4 Απριλίου 2013 at 14:00

Ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει και τραγουδά για την περίοδο του πολέμου και της κατοχής (II)

από

 Ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει και τραγουδά για την περίοδο του πολέμου και της κατοχής (II)

 

Ήκμασαν τα ρεμπέτικα τραγούδια την εποχή που μετρούσαμε τάφους.

Η δράση σχεδόν αποβλακώνει τον άνδρα.

Οι άνδρες των ρεμπέτικων τραγουδιών απεχθάνονται τους μετριοπαθείς.

Είναι σοφός όποιος αγαπά κι ελπίζει, και είναι σοφώτατος όποιος λυπάται.

Ηλίας  Πετρόπουλος

[Συνέχεια από το πρώτο μέρος: Ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει και τραγουδά για την περίοδο του πολέμου και της κατοχής (I)

Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας

Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς: Στράτος Παγιουμτζής, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης και Ανέστος Δελιάς.
Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς:
Στράτος Παγιουμτζής, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης και Ανέστος Δελιάς.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην πιάτσα, ως μουσικός και ως τύπος. Παρά τη διαδεδομένη αντίληψη για την, κατά κάποιο τρόπο, «αντιεξουσιαστική» διάσταση του ρεμπέτικου, στην πραγματικότητα οι περισσότεροι ρεμπέτες κοίταζαν απλώς τη δουλειά τους, όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Μάρκος. Με άλλη αφορμή, θα πούμε παρακάτω λίγα περισσότερα γι’ αυτό, καθώς και για την αρνητική στάση των «κουμουνιστών» απέναντι στα χασικλίδικα τραγούδια.

Στο παρακάτω τετράστιχο, το οποίο έκοψε η λογοκρισία του Μεταξά, ακούμε:

Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν το Μουσολίνι

ωσάν τα Χίτλερ ζόρικος που ούτε ψιλή δε δίνει.

Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία

και κάνουν κόζι οι Έλληνες κι έχουνε απορία

Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι

Όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι(1)

Το τραγούδι ακούγεται ΕΔΩ

Η μάλλον επαινετική αναφορά στον Στάλιν-παλικάρι είναι πιθανό να εξηγείται και από την αίγλη που είχε ο σοβιετικός ηγέτης σε μια αρκετά μεγάλη μερίδα του «προλεταριάτου» της εποχής, το οποίο άκουγε  ρεμπέτικα, μεταξύ άλλων βέβαια. Αυτά πριν τον πόλεμο του 40. Το εν λόγω τραγούδι έγινε τελικά αγνώριστο, ο Μάρκος κράτησε τη μουσική και έβαλε τα λόγια “της πονηρής”, όπως λέει ο ίδιος στην Αυτοβιογραφία του (σ. 278.). Πιθανόν ο Μάρκος να εννοεί αυτό.

Παρόμοιο σχεδόν επικό ύφος συναντάμε και στο πολύ ωραίο “Ήθελα να ‘μαι ο Ηρακλής”, στο οποίο αντλεί αυτή τη φορά από τους ήρωες των σχολικών του χρόνων – πήγε μέχρι τετάρτη δημοτικού σε καθολικό σχολείο στη Σύρο. Τον “ισχυρό” Μπενίτο θα περιπαίξει εξάλλου αργότερα με την έναρξη του πολέμου, στο γνωστό “Μουσολίνι άλλαξε γνώμη”:

Στίχοι: Γιώργος Φωτίδας

Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος

Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος

Άλλες ερμηνείες: Απόστολος Χατζηχρήστος, Σμυρνιωτάκι

Βρε γρουσούζη Μουσουλίνι

πού (ει)’ν(αι) τα τόσα μεγαλεία

Πού ‘ταζες κάθε λιγάκι

στην καημένη Ιταλία

Την ετάραξες στην πείνα

κι είναι πια ξελιγωμένη

Μονάχ’(α) η δική σου τσέπη

είναι παραφουσκωμένη

Τα καημένα τα παιδιά της

δεν τολμούν να πούν κουβέντα

τους εράψατε το στόμα

(ε)’συ ο Τζιάνος και η Έλντα

Μουσουλίνι άλλαξε γνώμη

έλα πια στα σύγκαλά σου

γιατί έφτασε η ώρα

να τινάξεις τα μυαλά σου

Πηγή: stixoi.info

Το τραγούδι παίζει ΕΔΩ.

