Κωστής Παπαγιώργης: Η αρχοντική μορφή των γραμμάτων
Ένα προσωπικό κείμενο-μαρτυρία για μια σχέση φιλίας και μαθητείας
Ο Κωστής Παπαγιώργης (πίσω) με τον ποιητή Γιάννη Πατίλη, εκδότη του περιοδικού «Πλανόδιον». Ο Παπαγιώργης είχε συνεργαστεί με το περιοδικό υπογράφοντας, με ψευδώνυμο, σημαντικά κριτικά κείμενα
Κείμενο: Σπύρος Γιανναράς*
Ο συγγραφέας και μεταφραστής Κωστής Παπαγιώργης ήταν μια από τις αρχοντικότερες μορφές των νεοελληνικών γραμμάτων, το σπάνιο κι ακριβοθώρητο εκείνο κράμα πολυμαθούς λόγιου, ακέραιου ανθρώπου και γενναιόδωρης καρδιάς που επιβλήθηκε χάρη στην ποιότητα του έργου του. Σε μια χώρα ανθρωπάρεσκων δημιουργών όπου η έννοια του έργου είναι σχετική ελλείψει ουσιαστικής αξιολόγησης, και κυρίως μια έννοια εκλαμβανόμενη ως μέσο για την εκπλήρωση αλλότριων στόχων (αναγνώριση, βραβεία, θώκους και χρήμα) η αφοσίωση σ’ αυτό συνιστά ουσιαστική ειδοποιό διαφορά, δηλωτική ενός ανήκουστου, για τα εντόπια, ήθους.
Οσο ανήκουστη είναι δηλαδή και η περίπτωση του ανθρώπου που δεν επιστρέφει θαμπωμένος από τη θητεία του στην Εσπερία, αλλά με οξυμένη την ανάγκη κατανόησης της πραγματικότητας του τόπου του. Ο Παπαγιώργης έφυγε το 1969 για το Παρίσι όπου και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βανσέν με καθηγητές τους Ντελέζ, Λιοτάρ και Σατελέ. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή σπουδή για να αναμετρηθεί μόνος με τα κείμενα της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας, τα οποία κυριολεκτικά ξεκοκάλισε, τρώγοντάς τα με το κουτάλι. Γιατί η δίψα για τα κείμενα εδραζόταν σε μια μύχια υπαρξιακή και οντολογική αγωνία που δεν μπορεί να χορτάσει κανένα πανεπιστήμιο.
Το μεγαλύτερο σχολείο της γραφής
Επιστρέφοντας το 1975 από το Παρίσι ολόκληρος, χωρίς να αφήσει πίσω του την ψυχή ή τη σκιά του, δεν μας προίκισε με την αγιάτρευτη πικρία του συνομιλητή των Ευρωπαίων που αισθάνεται ξένος και δυσανάλογα μεγάλος σε τούτο το ουτιδανό κρατίδιο, ούτε με ανεπεξέργαστες δάνειες θεωρίες και εκσυγχρονιστικές ιδέες, αλλά αφιέρωσε τον χρόνο του για να γυρίσει στη γλώσσα μας τα αγκωνάρια της σκέψης, τα μεγάλα έργα της ευρωπαϊκής γραμματείας. Δεν μετέφρασε απλώς μείζονες φιλοσόφους όπως Κίρκεγκορ, Σέλερ, Πασκάλ, Σιοράν, Λιοτάρ, Μπερξόν, Σταρομπίνσκι, Ντεριντά κ.ά. αλλά συχνά και τα εμβληματικότερά τους έργα, όπως το Είναι και το Μηδέν του Σαρτρ, τις Λέξεις και τα πράγματα του Φουκό, Το πνεύμα των νόμων του Μοντεσκιέ, την Ηθική και το Απειρο του Λεβινάς.
Η μετάφραση είναι το μεγαλύτερο σχολείο της γραφής, ο καλύτερος τρόπος για να καταφέρει κανείς να λαξέψει ένα ύφος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Ζιντ επέμενε πως το συγγραφιλίκι απαιτεί το πέρασμα από το έργο της μετάφρασης, ούτε βέβαια ότι αυτόν ακριβώς τον δρόμο επέλεξαν ιλιγγιώδεις στυλίστες της γραφής, όπως λ.χ. ο Προυστ. Ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι μετάφραση, γραφή και κριτική ήταν το ψωμοτύρι του Παπαγιώργη, ο οποίος υπήρξε ίσως η δυνατότερη δοκιμιακή πένα που γνωρίσαμε μετά το ’75.
Η ακάματη λεπτοδουλειά πάνω στη φράση (ψιλολογία, την αποκαλούσε ο Παπαδιαμάντης), το συστηματικό πάντρεμα της λοξής πρότασης με το λοξό βλέμμα που φωτίζει τα πράγματα ξαφνιάζοντας διαρκώς τον αναγνώστη που στερείται την αναγνωστική του πεπατημένη, είναι το ένα, ειδοποιό και πάλι, χαρακτηριστικό της γραφής του. «Εγώ είμαι φρασάκιας» έλεγε. Η ιδιαιτερότητα όμως αυτής της γραφής δεν εξαντλείται στο μαεστρικά περίτεχνο και εξόχως εκλεπτυσμένο ύφος ενός αγχίνοου πνεύματος. Πίσω από τις δύο μεγάλες κατηγορίες κειμένων του – τα κείμενα για τα ανθρώπινα πάθη και τα κείμενα που φωτίζουν το φρόνημα του Νεοέλληνα – κρύβεται η ανάγκη να συλλάβει τον (ντόπιο) άνθρωπο και τον τόπο. Να φωτίσει το πώς και το γιατί καταλήξαμε σε αυτό το ανερμάτιστο υβρίδιο που είναι ο σύγχρονος Νεοέλληνας και σε τούτο το αχαΐρευτο έθνος-κράτος που είναι το νεοελληνικό.
Όπως συνήθως συμβαίνει με όσους κατατρώγονται από το υπαρξιακό σαράκι του νοήματος, ο Παπαγιώργης ξεκίνησε βυθιζόμενος στον μυχό και στο ποτό, φτάνοντας όμως τον εαυτό του στα άκρα, γλιτώνοντας κυριολεκτικά απ’ του Χάρου τα δόντια. Η εσωτερική όμως ανασκαφή των οικείων παθών μέχρι θανάτου μετέτρεψε τον ίδιο του τον εαυτό σε όριο, σε σύν-ορο, δηλαδή φίλτρο μέσα από το οποίο φιλτράρονται όλα τα θεωρητικά διαβάσματα, οι σκέψεις, οι ιδέες.
Στα είκοσι περίπου βιβλία που προέκυψαν (για τη μέθη, τη ζηλοτυπία, τη μισανθρωπία, τον θάνατο, τη μνησικακία, το γέλιο, αλλά και για τον Ομηρο, τον Παπαδιαμάντη, τον Ντοστογέφσκι, τον Δεληγιάννη, τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ, τον Χέγκελ, τη μνήμη ή τον εαυτό) ανακαλύπτει κανείς μια γραφή που απευθύνεται στον αναγνώστη μιλώντας διαρκώς επί προσωπικού με αιφνίδια πετάγματα ερμηνευτικών κρίσεων ιδιοφυούς αποφθεγματικού χαρακτήρα. Σπάνια, σπανιότατα, συναντάει κανείς συγγραφείς που κατορθώνουν να οικειοποιούνται προς όφελός μας, φιλτράροντάς τα μέσα από το πρίσμα των κοινών μας αναγκών ή αποριών, τα μεγάλα κείμενα, τα μεγάλα ερωτήματα.
Μεγαλόψυχη ταπεινοφροσύνη
Είχα το μοναδικό προνόμιο να συγκαταλέγομαι στους στενούς φίλους του Κωστή. Τον πλησίασα πριν από δέκα τόσα χρόνια με το δέος του ακάτεχου μαθητή προς τον δάσκαλο και με αντιμετώπισε όπως ο φιλόσοφος, δηλαδή σαν πατέρας, ανοίγοντάς μου το σπίτι και τα βιβλία του. Απέφευγε τη θεωρητική ή προγραμματικά σοβαρή συζήτηση γιατί δεν ήθελε μαθητές ή οπαδούς, διδάσκοντάς με όμως με έμμεσο και υπαινικτικό τρόπο σε στιγμές εντελώς ανύποπτες. Με έβαλε να αναμετρηθώ με την Ιλιάδα και τον Εκκλησιαστή στο πρωτότυπο για να σπάσω τα δόντια μου στις λέξεις. Με συμφιλίωσε με τη σάρκα της γλώσσας αλλά και με την ίδια μου τη σάρκα, καθ’ ότι γνώριζε ότι η σχέση με τον πατέρα είναι ενίοτε ένα αφόρητο βάρος, είτε λόγω του ίδιου του πατέρα, είτε λόγω του μετατοπισμένου βλέμματος των άλλων, από τον πατέρα στον γιο. Με έμαθε να αγαπώ την εξάρτηση από τα λεξικά και ανοίγοντας μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου τα χιλιοϋπογραμμισμένα κείμενα στο γερμανικό τους πρωτότυπο, πλάι στο γαλλικό, με μύησε από την αρχή στον κάματο της ανάγνωσης. Σε κείνον πήγα τα πρώτα μου γραπτά αναζητώντας μια λυτρωτικά άτεγκτη κρίση κι εκείνος σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε τον εκδότη. Το μεγαλύτερο όμως δώρο απ’ όλα δεν δόθηκε μέσα από τις λέξεις αλλά από το παράδειγμα του βαθιά ανιδιοτελούς αυτού ανθρώπου που σάρκαζε διαρκώς τον εαυτό του, διδάσκοντας τη μεγαλόψυχη ταπεινοφροσύνη. Το μεγαλύτερο δώρο ήταν η γενναιοδωρία της ζεστής του καρδιάς. Φεύγοντας πήρε για πάντα μαζί του ένα κομμάτι του εαυτού μου αφήνοντας πίσω μια απουσία που δεν θα γεμίσει ποτέ, αφήνοντάς μου ταυτόχρονα αντίδωρο ό,τι χτίστηκε πλάι του μέσα στα χρόνια.
Όλα τα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Χρησιμοποιούμε cookies για την εξατομίκευση περιεχομένου και διαφημίσεων, την παροχή λειτουργιών κοινωνικών μέσων και την ανάλυση της επισκεψιμότητας μας. Εφόσον συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα μας, συναινείτε στη χρήση των cookies μας.
This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may affect your browsing experience.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.