Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και οι άνθρωποι που εμπορεύονται τα έθνη
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη «Οι έμποροι των Εθνών» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, σε συνέχειες, στην εφημερίδα «Μη Χάνεσαι» από το Νοέμβριο του 1882 ως το Φεβρουάριο του 1883. Έκτοτε εκδίδεται κι επανεκδίδεται και η πρόβλεψη ότι θα εξακολουθήσει να κεντρίζει το εκδοτικό ενδιαφέρον εσαεί δεν είναι καθόλου παρακινδυνευμένη. Γιατί «Οι Έμποροι των Εθνών» (όπως και όλο το έργο του Παπαδιαμάντη) πήρε διαστάσεις αιώνιες πληρώντας επακριβώς αυτό που ονομάζουμε κλασικό. Κι εδώ δεν μπορούμε να περιοριστούμε σε δεδομένα όπως η παπαδιαμαντική γλώσσα, που τόσο έχει απασχολήσει τους φιλολογικούς κύκλους, ή η ερωτική συνθήκη στο έργο του Παπαδιαμάντη (που επίσης έχει επιφέρει αναλύσεις επί αναλύσεων), ή η θέση της γυναίκας, ή η θρησκευτικότητα ή αν υφίσταται το ζήτημα του λανθάνοντος μισογυνισμού, που μερικοί αρέσκονται να ερευνούν, αφού όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να καταστήσουν ένα έργο κλασικό από μόνα τους. Γιατί η δύναμη των κλασικών έργων δεν αφορά ούτε τις τεχνοτροπίες, ούτε τα παρεπόμενα ερωτήματα επί προσωπικού, ούτε τη γλώσσα, ούτε τίποτε από αυτά, αλλά τη δυναμική της ίδιας της ανθρώπινης παρουσίας, που αναδεικνύεται σε όλο το ύψος των παθών της, διαμορφώνοντας, με τρόπο ασφυκτικό, την αμετάκλητα διαγραφόμενη μοίρα. Ένα λογοτεχνικό έργο, που δεν εστιάζει στον άνθρωπο, όσο άρτιο κι αν είναι γλωσσικά ή όσο καινοτόμο από άποψη τεχνοτροπίας, είναι αδύνατο να παραμείνει κλασικό. Η λογοτεχνία δεν είναι αντικείμενο των φιλολογικών σπουδαστηρίων. Είναι καθημερινή συνθήκη, ως επανεξέταση από μηδενική βάση της ανθρώπινης παρουσίας. Τέχνη ξεκομμένη από τον άνθρωπο, δεν είναι τέχνη. Όταν όμως η παρουσία του ανθρώπου συνδυαστεί με την αποθέωση της γλώσσας και του ύφους, δημιουργώντας το τεχνητό κλίμα της κίνησης της πλοκής, που όμως πρέπει να αποδοθεί απολύτως φυσικά, τότε βρισκόμαστε μπροστά στη μαγιά του έργου που θα παραμείνει στο χρόνο. Γιατί μόνο έτσι μετουσιώνεται η προσωπική οπτική σε πανανθρώπινη. Γιατί η φυσικότητα του τεχνητού κόσμου είναι η επανάσταση του πολυδιάστατου που προκαλεί τις πολλαπλές αναγνώσεις. Ένας κόσμος καταφανώς τεχνητός, είναι κόσμος μονόπλευρος, κι αυτό εκμηδενίζει την ανθρώπινη παρουσία, αφού όταν μιλάμε για τους ανθρώπους, ένα κι ένα δεν κάνουν κατ’ ανάγκη δύο.
