Ο Θουκυδίδης, η Αμφίπολη και οι προϋποθέσεις της ειρήνης
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Βρασίδας εκστράτευσε εναντίον της Αμφίπολης, πόλη με τεράστια σημασία για τους Αθηναίους, αφενός γιατί τους προμήθευε με ναυπηγήσιμη ξυλεία κι αφετέρου γιατί βρισκόταν σε πολύ σπουδαία στρατηγική θέση, αφού, όσο παρέμενε υπό αθηναϊκή κατοχή, περιόριζε τις εκστρατευτικές δυνατότητες των Λακεδαιμονίων μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα: «…….κι αν δεν εξουσίαζαν τη γέφυρα δεν ήταν δυνατό να προχωρήσουν βορειότερα, γιατί εκεί το ποτάμι σχηματίζει, σε αρκετή έκταση, λίμνη, ενώ τα μέρη προς την Ηιόνα τα φύλαγε ο στόλος». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 108). Η Αμφίπολη ήταν ίσως η πιο σημαντική επιχείρηση του Βρασίδα από τη στιγμή που πέρασε στη Μακεδονία: «Όταν, κατά το δειλινό, έφτασε στον Αυλώνα και το Βορμίσκο (σύμφωνα με σημείωση του Γεωργοπαπαδάκου πρόκειται για πόλεις που πιθανόν βρισκόταν κοντά στη σημερινή κωμόπολη που ονομάζεται Σταυρός) εκεί που η λίμνη Βόλβη χύνεται στη θάλασσα, δείπνησε ο στρατός κι αμέσως συνέχισε, νύχτα, την πορεία του. Ήταν κακοκαιρία κι έπεφτε χιονόνερο, γι’ αυτό και βιαζόταν πιο πολύ. Ήθελε να μην καταλάβουν τον ερχομό του οι κάτοικοι της Αμφίπολης, εκτός βέβαια από εκείνους που ήταν συνεννοημένοι μαζί του. Γιατί στην Αμφίπολη κατοικούσαν μερικοί Αργίλιοι (οι Αργίλιοι είναι άποικοι των Ανδριωτών) και άλλοι, που βρίσκονταν σε συνεννόηση με το Βρασίδα, άλλοι παρασυρμένοι από τον Περδίκκα κι άλλοι από τους Χαλκιδικιώτες. Περισσότερο όμως απ’ όλους κινήθηκαν οι Αργίλιοι, οι οποίοι κατοικούσαν κοντά στην Αμφίπολη, ήταν πάντα ύποπτοι στους Αθηναίους κι είχαν τα σχέδιά τους για την πόλη. Όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, ήρθε δηλαδή ο Βρασίδας στη Χαλκιδική, άρχισαν πιο δραστήρια τις συνεννοήσεις με τους συμπατριώτες τους που ζούσαν μέσα στην Αμφίπολη για να παραδοθεί η πόλη. Τη νύχτα εκείνη δέχτηκαν το Βρασίδα στην Άργιλο, αποστάτησαν από τους Αθηναίους και, πριν ξημερώσει, τον οδήγησαν με το στρατό του στη γέφυρα του ποταμού. Η γέφυρα βρίσκεται αρκετά μακριά απ’ την πόλη και τα τείχη τότε δεν έφταναν, όπως τώρα, ως αυτήν, αλλά τη φύλαγε ολιγάριθμη φρουρά. Τη φρουρά αυτή εξουδετέρωσε εύκολα ο Βρασίδας και γιατί υπήρχε η προδοσία και γιατί επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και με κακοκαιρία. Πέρασε τη γέφυρα κι αμέσως κυρίεψε όλη την έξω από τα τείχη περιοχή, όπου οι Αμφιπολίτες είχαν βιος και ανθρώπους». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 103).
