Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα σκιαθίτικα διηγήματα
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Αν ο Παπαδιαμάντης αναγνωρίστηκε ευρέως για τα διηγήματά του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα λεγόμενα Σκιαθίτικα Διηγήματα αποτελούν το βασικότερο κορμό της λογοτεχνικής του παραγωγής. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η πλειοψηφία των διηγημάτων του εξελίσσονται στη Σκιάθο, και από αυτά που συγκαταλέγονται στα θαλασσινά ειδύλλια και από τα χριστουγεννιάτικα και από τα πασχαλινά, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι μόνο ο χώρος της εξέλιξης που δικαιολογεί τον όρο σκιαθίτικα, αλλά κάτι βαθύτερο, κάτι σχεδόν μυστηριακό. Είναι η επικέντρωση στη ζωή ενός τόπου που φτάνει στην ταύτιση. Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν αρκείται στην παρουσίαση της σκιαθίτικης ζωής, δεν αρκείται δηλαδή στην απλή γνωστοποίηση των ανθρώπων ή της φύσης ή των καθημερινών ασχολιών ή των αντιλήψεων ή των εορτασμών ή όλων αυτών που συνθέτουν ανθρωπογεωγραφία ενός τόπου, γιατί η επιθυμία της απλής παρουσίασης νομοτελειακά εξαντλείται (ή τουλάχιστον αναπροσαρμόζεται), ενώ ο ίδιος φαίνεται ανεξάντλητος. Το να παρουσιάζει ένας συγγραφέας εικόνες και βιώματα του τόπου του γνωστοποιώντας όχι μόνο τα ήθη μιας περιοχής, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του, που είναι διαποτισμένος από αυτή, είναι κάτι συνηθισμένο. Το να επιμένει όμως, σαν σε εμμονή, στις αναφορές ενός τόπου, σε βαθμό που να μην μπορεί, επί της ουσίας, να τον ξεπεράσει δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί και τον όγκο των λεγόμενων αθηναϊκών διηγημάτων, όμως αυτό, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να αναιρέσει ότι η Σκιάθος ήταν η βασικότερη τροφοδότης. Το γεγονός ότι ενώ ζούσε στην Αθήνα, έγραφε περισσότερο για τη Σκιάθο μαρτυρά τη βαθύτερη νοσταλγία που δεν είχε άλλο τρόπο να διοχετευτεί. Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν αποδέχτηκε ποτέ τη ζωή της Αθήνας, δεν αφέθηκε ποτέ στις σειρήνες του αστικού πολιτισμού. Η Αθήνα αναφέρεται περισσότερο ως θλιβερό παρόν, που γίνεται ακόμα πιο ασφυκτικό όταν συγκρίνεται με τη φυσική ζωή της Σκιάθου. Η Σκιάθος μετατρέπεται σε μοναδική πραγματικότητα που διαχέεται προς όλες τις κατευθύνσεις, που γίνεται παρόν, παρελθόν και μέλλον. Υπό αυτή την έννοια η εμμονή του Παπαδιαμάντη στη σκιαθίτικη θεματολογία γίνεται προσωπικό αντίβαρο μιας αμείλικτης πραγματικότητας. Γίνεται διέξοδος κι οργανωμένη φυγή από τη δυστυχία του ψευτοπολιτισμού που είναι αδύνατο να αποδεχτεί. Γίνεται δηλαδή προσωπική απόδραση και καταφύγιο. Ο Παπαδιαμάντης, σε τελική ανάλυση, γραφεί για τον εαυτό του. Γι’ αυτό δεν εξαντλείται η σκιαθίτικη θεματολογία. Γι’ αυτό η έννοια παρουσίαση της σκιαθίτικης λαογραφίας είναι πολύ φτωχή. Γιατί μιλάμε για προσωπική αναπόληση που διασώζει όλες τις ευαίσθητες ισορροπίες, για ακατάπαυτη εσωστρεφή διαδρομή στον τόπο των παιδικών του χρόνων.
Η αναπόληση αυτή όμως δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να μεταφράζεται ως εξιδανίκευση. Ο Παπαδιαμάντης δεν τρέφει την ελάχιστη αυταπάτη για τη δύσκολη, κακοτράχαλη ζωή της Σκιάθου. Στη «Μαυρομαντηλού» παρακολουθούμε τον τοπικό θρύλο μιας γυναίκας που στοίχειωσε από το πένθος κι έγινε βράχος. Στα νερά της Μαυρομαντηλούς εξελίσσεται η τραγωδία της μάνας που βλέπει το παιδί της να πέφτει στο νερό. Κι αν στη «Μαυρομαντηλού» έχουμε αίσιο τέλος, δεν συμβαίνει το ίδιο και στο «Μοιρολόγι της Φώκιας» που η μικρή Ακριβούλα πνίγεται κάτω από τα μάτια της γιαγιάς της που δεν την αντιλαμβάνεται. Τα θαλασσινά ατυχήματα και η αγωνία της επιστροφής των ανθρώπων της θάλασσας δεν μαρτυρούν απλώς τις δυσκολίες μιας σκληρής επιβίωσης, αλλά ταυτίζονται με την ίδια τη φυσική ζωή που κρύβει την ύψιστη ελευθερία κι ως εκ τούτου και τους μεγαλύτερους κινδύνους. Γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης περιγράφει χωρίς να εξωραΐζει, αλλά και χωρίς να διεκτραγωδεί. Γι’ αυτό τα γεγονότα εκτυλίσσονται με τρόπο αφοπλιστικά ρεαλιστικό και με απλότητα καθημερινότητας. Γιατί κρύβουν τη σκληρότητα της εξοικείωσης που μετατρέπεται σε πανηγύρι ανθρωπιάς, αφού η επιβίωση ταυτίζεται με τον κίνδυνο σε μια αρμονία που καθρεφτίζει τη μεγαλύτερη σοφία. Γιατί η κοινή μοίρα των ανθρώπων οδηγεί στην πιο ισότιμη αλληλεγγύη. Στο διήγημα «Το Ενιαύσιον Θύμα» ο Πάπος κατάφερε να αποφύγει τον πατέρα του που ήθελε να τον πάρει μαζί του στη βάρκα και το βράδυ τον περιμάζεψε η Σειραϊνό στο ερείπιο που έμενε με «δύο λίθινους τοίχους, ένα ξυλότοιχον και μισήν στέγην, ανοικτόν, χωρίς χώρισμα…………Το κενόν, το οποίον άφηνεν ο τέταρτος τοίχος, εφράττετο εν μέρει με έν παλαιόν καραβόπανον, το οποίον της είχε χαρίσει άλλος πάλι γείτων» καθώς το δικό της το έδωσε ως προίκα σε μια γειτονοπούλα «προς την οποία εσυμπάθησε, χωρίς να γνωρίζει διατί». Κι ενώ το πρώτο βράδυ μάλωσε τον Πάπο για την ανυπακοή του προς τον πατέρα, όταν το επόμενο βράδυ άρχισε το χιονόνερο και χτυπούσαν τα δόντια της από το κρύο, δεν είπε τίποτα κι έκανε μαύρες σκέψεις αφήνοντας τον Πάπο να κάνει παιχνιδάκια με το καραβόπανο που σειότανε δαιμονισμένα παρομοιάζοντας το ερείπιο με βάρκα. Κι όταν μετά λίγες μέρες βρέθηκαν τα πτώματα του πατέρα και των συντρόφων του «η φτωχή Σειραϊνό, το Κουρτεσάκι, κλαίουσα όσα δάκρυα της μείνει από τα ιδικά της παθήματα, η πρώτη λέξις, την οποίαν εύρε να του είπη ήτον: “Καλά που δεν επήγες μαζύ, παιδάκι μου…”».
