Ο Μαρξ, ο Όργουελ και οι αλήτες
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Η έννοια αλήτης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Διατηρεί τέτοια σταθερότητα μέσα στο χρόνο, που καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για κάτι απολύτως αρνητικό. Αλήτης είναι αυτός που συμπεριφέρεται άσχημα, αλήτικα, που εγκαταλείπει την οικογένειά του και περιπλανιέται. Που δεν εργάζεται ποτέ και, κατ’ επέκταση, δεν προσφέρει τίποτε. Που ακροβατεί στο χείλος της παρανομίας, έχοντας τυχοδιωκτική φύση, που είναι βρώμικος και ρακένδυτος. Ο αλήτης δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με το μέλλον. Αναλώνεται αποκλειστικά με το παρόν και μάλιστα με το απολύτως άμεσο παρόν, θα λέγαμε, κυριολεκτικά με το τώρα. (Αυτή είναι και η αφετηρία της ρομαντικής διαστρέβλωσης του όρου από πολλούς λογοτέχνες, που ταυτίζουν την αλητεία με την ανεμελιά και την ξέφρενη ασωτία δίνοντας διαστάσεις ιδεολογίας, κάτι σαν εναλλακτικό νόημα της ζωής. Πρόκειται για τη σύγχυση των εννοιών μποέμ και αλήτη). Ο αλήτης, κατά κοινή ομολογία, δεν έχει ηθικές αρχές, πολλές φορές γίνεται επικίνδυνος, είναι σίγουρα αποκρουστικός – η εμφάνισή του και μόνο δεν αφήνει πολλά περιθώρια – και φυσικά αποτελεί βασικό παράδειγμα προς αποφυγή για τα παιδιά, γιατί ο αλήτης δεν είναι απλά ο αποτυχημένος, είναι κάτι βαθύτερο και πιο σκοτεινό. Είναι ο εκ πεποιθήσεως αρνητής της κοινωνίας, γιατί είναι αλήτης κατ’ επιλογή, από άποψη. Η αλητεία μεταφράζεται ως στάση ζωής, ως απόλυτη άρνηση κάθε κοινωνικής σύμβασης, εργασιακής, οικογενειακής κτλ. Γι’ αυτό οφείλει να είναι απεχθής. Γι’ αυτό οι αλήτες είναι ένα μάτσο κουρελήδες – τεμπέληδες. Γιατί από τη φύση τους πρεσβεύουν αυτή την επικίνδυνη διαφορετικότητα. Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη ο αλήτης ορίζεται ως «πρόσωπο που, χωρίς να έχει μόνιμο κατάλυμα ούτε τα μέσα διαβιώσεως, είτε λόγω φυγοπονίας, είτε από ροπή προς την άτακτη ζωή, περιφέρεται συνεχώς σε έναν τόπο ή από τόπο σε τόπο». Με δυο λόγια ο αλήτης είναι από θέση αρχής τεμπέλης ή διακατέχεται από αυτή την, μάλλον ασαφή, ροπή προς την άτακτη ζωή που μόνο ως φυσική κλίση μπορεί να ερμηνευθεί.