Φυσικά, μέσα στην Αμφίπολη επικράτησε πανικός. Ο Βρασίδας λεηλατούσε ανενόχλητος τα περίχωρα και οι κάτοικοι υποψιάζονταν ο ένας τον άλλο για προδοσία. Δεν ήταν μόνο το αιφνιδιαστικό της επίθεσης μέσα στην κακοκαιρία, που πανικόβαλε τους κατοίκους ή οι αιχμάλωτοι που πιάστηκαν έξω από τα τείχη, αλλά κυρίως η αβεβαιότητα σε σχέση με το τι πρόκειται να συμβεί, αφού κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τις αληθινές διαθέσεις του Βρασίδα. Η ψυχολογία του πλήθους, που μεταλλάσσεται και αναδιαμορφώνεται εν ριπή οφθαλμού σε συνθήκες κινδύνου στάθηκε ίσως ο σπουδαιότερος σύμμαχος του Βρασίδα, ο οποίος, σύμφωνα με τη γνώμη που επικρατούσε, θα μπορούσε να κυριεύσει την πόλη από την πρώτη στιγμή. Αν και οι υπέρ του Βρασίδα συνωμότες ήταν σαφώς λιγότεροι αριθμητικά, δημιουργήθηκαν ιδανικά οι προϋποθέσεις ώστε η κοινή γνώμη να στραφεί με το μέρος των διαπραγματεύσεων, μολονότι, επί της ουσίας, δεν είχε ακόμη κριθεί τίποτα. Γιατί ο στρατηγός των Αθηναίων Ευκλής, που ήταν μέσα στην πόλη, έστειλε μήνυμα στον άλλο Αθηναίο στρατηγό, τον Θουκυδίδη του Ολόρου, που βρισκόταν κοντά στη Θάσο, να έρθει σε βοήθεια. Αν ο Θουκυδίδης, που έσπευσε άμεσα σε βοήθεια, προλάβαινε τη συνθηκολόγηση, ενδεχομένως να άλλαζε εντελώς η έκβαση της πολιορκίας, αφού ο Βρασίδας δε θα είχε εύκολο έργο πιεσμένος και από τη ναυτική βοήθεια του Θουκυδίδη και από τη σθεναρή αντίσταση της πόλης. «…..ο Βρασίδας, και επειδή φοβόταν ότι θα φτάσει η ναυτική βοήθεια από τη Θάσο και επειδή μάθαινε ότι ο Θουκυδίδης είχε δικαιώματα στην εκμετάλλευση των χρυσορυχείων που βρίσκονταν στα μέρη εκείνα της Θράκης κι απ’ το γεγονός αυτό είχε μεγάλη επιρροή στους προύχοντες της περιοχής, βιαζόταν να κυριέψει, αν μπορούσε, έγκαιρα την πόλη». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 105).
Η μετριοπαθής πολιτική του Βρασίδα απεδείχθη για μια ακόμη φορά καταλυτική στην έκβαση των εξελίξεων. Όταν ξεκαθάρισε στους πολιορκημένους, με κήρυκα, ότι όσοι Αμφιπολίτες και Αθηναίοι βρίσκονταν στην πόλη μπορούσαν να παραμείνουν ανενόχλητοι χωρίς να χάσουν ούτε τις περιουσίες ούτε τα πολιτικά τους δικαιώματα, η συνθηκολόγηση έγινε περισσότερο δελεαστική από την επίφοβη αναμονή των δυνάμεων του Θουκυδίδη. Κι όταν ο Βρασίδας δεσμεύτηκε ότι όσοι διαφωνούσαν θα μπορούσαν να φύγουν, χωρίς κανείς να τους εμποδίσει, μέσα σε πέντε μέρες παίρνοντας μαζί τα υπάρχοντά τους, η πλάστιγγα έγειρε ολοφάνερα υπέρ του: «Οι Αθηναίοι ήταν ευχαριστημένοι επειδή θα μπορούσαν να φύγουν, ο υπόλοιπος λαός επειδή δε θα ‘χανε τα πολιτικά του δικαιώματα και θα γλίτωνε, ανέλπιστα, από τον κίντυνο. Έτσι, αυτοί που είχαν έρθει σε μυστικές συνεννοήσεις με το Βρασίδα, βλέποντας ότι ο περισσότερος κόσμος είχε αλλάξει γνώμη και δεν άκουε πια τον Αθηναίο στρατηγό, άρχισαν να υποστηρίζουν ανοιχτά τις προτάσεις του για δίκαιες. Έγινε λοιπόν συνθηκολόγηση και δέχτηκαν στην πόλη το Βρασίδα σύμφωνα με τους όρους που είχε διακηρύξει». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 106). Όταν ο Θουκυδίδης το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασε στην Ηιόνα ήταν πια πολύ αργά για την Αμφίπολη. Κατάφερε όμως να περισώσει την Ηιόνα, που δίχως την παρουσία του θα καταλαμβανόταν τα ξημερώματα.