Ο Γεώργιος Β΄, Βασιλεύς των Ελλήνων, ήταν βασιλιάς στο Βασίλειο της Ελλάδας κατά τα διαστήματα 1922-24 1935-1941 και 1946-1947 και πρωθυπουργός από τις 19 Απριλίου 1941 μέχρι τις 22 Απριλίου 1941.
Ο Γεώργιος Β΄, Βασιλεύς των Ελλήνων, ήταν βασιλιάς στο Βασίλειο της Ελλάδας κατά τα διαστήματα 1922-24 1935-1941 και 1946-1947 και πρωθυπουργός από τις 19 Απριλίου 1941 μέχρι τις 22 Απριλίου 1941.

Είναι νομίζω προφανές ότι οι αναφορές του Μάρκου στα τραγούδια δεν είναι ακριβώς αποτέλεσμα των ιδεολογικών του προτιμήσεων, ο ίδιος εξάλλου δήλωνε «βασιλικός», αν και δεν ασχολείται περισσότερο με αυτό που λέμε ¨πολιτική”. Με άρεζε η βασιλεία, δηλώνει χαρακτηριστικά και θα γράψει κι ένα τραγούδι στο βασιλιά να κανονίσει τα όμορφα:

Ξανάρθες τώρα βασιλιά μέσα στην αγκαλιά μας,

Κανόνισε τα όμορφα να γιάνεις την καρδιά μας

Και τώρα όπου σε φέραμε στους έλληνες ξηγήσου

Προσπάθησε για το καλό κι η Παναγιά μαζί σου.

Το τραγούδι ακούγεται ΕΔΩ.

Αφήσαμε στο προηγούμενο σημείωμα το Μάρκο λίγο πριν μεταβεί στην κομαντατούρα, στην οδό Μέρλιν:

«Και εξεκίνησα. Στο δρόμο επερπάταγα σάμπως να επήγαινα στην καρμανιόλα για να με καρατομήσουν. Τι να κάνω; Έκανα καρδιά. Έκανα πέτρα την καρδιά μου και έφτασα στην οδό Μέρλιν 6.» [4]

Έξω από το κτίριο, διαπιστώνει ότι κάποιοι σκοποί ήταν «κομμουνιστές», κατά την έκφρασή του, δε δείχνει όμως ιδιαίτερη έκπληξη, προφανώς τον απασχολούσε τι θα γίνει με τον ίδιο. Τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς τον αναγνωρίζουν:

«Αλλά τότε μες στους σκοπούς υπήρχανε κι ανθρώποι που ήτανε κομμουνιστές. Ακόμη μπορεί να φύλαγαν και να ‘τανε σκοποί των Γερμανών και να ήτανε καρφιά των άλλων, των κομμουνιστών. Και μόλις με είδανε στο πρόσωπο, με φωνάξανε Μάρκο, Μάρκο, τι θες εδώ πέρα σ αυτό το μέρος; Τι θέλεις; Τι να τους πω εγώ τώρα;» [4]

Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι ήξερε τους ανθρώπους από την πιάτσα, αφού όπως είδαμε αρκετοί αντιστασιακοί πήγαιναν στα μαγαζιά που τραγουδούσε. Έχω πάντως την αίσθηση ότι ο Μάρκος, βαρύς και ολιγόλογος καθώς ήταν, όταν λέει «κουμμουνιστές» ή «ανθρώπους του βουνού», εννοεί γενικώς όσους είχαν κάποια σχέση με αντιστασιακές οργανώσεις, και τέτοιοι ήταν πολλοί, δεν αναφέρεται δηλαδή απαραίτητα σε μέλη ή οπαδούς του Κ.Κ.Ε.