«Οι Έμποροι των Εθνών» είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Η πλοκή εκτυλίσσεται ανάμεσα στο 1199 και το 1207. (Κατά το διάστημα αυτό πραγματοποιείται η άλωση της Κωνσταντινούπολης από την Δ΄ Σταυροφορία). Ο Μάρκος Σανούτος, ανεψιός του Ερρίκου Δάνδολου εκστρατεύει εναντίον του Αιγαίου. Η δύναμη της Βενετίας πρέπει να εξαπλωθεί. Τα νησιά του Αιγαίου είναι προφανές ότι δε θα μπορέσουν να αντισταθούν και η ισχύς μόνο επεκτατικά διαιωνίζεται. Ο ισχυρός που δεν ασκεί ιμπεριαλιστική πολιτική δεν είναι ισχυρός, αφενός γιατί είναι θέμα χρόνου το πότε θα χάσει τα ηνία και αφετέρου, γιατί, χωρίς τον επεκτατισμό, δεν θα γινόταν ποτέ ισχυρός. Φυσικά ο Πέτρος Ζιάννης, ο Δόγης της Βενετίας, ξέρει καλά αυτού του είδους τα κατατόπια. Γι’ αυτό και το διάταγμα είναι σαφές: «Εγώ ο Πέτρος Ζιάννης, ελέω Θεού ανώτατος άρχων και Δόγης της κραταιοτάτης και εκλαμπροτάτης Πολιτείας του Αγίου Μάρκου, της Βενετίας, του Αδρία, των νήσων κτλ. κτλ. προσκαλώ, δηλώ και επιτρέπω εις πάντας τους ευπατρίδας της Πολιτείας ταύτης τους έχοντας πλοία ίδια και άντρας υφ’ εαυτούς, ίνα καταλάβωσι δι’ ιδίων αναλωμάτων και στρατών τας νήσους του Αιγαίου πελάγους και άρχωσιν αυτών ως ευμενείς φίλοι της κραταιοτάτης Πολιτείας. Υπέγραψα εγώ ο Πέτρος Ζιάννης τη συναινέσει του σεπτοτάτου Συμβουλίου των Δέκα. Εν τω παλατίω του Αγίου Μάρκου, τη 21 Μαρτίου 1207». (σελ. 97).
Βρισκόμαστε μπροστά στον πιο ξεκάθαρο επεκτατισμό, που οικοδομείται πάνω στη βάση της ατομικής φιλοδοξίας, χωρίς να τηρούνται ούτε τα ελάχιστα προσχήματα. (Συνήθως ο επεκτατισμός δεν προβάλλεται ατόφιος. Παρουσιάζεται καλυμμένα ως εθνική απειλή ή ως προάσπιση της εθνικής ακεραιότητας ή ως εθνικό συμφέρον και πάει λέγοντας. Οι άνθρωποι που κερδίζουν από τις συγκρούσεις του επεκτατισμού δεν προβάλλονται ποτέ άμεσα. Ούτε είναι δυνατό να ειπωθεί ποτέ ότι οι αιματοχυσίες γίνονται για τα συμφέροντα συγκεκριμένων ανθρώπων). Το γεγονός ότι το διάταγμα καλεί όλους τους ευπατρίδεις, που μπορούν να συντηρήσουν δικά τους πληρώματα, να σπεύσουν ενάντια στα νησιά του Αιγαίου και να τα κυριεύσουν για δικό τους λογαριασμό, διοικώντας τα ως «ευμενείς φίλοι της κραταιοτάτης Πολιτείας», είναι ο επεκτατισμός που εκφράζεται με τον πλέον αδίστακτο τρόπο. Οι ευπατρίδεις είναι πρόθυμοι να εκστρατεύσουν για να γίνουν προσωπικοί κυρίαρχοι των νησιών. Όλα κινούνται στο πλαίσιο της πιο αδίστακτης ατομικότητας. Εξάλλου, τα προσχήματα εξευγενίζουν τη βαρβαρότητα κι ο Ζιάννης δεν έχει χρόνο για τέτοια. Από την άλλη, ο κυνισμός, σχεδόν εξ’ ορισμού, συμπλέει με την ταχύτητα. Ο κυνισμός δεν αφήνει ποτέ περιθώρια για παρανοήσεις. Ο κυνισμός δε χρειάζεται άλλοθι. Κι αυτή ακριβώς είναι η ουσία στις κατά Παπαδιαμάντη εθνικές αγοροπωλησίες. Ο αδυσώπητος κυνισμός που μεταφράζεται ως δυναμική της ισχύος εκδηλωμένη με τον πιο πρωτόγονο τρόπο. Για το Σανούτο είναι ζήτημα τιμής να συμμετέχει στην εξόρμηση εναντίον του Αιγαίου. Θα ήταν ντροπή να συνέβαινε το αντίθετο. Οι έμποροι των εθνών έχουν ισχυρά διαμορφωμένους κώδικες τιμής. Γι’ αυτό κι όταν ο Σανούτος παριστάνει τον ανήξερο ο Δόγης Ζιάννης δεν αφήνει κανένα περιθώριο: «Το σημερινόν Διάταγμα, του οποίου έλαβον γνώσιν πάντες οι ευπατρίδαι, πλην σου, λέγει αυτολεξεί τα εξής. “Προσκαλώ τους ευπατρίδας να καταλάβωσι δι’ εξόδων των τας νήσους του Αιγαίου”. Συ λοιπόν, όστις έχεις πλοία, θα υπάγης εις την εκστρατείαν αυτήν. Και αν δεν έχης, θα σοι δανείση η Δημοκρατία ιδικά της πλοία». (σελ. 119).
