Περί εκπαίδευσης και αμοιβών των δασκάλων, με αφορμή τις ελλείψεις τους στα ιδιωτικά σχολεία
Ο σταθερός λόγος, που προκαλεί έλλειψη δασκάλων στα ιδιωτικά σχολεία, αφορά στην ελκυστικότητα του δημοσίου ως εργοδότη. Μάλιστα, αυτή αυξάνεται τελευταία, αφού επανήλθαν στο δημόσιο οι μισθολογικές αυξήσεις και ενισχύθηκαν τα επιδόματα των στελεχών εκπαίδευσης, κάτι που δεν αφήνει αδιάφορους τους νεοδιόριστους δασκάλους.
Γράφει ο Νίκος Σαλτερής *
Η δυσκολία των ιδιωτικών σχολείων να καλύψουν τις ανάγκες τους σε δασκάλους είχε προσλάβει και πάλι πιεστικό χαρακτήρα την περίοδο 2005-2010. Τότε αντιμετωπίστηκε με το έκτακτο μέτρο της παραχώρησης του δικαιώματος στα ιδιωτικά να προσλαμβάνουν σε θέσεις δασκάλων, νηπιαγωγούς, πτυχιούχους καθηγητικών σχολών, τελειόφοιτους Παιδαγωγικών Τμημάτων (ΠΤ) και συνταξιούχους δασκάλους. Στη συνέχεια το θέμα «λύθηκε»… από μόνο του. Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης επέβαλε πάγωμα διορισμών στο δημόσιο και ταυτόχρονα δραστικές περικοπές στους μισθούς των εκπαιδευτικών. Οπότε για δέκα και πλέον χρόνια υπήρξε υπερπροσφορά διδασκαλικής εργασίας χαμηλού κόστους για τα ιδιωτικά σχολεία.

Η πρόσφατη επανεμφάνιση του προβλήματος συνδέεται, βέβαια, με τον μεγάλο αριθμό διορισμών δασκάλων που πραγματοποίησε το Υπουργείο Παιδείας τα δυο τελευταία σχολικά έτη, μετά από τη δεκαετή και πλέον αναστολή τους. Το γεγονός ότι οι πίνακες του Υπουργείου για τους νέους πτυχιούχους δασκάλους θα ανοίξουν και πάλι το επόμενο έτος (2025) απλά το επιτείνει συγκυριακά. Όμως ο σταθερός λόγος, που προκαλεί έλλειψη δασκάλων στα ιδιωτικά σχολεία, αφορά στην ελκυστικότητα του δημοσίου ως εργοδότη. Μάλιστα, αυτή αυξάνεται τελευταία, αφού επανήλθαν στο δημόσιο οι μισθολογικές αυξήσεις και ενισχύθηκαν τα επιδόματα των στελεχών εκπαίδευσης, κάτι που δεν αφήνει αδιάφορους τους νεοδιόριστους δασκάλους. Επειδή αυτοί στην πλειονότητά τους διαθέτουν τα απαιτούμε χρόνια υπηρεσίας που απέκτησαν ως αναπληρωτές, ώστε να λάβουν μέρος στις επερχόμενες επιλογές διευθυντών και αυξημένα τυπικά προσόντα για να τις διεκδικήσουν με αξιώσεις. Τέλος, η ελκυστικότητα του δημοσίου ως εργοδότη παραμένει σταθερά λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπία του «αράγματος» που εξακολουθεί να κυριαρχεί στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν αποτυπώνει τις συνθήκες, τους όρους εργασίας και τις απολαβές του δημοσίου
Η σύγκρουση και τα εκατέρωθεν επιχειρήματα
Λόγω των έντονων ελλείψεων σε δασκάλους οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων επανάφεραν το αίτημα διορισμού πτυχιούχων καθηγητικών σχολών στη θέση τους. Τα επιχειρήματά τους περιστρέφονται γύρω από τις ανάγκες «στους καιρούς μας». Υποστηρίζουν ότι η ύλη των τελευταίων τάξεων του δημοτικού είναι πλέον πολύ απαιτητική για μη «εξειδικευμένους» διδάσκοντες, ενώ τα νέα διδακτικά αντικείμενα που εισάγονται στο δημοτικό (ρομποτική, coding, ΤΝ – ψηφιακές τεχνολογίες) απαιτούν διδάσκοντες υψηλής εξειδίκευσης και υπογραμμίζουν ότι από τη δεκαετία του ’90 καθηγητές διδάσκουν στο δημοτικό χωρίς πρόβλημα (ξένες γλώσσες κ.ά.), τονίζοντας ότι μια παρόμοια απόφαση θα μείωνε την ανεργία των πτυχιούχων καθηγητικών σχολών (85%) και ιδιαίτερα των φιλολόγων.