Η ανείπωτη νοσταλγία του Παπαδιαμάντη για τη Σκιάθο φαίνεται ολοκάθαρα και στα διηγήματά του που αφορούν την ξενιτιά, στοιχείο αλληλένδετο με κάθε ναυτικό τόπο. Η ξενιτιά συνδεόμενη απόλυτα με την απουσία εκπροσωπεί την ελπίδα, που από θέση αρχής, είναι πικρή. Γιατί η ελπίδα της επιστροφής του ξενιτεμένου, που φυσικά θα φέρει χρήμα και θα ενισχύσει την οικογένεια, δεν είναι παρά ο φόβος της οριστικής απώλειας. Ο φόβος του διαρκούς επικείμενου ολέθριου μαντάτου, που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει ορατός. Μοιραία η ελπίδα και η περηφάνια της επιστροφής γίνεται νομοτελειακή, γίνεται δηλαδή αναπόδραστη, σαν μέθοδος που ξορκίζει το κακό, σαν μοναδικό αντίδοτο της θλίψης. Και πράγματι στο διήγημα «Η Τύχη απ’ την Αμέρικα» ο Θανάσης επιστρέφει και προικίζει την αδερφή του. Η οικογένεια απαλλάσσεται από το βάσανο της παντρειάς της κόρης και το γλέντι ξεπερνά κάθε προηγούμενο, αλλά ο Θανάσης είναι φθισικός και οι μέρες του μετρημένες. Μοναδική του παρηγοριά το πορτοφόλι που έχει διαρκώς κάτω από το μαξιλάρι. Πεθαίνει αμέσως μετά το γάμο και το πορτοφόλι το αρπάζει ο αδερφός του ο Στάθης, που το είχε βάλει στο μάτι απ’ την αρχή. Στην «Τύχη απ’ την Αμέρικα» δεν παρακολουθούμε απλώς την απέχθεια του Παπαδιαμάντη για το χρήμα που δηλητηριάζει όλες τις σχέσεις, ούτε την κοινωνική καταγγελία της σκληρής αγοροπωλησίας της γυναίκας στο όνομα της προίκας, παρακολουθούμε την ίδια την ματαίωση της ζωής που ξοδεύεται ως μελλοντική προοπτική που ποτέ δεν θα ‘ρθει. Παρακολουθούμε το εφήμερο που εξουδετερώνει όλες τις θυσίες. Σε τελική ανάλυση παρακολουθούμε την καταδίκη της ξενιτιάς, ως ύψιστη δυστυχία, αφού το μόνο που μπορεί να φέρει είναι την αποξένωση και το θάνατο. Ακόμα και στο διήγημα «Ο Αμερικάνος» (συγκαταλέγεται στα χριστουγεννιάτικα διηγήματα) που ο ξενιτεμένος επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια φέρνοντας πλούτη και που παντρεύεται τη γυναίκα που αγαπά από παιδί, η ευτυχία τυλίγεται αξεδιάλυτα με τη θλίψη. Γιατί ο ξενιτεμένος γυρίζει σ’ έναν τόπο που δεν τον γνωρίζει κανείς. Γιατί βλέπει το πατρικό του σπίτι ερείπια. Γιατί οι γονείς του έχουν πεθάνει προ πολλού. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η ζωή κύλισε μακριά από αυτόν. Όλη αυτή η θλίψη της ξενιτιάς δεν είναι παρά η θλίψη του Παπαδιαμάντη που μαραζώνει στην Αθήνα. Ο Θανάσης, δεν είναι παρά ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης που επιστρέφει στη Σκιάθο με την υγεία του σοβαρά κλονισμένη και πεθαίνει μέσα σε λίγα χρόνια. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο Παπαδιαμάντης δεν είχε ποτέ γεμάτο πορτοφόλι.
Εξαιρετικό δείγμα Σκιαθίτικου Διηγήματος είναι και ο «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου» όπου βλέπουμε το Φραγκούλα, γέρο πια, να κάθεται έξω από το ναό της Παναγίας της Πρέκλας και να αναλογίζεται τη ζωή του. Παλιός άρχοντας που σταδιακά έπεσε στα χέρια των τοκογλύφων κι άρχισε να χάνει τα χωράφια του. Η περιγραφή της αρπακτικής συμπεριφοράς των τοκογλύφων δεν παρά η αστική εκμετάλλευση των χαρτογιακάδων που τυλίγουν σε μια κόλλα χαρτί τους ιδιοκτήτες γης και τους ληστεύουν επικαλούμενοι νομικίστικα κατασκευάσματα που εξαργυρώνουν την αδικία. Είναι μια ακόμη μορφή της οργής του Παπαδιαμάντη απέναντι στην πνιγηρή κι αρρωστημένη γραφειοκρατία του χρήματος που κερδίζει από το τίποτα κι ισοπεδώνει τα πάντα ως κατάφωρο πεδίο δράσης όλων των τρωκτικών. Όμως, πέρα από τα οικονομικά, ο χωρισμός του Φραγκούλα με τη γυναίκα του και κυρίως ο θάνατος της μικρής του κόρης τον καθιστούν εντελώς ανίσχυρο μπροστά σε μια αδυσώπητη μοίρα. Και κάπως έτσι ξετυλίγεται η ζωή ενός ανθρώπου που πέρασε πολλά. Όλες οι χαρές, όλα τα βάσανα κι όλα τα πάθη ματαιώνονται μπρος το κατώφλι των γηρατειών. Το μόνο που απομένει είναι η ίδια η ζωή που πρέπει να συνεχίσει. Κι αυτό είναι που στοιχειώνει τον Φραγκούλα. Η ζωή που μόνο στο πρόσωπο της κόρης μπορούσε να συνεχιστεί. Με άλλα λόγια η ζωή που χάθηκε: «Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε….».
Και, σαν από θαύμα, ο Παπαδιαμάντης μας μεταφέρει στην «Τρελή βραδιά» όπου βλέπουμε τέσσερις γλεντζέδες να περιφέρονται στα σοκάκια της Σκιάθου και να ξεσηκώνουν τον κόσμο με τις φωνές και τα αυτοσχέδια τραγούδια τους σ’ ένα ντελίριο ελαφρότητας. Ο Αντώνης ο Παβιώτης, ο Προκόπης της Μαρούδας, ο Σταμάτης ο Αρβανίτης κι ο γερο-Καλοειδής, ο ιδιοκτήτης του μικρού καπηλειού, σε δαιμονισμένο κέφι βρίσκουν τρεις γύφτους με γκάιντα, λαγούτο και κλαρινέτο και κάνουν νυχτιάτικο σαματά χωρίς προηγούμενο. Όταν εμφανίζεται η αστυνομία ο δεκανέας αποφασίζει να κατασχέσει τα όργανα ζητώντας από τους γύφτους να τα παραδώσουν οι ίδιοι στο στρατώνα: «Αλλά, επέφερεν ο νέος και ζωηρός δεκανεύς, δεν πρέπει να πάμε ως εκεί βουβοί. Τι διάολο! Λέτε και τίποτα στο δρόμο». Και κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά στην εξυψωτική αμεριμνησία που γλυκαίνει τη ζωή. Και κάπως έτσι ολοκληρώνεται όλος ο κύκλος των οπτικών που συνθέτουν το πολύχρωμο ανθρώπινο πανηγύρι. Γιατί αυτό ακριβώς είναι ο Παπαδιαμάντης. Ο άνθρωπος που καταγράφει, σαν με φωτογραφική μηχανή, τις ζωές των άλλων ανθρώπων. Ο καταμετρητής των αλλεπάλληλων επεισοδίων – στιγμιότυπων μιας αδιαπραγμάτευτης εποποιίας. Κι αυτό ακριβώς είναι τα Σκιαθίτικα διηγήματα. Τα ανθρώπινα χρώματα ενός τόπου που λειτουργούν ως θύμισες κι επαναφέρουν τις χαμένες ισορροπίες. Γιατί: «…η συνοδεία ηκολούθησε τον δρόμον της προς τα κάτω, διεγείρουσα κι εκκωφαίνουσα όλον το χωρίον με τους δαιμονιώδεις φθόγγους της ορχήστρας της».