Ο Αριστοτέλης και η ολοκλήρωση του ζητήματος της κοινής αίσθησης
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Αναφορικά με το ζήτημα της κοινής αίσθησης ο Αριστοτέλης θα επισημάνει μια δυσκολία: «Υπάρχει όμως δυσκολία· γιατί αν, όταν αισθάνομαι με την όραση, σημαίνει πως βλέπω, και αυτό που βλέπω είναι χρώμα ή κάτι που έχει χρώμα, αν κανείς δει εκείνο που βλέπει, αυτό που βλέπει πρώτο θα πρέπει να έχει χρώμα» (425b 18-21).
Με άλλα λόγια, η αίσθηση του χρώματος δεν υπάρχει μόνο στο αντικείμενο που τίθεται για παρατήρηση, αλλά και στο ίδιο το αισθητήριο όργανο που όχι μόνο βλέπει το χρώμα, αλλά ταυτόχρονα ξέρει να το αναγνωρίζει και να το αποκωδικοποιεί. Από αυτή την άποψη, οι αισθήσεις δεν αφορούν μόνο τον εντοπισμό του ερεθίσματος που τις ενεργοποιεί, αλλά και την ερμηνεία των δεδομένων που εκείνο παρέχει.
Το δεδομένο αυτό αποδίδει πολυδιάστατη σημασία στον εννοιολογικό καθορισμό κάθε αίσθησης, αφού αποτελεί κάτι βαθύτερο από έναν απλό αισθητηριακό εντοπισμό. Εξάλλου, ακόμη και η απουσία της αίσθησης (όπως η σιωπή, όταν δεν υπάρχει ήχος) γίνεται και πάλι μέσω των αισθήσεων που μεταφέρουν το μήνυμα της έλλειψης κάθε ερεθίσματος.
Ο Αριστοτέλης επισημαίνει: «Είναι φανερό, λοιπόν, ότι το “αισθάνομαι με την όραση” δε σημαίνει ένα μόνο πράγμα· γιατί, και όταν δε βλέπουμε με την όραση διακρίνουμε και το σκοτάδι και το φως, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο» (425b 21-23). Κι όχι μόνο αυτό: «Ακόμη, όμως, και το όργανο που βλέπει είναι κατά κάποιον τρόπο χρωματισμένο· γιατί κάθε αισθητήριο μπορεί να δεχθεί το αισθητό χωρίς την ύλη. Γι’ αυτό κι όταν δεν υπάρχουν αισθητά μέσα στα αισθητήρια όργανα εξακολουθούν να υπάρχουν τα αισθήματα και οι εικόνες» (425b 24-27).
Ουσιαστικά πρόκειται για την ενεργοποίηση της φαντασίας («φαντασίαι εν τοις αισθητηρίοις» γράφει ο Αριστοτέλης στο πρωτότυπο) που (εδώ) αποτυπώνεται ως μνήμη των αισθητηρίων οργάνων που δίνει τη δυνατότητα της ανάκλησης των αισθήσεων ακόμη και χωρίς το ερέθισμα που τις προκαλεί. Πρόκειται για ανάμνηση του βιώματος (θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως έμμεσο βίωμα) που καταδεικνύει ότι στα αισθητήρια όργανα ενυπάρχει η δυνατότητα της αίσθησης, η οποία γίνεται πράξη από το ερέθισμα, αλλά μπορεί και να ανακληθεί με τρόπο απολύτως νοητό ακόμη κι όταν εκλείπει κάθε εξωτερικός παράγοντας που θα την προκαλέσει.

Στην ουσία επανερχόμαστε στο αντιθετικό ζεύγος του δυνάμει και του ενεργεία που αφορά τη δυνατότητα και την πραγμάτωση κάθε πράγματος (κι εδώ ο λόγος γίνεται για τις αισθήσεις). Όμως το ζήτημα γίνεται πιο σύνθετο: «Η ενέργεια του αισθητού και της αίσθησης […] είναι βέβαια μία και μοναδική, ενώ η ουσία της δεν είναι ίδια· και με τις δύο ενέργειες εννοώ για παράδειγμα τον ήχο στην εντελέχειά του και την ακοή στην εντελέχειά της· γιατί είναι δυνατό κάποιος που έχει ακοή να μην ακούει και εκείνο που έχει ήχο να μην ηχεί πάντα» (425b 28-29).