Παρακάτω περιγράφει το εσωτερικό του «σφαγείου» των ναζί:

«Καθώς μπήκα έτρεμα σαν το ψάρι. Ήταν δυο πορτάκια, μα πολύ μυστηριώδεις, με σίδερα, με λουκέτα και άνοιξαν και μπήκα μέσα. Στο ένα χέρι(σ.σ. στη μια πλευρά) ήταν ένα υπόγειο πολύ μεγάλο και είχε δωμάτια μικρά, κλειδωμένα, πλημμυρισμένα από κόσμο.» [4]

Κάποιοι κρατούμενοι, οι οποίοι θεωρούνταν μελλοθάνατοι, τού μίλησαν:

«Μάρκο, εσύ εδώ τι θέλεις; Έλα πιο κοντά. Αλλά δεν ημπορούσα, είχα φοβηθεί τόσο που ενόμισα ότι ήταν σφαγή. Είδα κάτι αίματα στα ντουβάρια από δάκτυλα ανθρώπων, αίμα ανθρωπινό, και μου φώναζαν μερικοί ότι γύρισε, έλα από εδώ να σου πούμε, για να πας στα σπίτια μας, να πεις ότι αύριο θα μας τουφεκίσουν. Να μου φιλήσεις τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τα αδελφάκια μου. Εγώ ο φουκαράς τους ελυπόμουνα που άκουγα αυτά τα πράγματα και που ήξερα ότι κάθε μέρα ετουφέκιζαν δεκαπέντε και είκοσι.»

Τον Φράγκο, ωστόσο, δεν τον προόριζαν για το εκτελεστικό απόσπασμα, ούτε τον ήθελαν για να τους παίζει μπουζούκι, όπως έλπιζε για να γλιτώσει:

-Τι; Τι βοήθεια να σας κάνω εγώ, ένας που παίζει μπουζούκι; Πάρα πάνω από να παίζω μπουζούκι τι να κάνω; Θέλετε να ‘ρθω να πάμε καμιά εορτή, να με πάρετε μαζί σας να διασκεδάσετε; Εντάξει, μπορώ.

-Όχι αυτό, μου λέει.

-Ε, τι θέλετε;

-Εσύ, μου λέει, έρχεται πολύς κόσμος τα βράδια κει που παίζεις, και χορεύουνε και μεθάνε, και μπορείς να τους γνωρίσεις.

-Ποιανούς;

-Αυτούς που κατεβαίνουνε απ τα βουνά. Διάφοροι κομμουνιστές, ξέρω γω τι. Πρέπει να τους ξέρεις.» [4]

Δημοσίευμα της εφημερίδας Καθημερινή το οποίο αναφέρεται στις ευχαριστίες του Χίτλερ προς τον "Παπαδόγκωναν", διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο.
Δημοσίευμα της εφημερίδας Καθημερινή το οποίο αναφέρεται
στις ευχαριστίες του Χίτλερ προς τον “Παπαδόγκωναν”,
διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο.

Είναι προφανές ότι την δουλειά μπορούσαν να κάνουν, όπως και έκαναν, κι άλλοι, ωστόσο ο Μάρκος ως άνθρωπος της νύχτας ήξερε  και μάθαινε περισσότερα από έναν χαφιέ της σειράς· έκοβε εξάλλου το μάγκικο μάτι του και μπορούσε να ξεχωρίσει ή να πληροφορηθεί ποιός είναι τι. Φαίνεται ακόμη ότι  θεωρούνταν έμπιστος από τους αντιστασιακούς, αν και «ουδέτερος», όπως θα φανεί και παρακάτω. Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους ζήτησαν ευθέως να καταδίδει ο Μάρκος στις κατοχικές αρχές όσους ύποπτους έμπαιναν στο μαγαζί που εργαζόταν. Μετά το χαφιέ, ταγματασφαλίτη ή άλλον,  ακολουθούσαν οι Γκεσταπίτες:

“Και κείνο το βράδυ που ήρθανε εκεί στην Άμφισσα και κάτσανε και ψάξανε μην τα ρωτάς τι ξύλο δώσανε μιανού και τον πήρανε. Κι ήταν δυνατός ο άνθρωπος. Χάθηκε απ τα μάτια“.
Εκείνο το βράδυ που μού πανε, την άλλη μέρα να ‘ρθεις, τον πήρανε, τον μισερώσανε απ το ξύλο. Γκεσταπό”.

Η πρακτική αυτή ήταν πιθανόν συνηθισμένη για τους διαχειριστές των καταστημάτων, προκειμένου να εξασφαλίσουν άδεια λειτουργίας, και σε ένα βαθμό την ανοχή των Γερμανών: ο καταστηματάρχης κάρφωνε αντιστασιακούς και τον άφηναν “ήσυχο”… Ο Μάρκος είναι αναγκασμένος τελικά να συμφωνήσει, προκειμένου να φύγει σώος από την κακόφημη οδό Μέρλιν:

«-Που να τους ξέρω γω, παιδί μου;

Μπορεί να τους ξέρω;

-Αυτό θα μας κάνεις. Θα μας τα λες όλα, θα σου δίνουμε ότι γουστάρεις να τρως σπίτι σου. Ψωμιά, φαγιά, μυστήρια και θα σε πληρώνουμε.

-Τι να πω; Ό,τι μου λέγανε, ναι έλεγα με το κεφάλι, δεν μπόραγα να πω διαφορετικά. Ναι, ναι, ναι, ναι.

Μέχρι να τελειώσω, να καθαρίσω να φύγω.»

Η αποχώρηση των Γερμανών θα γλιτώσει το Μάρκο από το νταραβέρι, σχεδίαζε εξάλλου να φύγει από την Αθήνα:

“Επήρα την απόφαση να φύγω από την Αθήνα. […]…δεν επεράσε και δυό μέρες τρεις και παίρνουν δρόμο και φεύγανε. Τρέχανε να φύγουνε, να σωθούνε. Κι έτσι εγλύτωσα από αυτό το νταραβέρι που με τάξανε να με κάνουν οι Γερμανοί. Τη μέρα που έφυγαν έγραψα ένα τετράστιχο:

Ημέρα Πέμπτη ήτανε

δώδεκα Οκτωβρίου

που σπάσανε την κεφαλή

του άγριου θηρίου.”

Στη συνέχεια ο Μάρκος επέστρεψε στο κέντρο Άμφισσα  και  την περίοδο μετά την αποχώρηση των Γερμανών, όπως αναφέρει ο ίδιος, έγραψε το “Χαϊδάρι”:

Σπάνιο ντοκουμέντο που απεικονίζει τοίχο κρατητηρίου στο κτήριο της οδού Μέρλιν. Αποκαλύφθηκε τυχαία στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν γκρεμίστηκε μεσοτοιχία με τα παρακείμενα γραφεία της ΔΕΗ (φωτ. αρχείο Δ. Λούκα).Πηγή ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου
Σπάνιο ντοκουμέντο που απεικονίζει τοίχο κρατητηρίου στο
κτήριο της οδού Μέρλιν. Αποκαλύφθηκε τυχαία στα μέσα της
δεκαετίας του 1980, όταν γκρεμίστηκε μεσοτοιχία με τα
παρακείμενα γραφεία της ΔΕΗ (φωτ. αρχείο Δ. Λούκα).Πηγή
ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου

Εκεί παίζαμε όλα τα δικά μου προπολεμικά κομμάτια. Έγραψα εν τω μεταξύ και λίγα καινούργια τραγούδια. Ένα που πήγε πολύ είναι το Χαϊδάρι. Ζεμπέκικο, νταβέντι. Δεν το ‘βγαλα σε δίσκο. Το ‘λεγα στα πάρκα μέσα“:

Τρέξε μανούλα όσο μπορείς

τρέξε για να με σώσεις,

κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου

να μ’ απελευθερώσεις.