Ο Θουκυδίδης, ως προσωπικός – πλέον – μάρτυρας των γεγονότων, αντιλαμβάνεται εξ’ ιδίων τη δυναμική της μετριοπαθούς πολιτικής του Βρασίδα, αφού τη βρίσκει – κυριολεκτικά – μπροστά του. Η στρατιωτική απειλή που συνδυάζεται με το συμφιλιωτικό πνεύμα είναι η μόνιμη απειλή που διαρκώς αναβάλλεται. Κι αυτή η στρατηγική αποδεικνύεται ανίκητη. Ο Βρασίδας καθιστά σαφές ότι η ισχύς δε χρειάζεται τη βαρβαρότητα ή – ακόμη πιο σωστά – η ισχύς που επιδεικνύει τη βαρβαρότητα έχει ξεκάθαρη ημερομηνία λήξης. Ο επεκτατισμός είναι πιο ασφαλής όταν στηρίζεται στην ψευδαίσθηση της απελευθέρωσης. Υπό αυτή την έννοια οι ελευθερίες και ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παραχωρεί ο Βρασίδας δεν είναι τα προσχήματα της νέας μορφής του επεκτατισμού, αλλά η ίδια η ουσία του, αφού, σε τελική ανάλυση, η σταθερότητα εξασφαλίζεται μόνο όταν όλοι είναι ευχαριστημένοι. Από τη στιγμή που οι Αμφιπολίτες νιώθουν ευτυχείς που τη γλίτωσαν τόσο φτηνά και θεωρούν δίκαιες τις προτάσεις του Βρασίδα, η αιματοχυσία κρίνεται απολύτως περιττή. Με άλλα λόγια οι πόρτες είναι κλειστές για το Θουκυδίδη. Ο Βρασίδας κατάφερε το ακατόρθωτο. Αν και δεν έλαβε τις ενισχύσεις που ζήτησε από τη Σπάρτη, αν και βρισκόταν σε τόπο άγνωστο και – μάλλον – εχθρικό, αν και αναγκάστηκε να έρθει σε ρήξη με τον Περδίκκα, που ήταν ισχυρός διαμορφωτικός παράγοντας στην περιοχή, δημιούργησε νέες ισορροπίες στηριζόμενος περισσότερο στην αποδοχή του κόσμου, παρά στη στρατιωτική του υπεροχή. Κι αυτό δεν αφορά την υποτίμηση των όπλων (χωρίς τη στρατιωτική του ισχύ δε θα πετύχαινε τίποτα) αλλά την πολιτική χρήση αυτής της ισχύος. Η Αμφίπολη, ως σπουδαιότερη επιτυχία του Βρασίδα, δε θα σήμαινε τίποτε από μόνη της. Αυτό που ανέτρεψε στ’ αλήθεια τις ισορροπίες ήταν η συνέπεια πάνω στην πολιτική της μετριοπάθειας, που έκανε κι άλλες πόλεις να αποστατήσουν από την Αθήνα. (Αμέσως μετά ακολουθεί η Τορώνη). Οι Αθηναίοι αρχίζουν να φοβούνται ντόμινο αποστασιών. Η ολοφάνερη υπεροχή τους μετά τη Σφακτηρία αρχίζει να κλονίζεται. Η δράση του Βρασίδα θα τους αναγκάσει να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους σχετικά με την ανακωχή, που ήταν ο διακαής πόθος των Λακεδαιμονίων: «Απ’ την αρχή της άνοιξης του επόμενου καλοκαιριού, οι Λακεδαιμόνιοι κι οι Αθηναίοι έκαμαν ανακωχή για ένα χρόνο. Οι Αθηναίοι από το ένα μέρος, επειδή σκέφτηκαν πως έτσι ο Βρασίδας δε θα μπορούσε να προκαλέσει κι άλλες αποστασίες συμμάχων τους προτού, με την ησυχία τους, ετοιμαστούν καλά, ενώ ταυτόχρονα, αν θα ήταν για το συμφέρον τους, θα μπορούσαν να κλείσουν και γενικότερη συμφωνία. Οι Λακεδαιμόνιοι από το άλλο, επειδή είχαν καταλάβει όσα οι Αθηναίοι φοβούνταν, πίστευαν πως αν γίνει ανακωχή και σταματήσουν τα δεινά και οι ταλαιπωρίες του πολέμου, θα επιθυμούσαν τούτοι να δοκιμάσουν να συμφιλιωθούν μαζί τους και, δίνοντας πίσω τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας, να κάμουν μακροχρόνιες σπονδές». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 117). Ενδεικτικό της δράσης του Βρασίδα είναι ότι, ακόμη και τις μέρες που γινόταν οι διαπραγματεύσεις για την ανακωχή, η Σκιώνη αποστάτησε από τους Αθηναίους και προσχώρησε σ’ αυτόν.