Όμως, όταν οι τύχες των ανθρώπων διαμορφώνονται, ως πολιτικό γίγνεσθαι, από τις εκάστοτε φιλοδοξίες ή συμφέροντα συγκεκριμένων ανθρώπων, δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για την πραγμάτωση της πιο εκχυδαϊσμένης αλαζονείας, δηλαδή την αποθέωση του εγωισμού, που καθορίζει όλες τις σχέσεις ή αλλιώς στην οριστική συντριβή κάθε ανθρώπινης επαφής. Γιατί όλες οι εικόνες που μεταφέρει ο Παπαδιαμάντης είναι θλιβερές. Ο Σανούτος δίνει υπέρογκη αμοιβή για να του βρουν το πτώμα του Μούχρα που πιστεύει ότι βρίσκεται μέσα στη θάλασσα. Ο Σκιάχτης δε διστάζει να δολοφονήσει τον καλύτερό του φίλο, τον Μορώζη, για τα «πενήντα φλωρία» του Σανούτου, αφήνοντας το πτώμα μέρες δεμένο μέσα στη θάλασσα, ώστε μισοφαγωμένο από τα ψάρια, να αλλοιωθεί τόσο πολύ, που να πιστέψει ο Σανούτος ότι είναι αυτό που αναζητά. Η Κοκκινού, ιδιοκτήτρια του άθλιου καταγωγίου στο οποίο ο Σκιάχτης είναι θαμώνας, όταν αντιληφθεί την απουσία του Μορώζη, θα εκβιάσει τον Σκιάχτη και θα του φάει τα λεφτά βγάζοντας παλιούς ανεξόφλητους λογαριασμούς. Οι ευπατρίδεις Κουϊρίνης και Γίζης είναι πρόθυμοι να αλληλοσκοτωθούν για το τίποτα, στο όνομα μιας δήθεν τιμής, μπροστά σε κυρίες αμφιβόλου ηθικής που φιλοξενούν στα αριστοκρατικά σαλόνια. Όλα μετριούνται μόνο με τη δύναμη της προσωπικής πυγμής, που παίρνει διαστάσεις τιμής ή αξιοπρέπειας ή σεβασμού ή οτιδήποτε τέτοιο, συγκαλύπτοντας την πιο χυδαία μορφή επιβολής. Όλα σηματοδοτούν τη λανθάνουσα εξουσία που καθορίζει κάθε σχέση. Ο Σανούτος ρίχνει λάδι στη φωτιά εξωθώντας τη διαμάχη στα άκρα. Θα έλεγε κανείς ότι μόνο το αίμα μπορεί να τον διασκεδάσει. Το μακελειό αποφεύγεται χάρη στην παρέμβαση της Κλαιλίας. Τα πάντα κινούνται στα όρια της τρέλας. Η τελική σκηνή της γιορτής με το Σανούτο, σ’ ένα ντελίριο κυνισμού και αλαζονείας, να παρουσιάζει στους καλεσμένους το θαλασσοφαγωμένο πτώμα, είναι η επισφράγιση της κτηνωδίας που φανερώνει την πιο αδυσώπητη συντριβή. Γιατί είναι αδύνατο να μιλάμε για ευτυχία υπό αυτούς τους όρους. Ο κυνισμός, ο αμοραλισμός, η απάθεια μπροστά στο δράμα του άλλου και το διακαές παιχνίδι της υπεροχής, δεν είναι παρά η συμπτωματολογία της πιο ανυπόφορης δυστυχίας, που βέβαια δεν πρέπει να ομολογηθεί. Γιατί όλοι κατατροπώνονται. Γιατί ο ίδιος ο Σανούτος κινείται στα όρια της παραφροσύνης. Γιατί ο μοναδικός άνθρωπος που εμπιστεύεται, ο Μαύρος Μιρχάν, είναι αυτός που τον μισεί περισσότερο απ’ όλους. Παρακολουθούμε τα ζοφερότερα χρώματα της ανθρώπινης ταπείνωσης. Ο Παπαδιαμάντης είναι αμείλικτος.
Κι αυτό ακριβώς είναι το πλαίσιο διαμόρφωσης της ιστορίας, που ξεκινά πριν από εφτά χρόνια, όταν ο Ιωάννης Μούχρας ελευθέρωσε το Σανούτο από τους πειρατές, τον φιλοξένησε και του χάρισε το πλοίο του και ο Σανούτος του ανταπέδωσε τη γενναιοδωρία κλέβοντάς του τη γυναίκα, την Αυγούστα, με τη βοήθεια του υπηρέτη του, του Μαύρου Μιρχάν. Το αδίστακτο του ανθρώπου καθίσταται σαφές από τις πρώτες σελίδες, και πραγματώνεται μέσα από τη συμπεριφορά του Σανούτου. Ο Μούχρας είναι το θύμα, που μετατρέπει την εκδίκηση σε νόημα ύπαρξης. Κι ενώ όλα είναι ξεκάθαρα γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Η Αυγούστα ερωτεύεται τον Σανούτο, αλλά και ο Σανούτος την Αυγούστα. Ο έρωτας δεν είναι παρά η ασταθής και παράλογη παρουσία του ανθρώπινου παράγοντα που λειτουργεί αιφνιδιαστικά κι απρογραμμάτιστα. Γιατί, ενώ το ηθικό δίκαιο είναι κατάφωρα με το μέρος του Μούχρα, η Αυγούστα αδυνατεί να αντισταθεί στο Σανούτο. Όμως η Αυγούστα είναι αδιαπραγμάτευτα τίμια, ηθική και θρησκευόμενη γυναίκα. Υποφέρει από ενοχές. Σταδιακά καθίσταται απολύτως ανίσχυρη στη διαχείριση αυτού του τρομακτικού δίπολου, του ηθικού δικαίου του Μούχρα και της σαρκικής επιθυμίας προς το Σανούτο. Από την άλλη ο Σανούτος πηγαίνει με άλλες γυναίκες, την οδηγεί στη δυστυχία. Η ζωή μαζί του είναι ανυπόφορη. Η Αυγούστα τον εγκαταλείπει και κλείνεται σε μοναστήρι αναζητώντας ψυχική παρηγοριά. Ο Σανούτος δεν αντέχει την απουσία της Αυγούστας. Την αναζητά. Μαζεύει πληροφορίες από ανθρώπους. Βασανίζεται. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ο κυνισμός του γνωρίζει την ήττα. Ο έρωτας αποδεικνύεται ανίκητος.
Αναντίρρητα, σε όλο το έργο, ο έρωτας – με τη μορφή της σαρκικής επιθυμίας – κινείται σε πρώτο πλάνο. Η Αυγούστα και ο Μούχρας καταστρέφουν τις ζωές τους. Ο Σανούτος υποφέρει. Όλοι αποδεικνύονται θύματα ενός ανεξέλεγκτου πάθους. Όλοι συντρίβονται από το ίδιο ασήκωτο βάρος. Όμως, κάτω από τα βάθη μιας τέτοιας τραγωδίας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Παπαδιαμάντης σχηματοποιεί την καταδίκη του έρωτα; Είναι η στιγμή που ο Παπαδιαμάντης θέλει να κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς του μ’ αυτό που λέμε σεξουαλικότητα; Παρακολουθούμε την προσωποποίηση του κτήνους που καταστρέφει τις ανθρώπινες ζωές; Τότε γιατί βρισκόμαστε μπροστά στον ακραίο αμοραλισμό του Σανούτου; Γιατί δεν παρουσίασε την ερωτική καταστροφή δυο φιλήσυχων ανθρώπων; Γιατί βρισκόμαστε μπροστά στον άκρατο κυνισμό της βενετικής αποικιοκρατίας; Και ο τίτλος «Οι έμποροι των Εθνών» τι εξυπηρετεί; Ποιοι εμπορεύονται τα έθνη; Ποιος είναι ο Σανούτος; Και κάπως έτσι φτάνουμε στον πυρήνα της παπαδιαμαντικής οπτικής όπου δεν πραγματεύεται τον έρωτα, αλλά τη διαστρέβλωσή του, όπως τσαλακώνεται από την αρπακτικότητα των Σανούτων. Γιατί ο Σανούτος αντιλαμβάνεται