Γιατ’ είμαι μελοθάνατος

και καταδικασμένος,

δεκαεπτάχρονο παιδί

στα σίδερα κλεισμένος.

Απ’ την οδό του Σέκερη

με πάνε στο Χαϊδάρι,

κι ώρα την ώρα καρτερώ

ο Χάρος να με πάρει.

Να δεις του Χάρου το σπαθί

μανούλα που θα φέρνει,

και τη ζωή του καθενός

μάνα, πως θα την παίρνει.

Πορεία προς το Χαϊδάρι, ξυλογραφία της δεκαετίας του 1950. Από τον Οκτώβριο του 1943 και εξής στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι, συλληφθέντες είτε σε μπλόκα είτε από την Γκεστάπο. Οι τελευταίοι αρχικά οδηγούνταν στο αρχηγείο των S.S. στην Αθήνα, το διαβόητο κτήριο της οδού Μέρλιν, προκειμένου να ανακριθούν ή και να βασανιστούν.
Πορεία προς το Χαϊδάρι, ξυλογραφία της δεκαετίας του 1950.
Από τον Οκτώβριο του 1943 και εξής στο στρατόπεδο
Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι,
συλληφθέντες είτε σε μπλόκα είτε από την Γκεστάπο. Οι
τελευταίοι αρχικά οδηγούνταν στο αρχηγείο των S.S. στην
Αθήνα, το διαβόητο κτήριο της οδού Μέρλιν, προκειμένου να
ανακριθούν ή και να βασανιστούν.

Οι  στίχοι τραγουδήθηκαν με μικρές παραλλαγές από πολλούς αργότερα. Στην αυτοβιογραφία του, ο Μάρκος αναφέρει και τα εξής λόγια:

Κι όταν με δεις μάνα νεκρό

να πεις στις άλλες μάνες

γιατί πονέσανε κι αυτές

με πίκρες πιο μεγάλες.

πως είδα τα παιδάκια τους

Στα σίδερα δεμένα

Με την κατάδικη στολή

αδικοσκοτωμένα.

Το τραγούδι, με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα ακούγεται  ΕΔΩ

Μετά την απελευθέρωση: τα χασικλίδικα και η αριστερά

Για τους επόμενους μήνες, θα δουλέψει στο Καρέ του Άσσου, μαζί με τον Περιστέρη και άλλους. Αν και ησύχασαν από τους Γερμανούς, η ατμόσφαιρα του εμφυλίου φτάνει μέχρι τα νυχτερινά κέντρα:

“Στο καρέ του Άσσου, κι εκεί πάλι ερχόντουσαν κομμουνιστές. Και κοιτάζανε να πιάσουνε τους άλλους, τους αντίθετους, τους Χίτες. Και γινότανε πάλι εκέι το μαλε βράσε. Κάθε βράδυ τους κυνηγάγανε.

Πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα,1950
Πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα,1950

Εδώ βρίσκουμε μια από τις αναφορές του Μάρκου στους περιβόητους χίτες, μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Για την περίοδο της κατοχής αναφέρει ξεκάθαρα μόνο ταγματασφαλίτες, όπως έδειξα, ως συνεργάτες των Γερμανών (Αυτοβιογραφία σ. 203.), και έχουμε κάθε λόγο να τον πιστέψουμε. Είναι πιθανόν ακόμη με τη φράση “ταγματασφαλίτες” να εννοούσε όλους τους παρακρατικούς οι οποίοι συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους Γερμανούς, όπως είναι πιθανό να αναφέρει ως “κουμουνιστές” αντιστασιακούς με άλλη πολιτική τοποθέτηση, και τέτοιοι ήταν αρκετοί (π.χ Σαράφης). Στη συνέχεια περιγράφει πολύ παραστατικά την στάση ή καλύτερα την αντίδραση  των κομμουνιστών,  των ανταρτών ή  έστω όσων ο Μάρκος θεωρούσε ως τέτοιους, απέναντι στα χασικλίδικα τραγούδια που έπαιζε:

«Ερχόντουσαν λοιπόν εκεί οι κομμουνιστές και μου λέγανε. Α, αυτά τα τραγούδια που λες να τα σταματήσεις. Εδώ ήτανε χάος, χάος απ αυτόν τον κόσμο όλο, κι αυτοί θέλανε για να σταματήσω τα τραγούδια τα χασικλίδικα! Δεν τα θέλανε με κανένα τρόπο. Θα σε κάνουμε εξορία. Θα σε διώξουμε. Δε θέλουμε. Να μην τα λες τα τραγούδια αυτά. Τι να κάνω; Ζούλα από τον ένα, ζούλα από τον άλλο.»

Αντίθετα, οι χίτες μάλλον αδιαφορούσαν για το ρεπερτόριο του:

“Ερχόντουσαν οι χίτες. Για πες τα Μάρκο, μη σε νοιάζει τίποτες. Εμείς θα σε φυλάμε. Άλλα ήτανε και κείνο μεγάλο πράμα, οι χίτες μαζί με αυτουνούς τους κουμμουνιστές. Σοβαρό.”

Ο ίδιος δίνει μια πρώτη ερμηνεία του πράγματος, όσον αφορά στους «κουμουνιστές»:

“Οι αντάρτες θέλανε να παίζω δικά μου κομμάτια και να μην είναι χασικλίδικα, για να μη μαθαίνει ο λαός τέτοια πράγματα. Ήταν από τότε σοβαροί αυτοί. Θέλανε να παίζω άλλα, σοβαρά τραγούδια αυτοί. Όχι δικά τους αντάρτικα δηλαδή, γιατί που να τα ξέρω εγώ τα δικά τους. Ενώ οι χίτες λέγανε. Παίξε ότι γουστάρεις και δεν μπορεί να σε εμποδίσει κανένας.”

Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες του λαϊκού και ρεμπέτικου ελληνικού τραγουδιού.
Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες του λαϊκού και ρεμπέτικου ελληνικού τραγουδιού.

Αναφέρω παρενθετικά ένα άλλο επεισόδιο, στα 1948, το οποίο δείχνει την αντιμετώπιση που επιφύλασσαν οι χίτες σε καλλιτέχνες με αντιστασιακή δράση. Αφορά στη Σωτηρία Μπέλλου:

“Ένα βράδυ που τραγουδούσε, μπήκε στο μαγαζί μια παρέα από Χίτες. Της κρατούσαν γινάτι από τα Δεκεμβριανά το 1944, όπου η Μπέλλου είχε λάβει μέρος στις μάχες σαν αγωνίστρια του ΕΛΑΣ. Ένας από τους Χίτες ανέβηκε στο πάλκο και της ζήτησε να τραγουδήσει «Του αητού ο γιος». Εκείνη αρνήθηκε και τότε μαζεύτηκαν όλοι της παρέας και την τσάκισαν στο ξύλο. Κι όμως η Μπέλλου γι’ αυτό το περιστατικό είχε ένα παράπονο, μια πικρία που ανέφερε σ’ όλη της τη ζωή. Δεν περίμενε την ώρα που την χτυπούσαν έξι Χίτες μαζί να μη σηκωθούν από τις καρέκλες τους δύο άνδρες να αντισταθούν σ’ αυτή την πρόκληση. Οι τρομοκράτες που έκαναν άνω κάτω το μαγαζί φώναζαν στην Σωτηρία: «Πες του αητού το γιο, γιατί θα σε καθαρίσω Βουλγάρα».[2]

Οι συγκρούσεις στην Αθήνα  συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση, βρισκόμαστε άλλωστε λίγο πριν τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μάρκος με αφορμή τις φασαρίες, το μάλε βράσε όπως λέει, θα γράψει για την προσωπική του στάση:

«Κυνηγόντουσαν, σκοτωνόντουσαν αυτοί μεταξύ τους. κάνανε μάχες μες τις οδούς, κι από ξω από το μαγαζί, και χίλια δυό. Παλεύανε αγρίως. Κι εγώ έπρεπε να τα έχω καλά με όλους δηλαδή. Βέβαια εγώ δεν εκδηλωνόμουνα με ποιους ήμουν. Ούτε ήμουν, ούτε με ενδιέφερε για κανέναν απ’ αυτούς. Ούτε για τους αντάρτες, ούτε για τους χίτες. Ήμουν γνήσιος Έλλην, αγαπούσα την πατρίδα μου και περίμενα πότε θα έλθει η ώρα να ξελευθερωθεί απ’ αυτό το άγχος η πατρίδα μας, κι από τους μεν κι από τους δε. Και κοίταζα τη δουλειά μου. Μέρα νύχτα δούλευα στο καρέ του Άσσου, πληρωνόμουνα. Έκανα τη δουλειά μου.»

Στη συνέχεια αναφέρεται στη γενικότερη πολιτική κατάσταση, όπως την έβλεπε ο ίδιος:

«Είπαμε ότι είχανε φύγει οι Γερμανοί, ε, κι ήτανε στα πρόθυρα του κομμουνισμού να πέσει η Ελλάδα. Στα δίχτυα αυτονώνε. Κι οι άλλοι οι χίτες, βοηθάγανε να μη γίνει αυτό το πράγμα δηλαδή. Και μέσα σε αυτό το νταραβέρι ήμουνα κι εγώ, και μ’ αγαπάγανε και οι μεν και οι δε. Αλλά εγώ δεν έδειχνα καμιά προτίμηση, ούτε από το ένα μέρος, ούτε από το άλλο. Γιατί μπόραγε να με σκοτώσουνε κιόλας.»

Βασανιστήρια, χαρακτικό της Βάσως Κατράκη (λεπτομέρεια)
Βασανιστήρια, χαρακτικό της Βάσως Κατράκη
(λεπτομέρεια)

Μετά και από τα προηγούμενα θεωρώ εξαιρετικά  άστοχη την εκτίμηση του μελετητή  Ν. Γεωργιάδη, ο οποίος αποδίδει στον Μάρκο σχεδόν …αντιιμπεριαλιστικές διαθέσεις, πράγμα που όπως είδαμε δεν ίσχυσε  σε καμιά περίπτωση. Γράφει:

«Ο Μάρκος Βαμβακάρης, θαυμαστής του Σουρή, ενσαρκώνει τον Ρωμιό στο περίφημο τραγούδι του “Ο Μάρκος υπουργός”: “Βάζω υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνω/ να κάθομαι τεμπέλικα, να τρώγω και να πίνω…“. Είναι πολύ γνωστή η “Ρεμπέτικη κυβέρνηση” του Μαρίνου Γαβριήλ (Μαρινάκη), η οποία θέλει να αποτινάξει κάθε ξένη εξάρτηση από την Ελλάδα – τραγούδι που αποτελεί προέκταση της σκέψης του Βαμβακάρη…»

Στο ίδιο άρθρο, ο Ν.Γ. κατατάσσει το Μάρκο στους αντιστασιακούς, αυθαίρετα κατά την εκτίμηση μου, και μάλιστα στους συνθέτες που αντικατέστησαν το πρότυπο του ρεμπέτη με το πρότυπο του αντάρτη. Η άποψη αυτή, όσον αφορά το Βαμβακάρη τουλάχιστον, είναι προφανές ότι δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Γράφει ο Ν. Γεωργιάδης:

«Ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Νίκος Γούναρης διεκτραγωδήσανε το δράμα των αγωνιστών, που ήταν φυλακισμένοι από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι κι αλλού. Ο Βαμβακάρης: “Τρέξε μανούλα όσο μπορείς, τρέξε να με γλιτώσεις/ κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου να μ’ απελευθερώσεις…”. Η συμπαράταξή τους με την Εθνική Αντίσταση δείχνει πράγματι ότι στη δεκαετία του ’40, οι συνθέτες αυτοί αντικατέστησαν το πρότυπο του ρεμπέτη με το πρότυπο του αντάρτη

Αυτό ισχύει πράγματι για ορισμένους, όπως ο Θ. Δερβενιώτης που ήταν μέλος του Ε.Α.Μ., όχι όμως για τον Μάρκο. Μια ανάλογη στρατευμένη άποψη, θα μπορούσε να συμπεράνει τον …αντικομουνισμό του Βαμβακάρη, πράγμα που δεν αληθεύει επίσης, όπως επιχείρησα να δείξω προηγουμένως. Ο συγγραφέας εμφανίζει τον Φραγκοσυριανό να συμπαθεί το ΕΑΜ. και τον ταυτίζει σχεδόν με άλλους συνθέτες, οι οποίοι πράγματι ήταν φιλοεαμικοί ή και μέλη του.

Παραθέτω απλώς το απόσπασμα, ολόκληρο το άρθρο υπάρχει στο σύνδεσμο:

«Ο Τσιτσάνης στη δεκαετία του ’40 δεν τραγουδά πια την παλικαριά του Σαρκαφλιά. Υμνεί ρητά το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οι αντάρτες φέρνουν μαζί τους “την αυγούλα τη χρυσή” της ελεύθερης ζωής…”

Ο Μάρκος  τραγούδησε για τον πόλεμο στην Αλβανία, για τα θύματα της  αντίστασης κατά των Γερμανών, για την πείνα, για τον πόνο και τον καημό των λαϊκών ανθρώπων της εποχής του με τρόπο μοναδικό. Στην αντίσταση, ωστόσο, δεν έλαβε άμεσα μέρος, δεν εντάχθηκε κάπου δηλαδή πολιτικά ή οργανωτικά, ούτε πήρε θέση στην πολιτική διαμάχη που προέκυψε μετά την απελευθέρωση. Ο ίδιος έγραφε ότι “του άρεζε η βασιλεία”. Τα τραγούδια του ωστόσο, αυτά καθ’ αυτά, ήταν μια αντιστασιακή πράξη, αφού προσπάθησε ως συνθέτης και μουσικός να τονώσει το φρόνημα των λαϊκών ανθρώπων στο αλβανικό μέτωπο και να περιγράψει όσα τράβηξαν οι συμπολίτες του από τους Γερμανούς φασίστες. Τραγούδια όπως το Χαϊδάρι σφράγισαν μια ολόκληρη εποχή και έγιναν σύμβολα της αντίστασης του ελληνικού λαού και του ηρωικού αγώνα που έδωσε για το ψωμί και τη  λευτεριά.

[Συνέχεια από το πρώτο μέρος: Ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει και τραγουδά για την περίοδο του πολέμου και της κατοχής (I)

[1] «Τοιχογραφία» του λαού και των αγώνων Αναφορά του συγγραφέα – ερευνητή Νέαρχου Γεωργιάδη στη σχέση λαϊκού τραγουδιού και πολιτικής. Ριζοσπάστης.

[2] http://www.servitoros.gr/prosopa/view1.php/7/53/

[3] http://www.stixoi.info/

[4] Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία Συγγραφέας: Αγγελική Βέλλου Κάιλ Εκδόσεις: Παπαζήσης, έτος: 1978. Οι παραπομπές γίνονται κυρίως στο σχετικό κεφάλαιο με τίτλο «Πολλά είδανε τα μάτια μου», σ.189-214.

(Εμφανιστηκε 4,040 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη: