Σάββατο είναι, μη Φοβάσαι…
Επεισόδιο 7: Τα Σκυλιά της Ασκληπιού
Γράφει ο Φώτης Μπατσίλας*

Το καλοκαίρι εκπνέει σιγά-σιγά, παρέρχεται το Θέρος, όπως είπε και ο ποιητής (Χάρης Μεγαλυνός), κι όλα μοιάζουν πια με Κυριακή: οι πόλεις γεμίζουν, τα χαμόγελα φθίνουν, η ζέστη αφόρητη, μα το φθινόπωρο επί θύραις, ο τρόμος της πρώτης σταγόνας της βροχής, ο γυρισμός στην Αθήνα, Κυριακή απόγευμα, άδειοι δρόμοι, άδεια χαμόγελα…
Αφήνω τις μικρές ιστορίες απιστίας, του Ζεστού Μήνα Αύγουστου και του Δέκα και Μισή Καλοκαίρι Βράδυ, και ξανασκέφτομαι τα Σκυλιά της Ασκληπιού, τα αδέσποτα, τα παρατημένα, βλέπω τον εαυτό μου ν’ ανεβαίνει τον δρόμο, ένας συνομήλικος μου παίζει με το παιδί του, τους κοιτάζω επίμονα, δίχως να θέλω, προσωπικές ενοχές, προσωπικοί φόβοι, «μήπως άργησα;», σκέφτομαι, «κι αν άργησα, καθυστέρησα απλώς ή μήπως είναι πια αργά;», «πότε, στ’ αλήθεια, είναι αργά, πότε δεν μπορείς τίποτα ν’ αλλάξεις, πώς θα το καταλάβεις;». Το παιδί γελάει κι ο πατέρας φαίνεται χαρούμενος, ένα σκυλί τούς πλησιάζει, γρυλίζει από την πείνα, το παιδί γελάει, δεν φοβάται, γι’ αυτό είν’ ακόμα νωρίς, «άργησα, καθυστέρησα έστω, το δίχως άλλο, ποιος φταίει, όμως, εγώ και οι σκόρπιες ιδέες μου ή μήπως η αγάπη άργησε να ’ρθει;». Κι αν η αγάπη άργησε, δεν μπορεί όλα να τα σαρώσει, δεν μπορεί να μετατρέψει το αργά σε εγκαίρως, το τότε σε τώρα, το ποτέ σε πάντα; Κι αν δεν μπορεί, τι σόι αγάπη είναι;

Μπορεί, λοιπόν! Η αγάπη όλα τα μπορεί! Και σήμερα, καθώς ανεβαίνω τον δρόμο και ξαναβλέπω τα Σκυλιά της Ασκληπιού, μουρμουρίζω για να το ακούσω ο ίδιος, Σάββατο είναι, μη φοβάσαι… «πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει, ουδέποτε εκπίπτει», όπως τα λέει ο ψαλμός κι εκείνο το κομμάτι του Preisner από το Blue του Krzysztof Kieslowski, κι έτσι χαμογελάω στα σκυλιά, το παρελθόν ξορκίζω και προχωρώ, όλα μπορούν να γίνουν, όλα, κι έτσι στα σκυλιά της Ασκληπιού χαμογελώ…
Τα σκυλιά της Ασκληπιού
μου είπαν πως σε είδανε.
Απ’ το ανελέητο κυνηγητό μιας εξάτμισης
κι ύστερα ενός ανυποψίαστου πεινασμένου,
απ’ το Προδόρπιο ώς τη Ρήγα Φεραίου,
κάπου εκεί, υποθέτω,
σε είδανε
(σε κάποια βιτρίνα, με παπούτσια πιθανώς, της Πολιτείας ίσως).
Εγώ δεν ήμουνα εκεί.
Τα σκυλιά της Ασκληπιού
στον κήπο του Πνευματικού Κέντρου
ή από τον Σάκκουλα ώς τους Κόκκους το πολύ,
διακόσια μέτρα πάνω-κάτω,
πως σε είδανε μου είπαν.
Ντελικάτη, απρόσιτη, μα ένοχη,
με φόβο μη σε δουν,
μη σε δω, ίσως,
κι έπαψαν να γαυγίζουν
μην κι άλλο σε φοβίσουν.
Εγώ δεν ήμουν πια εκεί.
Τα σκυλιά της Ασκληπιού,
τ’ αδέσποτα πια,
με τα λουράκια στο λαιμό,
τα παρατημένα δηλαδή,
στάση λεωφορείων μπλε,
παλιό Διάνα και παλιό Feriale,
φοβερά και φοβισμένα,
φοβισμένα φοβερά,
πως σε είδανε μου είπαν,
μα εγώ εκεί δεν ήμουν,
εγώ ποτέ δεν ήμουνα εκεί, τελικά.

(τέλος 7ου επεισοδίου)
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 2012 στον Ερανιστή