Όταν έληξε η ετήσια ανακωχή, η Αμφίπολη έγινε ξανά το κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Κλέωνας ανέλαβε προσωπικά την ηγεσία του στρατού για την ανακατάληψή της. Πίστεψε ότι θα μπορούσε να επαναλάβει το θρίαμβο της Σφακτηρίας. Με βάση των επιχειρήσεών του την Ηιόνα ξεκίνησε από την Τορώνη εναντίον της Αμφίπολης: «Όταν ο Βρασίδας τα πληροφορήθηκε όλα αυτά, έπιασε κι εκείνος θέσεις στο Κερδύλιο, μια τοποθεσία σε ύψωμα στο έδαφος των Αργιλίων, πέρα απ’ το ποτάμι, κι όχι μακριά από την Αμφίπολη. Από τη θέση αυτή τα ‘βλεπε όλα, κι ο Κλέωνας δε θα μπορούσε να ξεφύγει την προσοχή του, αν προχωρούσε προς την Αμφίπολη με το στρατό του. Γιατί ο Βρασίδας περίμενε πως ο Κλέωνας, καταφρονώντας τις μικρές δυνάμεις των αντιπάλων του, θα βάδιζε εναντίον της Αμφίπολης με το στρατό που είχε εκείνη τη στιγμή». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 6). Τα γεγονότα τον δικαίωσαν στο ακέραιο: «Οι στρατιώτες του (του Κλέωνα) δυσφορούσαν, επειδή κάθονταν άπραχτοι, και συλλογίζονταν σε ποια τόλμη και εμπειρία του αντίπαλου αρχηγού επρόκειτο να αντιπαραταχτεί τόση άγνοια και δειλία του δικού τους, που τον είχαν, άλλωστε, ακολουθήσει άθελά τους στην εκστρατεία. Ο Κλέωνας πήρε είδηση το μουρμουρητό αυτό κι επειδή δεν ήθελε να χάσουν οι στρατιώτες το ηθικό τους με το να κάθονται άπραχτοι, τους σήκωσε και ξεκίνησε. Ακολούθησε τον ίδιο ακριβώς τρελό τρόπο δράσης που είχε ακολουθήσει και στην Πύλο, όπου, επειδή πέτυχε, πίστεψε πως έχει μεγάλες ικανότητες. Δεν του πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι θα ‘βγαινε κανείς να τον αντιμετωπίσει, κι έλεγε ότι προχωρούσε πιο πολύ για αναγνώριση της τοποθεσίας και πως περίμενε τις ενισχύσεις όχι για να εξασφαλίσει τη νίκη, αν αναγκαζόταν να δώσει μάχη, αλλά για να περικυκλώσει την πόλη και να την κυριέψει με έφοδο. Ήρθε λοιπόν και στρατοπέδεψε σ’ έναν οχυρό λόφο μπροστά στην Αμφίπολη κι έβλεπε τους βάλτους που σχηματίζει ο Στρυμόνας και τη θέση την οποία έχει η πόλη σχετικά με τη Θράκη. Πίστευε πως θα μπορούσε να αποσυρθεί όποια στιγμή ήθελε χωρίς να δώσει μάχη, γιατί πραγματικά, και πάνω στα τείχη δε φαινόταν κανείς κι απ’ τις πύλες δεν έβγαινε κανείς, αλλά ήταν όλες κλειστές. Νόμιζε μάλιστα πως έκαμε λάθος που προχώρησε προς την πόλη χωρίς να έχει μαζί του πολιορκητικές μηχανές. Πίστευε ότι θα μπορούσε να την κυριέψει επειδή δεν είχε υπερασπιστές». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 7).
