στροφή πρώτη.
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία. 5β΄.
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ’ επνίγη
θαλασσωμένος· 10γ΄.
Αφ’ υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος. ―
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον. 15δ΄.
Mούσα το Iκάριον πέλαγος
έχεις γνωστόν. Nα η Πάτμος,
να αι Kορασσίαι, κ’ η Kάλυμνα
που τρέφει τας μελίσσας
με’ αθέριστα άνθη. 20ε΄.
Nα της αλόης η νήσος,
και η Kως ευτυχεστάτη,
η τις του κόσμου εχάρισε
τον Απελλήν και αθάνατον
τον Iπποκράτην. 25ς΄.
Iδού και ο μέγας τρόμος
της Ασίας γης, η Σάμος·
πλέξε δι’ αυτήν τον στέφανον
υμνητικόν και αιώνιον
λυρική κόρη. 30ζ΄.
Αυτού, ενθυμάσαι, εγέμιζες
του τέιου Ανακρέοντος
χαρμόσυνον κρατήρα,
κ’ έστρωνες δια τον γέροντα
δροσόεντα ρόδα. 35η΄.
Αυτού, του Oμήρου εδίδασκες
τα δάκτυλα ‘να τρέχουσι
με’ την ωδήν συμφώνως,
όταν τα έργα ιστόρει
θεών και ηρώων. 40
θ΄.
Αυτού, τα χρυσά έπη
εμψύχωνες εκείνου,
δι’ ου τα νέφη εσχίσθησαν
και των άστρων εφάνηκεν
η αρμονία. 45
ι΄.
Ω κατοικία Zεφύρων,
όταν αλλού του ηλίου
καίουν τα βουνά η ακτίνες,
ή τον χειμώνα η νύκτα
κόπτη τας βρύσεις· 50
ια΄.
Eσύ ανθηρόν το στήθος σου,
φαιδρόν τον ουρανόν
έχεις, και από τα δένδρα σου
πολλή πάντοτε κρέμεται
καρποφορία. 55
ιβ΄.
Kαθώς προτού νυκτώση,
μέσα εις τον κυανόχροον
αιθέρα, μόνος φαίνεται
λάμπων γλυκύς ο αστέρας
της Αφροδίτης. 60
ιγ΄.
Kαθώς μυρτιά υπερήφανος
απ’ άνθη φορτωμένη
και από δροσιάν αστράπτει,
όταν η αυγή χρυσόζωνος
την χαιρετάη· 65
ιδ΄.
Oύτω το κύμα Iκάριον
κτυπούσα η βάρκα, βλέπει
σε εις τα νησία ανάμεσα
λαμπράν και υψηλοτάτην,
και αγαλλιάζει. 70
ιε΄.
Tι εγίνηκαν η ημέραι,
ότε εις τας κορυφάς
του Kερκετέως δενδρόεντος
εχόρευον η τέχναι
στεφανωμέναι. 75
ις΄.
Έρχονται, ω μακαρία
νήσος, έρχονται πάλιν·
το προμηνύουσι τ’ άντρα σου
φλογώδη, εξ ων μυρίαι
μάχαιραι εκβαίνουν. 80
ιζ΄.
Ως η σφήκες μαζόνονται
επί τα ολίγα λείψανα
σπαραγμένης ελάφου,
ή ταύρου οπού εκατάντησε
δείπνον λεαίνης, 85
ιη΄.
Αλλ’ αν βροντήση εξαίφνης,
πετάουν ευθύς και αφίνουσι
την ποθητήν τροφήν,
υπό τα δένδρα φεύγουσαι
και υπό τους βράχους· 90
ιθ΄.
Oύτως, εις τα παράλια
ασιατικά, τα πλήθη
αγαρηνά αναρίθμητα
βλέπω ‘να επισωρεύονται,
όμως ματαίως. 95
κ΄.
Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος
“οι Σάμιοι”, κράζει, “οι Σάμιοι
και ιδού τα πόδια τρέμουσι
μυρίων ανδρών και αλόγων
θορυβουμένων. 100
κα΄.
“Oι Σάμιοι·” ― και εσκορπίσθησαν
των απίστων αι φάλαγγες. ―
Α, τι, ω δειλοί, δεν μένετε
‘να ιδήτε, αν το σπαθί μας
κοπτερόν ήναι; 105
κβ΄.
Έρχονται, πάλιν έρχονται
χαράς ημέραι, ω Σάμος·
το προμηνύουν οι θρίαμβοι
πολλοί και θαυμαστοί,
που σε δοξάζουν. 110
κγ΄.
Nήσος λαμπρά ευδαιμόνει·
ότε η δουλεία σε αμαύρονε,
σ’ είδον· άμποτε νάλθω
‘να φιλήσω το ελεύθερον
ιερόν σου χώμα. 115
κδ΄.
Eάν φιλοτιμούμεθα
‘να την ‘ξαναποκτήσωμεν
μ’ ίδρωτα και με’ αίμα,
καλόν είναι το καύχημα
της αρχαίας δόξης. 120 |