τον έρωτα μόνο ως κατάκτηση. Γιατί, γι’ αυτόν, η Αυγούστα δεν ήταν παρά ένα τρόπαιο ακόμη. Γι’ αυτό της φέρεται απαίσια. Γι’ αυτό την αναγκάζει να τον εγκαταλείψει. Γι’ αυτό την εκτιμά και υποφέρει μόνο αφού τη χάσει. Γιατί οι Σανούτοι δεν μπορούν να αγαπήσουν τίποτε πέρα απ’ τον εαυτό τους. Γιατί αλίμονο σ’ αυτούς που θα μπλεχτούν με τους Σανούτους. Γι’ αυτό το πορτρέτο της Αυγούστας παραμένει ακέραιο μέχρι το τέλος. Γιατί η Αυγούστα είναι το μεγαλύτερο θύμα της ιστορίας. Γιατί οδηγείται, σχεδόν μαθηματικά, στην τελική συντριβή. Γιατί ξέρει καλά ότι καμιά εξομολόγηση δεν πρόκειται να την ανακουφίσει. Ο Μούχρας την αγαπά και προσπαθεί να τη σώσει, ακόμη κι όταν πια τα ξέρει όλα. Η συγχώρεση του Μούχρα δεν είναι παρά η συγχώρεση του Παπαδιαμάντη. Υπό αυτούς τους όρους δεν μπορούμε να μιλάμε για τιμωρία, πόσο μάλλον για καταδίκη.
Τελικά, ο έρωτας δεν αποτελεί τον πυρήνα του έργου, αλλά το πεδίο μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, «Οι έμποροι των Εθνών», δεν είναι ερωτικό, αλλά πολιτικό μυθιστόρημα. Είναι η πραγματεία πάνω στους ανθρώπους που εμπορεύονται τα έθνη. Η ενδοσκόπηση στην ηθική του κυνισμού που εκδηλώνεται σε ατομικό και διαμορφώνει το συλλογικό επίπεδο. (Ισχύει και αντίστροφα). Η μελέτη του ανθρώπου που ακροβατεί ανάμεσα σε αρχές που καθορίζονται μόνο προσωπικά. Κι αυτό είναι ο έσχατος τυχοδιωκτισμός ή αλλιώς ο εγωισμός που παίρνει διαστάσεις κοσμοθεωρίας. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερωτευτεί ένας Σανούτος; Πώς θα μπορούσε να διαχειριστεί οποιαδήποτε ανθρώπινη συνθήκη; Όμως ο Σανούτος ξεπηδά μέσα απ’ τη σαπίλα της βενετσιάνικης αριστοκρατίας. Μέσα από την υπεροχή των «Εμπόρων των Εθνών» που διαπλάθει τις πιο αδυσώπητες ατομικότητες. Κι εδώ ακριβώς ξετυλίγονται οι πολιτικές διαστάσεις της μισανθρωπίας: «Τι εζήτει η Βενετία πέμπουσα τους στόλους τούτους εις το Αιγαίον; Ό,τι ζητεί ο σφαγεύς παρά του θύματος, τας σάρκας αυτού, ίνα κορέση την πείναν του. Διατί αι ιδιωτικαί αύται και κεκυρωμέναι με τα σήματα του Αγίου Μάρκου επιχειρήσεις; Διατί οι τοσούτοι εργολάβοι των κατακτήσεων, των ως δια δημοπρασίας εκτελουμένων; Η Βενετία προσηγόρευεν εαυτήν Πολιτείαν, και είχεν υιούς τυράννους. Τοις έδιδε το χρίσμα της και τους έπεμπεν ίνα κατακυριεύσωσι της γης. Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησεν την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν, Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν……..». (σελ. 265).
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Οι Έμποροι των Εθνών», εκδόσεις «ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ”», Αθήνα 2009
Οι εικόνες είναι από εδώ: http://el.wikipedia.org/wiki
Pingback: Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και οι άνθρωποι που εμπορεύονται τα έθνη « απέραντο γαλάζιο