Όταν ο Βρασίδας παρατήρησε αυτά επέστρεψε στην Αμφίπολη και ετοιμάστηκε να επιτεθεί ο ίδιος με 150 οπλίτες, αφήνοντας τον υπόλοιπο στρατό υπό την ηγεσία του Κλεαρίδα, ώστε να επιτεθεί αμέσως μετά κάνοντας εξόρμηση από τις θρακιώτικες πύλες και δημιουργώντας την εντύπωση του πολυμέτωπου, φέρνοντας τον πανικό στους Αθηναίους. Όταν ο Κλέωνας διαπίστωσε τις πολεμικές ετοιμασίες μέσα στην πόλη, διέταξε την αποχώρηση του στρατού του θεωρώντας ότι χωρίς τις ενισχύσεις η μάχη θα ήταν αβέβαιη. Ο Βρασίδας αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις του Κλέωνα επιτέθηκε ακαριαία. Η σύγχυση που επικράτησε στους κόλπους των Αθηναίων, κυρίως μετά την εξόρμηση και του Κλεαρίδα, δεν άφησε πολλά περιθώρια. Ο ίδιος ο Κλέωνας σκοτώθηκε από κάποιον Μυρκίνιο πελταστή. Μόνο η δεξιά πτέρυγα του αθηναϊκού στρατού αντιστάθηκε, αλλά κι αυτή τράπηκε σε φυγή όταν περικυκλώθηκε από το μυρκινικό και χαλκιδικιώτικο ιππικό και τους πελταστές. Όσοι Αθηναίοι γλύτωσαν από τη σφαγή κατέφυγαν στην Ηιόνα. Και μόνο τα νούμερα των νεκρών καταδεικνύουν την πανωλεθρία των Αθηναίων: «Σκοτώθηκαν Αθηναίοι γύρω στους εξακόσιους, ενώ αντίπαλοί τους μονάχα εφτά, γιατί δεν έγινε μάχη σώμα με σώμα, αλλά μάλλον συμπτωματική σύγκρουση κι οι Αθηναίοι ήταν φοβισμένοι προτού αυτή αρχίσει». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 11). Όμως και για τους Λακεδαιμονίους υπήρξε πολύ δυνατό πλήγμα, αφού ένας από τους εφτά νεκρούς ήταν και ο ίδιος ο Βρασίδας: «Ενώ όμως η αριστερή πτέρυγα υποχωρούσε κι ο Βρασίδας στρεφόταν εναντίον της δεξιάς, τραυματίστηκε. Οι Αθηναίοι δεν τον κατάλαβαν που έπεσε, αλλά οι γύρω του στρατιώτες τον σήκωσαν και τον μετέφεραν μακριά………. οι στρατιώτες που σήκωσαν το Βρασίδα απ’ το πεδίο της μάχης και τον προφύλαξαν, τον μετέφεραν, ζωντανόν ακόμη, στην πόλη. Κατάλαβε ότι νικούσαν οι δικοί του, ύστερα όμως από λίγο πέθανε». (βιβλίο πέμπτο, παράγραφος 10).
Μετά τη μάχη της Αμφίπολης κανείς δεν προχώρησε σε πολεμικές επιχειρήσεις. Ο θάνατος των ηγετών έφερε και τα δύο στρατόπεδα σε αμηχανία. Οι Αθηναίοι έχασαν την αυτοπεποίθηση του ανίκητου και φοβούνταν νέες αποστασίες. Οι Λακεδαιμόνιοι έβλεπαν την Πελοπόννησο να λεηλατείται από το μόνιμο αγκάθι της Πύλου, που δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν. Επιπλέον πολλοί είλωτες αυτομολούσαν και πάντα υπήρχε ο φόβος του ξεσηκωμού. Τα αδιέξοδα και των δύο ήταν ο μηχανισμός της εξισορρόπησης των δυνάμεων ή αλλιώς η κατανόηση της αναγκαιότητας για διαπραγματεύσεις. Εξάλλου, αυτό ήταν και το κύριο μέλημα των Λακεδαιμονίων μετά τα γεγονότα της Πύλου και της Σφακτηρίας. Τώρα ήταν η σειρά των Αθηναίων να εξετάσουν το θέμα σοβαρά. Η σύναψη της Νικίειας ειρήνης είναι προ των πυλών.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. Γεωργοπαπαδάκου, εκδόσεις «ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ», Ά έκδοση 1985