4 Αυγούστου 2013 at 09:34

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα

από

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Σκηνή από την ταινία Η φόνισσα, (1974), βασισμένη στο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Σκηνοθεσία: ΦΕΡΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
Σκηνή από την ταινία Η φόνισσα, (1974), βασισμένη στο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Σκηνοθεσία: ΦΕΡΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «Η Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη ανήκει στα κλασικά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εμφανιζόμενο για πρώτη φορά το 1903 – κυκλοφόρησε σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903 από το περιοδικό «Παναθήναια» – είχε όλα τα στοιχεία που θα το καθιστούσαν κλασικό. Γιατί δεν ήταν μόνο η – έτσι κι αλλιώς – απαράμιλλη παπαδιαμαντική γλώσσα που ξεπερνούσε όλα τα δεδομένα και που τόσα έχουν ειπωθεί γι’ αυτή, ούτε οι φοβερές περιγραφές της σκιαθίτικης πραγματικότητας που φανερώνουν σε απόλυτο βαθμό, σαν σε μικροσκόπιο, τη βαθύτερη οπτική μιας λαογραφίας η οποία είναι αδύνατο να εγκλωβιστεί στα στενά όρια της ενδυματολογίας ή των εορτολογίων ή των χρηστικών αντικειμένων της καθημερινότητας ή της αρχιτεκτονικής κλπ, αλλά διεισδύει, με τρόπο ανυπόφορα φυσικό, μέσα στην ίδια την ανθρώπινη υπόσταση που γίνεται ένα με τον τόπο και την εποχή· είναι η ίδια η παπαδιαμαντική ματιά που συγκρούεται, σχεδόν αναγκαστικά, πάνω στα κοινωνικά τείχη που οδηγούν τους ανθρώπους στη δυστυχία. (Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη της κυκλοφορία το 1903 «Η Φόνισσα» έφερε τον υπότιτλο «Κοινωνικόν μυθιστόρημα»). Υπό αυτή την έννοια ακόμη κι ο όρος ηθογραφία, από τους πλέον προσφιλείς όταν μιλάμε για τον Παπαδιαμάντη, δεν είναι αρκετός για να ερμηνεύσει την κλασικότητα της «Φόνισσας». Γιατί η ηθογραφία είναι το πορτρέτο των ανθρώπων που συνθέτουν μια εποχή κι ο Παπαδιαμάντης, τουλάχιστον στη «Φόνισσα», ξεπερνά κατά πολύ αυτό το πορτρέτο, αφού η Φραγκογιαννού ανατρέπει τα πάντα. Για την ακρίβεια παρακολουθούμε την ανατροπή της τρέχουσας ηθικής ή αλλιώς την ηθογραφία που κατακερματίζεται από τη βούληση του ενός που στερείται τη δυνατότητα της ένταξης. Και κάπου εδώ φτάνουμε στην καρδιά της εκκωφαντικής δύναμης που αποπνέει η «Φόνισσα», φτάνουμε δηλαδή στον πυρήνα της διαχρονικότητας του έργου που συνδυάζει τη δυναμική της ανένταχτης γλώσσας, της διεξοδικής περιγραφής, της αστυνομικής ατμόσφαιρας και της ηθογραφίας που λειτουργεί αντιστρόφως, ως πλαίσιο κι ως ερμηνεία μιας αποχαλινωμένης συμπεριφοράς ή αλλιώς ως κινητήριος δύναμη ενός αυθόρμητου και ταυτόχρονα προσχεδιασμένου μακελειού.

Σκηνή από την ταινία Η φόνισσα, (1974), βασισμένη στο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Σκηνοθεσία: ΦΕΡΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
Σκηνή από την ταινία Η φόνισσα, (1974), βασισμένη στο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Σκηνοθεσία: ΦΕΡΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

Η Φραγκογιαννού ξενυχτά φροντίζοντας το φιλάσθενο μωρό της κόρης της που κοιμάται δίπλα. Ακούει το βήχα του, το παίρνει στα χέρια, το ξανατοποθετεί στο κρεβατάκι του. Επιμελείται τη φωτιά να μη σβήσει. Ενίοτε λαγοκοιμάται. Μες το ημίφως αναπολεί το παρελθόν. Ζυγιάζει τη ζωή της. Τι έζησε; Γνώρισε την ευτυχία; Θυμάται τη μάνα της, τα αδέρφια της, τον άντρα της, το γάμο της. Όλη της η ζωή ξεδιπλώνεται ανάκατα, συνειρμικά, σαν σε καλειδοσκόπιο. Μια αναπόληση που γίνεται αναμέτρηση. Η μάνα της απόμακρη, αυστηρή, ανίκανη να προσφέρει και την ελάχιστη χαρά. Ο άντρας της, από χρόνια πεθαμένος, υπήρξε άβουλος, ανεπρόκοπος, άνθρωπος που δεν πρόσφερε ποτέ τίποτε στην οικογένεια. Ακόμα και την προίκα την πήρε κολοβωμένη, αφού κι εκεί στάθηκε αδύνατο να διαπραγματευτεί σωστά. Τα χειρότερα χωράφια δόθηκαν στη Φραγκογιαννού μαζί μ’ ένα σπίτι ερείπιο. Με χίλιες στερήσεις κατάφερε να χτίσει η ίδια ένα φτωχικό σπίτι για να γλυτώσει από την τυραννία της αδερφής του άντρα της που τους φιλοξενούσε. Έζησε τα παιδιά της πουλώντας γιατροσόφια από βότανα που μάζευε η ίδια. Ο γιος της ο Μούρος, νταής και πότης, μαχαίρωσε την κόρη της την Αμέρσα όταν τον κυνηγούσαν δυο αστυνόμοι. Κατέληξε στη φυλακή επειδή δολοφόνησε κάποιον για ασήμαντο λόγο. Η Φραγκογιαννού, με δανεικά, έφτασε μέχρι τη Χαλκίδα για να υπερασπιστεί το γιο της στο δικαστήριο κι επέστρεψε περπατώντας μέχρι την Αγία Άννα. Οι άλλοι δυο γιοι είχαν μπαρκάρει και για χρόνια δεν είχαν νέα τους. Είχε και τρεις κόρες. Η Κρινιώ ήταν ακόμα μικρή, η Δελχαρώ είχε δυο κόρες – η δεύτερη ήταν το μωρό για το οποίο ξενυχτούσε η Φραγκογιαννού – και η Αμέρσα δεν είχε παντρευτεί. Η Φραγκογιαννού είχε δώσει το σπίτι της ως προίκα για τη Δελχαρώ κι έμενε με τις άλλες κόρες σε μια τρώγλη που έφτιαξε και πάλι η ίδια με θυσίες αιματηρές. Τώρα έπρεπε να βρει μια λύση τουλάχιστο για την προίκα της μικρής, αφού η Αμέρσα μάλλον θα έμενε γεροντοκόρη. Μια ζωή γεμάτη μόχθο, στερήσεις και βάσανα. Μια ζωή χωρίς την ελάχιστη χαρά. Μια ζωή άθλια σ’ έναν άδικο κόσμο. Αλήθεια, οι κόρες της τι ζωή θα είχαν; Και τα κοριτσάκια τα μικρά, τα εγγονάκια της τι μέλλον τα περίμενε;

Σκηνή από την ταινία Η φόνισσα, (1974), βασισμένη στο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Σκηνοθεσία: ΦΕΡΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
Σκηνή από την ταινία Η φόνισσα, (1974), βασισμένη στο βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Σκηνοθεσία: ΦΕΡΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

Και κάπως έτσι φτάνουμε στην ακαριαία στιγμή, τη στιγμή των μεγάλων αποφάσεων που όμως έχουν παρθεί εκ των προτέρων. Τα κορίτσια είναι καταδικασμένα στη δυστυχία της εκπλήρωσης αβάσταχτων καθηκόντων, στη ζωώδη ματαίωση κάθε χαράς που τείνει στο αβίωτο. Βλέπει τη δυστυχία της να αναβιώνει ξανά και ξανά μέσα στις κόρες και τις εγγονές της. Όλα είναι ξεκάθαρα. Τα κορίτσια είναι ένα βάρος πρώτα για τον ίδιο τους τον εαυτό και στη συνέχεια για ολόκληρη την οικογένεια που πρέπει να τα φροντίσει, να τα μεγαλώσει και φυσικά να τα προικίσει προκειμένου να εναποθέσει την ευθύνη τους σε κάποιον άλλο. Η ζωή των κοριτσιών είναι συνυφασμένη με τη θλίψη. Είναι ανάξια να τη ζήσει κανείς. Σχεδόν ασυναίσθητα στραγγαλίζει το βρέφος εκπροσωπώντας τη δική της, όχι δικαιοσύνη, αλλά ευσπλαχνία. Την ευσπλαχνία της ευθανασίας προς το ζώο που ξεψυχά και που είναι κρίμα να υποφέρει. Ο θάνατος της εγγονής θεωρείται φυσιολογικός, η Φραγκογιαννού απαλλάσσεται από κάθε υποψία και στη συνέχεια προβαίνει και σε άλλες δολοφονίες κοριτσιών.