Είναι φανερό ότι ως εντελέχεια ορίζεται η πραγμάτωση της δυνατότητας, δηλαδή το ενεργεία σηματοδοτεί την υλοποίηση αυτού που μπορεί να συμβεί. Πράγματι, αυτός που έχει ακοή δεν ακούει τίποτε μέσα στη σιωπή της νύχτας, όπως και η καμπάνα που μπορεί να παράξει ήχο δε χτυπάει συνέχεια. Πρέπει κάποιος να χτυπήσει την καμπάνα για να ενεργοποιηθεί ο ήχος ή να περάσει κάποιο αυτοκίνητο για να ακούσει εκείνος που κάθεται στη νυχτερινή σιγαλιά.
Πρέπει, δηλαδή, να υπάρξει μια δύναμη που θα μετατρέψει το δυνάμει σε ενεργεία: «Όταν, όμως, περνά στην ενέργεια εκείνο που μπορεί να ακούσει και ηχεί αυτό που μπορεί να ηχήσει, τότε ταυτόχρονα παράγονται η ακοή στην εντελέχειά της και ο ήχος στην εντελέχειά του, για τα οποία θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το ένα είναι ακρόαση και το άλλο αντήχηση» (425b 30-34 και 426a 1).
Με δυο λόγια, το δυνάμει και το ενεργεία αφορά τόσο το αντικείμενο που παράγει τον ήχο όσο και το αισθητήριο όργανο που θα τον αντιληφθεί. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και με τις άλλες αισθήσεις. Με δεδομένο ότι το αισθητήριο όργανο είναι εκείνο που πάσχει, αφού υφίσταται τη δράση (κίνηση) του πράγματος που παράγει τον ήχο, γίνεται σαφές ότι ο ήχος και η ακοή τίθενται πρώτα ως δυνατότητα μέσα στο αισθητήριο όργανο που τελικά ενεργοποιείται κάθε φορά που το προκαλούν οι περιστάσεις.
Ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Αν, λοιπόν, η κίνηση και η ενέργεια και το πάθος υπάρχουν σε αυτό που υφίσταται την ενέργεια, είναι ανάγκη και ο ήχος και η ακοή στην εντελέχειά τους να υπάρχουν μέσα στην ακοή ως δυνατότητα· γιατί η ενέργεια του ενεργητικού και του κινητικού παράγεται μέσα σε αυτό που πάσχει. Γι’ αυτό δεν είναι ανάγκη αυτό που δίνει κίνηση να κινείται» (426a 2-6).
Το γάλα που κινεί τη γάτα για να το πιει είναι ακίνητο, όμως παράγει κίνηση επειδή ενεργοποιεί στη γάτα τη δυνατότητα να ικανοποιήσει την ανάγκη της για τροφή. Στην ουσία το δίπολο ενεργεία-δυνάμει είναι αδύνατο να εκπληρωθεί χωρίς κίνηση, γεγονός, όμως, που δεν πιστοποιεί ότι πρέπει να κινούνται ταυτόχρονα και οι δύο εμπλεκόμενοι πόλοι. Το χρώμα ενεργοποιεί την όραση που προσφέρει το μάτι, ακόμη κι όταν είναι εντελώς ακίνητο.
Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται πάντα για δύο πόλους και στην περίπτωση των αισθήσεων είναι ο πόλος που παράγει τον ήχο και ο πόλος που τον αισθάνεται, οι οποίοι πρέπει να ενεργοποιηθούν ταυτόχρονα καταδεικνύοντας τη διπλή σημασία της ακοής: «Η ενέργεια, λοιπόν, του πράγματος που ηχεί είναι ήχος ή αντήχηση, ενώ εκείνου που παράγει την ακοή είναι ακοή ή ακρόαση· γιατί η ακοή έχει διπλή σημασία, το ίδιο και ο ήχος» (426a 6-9).
Κι όχι μόνο αυτό: «Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις άλλες αισθήσεις και τα αισθητά. Γιατί, όπως η ενέργεια και το πάθος υπάρχουν σε εκείνο που πάσχει, αλλά όχι σε εκείνο που ενεργεί, έτσι και η ενέργεια του αισθητού και αυτού που είναι ικανό για αίσθηση βρίσκεται μέσα στο τελευταίο» (426a 9-13). Και το τελευταίο είναι «το αισθητικό» (έτσι καταγράφεται στο πρωτότυπο), δηλαδή αυτό που έχει τη δυνατότητα να αισθανθεί, το αισθητήριο όργανο, γεγονός που καταδεικνύει ότι όλα τα αισθητήρια όργανα εμπεριέχουν μαζί με τη δυνατότητα να αισθάνονται και την «ενέργεια του αισθητού», δίνοντας τη δυνατότητα της κατανόησης του πράγματος που παράγει κάθε αίσθηση.
Το ζήτημα είναι ότι ο διπλός αυτός διαχωρισμός όλων των αισθήσεων που αφορούν την ενέργεια τόσο του πράγματος που τις παράγει όσο και του οργάνου που τις αισθάνεται δεν έχει κατοχυρωθεί εννοιολογικά σε όλες τις περιπτώσεις: «… σε μερικές περιπτώσεις οι δύο ενέργειες έχουν πάρει όνομα, όπως η αντήχηση και η ακρόαση, ενώ σε άλλες το ένα από τα δύο δεν έχει όνομα· γιατί όραση ονομάζεται η ενέργεια του ιδώματος, ενώ η ενέργεια του χρώματος δεν έχει όνομα, και γεύση η ενέργεια της γευστικής ικανότητας, ενώ δεν έχει όνομα η ενέργεια του πράγματος που έχει γεύση» (426a 13-17).
Η γλωσσική αυτή ανεπάρκεια επιτείνει τη δυσκολία της αντίληψης για τη διπλή εκδοχή των αισθήσεων που απαιτεί την ενεργοποίηση δύο πραγμάτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που η αριστοτελική διείσδυση στις έννοιες ξεπερνά τα γλωσσικά όρια. Για να συνεχίσει: «Επειδή […] μία είναι η ενέργεια του αισθητού και του ικανού για αίσθηση, παρόλο που η ουσία τους είναι διαφορετική, πρέπει αναγκαστικά η ακοή και ο ήχος, με αυτό το νόημα, να διατηρούνται και να χάνονται ταυτόχρονα· το ίδιο και η γεύση και το αντικείμενό της και όλα τα υπόλοιπα· ενώ με όσα λέμε πως βρίσκονται σε κατάσταση δυνατότητας δεν είναι ανάγκη να συμβαίνει αυτό» (426a 17-21).
Η ενέργεια της αίσθησης ορίζεται από τις συγκεκριμένες σταθερές που την παράγουν και την αντιληπτική δυνατότητα των αισθητηρίων οργάνων. Ο χτύπος της καμπάνας παράγει το συγκεκριμένο κι αναγνωρίσιμο ήχο, που είναι απολύτως σαφής τη στιγμή που ακούγεται, τη στιγμή δηλαδή της πραγματοποίησής του.
Ως δυνατότητα, όμως, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, αφού η δυνατότητα μπορεί να επαναφέρει τον ήχο στο αυτί, ακόμη κι όταν εκείνος δεν υπάρχει. Η ανάμνηση του ήχου που θα λειτουργήσει ως έμμεση εμπειρία δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι απόλυτα ίδια σε όλους τους ανθρώπους. Η ένταση, η οξύτητα ή η τραχύτητα ενδέχεται να αλλάζει ως νοητή αναπαράσταση από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο μεταφραστής Ι. Σ. Χριστοδούλου θεωρεί σκόπιμο να επισημάνει στα σχόλια: «Ο Αριστοτέλης επιμένει στο γεγονός ότι η ταυτότητα του αισθητού και του “αισθητικού”, με την οποία ορίζεται η αίσθηση, δεν ισχύει παρά μόνο για το ενεργητικό αισθητό και το ενεργό “αισθητικό”. Σε κατάσταση δυνατότητας είναι τελείως διαφορετικά» (σελ. 318).
Τη στιγμή που ενεργούν ταυτόχρονα και το αισθητό και το αισθητικό (και η καμπάνα και το αυτί) η ταυτότητα του ήχου ορίζεται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Στην περίπτωση της δυνατότητας, όμως, που ως έμμεσο βίωμα υφίσταται μόνο μέσω της ανάμνησης, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα.
Αυτός είναι και ο λόγος που (κατά τον Αριστοτέλη) οι φυσιολόγοι απορρίπτοντας την αίσθηση ως δυνατότητα δεν είχαν δίκιο: «Οι πρώτοι φυσιολόγοι […] δεν είχαν δίκιο, όταν πίστευαν ότι το λευκό και το μαύρο δεν υπάρχουν χωρίς την όραση ούτε το γευστικό χωρίς τη γεύση. Από μια άποψη, πράγματι, μιλούσαν σωστά, ενώ από μια άλλη όχι. Γιατί η αίσθηση και το αισθητό παίρνουν δύο σημασίες· αφενός, δηλαδή, τη σημασία της δυνατότητας και αφετέρου τη σημασία της εντελέχειας· για την τελευταία περίπτωση, λοιπόν, ισχύει αυτό που είπαν, ενώ για την άλλη όχι. Εκείνοι, όμως, έδιναν μία μόνο σημασία στα πράγματα που δεν έχουν μία μόνο» (426a 22-29).
Από κει και πέρα, αυτό που μένει στο ζήτημα της αντίληψης των αισθήσεων είναι ο ρόλος της μεσότητας: «Αν, τώρα, η αρμονία είναι κάποιο είδος φωνής και η φωνή και η ακοή είναι από μιαν άποψη ένα πράγμα [ενώ από την άλλη δεν είναι ένα και το αυτό], κι αν η αρμονία είναι αναλογία, είναι ανάγκη και η ακοή να είναι ένα είδος αναλογίας» (426a 30-32).
Όμως, η αναλογία αναγκαστικά παραπέμπει στην ισορροπία, δηλαδή στη μεσότητα: «Γι’ αυτό και κάθε υπερβολή, και το οξύ και το βαρύ, καταστρέφει την ακοή· το ίδιο και στα γευστικά πράγματα, η υπερβολή καταστρέφει τη γεύση και στα χρώματα το πολύ λαμπερό ή σκοτεινό καταστρέφει την όραση και στην περίπτωση της όσφρησης η ισχυρή οσμή, και η γλυκιά και η πικρή, επειδή η αίσθηση είναι είδος αναλογίας. Γι’ αυτό και τα αισθητά είναι ευχάριστα, όταν καθαρά και απρόσμικτα φθάνουν στην αναλογία, για παράδειγμα το οξύ ή το γλυκό ή το αλμυρό· τότε, πράγματι, είναι ευχάριστα. […] και για την αφή εκείνο που μπορεί να θερμανθεί ή να ψυχθεί. […] η αίσθηση είναι αναλογία, ενώ τα υπερβολικά αισθητά πονούν ή καταστρέφουν» (426a 33-34 και 426b 1-9).
Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Κάθε αίσθηση, λοιπόν, είναι αίσθηση του αισθητού που είναι αντικείμενό της· βρίσκεται στο αισθητήριο ως αισθητήριο και διακρίνει τις διαφορές του αισθητού της αντικειμένου· όπως για παράδειγμα η όραση το λευκό και το μαύρο, ενώ το γλυκό και το πικρό η γεύση. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες αισθήσεις» (426b 10-14).
Το πράγμα, όμως, δε σταματάει εδώ: «Επειδή […] και το λευκό και το γλυκό και κάθε αισθητό το διακρίνουμε από κάθε άλλο, με τι αισθανόμαστε ότι διαφέρουν; Αναγκαστικά, βέβαια, με κάποια αίσθηση· γιατί πρόκειται για αισθητά. Από αυτό, λοιπόν, γίνεται αισθητό πως η σάρκα δεν είναι το τελευταίο αισθητήριο· γιατί τότε, αναγκαστικά, αυτό που κρίνει θα έκρινε αγγίζοντας τα αισθητά» (426b 14-19).
Αν η σάρκα ήταν το τελευταίο αισθητήριο τότε όλες οι αισθήσεις θα ενεργοποιούνταν μονάχα σε άμεση επαφή μαζί της, πράγμα που δε συμβαίνει ούτε με την ακοή ούτε με την όραση ούτε με την όσφρηση. Η σάρκα αποτελώντας τα αισθητήρια όργανα (μάτι, αυτί, μύτη) έρχεται σε επαφή με το ερέθισμα, χωρίς όμως να το αγγίζει. Η άμεση επαφή αφορά μόνο την αφή και τη γεύση.
Επομένως, αφού άγγιγμα δεν υπάρχει, είναι προφανές ότι υπάρχει κάποια άλλη δυνατότητα που αποκωδικοποιεί τα μηνύματα των αισθητηρίων οργάνων κι αυτή δεν πρέπει να αποτελεί ξεχωριστό παράγοντα για κάθε αίσθηση, αλλά πρέπει να είναι μία που να επενεργεί σε όλες τις περιπτώσεις: «Ούτε […] είναι δυνατό με χωριστές ικανότητες να κρίνουμε ότι άλλο το γλυκό από το λευκό, αλλά πρέπει και τα δύο να γίνονται φανερά με μια ικανότητα» (426b 19-21).
Ο Αριστοτέλης θα επιμείνει σε αυτό: «Πρέπει […] μια ικανότητα να αποφαίνεται πως διαφέρουν· γιατί το γλυκό είναι διαφορετικό από το λευκό. Είναι, επομένως, η ίδια ικανότητα που αποφαίνεται· ώστε, όπως αποφαίνεται, έτσι και σκέπτεται και αισθάνεται» (426b 21-25).
Η ικανότητα αυτή δεν είναι άλλη από την κοινή αίσθηση που αποφαίνεται και αισθάνεται και σκέπτεται και που ξέρει να συνδυάζει και να διαφοροποιεί τα μηνύματα όλων των αισθήσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που η κοινή αίσθηση είναι αδύνατο να αποκοπεί από τη νόηση. Τα αισθητήρια όργανα στέλνουν απλώς τα μηνύματα, αλλά η αποκωδικοποίηση και η ανάμνηση που μπορεί να γεννήσει τη δυνατότητα της αίσθησης δεν τα αφορά. Αυτό είναι θέμα τις νόησης που ξέρει να ερμηνεύει όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα.
Ο Αριστοτέλης θα ολοκληρώσει: «Γιατί, αν το αισθητό είναι γλυκό, κινεί την αίσθηση ή τη νόηση με έναν τρόπο, ενώ το πικρό το κάνει την αντίθετο και το λευκό με έναν διαφορετικό» (426b 35 και 427a 1). Από αυτή την άποψη, μπορούμε να πούμε ότι η αίσθηση δεν είναι παρά μία από τις εκδοχές της νόησης που μέσω της κοινής αίσθησης θα έχει πάντα τον τελικό λόγο. Αυτό που μένει είναι να αποδειχθεί το αδιαίρετο της λειτουργίας της, αφού η αντίληψη των αισθήσεων μέσω της κοινής αίσθησης δεν ερμηνεύεται ως κάτι ξεχωριστό για καθεμία από αυτές.
Αριστοτέλης: “Περί Ψυχής”, μετάφραση Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2000.

















































