Ο Αριστοτέλης και η απαρχή του διαχωρισμού της ψυχής
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το συμπέρασμα ότι η ψυχή αποτελεί την εντελέχεια του σώματος δίνοντας τη δυνατότητα της επιθυμίας και της σκέψης και ενεργοποιώντας τις αισθήσεις καθιστά σαφές ότι το σώμα, ως έμβια ύλη, δεν έχει άλλη επιλογή από την εξέλιξη που θα το οδηγήσει στην τέλεια κατάστασή του. Όμως, το είδος της εξέλιξης αυτής δεν αφορά μόνο την υλική του υπόσταση με την έννοια της αύξησης του ύψους ή του βάρους, αλλά έχει και την άυλη εκδοχή της που σχετίζεται με τη συμπεριφορά και τη διαγωγή που θα επιδείξει κανείς απέναντι σε όλες τις καταστάσεις της ζωής, δηλαδή την ηθική του υπόσταση που εν τέλει θα καθορίσει τις σχέσεις τόσο με τους άλλους όσο και με τον ίδιο τον εαυτό.
Το παράδειγμα του ματιού που ως ύλη οδηγεί στην άυλη εντελέχεια (ολοκλήρωση της ύπαρξής του) της όρασης είναι εξόχως ενδεικτικό καταδεικνύοντας όχι μόνο ότι η ύλη εκπληρώνει άυλες λειτουργίες (κι όσο πιο τέλεια τις εκπληρώνει τόσο πιο κοντά στην εντελέχεια βρίσκεται), αλλά κι ότι αν στερηθεί τη δυνατότητα αυτή παύει να υφίσταται (όπως το βγαλμένο μάτι που πλέον είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στο καθήκον να βλέπει). Με την ίδια λογική ο πέλεκυς, ως υλικό εργαλείο, υπάρχει για να κόβει τα ξύλα (άυλη δυνατότητα εκδήλωση της εντελέχειάς του). Φυσικά, ο πέλεκυς που αδυνατεί να κόψει δεν είναι πέλεκυς, αλλά άχρηστο σκουπίδι, που αν δεν υπάρχει δυνατότητα επιδιόρθωσης πρέπει να πεταχτεί.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Όπως, λοιπόν, είναι εντελέχεια το κόψιμο του πέλεκυ και η όραση, έτσι είναι και η εγρήγορση· και η ψυχή είναι εντελέχεια όπως η ικανότητα της όρασης και η δύναμη του εργαλείου· ενώ το σώμα είναι αυτό που βρίσκεται σε κατάσταση δυνατότητας» (412b 26 και 413a 1-2). Για να συμπληρωθεί αμέσως: «… όπως το μάτι είναι η κόρη και η δυνατότητα της όρασης, έτσι και, στη δική μας περίπτωση, η ψυχή και το σώμα κάνουν το ζώο» (413a 2-3).
Το δεδομένο ότι η όραση δεν μπορεί να αποκοπεί από το μάτι και την κόρη του, με άλλα λόγια το αναντίρρητα αδιάσπαστο της εντελέχειας από την ύλη που την υπηρετεί, καθιστά σαφές με ακόμη έναν τρόπο το αχώριστο του σώματος με την ψυχή: «Ότι, επομένως, η ψυχή δεν μπορεί να χωριστεί από το σώμα, ή τουλάχιστον κάποια μέρη της» (εννοείται της ψυχής) «αν από τη φύση της χωρίζεται σε μέρη, δεν είναι αμφίβολο· γιατί μερικών μερών της η εντελέχεια είναι εντελέχεια των ίδιων των μερών του σώματος» (413a 3-6).
Η εκδοχή της ψυχής που χωρίζεται σε μέρη διατυπώνεται ως προβληματισμός που ασφαλώς πρέπει να διερευνηθεί. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για δέσμευση σχετικά με την πορεία της σκέψης που θα ακολουθηθεί. Για την ώρα, όμως, αυτό που πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος είναι η έννοια της εντελέχειας που πρόκειται να αποδοθεί στην ψυχή: «Ακόμη […] είναι ασαφές, αν η ψυχή είναι εντελέχεια του σώματος, όπως ο πιλότος του πλοίου» (413a 8-9).
Προς διευκρίνιση αυτού του προβληματισμού ο μεταφραστής Ι. Σ. Χριστοδούλου παραθέτει το σχόλιο του Θεμίστιου: «Ο Θεμίστιος, αρχαίος σχολιαστής του Αριστοτέλη, σχολιάζοντας το συγκεκριμένο κείμενο, εκλαμβάνει πως η αναφορά γίνεται στη νοητική ψυχή και παρατηρεί ότι δεν είναι σαφές αν ο νους είναι εντελέχεια κάποιου σώματος, με τρόπο ώστε να μη χωρίζεται ή έτσι ώστε να χωρίζεται από αυτό, όπως ο κυβερνήτης από το πλοίο» (σελ. 225).
Το ενδεχόμενο του διαχωρισμού της ψυχής (εκλαμβανομένης ως νους) από το σώμα, όπως ο κυβερνήτης διαχωρίζεται από το πλοίο, σύμφωνα με τη μέχρι τώρα αριστοτελική διδασκαλία κρίνεται μάλλον αμφίβολο, αφού ο Αριστοτέλης έχει διατυπώσει με πλήρη σαφήνεια το αδιάσπαστο σώματος και ψυχής, χωρίς να εξαιρεί καμία εκδοχή των λειτουργιών της. Αυτό που προξενεί το ενδιαφέρον είναι το δεδομένο της νοητικής ύπαρξης της ψυχής, δηλαδή της εκδοχής που ταυτίζεται με το νου, και που βέβαια δεν μπορεί να σχετιστεί με τις αισθήσεις ή τα συναισθήματα. Ο διαχωρισμός της ψυχής στα μέρη που τη συναποτελούν είναι ήδη προφανής, αφού η ψυχή έχει να καλύψει όλες τις ανάγκες της ανθρώπινης πολυπλοκότητας. Με άλλα λόγια, η εντελέχεια του ανθρωπίνου σώματος δεν έχει να κάνει ούτε με τα ζώα ούτε με τα φυτά.
Η ταύτιση της ψυχής με τη ζωή (τα δίχως ζωή πράγματα είναι από θέση αρχής άψυχα) δε σηματοδοτεί τον εκ των προτέρων μονοδιάστατο ορισμό της, αφού κάθε ζωή δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες πράγμα που σημαίνει ότι αλλάζει και ο τελικός σκοπός της ύπαρξής της. Το δεδομένο ότι το σώμα είναι η ύλη και η ψυχή η εντελέχεια ξεκαθαρίζει ότι κάθε μορφή σώματος, όπως και κάθε μορφή ύλης, έχει άλλο προορισμό, δηλαδή άλλο τελικό σκοπό να εκπληρώσει. Η συνειδητοποίηση ότι άλλη η εντελέχεια του φυτού, άλλη του ζώου κι άλλη του ανθρώπου καθιστά σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ίδια εκδοχή της ψυχής.
Το πρώτο που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ο όρος ζωή: «Ο όρος “ζωή” […] παίρνει πολλές σημασίες, ακόμη κι αν, από τα παρακάτω, ένα μόνο ενυπάρχει σε ένα ον, λέμε ότι αυτό ζει· όπως για παράδειγμα ο νους, η αίσθηση, η κίνηση και η στάση στο χώρο, ακόμα η κίνηση που υπάρχει στη θρέψη και η παρακμή και η ανάπτυξη» (413a 22-26).
Αποδεχόμενοι ότι ως έμβιο ορίζεται οτιδήποτε τρέφεται, κινείται, αισθάνεται, σκέφτεται και αναπτύσσεται ακμάζοντας και παρακμάζοντας, γίνεται σαφές ότι και τα φυτά πρέπει να συμπεριληφθούν στα έμβια, ασχέτως αν δεν είναι σαφείς (μιλάμε πάντα για την εποχή του Αριστοτέλη) οι δυνατότητες σκέψης και αίσθησης που έχουν: «Γι’ αυτό κι όλα τα φυτά δίνουν την εντύπωση ότι ζουν· γιατί είναι φανερό πως μέσα τους έχουν μια τέτοια ικανότητα και αρχή, χάρη στην οποία αναπτύσσονται και παρακμάζουν προς αντίθετες διευθύνσεις· γιατί δεν αναπτύσσονται μόνο προς τα πάνω, ενώ προς τα κάτω όχι, αλλά το ίδιο και προς τις δύο διευθύνσεις· και προς όλες τις διευθύνσεις μεγαλώνουν και εξακολουθούν να ζουν, όσο μπορούν να παίρνουν τροφή» (143a 26-31).
Το δεδομένο (για την εποχή εκείνη) ότι τα φυτά πέρα από την ανάπτυξη, την ακμή και την παρακμή που οφείλονται στη θρέψη δεν έχουν άλλες έμβιες δυνατότητες καταδεικνύει και τις περιορισμένες δυνατότητες της ψυχής τους, αφού η εντελέχεια που προορίζεται από τη φύση γι’ αυτά είναι σίγουρα κατώτερης υποστάθμης. Τα ζώα, ως πολυπλοκότερα έμβια όντα, εκτός από την ανάπτυξη που σηματοδοτεί την ακμή και την παρακμή τους μέσω της θρέψης είναι βέβαιο ότι διαθέτουν και τη δυνατότητα της αίσθησης: «Το ζώο […] υπάρχει πρωταρχικά με την αίσθηση· γιατί, και όσα δεν κινούνται ούτε αλλάζουν τόπο, αλλά έχουν αίσθηση τα ονομάζουμε ζώα και δε λέμε μόνο ότι ζουν. Και, από αίσθηση, όλα έχουν πρώτα την αφή» (413b 2-4).
Η προτεραιότητα που δίνεται στην αφή ως κύρια αισθητική δυνατότητα των ζώων, οπωσδήποτε δεν υποτιμά τις άλλες, πολύ περισσότερο δεν τις αποκλείει, αλλά τίθεται με την έννοια της καθολικότητας, αφού ακόμη και τα μαλάκια, που μπορεί να μην έχουν όλες τις άλλες αισθήσεις, σίγουρα νιώθουν την αφή της πέτρας ή τον πόνο. Η δυνατότητα των αισθήσεων που δίνει το σώμα των ζώων τα καθιστά πολυπλοκότερα των φυτών, πράγμα που μοιραία αντικατοπτρίζεται και στην ψυχική τους υπόσταση. Η ψυχή των ζώων είναι ασφαλώς πιο σύνθετη, αφού αποτελεί πιο ολοκληρωμένη εκδοχή εντελέχειας.
Το κοινό σημείο της θρέψης που υπάρχει ανάμεσα στα φυτά και τα ζώα σηματοδοτεί και το κοινό ψυχικό τους σημείο, το θρεπτικό που έχει να κάνει με τη βιολογική ανάπτυξη του σώματος. Το γεγονός ότι η ψυχή των φυτών ολοκληρώνεται με αυτό το μέρος, αφού οι σωματικές τους λειτουργίες δεν προσφέρουν άλλες δυνατότητες, αποδεικνύει ότι η ψυχή των ζώων έχει και κάποιο άλλο μέρος που λειτουργεί συμπληρωματικά εκπροσωπώντας τις επιπλέον σωματικές τους δυνατότητες.
Η παρατήρηση, όμως, των φυτών φέρνει στην επιφάνεια νέους προβληματισμούς: «… μερικά είναι φανερό ότι ζουν αφού τα διαιρέσουν και χωρίσουν μεταξύ τους τα μέρη τους –σαν, η ψυχή που υπάρχει μέσα σε αυτά, σε εντελέχεια βέβαια να είναι μία σε κάθε φυτό, αλλά δυνάμει περισσότερες– το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει και με άλλες διαφοροποιήσεις της ψυχής, στα έντομα που κόβονται κομμάτια· γιατί καθένα από τα μέρη έχει αίσθηση και κινείται στο χώρο» (143b 18-24).
Το δεδομένο ότι κόβοντας και φυτεύοντας ένα μέρος του φυτού μπορεί κανείς να δημιουργήσει ένα άλλο φυτό δίνει την εντύπωση ότι η ψυχή τους, που έχει να κάνει μόνο με το θρεπτικό μέρος, είναι σε θέση να εμπεριέχει κι άλλες με τον ίδιο τρόπο που το σώμα τους είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα άλλο σώμα. Η υπόθεση, όμως, της φυτικής ψυχής που περικλείει άπειρες ψυχές (αφού τόσες είναι και οι δυνατότητες για δημιουργία νέων σωμάτων) κρίνεται μάλλον επίφοβη, καθώς είναι αδύνατο να τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο.
Το σενάριο των άπειρων ψυχών που εσωκλείονται η μία μέσα στην άλλη είναι μάλλον ακραίο, αφού μοιραία θα καταλήξει σε ένα αιώνιο περίσσευμα ψυχών που έμεινε αναξιοποίητο μετά το θάνατο. Το αλληλένδετο της ψυχής με το σώμα κρίνεται ασφαλέστερη ερμηνεία, αφού το νέο σώμα που δημιουργείται δεν έχει άλλη επιλογή από το να οδηγηθεί στη δική του εντελέχεια, δηλαδή τη δική του ψυχική υπόσταση. Με δυο λόγια, οι ψυχές δεν προϋπάρχουν, όπως ακριβώς και τα σώματα, αλλά γεννιούνται όταν γεννηθούν κι αυτά ως προοπτική της εντελέχειάς τους.
Η περίπτωση του διχοτομημένου εντόμου που συνεχίζει να ζει κρίνεται μάλλον πολυπλοκότερη, αφού η διχοτόμηση του σώματος δεν μπορεί παρά να σημαίνει και διχοτόμηση της ψυχής, εφόσον η ζωή μπορεί να συνεχιστεί. Όμως, και σε αυτή την περίπτωση η δυνατότητα αναπαραγωγής από τη σωματική διχοτόμηση δεν είναι τίποτε άλλο από τη δημιουργία δύο ξεχωριστών σωμάτων που αναγκαστικά θα αναζητήσουν τη δική τους εντελέχεια.
Η ψυχή που εμπεριέχουν δεν αφορά τη διχοτόμηση, αλλά τη δημιουργία του νέου σώματος που είναι αλληλένδετο με την ψυχή του, δηλαδή την εντελέχεια που αναγκαστικά του δίνεται από τη φύση. Είναι σαφές ότι η ψυχή, ως εντελέχεια του σώματος, δεν παρά η άυλη εκδοχή του, δηλαδή η έτερη μορφή του. Από αυτή την άποψη, ο τρόπος που δημιουργείται κάθε νέο σώμα δε σχετίζεται καθόλου με την απόκτηση της ψυχής του, αφού κρίνεται δεδομένη ως αναπόσπαστη μορφή του.
Το βέβαιο είναι ότι η κατοχή των αισθήσεων δίνει νέες, τρομακτικές διαστάσεις στην ψυχή: «… αφού έχει αίσθηση, έχει επίσης φαντασία και επιθυμία· γιατί, όπου υπάρχει αίσθηση, υπάρχει και λύπη και ηδονή και όπου υπάρχουν αυτά, υπάρχει αναγκαστικά και επιθυμία» (143b 25-27).
Η αίσθηση ως πηγή της ηδονής και της λύπης δεν μπορεί παρά να συμπορευθεί με την επιθυμία και κατ’ επέκταση τη φαντασία. Η συνείδηση της ηδονής γεννά την επιθυμία της εκπλήρωσης των προϋποθέσεών της και η επιθυμία αυτή σηματοδοτεί τη φαντασία που θα ορίσει την πρέπουσα συμπεριφορά, ώστε να επιτευχθούν. Το ζώο που πεινά φαντάζεται την τροφή του και στη συνέχεια αναγκάζεται να μηχανευτεί τρόπους, για να την εξασφαλίσει. Η επίτευξη αυτή του επιφέρει την ηδονή του χορτάτου, που για χάρη της έγιναν όλες οι προηγούμενες διαδικασίες. Κι αυτό είναι η διαιώνιση της ζωής.
Αυτό που μένει είναι ο νους με την έννοια της διανοητικής δυνατότητας που μπορεί να γεννήσει τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Τα ζώα έχουν νου προκειμένου να διασφαλίσουν την τροφή και την επιβίωσή τους. Η ανωτερότητα του ανθρωπίνου νου που τον ωθεί να αντιλαμβάνεται το δίκαιο και το άδικο, το καλό και το κακό, τις τέχνες και όλα τα διανοητικά επιτεύγματα, τη σημασία της γλώσσας και των τεχνικών γνώσεων, όχι μόνο τον διαχωρίζει από τα ζώα, αλλά σηματοδοτεί ένα νέο μέρος της ψυχής που μπορεί να διαχειριστεί αυτές τις δυνατότητες.
Το μέρος αυτό ανήκει μόνο στους ανθρώπους γιατί μόνο αυτοί έχουν τέτοιες δυνατότητες: «Όσο τώρα για το νου και τη θεωρητική ικανότητα, τίποτα δεν είναι ακόμα εμφανές, αλλά φαίνεται πως πρόκειται για άλλο γένος της ψυχής και πως μόνο αυτό μπορεί να χωρίζεται, όπως το αιώνιο από το φθαρτό» (413b 27-30).
Το μέρος αυτό της ψυχής κρίνεται ανώτερο με τον ίδιο τρόπο που το αιώνιο είναι ανώτερο του φθαρτού. Η ανωτερότητα της ανθρώπινης ψυχής σηματοδοτεί και τον ανώτερο σκοπό που καλείται να επιτελέσει. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος ως ανώτερο ψυχικά ον είναι σε θέση να επιτύχει το ανώτερο είδος εντελέχειας.
Όσο για τα δύο προηγούμενα μέρη της ψυχής ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Τα υπόλοιπα, πάντως, μέρη της ψυχής, είναι φανερό από όσα είπαμε, πως δεν μπορούν να χωριστούν, όπως ισχυρίζονται κάποιοι· επίσης, όμως, είναι φανερό ότι λογικά διαφέρουν· γιατί η ικανότητα της αίσθησης είναι άλλο πράγμα από την ικανότητα της γνώμης, αφού έχει διαφορά να αισθάνεσαι και να διατυπώνεις γνώμη» (413b 30-34).
Η αναφορά στη γνώμη «κάποιων» που δε διαχωρίζουν τα κατώτερα μέρη της ψυχής αφορά τον Πλάτωνα και τίθεται ως κάτι που μπορεί να συζητηθεί, αφού μια τέτοια εκδοχή μπορεί να έχει λογική βάση, αλλά που μάλλον πρέπει να απορριφθεί, καθώς υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο βιολογικό κομμάτι της ύπαρξης και στο κομμάτι της αίσθησης, πολύ περισσότερο της γνώμης. Το βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά στην απαρχή του διαχωρισμού της ψυχής που πρέπει να εκπληρώσει όλες αυτές τις σωματικές δυνατότητες. Η τελική διαίρεσή της πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους.
Από και πέρα, αυτό που μένει να διευκρινιστεί είναι η διαστρωμάτωση των ψυχικών δυνατοτήτων των ζώων, που δεν πρέπει όλα να συμπεριληφθούν στο ίδιο πλαίσιο, καθώς η διαφοροποίηση των σωματικών τους δυνατοτήτων καθρεφτίζουν και την αντίστοιχη διαφοροποίηση της ψυχής: «Επιπλέον, πάντως, μερικά ζώα έχουν όλες αυτές τις ικανότητες, ενώ κάποια κάποιες από αυτές, και άλλα μία μόνο. Και αυτό κάνει τη διαφορά ανάμεσα στα ζώα· για ποια όμως αιτία γίνεται αυτό, πρέπει να το εξετάσουμε αργότερα» (413b 35-36 και 414a 1-2).
Κι όχι μόνο αυτό: «Κάτι παραπλήσιο […] συμβαίνει και με τις αισθήσεις· γιατί άλλα τις έχουν όλες, ενώ άλλα μερικές, και κάποια άλλα μία· την περισσότερο αναγκαία, την αφή» (414a 2-4).
Αριστοτέλης: “Περί Ψυχής”, μετάφραση Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ Θεσσαλονίκη 2000