Το αίτημα των ιδιοκτητών συναντά τη σφοδρή αντίθεση της ΔΟΕ και καθηγητών ΠΤ που αντιπαραθέτουν την παιδαγωγική «αρμοδιότητα» των δασκάλων και την ιστορική παράδοση των εκπαιδευτικών συστημάτων. Θυμίζουν ότι τα παιδιά μέχρι τα δώδεκά τους έχουν ανάγκη από «πρόσωπα αναφοράς», ρόλο που διαδραματίζει ο δάσκαλος/δασκάλα της τάξης και πως διεθνώς τα σχολικά συστήματα έχουν οικοδομηθεί σ’ αυτήν την παραδοχή. Τονίζουν, μάλιστα, ότι η αγνόησή της, εν μία νυκτί για συγκυριακούς λόγους, θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες σε μια εποχή που τα παιδαγωγικά, ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα συνταράσσουν τα σχολεία και απαιτούν εκπαιδευτικούς με υψηλό επίπεδο κατάρτισης στις Επιστήμες της Αγωγής και ισχυρή ταυτότητα «δασκάλου». Ιδιότητες που αποκτώνται σε προπτυχιακό επίπεδο σπουδών κι όχι με ολιγόωρα επιμορφωτικά σεμινάρια. Τέλος, επισημαίνουν ότι ο όρος «καθηγητικές σχολές» αποτελεί ευφημισμό, αφού οι απόφοιτοί τους συχνά δεν διαθέτουν καν στοιχειώδη παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση.
Τι πραγματικά αποκαλύπτει η συγκεκριμένη αντιπαράθεση
Τα ένθεν κακείθεν επιχειρήματα έχουν πρωτίστως ιδεολογικό χαρακτήρα. Δηλαδή, νομιμοποιούν εκατέρωθεν συμφέροντα και επιδιώξεις αποκαλύπτοντας και συγκαλύπτοντας όψεις της αλήθειας. Οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων «λησμονούν» τον βασικό κανόνα της ελεύθερης αγοράς: όταν ένα προϊόν ή υπηρεσία βρεθεί σε σπάνη, ανεβαίνει η τιμή του. Συνεπώς, αφού δεν βρίσκουν δασκάλους οφείλουν να καταστήσουν την εργασία στην ιδιωτική εκπαίδευση περισσότερο ελκυστική. Εξάλλου, αν υπόσχεσαι υπηρεσίας «ανώτερες του δημοσίου», οφείλεις να στρατολογείς τους άριστους επαγγελματίες του χώρου, όχι «ό,τι να ‘ναι». Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η «παιδαγωγική αρμοδιότητα» πρέπει να αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό των δασκάλων, σε μια εποχή που δημόσια και ιδιωτικά σχολεία κάθε βαθμίδας αντιμετωπίζουν σοβαρά και ομοειδή παιδαγωγικά προβλήματα. Αντιθέτως, η επισήμανσή τους για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλοί δάσκαλοι στα γνωστικά αντικείμενα των Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών της Ε΄–Στ΄ Τάξεων είναι ορθή και πρέπει να ληφθεί υπόψη, με δεδομένη και τη μορφή διδασκαλίας των αντικειμένων αυτών στα Παιδαγωγικά Τμήματα, που συχνά προσομοιάζει με αυτή των αντίστοιχων πανεπιστημιακών σχολών.
Η ΔΟΕ από τη μεριά της «λησμονεί» ότι μετά την κατάργηση των Παιδαγωγικών Ακαδημιών (ΠΑ) που στις εισαγωγικές εξετάσεις τους συμπεριλαμβανόταν η Φυσική, η συντριπτική πλειονότητα των σημερινών αποφοίτων Παιδαγωγικών Τμημάτων (ΠΤ) που προέρχεται από τη θεωρητική κατεύθυνση, δεν έχει καλές σχέσεις με Φυσική – Μαθηματικά, κάτι που ενισχύεται από τον απόλυτα θεωρητικό και εκτός αναγκών δημοτικού σχολείου τόπο διδασκαλίας τους στα ΠΤ, που είναι τελικά υπεύθυνος για την αδυναμία πολλών νέων δασκάλων να κατανοήσουν σε βάθος και να διδάξουν ορθά Φυσική και Μαθηματικά. Τέλος, επειδή τα ΠΤ δίδουν βάρος μόνο στη θεωρητική κατάρτιση των αυριανών δασκάλων στις Επιστήμες της Αγωγής, παραμελώντας την πρακτική προετοιμασία τους ως «επαγγελματίες της έδρας», το επαγγελματικό προφίλ αυτών σε πολλές περιπτώσεις δυστυχώς δεν διαφέρει σημαντικά απ’ αυτό των αποφοίτων Παιδαγωγικών Τμημάτων των Φιλοσοφικών Σχολών.
Με δυο λόγια, τόσο οι λεγόμενες καθηγητικές σχολές όσο και τα ΠΤ δεν προετοιμάζουν επαρκώς τους φοιτητές τους ώστε να γίνουν οι επαγγελματίες εκπαιδευτικοί που απαιτεί το παρόν και το μέλλον, επειδή η διασύνδεσή τους με τη ζωντανή εκπαίδευση στο δημοτικό σχολείο παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα. Οπότε και τα εκατέρωθεν αντι- επιχειρήματα με αφορμή τις ελλείψεις δασκάλων στα ιδιωτικά φωτίζουν περισσότερο όψεις του συνολικού προβλήματος που υπάρχει στην εκπαίδευση των μελλοντικών εκπαιδευτικών, παρά συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος της σχέσης: απόφοιτοι Παιδαγωγικών Τμημάτων – ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό του Δημοτικού Σχολείου. Επιπλέον, επειδή το εκπαιδευτικό επάγγελμα παραμένει ιδιαίτερα κακοπληρωμένο και έχει χάσει την όποια αίγλη διέθετε στο παρελθόν, σε μια περίοδο που οι συνθήκες άσκησής του δυσκολεύουν και λόγω των προβλημάτων που προαναφέρθηκαν, δεν είμαστε μακριά από την εποχή που οι απόφοιτοι σχολών παραγωγής εκπαιδευτικών δεν θα επιθυμούν πλέον να ασκήσουν το επάγγελμά τους ακόμα και στο δημόσιο. Εξάλλου, κάτι τέτοιο συμβαίνει ήδη σε οξυμένη μορφή σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Αγγλία, Γερμανία), ενώ παρόμοιες ενδείξεις ανιχνεύονται και στη χώρα μας, αφού τελευταία παρατηρούνται παραιτήσεων νεοδιορισμένων εκπαιδευτικών, κάτι που ήταν εντελώς απίθανο στο παρελθόν.
Ποια συζήτηση πρέπει να ανοίξουμε
Οπότε, με αφορμή τις ελλείψεις δασκάλων στα ιδιωτικά σχολεία, εκείνο που πρέπει να συζητηθεί σοβαρά και εξ αρχής είναι ο τρόπος εκπαίδευσης και το προφίλ των αυριανών εκπαιδευτικών σ’ όλες τις σχολικές βαθμίδες. Αυτοί είναι βέβαιο ότι πρέπει να διαθέτουν από τη μια επαρκείς βάσεις, ώστε να αφομοιώνουν και να αναπλαισιώνουν την εκρηκτική συσσώρευση γνώσεων στους επιμέρους γνωστικούς τομείς, λόγω ραγδαίας ανάπτυξης της Τεχνοεπιστήμης, και απ’ την άλλη να διαχειρίζονται τα όλο και σοβαρότερα προβλήματα που συνταράσσουν την κοινωνία και την οικογένεια και εκδηλώνονται πρώτα και κύρια στο Σχολείο. Αποστολή σχεδόν ακατόρθωτη αλλά αναγκαία… Αν η γνωστή, επαναλαμβανόμενη ρήση ότι η Εκπαίδευση αποτελεί σημαντική επένδυση στο μέλλον μιας χώρας δεν αποτελεί ρητορική κενή περιεχομένου, απλά σύνθημα ή ακόμα χειρότερα εμπαιγμός για εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές.
Την συζήτηση αυτή αποφύγαμε να ανοίξουμε στα μέσα του 1980, όταν οι σπουδές των δασκάλων «αναβαθμίστηκαν» σε πανεπιστημιακού επιπέδου στην ουσία με όρους πολιτικής πατρωνίας, όταν εν μία νυκτί «βαπτίστηκαν» μαζικά μεταπτυχιακά και διδακτορικά στην Θεολογία «παιδαγωγικά» (να είναι καλά ο Παπαθεμελής) κι αντί να ιδρυθεί περιορισμένος αριθμός Παιδαγωγικών Τμημάτων με προσεκτικά επιλεγμένο διδακτικό προσωπικό, στην ουσία «αναβαθμίστηκε» το προσωπικό των παλιών Παιδαγωγικών Ακαδημιών και οι ίδιες σε πανεπιστημιακά τμήματα. Βέβαια, από τότε έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα και το προφίλ των μελών ΔΕΠ των σημερινών Παιδαγωγικών Τμημάτων δεν έχει καμιά σχέση με το παρελθόν, αλλά τα Παιδαγωγικά Τμήματα και οι Σχολές Νηπιαγωγών δεν έχουν αναπτύξει ικανοποιητικά τον «επαγγελματικό» τους χαρακτήρα, δηλαδή την πρακτική εκπαίδευση των φοιτητών τους σε συνθήκες «έδρας», κάτι που, βέβαια, απουσιάζει ολοσχερώς από τις λεγόμενες καθηγητικές σχολές, απόφοιτοι των οποίων διδάσκουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 στο δημοτικό σχολείο (μάλιστα, πολλοί από αυτούς έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί) χωρίς να έχουν στοιχειώδη παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση σε επίπεδο προπτυχιακό.
Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να ανοίξουμε μια συνολική συζήτηση σχετικά με την εκπαίδευση εκπαιδευτικών, όσο έχουμε ακόμα καιρό. Χωρίς να αγνοήσουμε τις υπάρχουσες πανεπιστημιακές δομές, αντιθέτως συνθέτοντάς τες (πχ. δια-τμηματικά πτυχία «προσαρμοσμένα» στα δεδομένα του εκπαιδευτικού μας συστήματος), παράλληλα με την προσπάθεια να καταστήσουμε αξιοπρεπείς τις αμοιβές των εκπαιδευτικών. Για το τελευταίο δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. Καμιά Πολιτεία δεν μπορεί να απαιτεί από τους εκπαιδευτικούς της ποιοτικό έργο, όταν αυτοί δεν είναι σε θέση με το μισθό τους να ανταπεξέλθουν στα βασικά έξοδα διαβίωσης τις μισές μέρες του μήνα. Πόσο μάλλον αδυνατούν συνολικά να καλύψουν τις ανάγκες ενός νέου επιστήμονα, που πρέπει να συμμετέχει ενεργά στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή της χώρας και να ανανεώνεται συνεχώς επιστημονικά. Γιατί η ευκαιριακή αντιμετώπιση της μορφής και του επιπέδου των αμοιβών των δασκάλων, ακόμα κι όταν αυτή εμφανίζεται με την μορφή ελλείψεων δασκάλων προθύμων να εργαστούν προσωρινά ή αποκλειστικά για την ιδιωτική εκπαίδευση, δεν θα μας οδηγήσει παρά στην επόμενη κρίση. Οπότε, αν θέλουμε πραγματικά να αποτελέσει η Εκπαίδευση μοχλό ανάπτυξης της χώρας, δεν μπορεί να συνεχίζουμε να «παράγουμε» στρατιές ανέργων «φιλολόγων» και κακοπληρωμένους δασκάλους και καθηγητές γενικότερα σαν να μην τρέχει τίποτα.
Οι στρεβλώσεις στην «παραγωγή» εκπαιδευτικών, μέρος αυτών της παραγωγής επαγγελματικού δυναμικού της χώρας
Οι στρεβλώσεις που έχουνε (έχουμε) δημιουργηθεί εδώ και δεκαετίες στα ΑΕΙ μας παίρνουν σάρκα και οστά και μόνο στη σύγκριση δυο αριθμών: κάθε χρόνο αποφοιτά από αυτά διπλάσιος αριθμός φιλολόγων (4000!) από ό,τι δασκάλων (2000). Κι αν κάτι τέτοιο απλά προκαλεί μια ενδο-εκπαιδευτική κρίση, που ιστορικά κατά καιρούς επανέρχεται με το αίτημα της απόσπασης μιας ή δυο τάξεων από το δημοτικό σχολείο και προσάρτησής τους στο Γυμνάσιο το γεγονός ότι παράγουμε τους μισούς ακριβώς τεχνολόγους υπολογιστών απ’ όσους χρειαζόμαστε έχει πολύ σοβαρότατες επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας. Γιατί, όσο συνεχίζεται η αναπαραγωγή του σημερινού «χάρτη των ΑΕΙ», λόγω πολιτικής αδυναμίας να προχωρήσουμε ως χώρα σε σημαντική αναδιάρθρωσή του με κλείσιμο σχολών και ενίσχυση άλλων, δεν εξαπατάμε απλά τους γονείς που ξοδεύουν σημαντικά ποσά για λίγο πολύ άχρηστες σπουδές των παιδιών τους. Δεν εξαπατάμε απλά τους νέους μας, δημιουργώντας τους ψεύτικες εντυπώσεις για το τι και ποιο επάγγελμα μπορούν να ασκήσουν στο μέλλον, ώστε αυτό να τους προσφέρει μια έστω σχετικά άνετη ζωή, αλλά υπονομεύουμε το οικονομικό και κατ’ επέκταση κοινωνικό μέλλον της χώρας, παράγοντας «μορφωμένους» πτυχιούχους, που στην ουσία μόνο ως delivery boy έχουν πιθανότητα να δουλέψουν και συχνότατα δεν έχουν και δεξιότητες για την άσκηση κανενός σύνθετου και απαιτητικού επαγγέλματος υψηλών αμοιβών, όταν οι επιχειρήσεις ζητούν εργαζόμενους με συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητας και δε βρίσκουν.
*Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας