Ο Κάρλ Μάρξ και η διαλεκτική του καπιταλισμού
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής αποσκοπεί αποκλειστικά στο κέρδος, δεν χρειάζεται επεξηγήσεις. Εξάλλου, αυτή ακριβώς είναι και η σημασία του κεφαλαίου, αφού κεφάλαιο είναι το χρήμα που μπαίνει στην παραγωγή με σκοπό να γεννήσει κι άλλο χρήμα. Το χρήμα που παραμένει ανενεργό με τη μορφή του θησαυρισμού σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κεφάλαιο, παρά μόνο δυνητικά, καθώς το ανενεργό χρήμα δεν γεννά κέρδη. (Η περίπτωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι αμελητέα μπροστά στα κέρδη της πετυχημένης παραγωγής και γι’ αυτό το συσσωρευμένο χρήμα στην τράπεζα κρίνεται αναξιοποίητο και το αναξιοποίητο χρήμα, για τον υγιή καπιταλισμό, είναι σκέτη χασούρα). Ο κεφαλαιοκράτης, επί της ουσίας, δεν ενδιαφέρεται για το προϊόν πάνω στο οποίο θα επενδύσει. Ενδιαφέρεται μόνο για τα κέρδη της παραγωγής. Τα κέρδη γεννιούνται από την υπεραξία των εργατών. Η υπεραξία είναι η απλήρωτη εργασία που καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης. Ο εργάτης χρειάζεται καθημερινά να παράγει αξία την οποία και θα εισπράξει ως μισθό για να εξασφαλίσει τα μέσα συντήρησής του. Ως μέσα συντήρησης ορίζονται τα αγαθά που πρέπει να εξοικονομήσει για να εκπληρωθούν οι καθημερινές του ανάγκες. Αν, με τη βοήθεια της μηχανής, η πεντάωρη εργασία ημερησίως γεννά την αξία των μέσων συντήρησης, ο εργάτης δουλεύει (ας πούμε) δέκα ώρες. Οι υπόλοιπες πέντε ώρες εργασίας αποτελούν αξία που ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης, αποτελούν δηλαδή την υπεραξία που λειτουργεί ως κέρδος για τον κεφαλαιοκράτη. Τα έξοδα που απαιτούνται για την παραγωγή του προϊόντος ενσωματώνονται αυτομάτως στην τιμή του ως σταθερό κεφάλαιο. Οι μηχανές, οι κτηριακές εγκαταστάσεις κτλ. ονομάζονται πάγιο κεφάλαιο του σταθερού κεφαλαίου και οι πρώτες ύλες, έξοδα υλικών για τη χρήση των μηχανών, έξοδα θέρμανσης κτλ. ονομάζονται κυκλοφορούν κεφάλαιο του σταθερού κεφαλαίου. Τα έξοδα της μισθοδοσίας των εργατών ονομάζονται μεταβλητό κεφάλαιο.
Αν λοιπόν από ένα κεφάλαιο 100 δαπανηθούν τα 80 στο σταθερό κεφάλαιο (πάγιο και κυκλοφορούν) και τα 20 στους μισθούς εργασίας (μεταβλητό κεφάλαιο) και παραχθεί υπεραξία 20 τότε 80+20+20=120. Το ποσό των 120 είναι η αξία του εμπορεύματος και υπερτερεί έναντι 20 από το αρχικό καταβληθέν κεφάλαιο όχι γιατί ο κεφαλαιοκράτης πρόσθεσε αυθαίρετα αυτό το ποσό για να δημιουργήσει το κέρδος του, (αναφερόμαστε σε συνθήκες υγιούς καπιταλιστικής ανάπτυξης κι όχι σε κερδοσκοπικούς αριβισμούς, που βέβαια δεν λείπουν από τον καπιταλισμό) αλλά γιατί αυτή είναι η πραγματική αξία του νεοπαραγόμενου προϊόντος που την απέκτησε από τη συμβολή των εργατών, δηλαδή από τη ζωντανή εργασία, που δημιουργεί αξία. (Η ζωντανή εργασία δημιουργεί αξία από την ίδια την παραγωγική της δύναμη. Ένας γεωργός που παράγει πατάτες και τις πουλά μόνος του, αν για έξοδα παραγωγής – λιπάσματα, φυτοφάρμακα κτλ. – ξοδέψει 50 και τελικά τις πατάτες τις πουλήσει 70, τα 20 που του μένουν στο χέρι – και που βαφτίζουμε κέρδος – ουσιαστικά δεν είναι παρά η ανταλλαγή του χρόνου εργασίας που δαπάνησε στο χωράφι με χρήμα. Με άλλα λόγια δεν μιλάμε για κέρδος, αλλά για ανταλλαγή αξίας. Ο γεωργός προσφέρει την αξία του κεφαλαίου που δαπάνησε και των εργατοωρών του και το κοινωνικό σύνολο, που αγοράζει τις πατάτες, προσφέρει την αντίστοιχη αξία σε χρήμα. Πρόκειται για μια καθόλα ισότιμη συναλλαγή πάνω στα νέα δεδομένα της παραγόμενης αξίας από το γεωργό). Οι εργατοώρες των εργατών μετατρέπουν την αξία των 100 που δαπανήθηκε αρχικά από τον κεφαλαιοκράτη σε 120 ή, ακόμη καλύτερα, ο κεφαλαιοκράτης δαπανώντας 80 για σταθερό κεφάλαιο κατάφερε να παράγει, μέσω της ζωντανής εργασίας άλλα 40 αξία πληρώνοντας όμως μόνο τα 20. Τα υπόλοιπα 20 τα τσεπώνει ο ίδιος και αποτελούν την υπεραξία – δηλαδή το απλήρωτο κομμάτι της εργασίας – που κατά τον Μαρξ είναι ο μοναδικός δρόμος μέσα στην παραγωγή, που φέρνει χρήμα στον κεφαλαιοκράτη.
Η έννοια κέρδος εισάγεται στο Κεφάλαιο του Μαρξ στον 3ο τόμο και διαφοροποιείται από την υπεραξία ως προς τον υπολογισμό της. Στο προηγούμενο παράδειγμα όπου δαπανήθηκε κεφάλαιο 100 (80 σταθερό κεφάλαιο και 20 μεταβλητό) και που παράχθηκε υπεραξία 20 αντιλαμβανόμαστε ότι το ποσοστό της υπεραξίας είναι 100% αφού η υπεραξία αφορά μόνο το κομμάτι της ζωντανής εργασίας 20 (μεταβλητό κεφάλαιο) από το οποίο παράγεται υπεραξία επίσης 20. Το ποσοστό του κέρδους όμως υπολογίζεται με τη διαίρεση της υπεραξίας που καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης προς το συνολικό κεφάλαιο που ενεργοποιήθηκε, δηλαδή το 100, αφού μόνο δαπανώντας 100 ο κεφαλαιοκράτης αποκτά ως προσωπικό κέρδος 20. Με άλλα λόγια το ποσοστό του κέρδους είναι 20%. Παρατηρούμε λοιπόν ότι άλλο το ποσοστό της υπεραξίας κι άλλο το ποσοστό του κέρδους, που προκύπτει από την υπεραξία. Αν αναλογιστούμε ότι η τάση της παραγωγής είναι να αντικαθιστά τον εργάτη από τη μηχανή, αντιλαμβανόμαστε ότι η τάση της παραγωγής δεν είναι άλλη από το να αυξάνει το σταθερό κεφάλαιο και να μειώνει το μεταβλητό κεφάλαιο. Σταδιακά λοιπόν οδηγούμαστε στον κεφαλαιοκράτη που με κεφάλαιο 100 δαπανά τα 90 για σταθερό κεφάλαιο και μόνο τα 10 για μεταβλητό. Αν το ποσοστό της υπεραξίας είναι και πάλι 100% τότε το εμπόρευμα που θα παράγει θα έχει αξία 110 και κατ’ επέκταση η υπεραξία που θα εισπράξει θα είναι μόνο δέκα, έναντι 20 που ήταν πριν. Όσο για το ποσοστό του κέρδους, αυτομάτως θα πέσει στο 10%. Παρακολουθούμε λοιπόν το οξύμωρο σχήμα όπου η μηχανή, σε βάθος χρόνου, ζημιώνει τον κεφαλαιοκράτη. Φυσικά η μηχανή αυξάνει την παραγωγικότητα, αφού επιταχύνει σε μεγάλο ποσοστό την παραγωγή. Με άλλα λόγια στο ίδιο χρονικό διάστημα που ένας εργάτης παρήγε ένα μέγεθος προϊόντος Α, τώρα, με τη βοήθεια της μηχανής, παράγει ένα μέγεθος προϊόντος Β, σαφώς μεγαλύτερο. Αυτό σημαίνει ότι ενώ παλιά από τις 10 ώρες του εργασιακού ωραρίου, ο εργάτης δούλευε τις 5 για τον εαυτό του και τις άλλες 5 για τον κεφαλαιοκράτη, ως υπεραξία, τώρα μπορεί να δουλεύει τις 3 για τον εαυτό του και τις 7 για την υπεραξία του κεφαλαιοκράτη. Αυτή την αλλαγή των ισορροπιών στη διαμόρφωση της υπεραξίας μέσα στο ωράριο εργασίας ο Μαρξ την ονομάζει σχετική υπεραξία. Όμως, όσο κι αν οι συσχετισμοί της σχετικής υπεραξίας ευνοούν τον κεφαλαιοκράτη, το γεγονός ότι το ποσοστό του κέρδους πέφτει δεν αλλάζει, κυρίως αν συνυπολογίσουμε ότι η ταχύτερη μηχανοποιημένη παραγωγή αυξημένης μάζας προϊόντων απαιτούν περισσότερη δαπάνη πρώτων υλών με τη μορφή του σταθερού κεφαλαίου. Όσο κι αν επιβραδύνεται η πτώση του ποσοστού του κέρδους με τη μείωση των εξόδων λόγω μειωμένων τιμών στις πρώτες ύλες (η μαζική παραγωγή μειώνει τις τιμές) ή με τη συρρίκνωση της μισθοδοσίας από την αντικατάσταση των εργατών από τις μηχανές η τάση της μείωσής του δεν αλλάζει σε καμία περίπτωση. Όσο ο κεφαλαιοκράτης χάνει εργάτες, τόσο συρρικνώνει την πηγή της υπεραξίας του, τόσο δηλαδή, σε βάθος χρόνου, συρρικνώνει το ποσοστό του κέρδους του. Το μόνο που μένει είναι η διατήρηση ή και η αύξηση της συνολικής μάζας του κέρδους από την παραγωγή τεράστιων ποσοτήτων προϊόντων. Με άλλα λόγια, μπορεί το κέρδος να είναι ελάχιστο σε κάθε μονάδα προϊόντος, όμως ο κεφαλαιοκράτης να αποζημιώνεται και να αυξάνει το συνολικό του κέρδος – ως μάζα, όχι ως ποσοστό – με τη διακίνηση υπέρογκων ποσοτήτων προϊόντων. Εδώ ακριβώς κρύβεται η τρομερή ανταγωνιστικότητα των σύγχρονων πολυεθνικών που θέλουν να κατασπαράξουν τους πάντες προκειμένου να διακινούν προϊόντα μόνο οι ίδιες. Γιατί μόνο με την πώληση τεράστιων ποσοτήτων μπορούν να υπερκαλύψουν την πτώση που έχουν στα ποσοστά του κέρδους λόγω της μηχανοποιημένης παραγωγής: «Αν πέσει το ποσοστό του κέρδους, τότε, από τη μια μεριά, το κεφάλαιο εντείνει τις δυνάμεις του για να μπορέσει ο ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης, χρησιμοποιώντας καλύτερες μέθοδες κλπ, να συμπιέσει την ατομική αξία της μονάδας του εμπορεύματός του κάτω από τη μέσα κοινωνική αξία του και να βγάλει έτσι, με δοσμένη την αγοραία τιμή, ένα έκτακτο κέρδος. Από την άλλη μεριά, αναπτύσσεται η κερδοσκοπία και η γενική εύνοια της κερδοσκοπίας από τις μανιώδεις προσπάθειες με νέες μέθοδες παραγωγής, με νέες επενδύσεις κεφαλαίου, με νέες τυχοδιωκτικές περιπέτειες να εξασφαλίσουν κάποιο έκτακτο κέρδος, που να είναι ανεξάρτητο από το γενικό μέσο όρο και που να υψώνεται πάνω από αυτόν». (3ος τόμος Κεφαλαίου σελ. 327). Η συμπίεση της ατομικής αξίας του εμπορεύματος κάτω από την κοινωνική του αξία με δοσμένη την αγοραία τιμή είναι η περαιτέρω ανάπτυξη της ταχύτητας και της αυτοματοποίησης των μηχανών που θα παράγει το προϊόν φτηνότερα από το μέσο κόστος παραγωγής και θα φέρει περισσότερα κέρδη, αφού, για κάποιο χρονικό διάστημα τουλάχιστον, η τιμή πώλησης δεν θα πέσει. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ασύλληπτη κερδοφορία της παραγωγικής πρωτοπορίας που προσφέρουν οι εξελιγμένες μηχανές. Ο κεφαλαιοκράτης – κάτοχος της νέας μηχανής παράγει φτηνότερα ακολουθώντας όμως τις τιμές τις αγοράς (ή και ρίχνοντάς τες λίγο αυξάνοντας τις πωλήσεις) αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Όμως ταυτόχρονα, σε βάθος χρόνου, σε μια σχέση απολύτως αντιφατική, ρίχνει ακόμη περισσότερο το ποσοστό του κέρδους. Και κάπου εδώ βρίσκεται η κατά Μαρξ διαλεκτική του καπιταλισμού που κρύβει το σπόρο της καταστροφής του μέσα στην ίδια τη λειτουργία και τον τρόπο ανάπτυξής του. Και κάπου εδώ βρίσκεται και η λογική της παγκοσμιοποίησης που λειτουργώντας σαν νέα μηχανή εκμηδενίζει τα έξοδα παραγωγής σαρώνοντας όλους τους μικρότερους κεφαλαιοκράτες που δεν έχουν τη δυνατότητα μεταφοράς σε χώρες χαμηλού παραγωγικού κόστους, που δεν έχουν δηλαδή πρόσβαση στην νέα παραγωγική πρωτοπορία. Φυσικά τα κέρδη είναι υπέρογκα, όπως κάθε μηχανής που πρωτοχρησιμοποιείται: «Αλλά κάθε τέτοια νέα μέθοδος παραγωγής φτηναίνει τα εμπορεύματα. Γι’ αυτό στην αρχή ο κεφαλαιοκράτης τα πουλά πάνω από την τιμή παραγωγής τους, ίσως και πάνω από την αξία τους. Τσεπώνει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα έξοδα παραγωγής τους και στην αγοραία τιμή των υπόλοιπων εμπορευμάτων, που έχουν παραχθεί με υψηλότερο κόστος παραγωγής. Μπορεί να το κάνει αυτό, γιατί ο μέσος όρος του κοινωνικά απαιτούμενου χρόνου εργασίας για την παραγωγή αυτών είναι μεγαλύτερος από το χρόνο εργασίας που απαιτείται με τη νέα μέθοδο παραγωγής. Η διαδικασία παραγωγής του στέκει πάνω από το μέσο όρο της κοινωνίας. Ο συναγωνισμός όμως τη γενικεύει και την υποτάσσει στο γενικό νόμο. Τότε αρχίζει η πτώση του ποσοστού του κέρδους – ίσως πρώτα σ’ αυτήν τη σφαίρα παραγωγής, που εξισώνεται έπειτα με τις άλλες. Έτσι η πτώση αυτή είναι εντελώς ανεξάρτητη από τη θέληση του κεφαλαιοκράτη». (3ος τόμος Κεφαλαίου σελ. 334 – 335).
Καρλ Μαρξ «Το Κεφάλαιο» ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Αθήνα 2009