Παρακολουθούμε σκηνές πρωτοφανούς σκληρότητας με κορίτσια που ρίχνονται στο πηγάδι και βρέφη που στραγγαλίζονται στην κούνια. Η Φραγκογιαννού καταδιώκεται από την αστυνομία ως αιμοβόρο κτήνος. Και είναι πραγματικά επικίνδυνη. Ο Παπαδιαμάντης δεν προσπαθεί σε κανένα σημείο να εκμαιεύσει τη λύπηση ή να προκαλέσει τον ελάχιστο συναισθηματισμό που θα λειτουργούσε αθωωτικά για χάρη της. Αφήνει τα γεγονότα να εκτυλιχθούν, σχεδόν σαν θεατής κι ο ίδιος, σαν αντικειμενικός μάρτυρας ενός δικαστηρίου όπου οφείλει να πει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Κι όμως, σαν από θαύμα, ο αναγνώστης νιώθει συμπάθεια για τη Φραγκογιαννού. Παρακολουθεί συγκλονισμένος το αγωνιώδες τρεχαλητό της. Θέλει να γλυτώσει. Κι εδώ δεν μιλάμε για την ενστικτώδη εύνοια απέναντι στον αδύναμο, γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο αδύναμο απ’ τα παιδιά που η Φραγκογιαννού εξοντώνει, ούτε για την ονειρική αποφυγή των ευθυνών, γιατί θα σήμαινε συμμετοχή στο έγκλημα και γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο αποτρόπαιο από τα φονικά της Φραγκογιαννούς. Μιλάμε για την αμηχανία μπροστά στο αδιέξοδο μιας ακατάπαυτης συναισθηματικής σύγκρουσης που εκτυλίσσεται από τη μια στο παρελθόν, δίνοντας στη Φραγκογιαννού διαστάσεις οσιομάρτυρα, κι από την άλλη στο παρόν που την καταβαραθρώνει. Και κάπως έτσι βρισκόμαστε στο σαρωτικό δίλημμα του Παπαδιαμάντη που δεν είναι άλλο από την ίδια τη σαρωτική πραγματικότητα που κατακρημνίζει τη γυναίκα ματαιώνοντας κάθε προοπτική. Και κάπως έτσι ο αναγνώστης περιμένει ένα θαύμα, αφού, τελικά, απορρίπτει και τη σύλληψη της Φραγκογιαννούς και τη διαιώνιση των φονικών. Θα έλεγε κανείς ότι η μόνη λύση είναι η ανάκληση του χρόνου που θα ακύρωνε όλη την τραγωδία κάνοντας τα πράγματα όπως ήταν πριν. Όμως σίγουρα, ούτε αυτό θα ήταν λύση, αφού θα σήμαινε τη νομιμοποίηση της δυστυχίας της Φραγκογιαννούς.

Ο Παπαδιαμάντης ως οξύτατος κοινωνικός παρατηρητής φέρνει στο φως το δράμα της εγκλωβισμένης γυναίκας των αρχών του 1900. Η φόνισσα δεν είναι παρά το ξεκάθαρο ουρλιαχτό του καταπιεσμένου που μόνο η βία μπορεί να εκφράσει, η ανισορροπία που γίνεται ορθολογισμός κάτω από το τερατώδες πρίσμα της κοινωνικής πραγματικότητας. Για τον Παπαδιαμάντη έχουν ειπωθεί αρκετά: ότι ήταν μισογύνης, ότι θεωρούσε τις γυναίκες άπιστες και κατώτερες, ότι δεν είχε ποτέ ερωτικό δεσμό στη ζωή του, ότι παρασυρμένος από τη θρησκευτική του προσήλωση έβλεπε πάντα επιφυλακτικά τις γυναίκες και πάει λέγοντας. «Η φόνισσα» όμως, καθιστά σαφές ότι ο Παπαδιαμάντης πρώτα απ’ όλα είναι ο άνθρωπος που δεν αντέχει την αδικία και την ανισότητα. Είναι αυτός που θα διακρίνει το δίκιο όλων των κατατρεγμένων και θα αφουγκραστεί και τους χειρότερους εγκληματίες σαν τη Φραγκογιαννού. Από αυτή την άποψη βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα κοινωνικό ντοκουμέντο, σ’ ένα πρωτογενές φεμινιστικό εγχειρίδιο, σ’ ένα μανιφέστο της ανθρώπινης ισότητας και μια προειδοποίηση για τη γέννηση της κοινωνικής βίας. Η παρουσία της γυναίκας που μετατρέπεται σε κατά συρροή δολοφόνο χωρίς να διεκδικεί τίποτε πέρα από την ενστικτώδη ενσάρκωση της προσωπικής της απελπισίας αποτελεί για το 1903 πρωτοπορία χωρίς προηγούμενο. Γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης ανήκει αμετάκλητα στο πάνθεον των μεγάλων. Γι’ αυτό «Η Φόνισσα» είναι καταδικασμένη να παραμείνει κλασική.

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/view/3/2518

Ακούστε: Το σκοτεινό τρυγόνι~Νύχτα Βασάνου- Νίκη Τσαϊρέλη

(Εμφανιστηκε 5,151 φορές, 7 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.