Ο Όργουελ στο βιβλίο του «Οι Αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» περιγράφει λεπτομερώς τη ζωή των αλητών, ζωή που γνώριζε από πρώτο χέρι καθώς πέρασε καιρό ο ίδιος ως αλήτης, μπαινοβγαίνοντας στα άσυλα και τα φτωχοκομεία και έχοντας συναναστροφές με ανθρώπους του περιθωρίου. Ακολουθώντας αυτό το δρόμο από το 1928 κυκλοφόρησε τους «Αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» το 1933 παραθέτοντας ένα κοινωνικό ντοκουμέντο ανεκτίμητα επικαιρικής αξίας, όχι μόνο γιατί διεισδύει σ’ ένα ξεκομμένο κοινωνικά σώμα, αλλά και γιατί ξεριζώνει κάθε στερεότυπο αποδίδοντας στην αλητεία την αληθινή της διάσταση, δηλαδή τη διάσταση του κοινωνικού φαινομένου. «Είναι πολύ παράξενο σα σκεφτείς ότι μια ολόκληρη φυλή ανθρώπων, κάπου δέκα χιλιάδες, είναι υποχρεωμένοι να τριγυρνούν πάνω – κάτω σ’ ολόκληρη την Αγγλία, σαν τίποτα Περιπλανώμενοι Ιουδαίοι». Οι ερμηνείες της εποχής που συνοψίζονται στις γνωστές αντιλήψεις περί τεμπελιάς ή φυσικής ροπής γίνονται κομμάτια μπροστά στην οργουελιανή άβυσσο των ανελέητων εικόνων. Κάθε κοινωνικά κατασκευασμένη αντίληψη για τους αλήτες κατακρημνίζεται, όχι μόνο ως διαστρεβλωτικός ρατσισμός, αλλά και ως άλλοθι μιας ολόκληρης κοινωνίας που διαβλέπει την δυστυχία, αλλά απορρίπτει οποιαδήποτε ευθύνη. Οι εξαθλιωμένοι αλήτες δεν οφείλουν μόνο την αποδοχή της ισόβιας αδικίας, αλλά και την ανάληψη όλων των ευθυνών. «Σου λένε, λόγου χάρη, ότι οι αλήτες αλητεύουν για να αποφύγουν τη δουλειά, για να ζητιανεύουν πιο άνετα, για να αποζητούν ευκαιρίες για έγκλημα κι ακόμη – η πιο απίθανη απ’ τις αιτίες – επειδή τους αρέσει η αλήτικη ζωή. Έφτασα μάλιστα να διαβάσω και σ’ ένα βιβλίο εγκληματολογίας ότι η αλητεία είναι αταβιστική συνήθεια, μια επιστροφή στη νομαδική εποχή της ανθρωπότητας».
Η τοποθέτηση της κοινωνικής βάσης ενός ζητήματος δεν είναι παρά η αναζήτηση των αληθινών αιτιών του. Ο Όργουελ, αφού παραθέτει όλες αυτές τις, επικρατούσες κοινωνικά, υπεραπλουστεύσεις προχωρά στα αληθινά αίτια, που φυσικά δεν μπορεί παρά να είναι οικονομικά, δηλαδή ταξικά: «Ο αλήτης αλητεύει όχι επειδή του αρέσει, αλλά για τον ίδιο λόγο που ένα αυτοκίνητο έχει το τιμόνι του αριστερά ή δεξιά. Επειδή υπάρχει ένας νόμος που τον υποχρεώνει σε κάτι τέτοιο. Ένας κατεστραμμένος οικονομικά άνθρωπος, αν δεν υποστηριχτεί από την ενορία του, είναι αναγκασμένος να καταφύγει στο φτωχοκομείο, και το κάθε τέτοιο άσυλο θα τον δεχτεί μόνο για μια βραδιά. Αυτοματικά λοιπόν είναι υποχρεωμένος να μετακινείται. Είναι περιπλανώμενος (αλήτης, κατά το νόμο) επειδή δεν έχει να φάει». Η παρουσία του νόμου που απαιτεί να αλλάζουν άσυλο οι περιπλανώμενοι κάθε μέρα, δεν είναι παρά η κρατική επιβολή της αιώνιας περιπλάνησης. Ο νόμος δεν είναι παρά το καταστάλαγμα της συλλογικής υποκρισίας που φυσικά οφείλει να βρει δημόσια έκφραση. Η διαχείριση των αλητών και η φροντίδα για την συνεχή μετατόπισή τους δεν είναι απλώς η λογική του κοινωνικού στρουθοκαμηλισμού που χώνει τα σκουπίδια κάτω από το χαλάκι, αλλά ο επιτηδευμένος μηχανισμός αναπαραγωγής της αθλιότητας. Ο νόμος όχι απλώς αδιαφορεί για τους αλήτες, αλλά τους αντιμετωπίζει εχθρικά, στην ουσία ευλογώντας τη διαιώνιση τους. «Η αδιάκοπη κυκλοφορία των αλητών είναι κάτι ολότελα τεχνητό. Σήμερα ένας αλήτης είναι έξοδο, και ο αντικειμενικός σκοπός κάθε ασύλου είναι να τους προωθήσει στο άλλο. Γι’ αυτό γίνηκε κι ο κανονισμός να μένουν μόνο μια νύχτα. Αν ξαναπάει δεύτερη φορά μέσα στο μήνα τιμωρείται με μια βδομάδα φυλακή, και, γι’ αυτό συνεχίζει την πορεία του».
Η εύρεση εργασίας θα ήταν σίγουρα ευεργετική, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει το κράτος. Ο Όργουελ απορεί γιατί τα φτωχοκομεία δεν προσλαμβάνουν αλήτες για τις εργασίες τους. Βλέποντας ότι κάθε άσυλο έχει τεράστια έκταση γης που θα μπορούσε να γίνει προσοδοφόρο αγρόκτημα δεν βλέπει το λόγο να μην απασχολεί αλήτες: «Αν ο κάθε αλήτης αντιπροσώπευε έναν εργάτη για το άσυλο, και το άσυλο αντιπροσώπευε φαγητό γι’ αυτόν, το ζήτημα θα ήταν διαφορετικό. Τα άσυλα θα αναπτύσσονταν σε επιμέρους αυτάρκη ιδρύματα και οι αλήτες μένοντας εκεί θα παύαν να είναι αλήτες. Θα κάναν κάτι χρήσιμο, θα τρώγαν καλύτερα και θα ζούσαν μια ταχτοποιημένη ζωή. Αν το πρόγραμμα βελτιωνόταν θα μπορούσαν να μην θεωρούνται φτωχοί και να παντρεύονται…..». Η παράθεση μερικών καταλυμάτων των αστέγων της εποχής είναι η επιτομή της ανθρώπινης αθλιότητας. Αναφέροντας την τιμή τους και τις συνθήκες διαβίωσης που παρέχουν ουσιαστικά περιγράφει την ολοκληρωτική καταρράκωση που είναι αδύνατο να διεκδικήσει το οτιδήποτε, δηλαδή τη μέγιστη παραίτηση. Το κράτος δεν όρισε ποτέ κανένα νόμο που να επιβάλλει στα φτωχοκομεία έστω τις στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής ή ακόμα και την ελάχιστη ποιότητα στο φαγητό ή τα κρεβάτια. Οι αλήτες ως πραγματικοί απόκληροι, επί της ουσίας δεν είχαν κανένα δικαίωμα.
Αν ο Όργουελ περιγράφει βιωματικά τη ζωή των αλητών στα τέλη του 1920 στο Λονδίνο, ο Μαρξ, στο κεφάλαιο, εξηγεί την δημιουργία των αλητών, τον ταξικό τους ρόλο και τους στόχους της απάνθρωπης νομοθεσίας. Η ιστορία αυτή ξεκινά από το 14ο αιώνα με την απαλλοτρίωση του αγροτικού πληθυσμού από τη γη του: «Η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελούταν τότε, κι ακόμα περισσότερο το 15ο αιώνα, από ελεύθερους αγρότες που διαχειρίζονταν οι ίδιοι το νοικοκυριό τους, ανεξάρτητα από το ποια εξωτερική φεουδαρχική ταμπέλα έκρυβε την ιδιοκτησία τους……..Οι μισθωτοί εργάτες της γεωργίας αποτελούνταν εν μέρει από αγρότες που αξιοποιούσαν τον ελεύθερο καιρό τους πιάνοντας δουλειά σε μεγάλους γαιοκτήμονες, εν μέρει από μια αυτοτελή, σχετικά και απόλυτα ολιγάριθμη τάξη καθαυτό μισθωτών εργατών……….Το προανάκρουσμα της ανατροπής που δημιούργησε τη βάση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, παίχτηκε το τελευταίο τρίτο του 15ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα». Η λογική του κέρδους μετέτρεψε τα χωράφια σε προβατοβοσκές. Οι αγρότες ήταν πια περιττοί και η ύπαιθρος αραίωνε πληθυσμιακά, αφού ολόκληρες στρατιές αγροτών συνέρρεαν στις πόλεις αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. «Οι κατοικίες των αγροτών και τα σπίτια των εργατών κατεδαφίστηκαν με τη βία ή αφέθηκαν να καταρρεύσουν». Βρισκόμαστε μπροστά στο μεταβατικό στάδιο της παραγωγής που ήθελε τις μάζες εξαθλιωμένες και τα μέσα παραγωγής ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Κάποιες νομοθεσίες που προσπάθησαν να περιορίσουν το αραίωμα της υπαίθρου πέσανε στο κενό. Το κεφάλαιο κάλπαζε, η παραγωγή άλλαζε, η μηχανή αντικαθιστούσε τους ανθρώπους, τα χωράφια μετατρέπονταν σε προβατοβοσκές και σε κυνηγητικά δάση. «Μια καινούρια φοβερή ώθηση δέχτηκε η βίαιη απαλλοτρίωση των λαϊκών μαζών το 16ο αιώνα με την μεταρρύθμιση και την κολοσσιαία καταλήστευση των εκκλησιαστικών κτημάτων που την ακολούθησε. Τον καιρό της μεταρρύθμισης η καθολική εκκλησία ήταν φεουδαρχική ιδιοκτήτρια μεγάλου μέρους της αγγλικής γης. Η κατάργηση των μοναστηριών κλπ. μετέτρεψε σε προλετάριους τους κατοίκους τους. Τα ίδια τα εκκλησιαστικά κτήματα στο μεγαλύτερο μέρος τους τα χάρισαν σε άρπαγες ευνοούμενους του βασιλιά ή τα πούλησαν σε εξευτελιστική τιμή σε κερδοσκόπους, παχτωτές και κατοίκους των πόλεων που έδιωχναν κατά μάζες τους πρώην κληρονόμους υποτελείς αγρότες και συνένωναν τα νοικοκυριά τους». Είναι η στιγμή που η βασίλισσα Ελισάβετ αναφώνησε έκπληκτη: «Παντού υπάρχουν φτωχοί!» Όλοι αυτοί οι φτωχοί, οι περιπλανώμενοι αλήτες, πρώην οικογενειάρχες, εγκαινίασαν τη νέα εποχή του παουπερισμού (εξαθλίωσης). Ήταν η βασικότερη πληθυσμιακή μάζα που στελέχωσε το βιομηχανικό προλεταριάτο του Λονδίνου και των άλλων μεγάλων αγγλικών πόλεων. Η καταλήστευση της γης ήταν ο συσσωρευμένος πλούτος που μετατράπηκε σε κεφάλαιο. Όλα ετοιμάστηκαν για τη νέα καπιταλιστική εποχή. Η εξοντωτική νομοθεσία για τους αλήτες ήταν η μέγγενη που τους ανάγκαζε να μπουν στο βιομηχανικό ζυγό. Οι εξαθλιωμένοι αλήτες, οι πάουπερς ήταν η βασικότερη μαγιά του καπιταλισμού κι ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να διαχειριστούν οι ίδιοι τις τύχες τους. Ο Μαρξ καταλήγει: «Η λεηλασία των εκκλησιαστικών κτημάτων, η καταχρηστική εκποίηση των κρατικών γαιών, η κλοπή της κοινοτικής ιδιοκτησίας…….ήταν ειδυλλιακές μέθοδοι της πρωταρχικής συσσώρευσης (κεφαλαίου). Κατάχτησαν το πεδίο για την κεφαλαιοκρατική γεωργία, προσάρτησαν τη γη στο κεφάλαιο και δημιούργησαν για τη βιομηχανία των πόλεων την αναγκαία προσφορά προγραμμένου προλεταριάτου».
Οι δέκα χιλιάδες περιπλανώμενοι αλήτες που αναφέρει ο Όργουελ είναι οι ίδιοι άνθρωποι που οφείλουν να ζουν στην εξαθλίωση. Γιατί ο καπιταλισμός του 1930 μπορεί να μην τους είχε άμεση ανάγκη αλλά αποτελούσαν πρώτης τάξεως βιομηχανική εφεδρεία. Εξάλλου το περιθώριο των αλητών, με όλη την εγγενή κοινωνική παθολογία που συνεπάγεται, προτίθεται για τρομερή καπιταλιστική κατανάλωση, θα λέγαμε προς πάσα χρήση, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.