μέσα σε μια μέρα, να τα παίξουν όλα για όλα. Αυτό είχε σαν επακόλουθο, μόλο που νίκησαν στη μάχη, να μην έχουν ξαναποχτήσει, ακόμη και σήμερα, σταθερά την αυτοπεποίθησή τους». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 16). Η αλήθεια είναι ότι πράγματι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν ξαναποκτήσει απολύτως την αυτοπεποίθησή τους, όμως η μάχη της Μαντινείας την ενίσχυσε αρκετά, αφού και έγιναν κύριοι του Άργους ρυθμίζοντας τις υποθέσεις του όπως ήθελαν, και διέλυσαν την πολύ επικίνδυνη συμμαχία της Αθήνας με το Άργος που θα μπορούσε να ανατρέψει τις ισορροπίες, και απέκτησαν εκ νέου το πάνω χέρι στην Πελοπόννησο καθιστώντας σαφές ποιος είναι το αφεντικό. Η μάχη της Μαντινείας, στην οποία συμμετείχαν οι Αθηναίοι (έστω βοηθητικά) και είχαν νεκρούς, ήταν ουσιαστικά η έναρξη των εχθροπραξιών, αν και η Νικίεια ειρήνη ίσχυε ακόμη. Στη Μαντινεία σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι ευνοήθηκε η Αθήνα. Το να παρουσιάζει τη Μαντινεία ως επιτυχία της πόλης – για την οποία ο ίδιος δικαιούται να καυχιέται – είναι διαστρέβλωση χωρίς προηγούμενο.
Και βέβαια, καμία ρητορική που επιδιώκει τον πόλεμο δεν μπορεί να αγνοήσει τους συμμάχους. Η ηθική αυτού του είδους προτάσσεται σχεδόν αντανακλαστικά: «Ποια, λοιπόν, ευπρόσωπη δικαιολογία θα επικαλούμασταν για να υπαναχωρήσουμε ή ποια πρόφαση θα προβάλαμε στους συμμάχους μας εκεί για να μην τους συντρέξουμε; Έχουμε χρέος να τους βοηθήσουμε, αφού δώσαμε όρκο μαζί τους, και να μην αντιτάσσουμε το επιχείρημα ότι δε μας βοήθησαν και κείνοι». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 18). Η ρητορική του πολέμου εκδηλώνεται πάντα συναισθηματικά. Εξ’ ανάγκης οι σύμμαχοι, οι αδερφοί, τα συγγενικά φύλα (και πάει λέγοντας) πρωτοστατούν, αφού εξάρουν τα συναισθήματα του πλήθους. Φυσικά δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για τη λογική του επεκτατισμού, που, σχεδόν νομοτελειακά, κρύβει πρωτίστως προσωπικά κίνητρα προσπαθώντας να τα μετατρέψει σε συλλογικά: «Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, ότι θα δυναμώσουμε ακόμη περισσότερο τη θέση μας εδώ, αν πάμε εναντίον τους εκεί, κι ας κάνουμε την εκστρατεία για να ταπεινώσουμε το φρόνημα των Πελοποννησίων, αφού θα δείξουμε ότι περιφρονούμε τη σημερινή ησυχία (αναφορά στη Νικίεια ειρήνη που ακόμη ίσχυε) κι εκστρατεύουμε εναντίον της Σικελίας. Έτσι ή θα γίνουμε κύριοι ολόκληρης της Ελλάδας, όπως είναι πολύ πιθανό να συμβεί, αν στις κτήσεις μας προστεθεί η Σικελία, ή, τουλάχιστο, θα βλάψουμε σοβαρά τις Συρακούσες κι έτσι θα ωφεληθούμε κι εμείς κι οι σύμμαχοί μας». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 18). Η ελπίδα της κυριαρχίας σε ολόκληρη την Ελλάδα και η κρυφή ελπίδα της επέκτασης ακόμη και στην Καρχηδόνα, δεν είναι παρά η λογική της μεγάλης ιδέας που προσπαθεί να πλάσει το συλλογικό όραμα. Τα πλήθη αποδεικνύονται ιδιαιτέρως ευάλωτα σε τέτοιες ιδέες. Τα κάνει να νομίζουν ότι θα αποκομίσουν κέρδη προσωπικά. Είναι η στιγμή που ο καιροσκοπισμός αποκτά συλλογικότητα. Γίνεται λαϊκή φαντασίωση. Φυσικά, πάντα θα βρίσκονται οι λέξεις που θα τον εξευγενίζουν. Κανείς δεν ξεκινά επιθετικό πόλεμο ισχυριζόμενος ότι είναι τυχοδιώκτης. Κι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του πολεμικού δημαγωγού. Να φανατίζει τον κόσμο και να φκιασιδώνει τον επεκτατισμό μετατρέποντάς τον σε ιδεολογία. Ο Αλκιβιάδης αποδεικνύεται αυθεντία του είδους. Χωρίς να πει τίποτε που να αφορά την ουσία της υπόθεσης κατάφερε να εκμηδενίσει το Νικία. Το μόνο επιχείρημα που πρόβαλλε για την εκστρατεία ήταν το εξής: «Οι πόλεις εκεί (Σικελία) είναι πολυάριθμες, αλλά ο πληθυσμός τους είναι ανάμειχτος μ’ εύκολες τις μετοικήσεις των πολιτών και τις πολιτογραφήσεις ξένων. Γι’ αυτό και κανείς δεν πιστεύει πως έχει πατρίδα δική του, με επακόλουθο να μη φροντίζει να εφοδιαστεί με όπλα για να την υπερασπίσει…… Γρήγορα, είναι δυνατό, ένας ένας, αν τους πούμε λόγια ελκυστικά, να προσχωρήσουν σ’ εμάς, προπάντων αν, όπως μαθαίνουμε, βρίσκονται σε εμφύλιες διαμάχες». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 17). Η πραγματικότητα – μετά την παρέμβαση του Γύλιππου – τον διέψευσε πανηγυρικά.
Μάταια δευτερολόγησε ο Νικίας. Μάταια τόνιζε την επικινδυνότητα του εγχειρήματος. Τα πλήθη είχαν οριστικά αποφανθεί. Για δεύτερη φορά έβλεπε τις προσπάθειές του για αποφυγή πολεμικών επιχειρήσεων να πέφτουν στο κενό. Τα ίδια έγιναν και στο παρελθόν με τον Κλέωνα. Κι αυτή ακριβώς είναι η αρένα της πιο εκφυλισμένης δημοκρατίας. Ο λαός ακολουθεί τις προτροπές ενός αριβίστα, που ξέρουν όλοι ότι είναι επίφοβος και πολλοί τον μισούν για την προκλητικότητα της ιδιωτικής του ζωής, με μοναδικό κίνητρο την προσδοκία του προσωπικού κέρδους. Τα πράγματα είναι έτσι όπως τα λέει, γιατί ακούγονται ωραία. Γιατί βολεύουν. Ο Αλκιβιάδης δεν έπεσε από τον ουρανό. Ανατράφηκε μέσα στην πολιτική σκηνή της Αθήνας. Είναι το απότοκο: «Όλους, χωρίς εξαίρεση, τους έπιασε μεγάλη επιθυμία να πάρουν μέρος στην εκστρατεία. Τους κάπως ηλικιωμένους, επειδή νόμιζαν ότι θα καταχτήσουν τα μέρη εναντίον των οποίων εκστρατεύανε ή, τουλάχιστον, πως μια τόσο μεγάλη δύναμη δε θα κιντύνευε να ηττηθεί. Τους νέους της στρατεύσιμης ηλικίας, επειδή λαχταρούσαν να δουν και να γνωρίσουν τη μακρινή αυτή χώρα, ενώ, ταυτόχρονα, είχαν την ελπίδα ότι θα γυρίσουν. Το μεγάλο πλήθος που θ’ αποτελούσε το εκστρατευτικό σώμα, έλπιζε πως κι αμέσως τώρα θα ‘παιρνε μισθό και με την επέκταση της ηγεμονίας θα εξασφάλιζε τους πόρους να παίρνει πάντα. Έτσι, εξαιτίας της μεγάλης επιθυμίας της πλειοψηφίας να γίνει η εκστρατεία, κι αν ακόμη κανένας διαφωνούσε, από φόβο μήπως, ψηφίζοντας αρνητικά, θεωρηθεί κακός πολίτης, σώπαινε». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 24). Όσο για το Νικία, το μόνο που πέτυχε ήταν να αυξήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις για λόγους ασφαλείας. Οι Αθηναίοι θα έστελναν εκατό πλοία και θα ζητούσαν κι άλλα από τους συμμάχους. Σχετικά με τους οπλίτες, το σύνολο των Αθηναίων και των συμμάχων θα ήταν τουλάχιστον πέντε χιλιάδες συμπεριλαμβανομένων τοξοτών και πελταστών και σφεντονιστών και οποιωνδήποτε άλλων ήταν δυνατό να προσφερθούν από τις συμμαχικές πόλεις.
Όμως οι εκφυλισμένες δημοκρατίες κινούνται πάντα υπόγεια, σαν κινούμενη άμμος. Τα πάντα διευθετούνται στο παρασκήνιο, σε μια ατέρμονη συνωμοσία. Όλοι, ανά πάσα στιγμή, γίνονται αναλώσιμοι. Φυσικά, υπό αυτούς τους όρους, το να μιλάει κανείς για το συμφέρον της πόλης είναι σκέτη αφέλεια. Ο μόνος νόμος είναι το συμφέρον της εκάστοτε πολιτικής φατρίας που λυμαίνεται τον τόπο. Όταν βρέθηκαν οι Ερμές με τα ακρωτηριασμένα πρόσωπα κι όλες οι υποψίες έπεσαν στον Αλκιβιάδη, παρά την επιθυμία του να γίνει το δικαστήριο άμεσα, ώστε να αθωωθεί και να εκστρατεύσει, επειδή οι εχθροί του φοβήθηκαν ότι δε θα καταδικαζόταν, λόγω της φοβερής του – εκείνη τη στιγμή – δημοτικότητας, υποστήριζαν ότι δεν υπήρχε λόγος να βιαστούν, ότι ήταν προτιμότερο να εκστρατεύσει κι ότι θα δικαζόταν με την επιστροφή του. Κι όταν τα καράβια έφυγαν πια για τη Σικελία, προετοίμαζαν το κλίμα στην πόλη διαβάλλοντας συστηματικά τον Αλκιβιάδη. Το σχέδιο ήταν εξ’ αρχής μελετημένο. Όταν πια βεβαιώθηκαν ότι τον έχουν στο χέρι τον ανακάλεσαν από την εκστρατεία για να τον δικάσουν. Σα να μην επρόκειτο να ζημιώσει τα συμφέροντα της πόλης η ανάκληση ενός στρατηγού. Σα να αφορούσε η εκστρατεία κάποιους άλλους. Κι αυτό ακριβώς είναι το νόημα κάθε σαθρής δημοκρατίας. Όλα αφορούν τους άλλους, αφού σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπερισχύσουμε εμείς. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, όλα αφορούν εμάς, αφού σε κάθε περίπτωση πρέπει να βγούμε κερδισμένοι. Η πολιτική σκηνή της φτηνής αντιπαράθεσης και των ιδίων συμφερόντων είναι η υποθήκη της καταστροφής. Είναι το εκκολαπτήριο της ρητορικής του πολέμου. Γιατί όλα τα διευθετεί η ρηχότητα των προσωπικών διενέξεων. Κι εκεί επιβιώνει ο αδίστακτος. Μοιραία όλα κινούνται στα άκρα. Μοιραία, η έννοια του δημόσιου συμφέροντος αφορά τα παιδιά του νηπιαγωγείου «που δεν ξέρουν πώς κινείται η πολιτική». Μοιραία ο Αλκιβιάδης ανοίγει πανιά για τη Σπάρτη.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Ά. Γεωργοπαπαδάκου, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985. http://el.wikipedia.org
Pingback: Ο Θουκυδίδης, η ρητορική του πολέμου και οι σαθρές δημοκρατίες | Ένωση Μακεδόνων Κέρκυρας
Pingback: Ο Θουκυδίδης, η ρητορική του πολέμου και οι σαθρές δημοκρατίες | Ἑλλήνων Φῶς
Pingback: Ο Σωκράτης και η λατρεία των προγόνων - Ερανιστής