2 Φεβρουαρίου 2024 at 19:39

Στη γλώσσα… είμαστε όλοι συγγενείς!

από

Στη γλώσσα… είμαστε όλοι συγγενείς!

 

Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

Έχει συχνά επισημανθεί (με αφετηρία κυρίως το σπουδαίο βιβλίο των Lakoff και Johnson «Metaphors We Live By» [=«Μεταφορές με τις οποίες ζούμε»], 1980) ότι οι γλωσσικές μεταφορές, πολύ περισσότερο από απλοί ρητορικοί μηχανισμοί, είναι βασικοί τρόποι να κατανοούμε και να προσδιορίζουμε τον κόσμο. Κατά βάθος απηχούν μια παλαιότερη εποχή, αποθηκευμένη βαθιά στη συλλογική μνήμη της γλώσσας, κατά την οποία ο άνθρωπος κατανοούσε τον κόσμο λιγότερο με αφαιρετικό συλλογισμό και περισσότερο μέσω αναγωγής σε άλλα αντικείμενα, ιδιότητες, φαινόμενα, που του ήταν οικεία.

Ευνόητο είναι ότι οι όροι συγγένειας, δηλαδή οι λέξεις που δηλώνουν συγγενική σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα μιας οικογένειας ή ενός συγγενικού κύκλου, λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας της συγγένειας στη δομή και συνοχή των κοινωνιών, συνεπώς και στη ζωή του κάθε ανθρώπου, έγιναν πολύ συχνά τρόποι να κατανοούμε σχέσεις, φαινόμενα, ιδιότητες, αποκτώντας τις ανάλογες μεταφορικές σημασίες. Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες, αν όχι σε όλες τις γλώσσες του κόσμου ο πατέρας και η μητέρα ως γενετικές πηγές της ανθρώπινης ζωής πολύ συχνά χρησιμοποιούνται σε φράσεις σχετικές με την προέλευση, ενώ ο αδελφός –δηλαδή το πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος κοινή προέλευση, άρα και κατεξοχήν μεγάλη εγγύτητα και ομοιότητα– δηλώνει τη στενή σχέση, τον ισχυρό κοινό δεσμό. Ένα βήμα παραπέρα, οι λέξεις αυτές, όπως θα δείξει και η μικρή μας μελέτη, απέκτησαν και ιδιαίτερη υποδήλωση, δηλαδή έντονη εκφραστικότητα, ανάλογη ίσως με τη βιωματική αξία που έχουν τα πρόσωπα και οι δεσμοί συγγένειας στη ζωή μας.

Ας ξεκινήσουμε τη μικρή μας περιδιάβαση στον μεταφορικό κόσμο της συγγένειας με τους δύο βασικούς όρους που δηλώνουν τους γονείς παιδιών: πατέρας και μητέρα.

Οι μεταφορικές/παράλληλες χρήσεις των λέξεων που υποδηλώνουν εξ αίματος ή και εξ αγχιστείας συγγένεια, φωτίζουν το θέμα από μια άλλη, γλωσσική εν προκειμένω σκοπιά: πόσο ζωτικής σημασίας είναι για τον άνθρωπο το θέμα της συγγένειας και των σχέσεων που δημιουργεί
Οι μεταφορικές/παράλληλες χρήσεις των λέξεων που υποδηλώνουν εξ αίματος ή και εξ αγχιστείας συγγένεια, φωτίζουν το θέμα από μια άλλη, γλωσσική εν προκειμένω σκοπιά: πόσο ζωτικής σημασίας είναι για τον άνθρωπο το θέμα της συγγένειας και των σχέσεων που δημιουργεί

πατέρας/πατήρ: ο γεννήτορας, αλλά και, γενικότερα, ο δημιουργός. Ο πατέρας της Τεχνητής Νοημοσύνης απαρνείται το δημιούργημά του, επειδή πλέον οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για την ανθρωπότητα είναι απρόβλεπτοι. Επίσης:

  • αυτός από τον οποίο προκύπτει κάτι. Ο πόλεμος, κατά τον Ηράκλειτο, είναι ο πατέρας πάντων.
  • ο θεμελιωτής. Πατέρας της Ινδίας είναι ο Μαχάτμα Γκάντι.
  • ο συμπαραστάτης. Ο αείμνηστος καθηγητής μού στάθηκε πατέρας σε όλη τη διάρκεια της ακαδημαϊκής μου πορείας.
  • ο εμπνευστής, ο καθοδηγητής. Συχνά η σημασία αυτή συναντάται στη σύνθετη λέξη εθνοπατέρας.
  • ο σεβάσμιος ηλικιωμένος. –Πατέρα, έχω και πολύ ωραίες ντομάτες. Να βάλω ένα κιλό; (ερώτηση πωλητή λαϊκής σε πελάτη)
  • (πατέρες [με πεζό π], αλλά και πατεράδες) οι πρόγονοι. Οι πατέρες μας αγωνίστηκαν για την ελευθερία μας, όμως εμείς δεν τιμούμε το αγαθό αυτό που μας κληροδότησαν.
  • (Πατέρες [με κεφ.]): οι άγιοι της Εκκλησίας που δίδαξαν με τη ζωή και το έργο τους την αυθεντική πίστη της Εκκλησίας. Στο πολύτομο αυτό πόνημα περιέχεται το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας κατά τους πρώτους αποστολικούς χρόνους.
  • Άγιοι Πατέρες: οι αρχιερείς, μέλη της Ιεράς Συνόδου. Για να δούμε τι θα αποφασίσουν οι Άγιοι Πατέρες για την καύση των νεκρών…
  • Πατήρ (με κεφαλαίο π) ο Θεός. Πάτερ ημών…
  • πατήρ (με πεζό π). ο ιερέας, ο κληρικός (ειδικότερα, ο πνευματικός πατέρας): Ο πατήρ Θεμιστοκλής εξέδωσε νέο βιβλίο. (Ευρέως διαδεδομένη η λανθασμένη χρήση κλητικής αντί ονομαστικής και αιτιατικής πτώσης: π.χ. Ο πάτερ Ιουστίνος/τον πάτερ Ιγνάτιο).
  • πατερούλης: α. προσφώνηση των τσάρων της Ρωσίας β. ο Ιωσήφ Στάλιν (διετέλεσε ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης).

μητέρα/μήτηρ: οτιδήποτε θεωρείται δημιουργός ζωής. Παρά τα αγαθά που μας δίνει, εμείς εξακολουθούμε να κακοποιούμε τη μητέρα φύση. Επίσης:

  • συμπαραστάτρια. Η αείμνηστη Νικολέτα υπήρξε δεύτερη μητέρα για τα ξαδέρφια μου.
  • (ιστορικό) γεγονός βαρύνουσας σημασίας. Η μητέρα όλων των μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε στη Νορμανδία της Γαλλίας.
  • (με κεφαλαίο Μ: Μήτηρ) η Παναγία, ως μητέρα του Ιησού Χριστού. Σε εικόνες η λέξη δηλώνεται με συντομογραφία ΜΡ ΘΥ (Μητέρα Θεού).

μάνα: η τροφός. Στο κατάστημά μας θα βρείτε τα πιο αγνά προϊόντα της μάνας γης. Η λέξη όμως χρησιμοποιείται σε μεγάλη γκάμα περιστάσεων, π.χ. λύπης, χαράς, κόπωσης (Ωχ, μάνα μου… Τι κούραση ήταν κι αυτή σήμερα…) ή και ως προσφώνηση σε συνομιλήτρια ή και σε συνομιλητή με διάθεση οικειότητας, ερωτικής διάθεσης ή και ήπιας δυσφορίας: Βρε μάνα μου, τόση ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω ότι τα τιμολόγια αυτά τα βάζουμε σε διαφορετικό φάκελο επειδή αφορούν έκτακτες δαπάνες. Με την ίδια χρήση και η λέξη μανούλα. (Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται και για τον επιτήδειο: Δεν τον ξέρεις καλά τον Στάθη… Είναι μανούλα στις πλαστογραφήσεις!). Ακόμα:

  • παίκτης με κεντρικό ρόλο στη διεξαγωγή χαρτοπαιγνίου. Σπύρο, θα κάνεις εσύ μάνα τώρα;
  • σεβάσμια ηλικιωμένη. –Μάνα, έχω κι ωραίο θυμαρίσιο μέλι. Να βάλω ένα βαζάκι; (συνομιλία πωλητή λαϊκής με πελάτισσα).
  • ως τεχνικός όρος: βάση χαρταετού, μήτρα κατασκευής κ.ά. Αυτή η καρέκλα είναι η μάνα, έτσι ακριβώς είναι όλες αυτές που φτιάχνουμε στο εργοστάσιο.

 

τέκνο: παιδί. Η λέξη συναντάται σε αρχαίες φράσεις (Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα / Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;). Επίσης:

  • προσφώνηση κληρικών προς λαϊκούς: Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά… / Πώς λέγεσαι, τέκνον μου;
  • γέννημα. Ο αείμνηστος στρατηγός ήταν τέκνο της ευάνδρου Ηπείρου.

 

γιος: φιλική προσφώνηση προς νεαρό: Γιε μου, μπορείς να με βοηθήσεις λίγο με τις τσάντες;

 

υιός: ο γιος που είναι και διάδοχος σε επιχείρηση. Παπαδόπουλος & Υιός.

  • με κεφαλαίο: Ο Ιησούς Χριστός ως Υιός του Θεού.

θυγατέρα: απότοκο, αποτέλεσμα. Η υπονόμευση είναι θυγατέρα της αθεράπευτης ζήλιας.

 

κόρη: άγαμη κοπέλα. Η λέξη παλαιότερα (με προφανή μειωτική διάθεση) χρησιμοποιούνταν και για μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες που δεν είχαν παντρευτεί ή δεν είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Ακόμη κόρη είναι στα σαράντα της; Επιπλέον:

  • φιλική προσφώνηση σε νεαρή κοπέλα. Κόρη μου, εσύ πρέπει να είσαι στην ηλικία της μεγάλης μου εγγονής.
  • μεγάλων διαστάσεων άγαλμα γυναικείας μορφής. Ταναγραίες κόρες. Αντίστοιχος και ο κούρος για άγαλμα με νεαρό άνδρα.

αδελφή/αδερφή: νοσηλεύτρια. Αδελφή, έρχεστε λίγο γιατί τελείωσε ο ορός του συζύγου μου; Επίσης:

  • μέλος γυναικείας μοναστικής αδελφότητας. Σήμερα στο μοναστήρι εγκαταβιώνουν 5 αδελφές / Αδελφή Χριστονύμφη, μπορώ να σας μιλήσω μισό λεπτό;
  • πνευματική αδελφή: γυναίκα με την οποία έχουμε τον ίδιο πνευματικό (εξομολόγο).
  • αδελφή του ελέους: μέλος αδελφότητας που επιδίδεται σε φιλανθρωπικά έργα (επισκέψεις σε ορφανοτροφεία, νοσοκομεία κ.λπ.). Η φράση ενίοτε χρησιμοποιείται και ειρωνικά για σεμνότυφους άντρες και γυναίκες ή και για ομοφυλόφιλους άντρες.
  • γυναίκα με την οποία μας συνδέουν ισχυροί δεσμοί, φιλικοί, πνευματικοί κ.λπ. Δεν θέλω να ξαναπείς οτιδήποτε εναντίον της Νίκης! Δεν είναι απλώς φίλη μου, αλλά αδερφή μου!
  • ομοφυλόφιλος άντρας. Συχνά και με υποκοριστικό (αδερφούλα) ή μεγεθυντικό: Από μακριά φαίνεται ο προϊστάμενος ότι είναι αδερφάρα!
    Ορισμένα παράγωγα των όρων συγγένεια έχουν λάβει νέα, ιδιαίτερη σημασία, π.χ. μαμαδίστικος [=για φαγητό που μοιάζει με το αντίστοιχο της μαμάς, π.χ. Στην ταβέρνα μας θα βρείτε κάθε μέρα μαμαδίστικο φαγητό].
    Ορισμένα παράγωγα των όρων συγγένεια έχουν λάβει νέα, ιδιαίτερη σημασία, π.χ. μαμαδίστικος [=για φαγητό που μοιάζει με το αντίστοιχο της μαμάς, π.χ. Στην ταβέρνα μας θα βρείτε κάθε μέρα μαμαδίστικο φαγητό].

 

αδελφός/αδερφός: στενός φίλος. Ο Δημήτρης είναι αδερφός, μια ζωή δίπλα μου. Επίσης:

  • αυτός με τον οποίο μας συνδέουν ισχυροί δεσμοί (λόγω θρησκείας, εθνικής καταγωγής κ.λπ.) «Στα εθνικά ζητήματα είναι διαχρονική η συμπόρευσή μας με τους Κύπριους αδελφούς μας», τόνισε ο υπουργός.
  • μοναχός ανδρικού μοναστηριού (μέλος πνευματικής αδελφότητας, μυστικιστικού τάγματος κ.ά.). Ο αδελφός Σιλουανός είναι ο νεότερος στη μονή μας. (Η λέξη χρησιμοποιείται ευρύτατα σε εκκλησιαστικά συμφραζόμενα, π.χ. στο τέλος επιστολής: Ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός Ιωαννίκιος).
  • πνευματικός αδελφός: αυτός με τον οποίο έχουμε κοινό πνευματικό.
  • ως φιλική προσφώνηση σε άγνωστο: Αδερφέ, μπορείς να πας λίγο πιο μπροστά το όχημα, για να παρκάρω κι εγώ τη μηχανή;
  • ως προσφώνηση σε γνωστό, με διάθεση δυσφορίας ή και αγανάκτησης: Ώχου, βρε αδερφέ! Σου είπα και πάλι ότι δεν κάναμε καμία συζήτηση για σένα στο μαγαζί!

Ενδιαφέρον είναι ότι η λέξη χρησιμοποιείται και ως επίθετο, δηλώνοντας πολύ μεγάλη σύνδεση (π.χ. αδελφή ψυχή / αδελφό σωματείο).

 

παππούς: προσφώνηση προς ηλικιωμένο: Παππού, θες να σε βοηθήσω ν’ ανέβεις τη σκάλα; Ακόμα:

  • μειωτικός χαρακτηρισμός (καθ’ υπερβολήν, αφού αυτός που το λέει μπορεί να απευθύνεται σε κάποιον που είναι συνομήλικος του πατέρα του): γέρος. Άντε, ρε παππού! Θες να πουλήσεις και μαγκιές…
  • (ως συμπεριληπτικό ουσιαστικό) ο παππούς και η γιαγιά. Το Σαββατοκύριακο θα πάμε στους παππούδες μου, στα Γρεβενά.

 

γιαγιά: προσφώνηση λόγω σεβασμού σε ηλικιωμένη. Γιαγιά, μήπως έχεις χαθεί; Πού μένεις;

 

οικογένεια: ομάδα ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα ή στοχοθεσία: Η καλλιτεχνική οικογένεια της Θεσσαλονίκης αποχαιρετά με θλίψη τον κοσμαγάπητο τραγουδιστή που έφυγε από τη ζωή νωρίς το πρωί. Επίσης:

  • σύνολο με ομοειδή χαρακτηριστικά. Η οικογένεια Μπαντού περιλαμβάνει πάνω από 450 γλώσσες της υποσαχάριας Αφρικής.
  • κατηγορία οργανισμών με παρόμοια χαρακτηριστικά. Στην περιοχή του Αιγαίου υπάρχουν τρεις οικογένειες σκορπιών.

 

θείος: μειωτικός χαρακτηρισμός, κυρίως νεαρών προς μεγαλύτερους. Η προσφώνηση «θείο» (αντί του κανονικού «θείε») εμπεριέχει ακόμη μεγαλύτερη ειρωνεία:  Θείο, στραβωμάρα έχεις; Το φανάρι δεν το είδες;

παππούς: προσφώνηση προς ηλικιωμένο: Παππού, θες να σε βοηθήσω ν’ ανέβεις τη σκάλα;
-παππούς: προσφώνηση προς ηλικιωμένο: Παππού, θες να σε βοηθήσω ν’ ανέβεις τη σκάλα;

 

μπάρμπας: (μειωτικά) ηλικιωμένος. Σήμερα γνώρισα και τον άντρα της Ντίνας. Ρε συ… μπάρμπας! Την περνάει τουλάχιστον 10-15 χρόνια!

 

θείτσα: ως μειωτικός χαρακτηρισμός. Το πρωί τσακώθηκα με μια θείτσα στο σούπερ μάρκετ, γιατί πήγε να περάσει πριν από μένα στο ταμείο.

 

Νύμφη / Νυμφίος: οι λέξεις (με κεφαλαίο το Ν) απαντούν μόνο σε εκκλησιαστικά συμφραζόμενα, το Νύμφη για την Παναγία (π.χ. «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε»), το Νυμφίος για τον πάσχοντα Χριστό (π.χ. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται»).

 

νονός: άνθρωπος του υποκόσμου. Σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ νονών της νύχτας οφείλεται η αιματηρή συμπλοκή νωρίς το πρωί στο κέντρο της Αθήνας. (Συχνά και ως σύνθετη λέξη: Ο αρχινονός της Κόζα Νόστρα συνελήφθη σήμερα το πρωί στο κρησφύγετό του).

ανάδοχος: αυτός που αναλαμβάνει ένα έργο. Η ανάδοχος εταιρεία δεσμεύεται για την κατασκευή της γέφυρας εντός τριετίας.

  • θετός. ανάδοχοι γονείς (γλωσσικό οξύμωρο).

 

κουμπάρος: φιλική προσφώνηση, ιδίως σε αγροτικές κοινωνίες. Κουμπάρε, από πού είσαι; Επιπλέον:

  • προσφώνηση με μειωτική διάθεση: Πού πας, ρε κουμπάρε, στην εθνική με τέτοιο σαράβαλο;
  • προσφώνηση προς Κύπριο (με μειωτική διάθεση / αντίστοιχη η συνώνυμη λέξη σύντεκνος για τους Κρητικούς): Όταν σπούδαζα στο πανεπιστήμιο, είχαμε πολλούς κουμπάρους.

 

Αρκετές είναι και οι συγγενικές σχέσεις που χρησιμοποιούνται με μεταφορική σημασία στον καθημερινό λόγο. Έτσι έχουμε:

βαφτίζω: ονομάζω. Οι επιτήδειοι κρεοπώλες ενόψει του Πάσχα βαφτίζουν ελληνικά τα αμνοερίφια που προέρχονται από βαλκανικές χώρες.

γάμος: η συγχώνευση. Ο γάμος μεταξύ των δύο κολοσσιαίων γαλακτοβιομηχανιών είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει ευρύτερες ανακατατάξεις στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας.

διαζύγιο: η διακοπή σχέσεων (π.χ. Το διαζύγιο μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου είχε πολλές επιπτώσεις στον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής), αλλά και γενικότερα η πλήρης αδιαφορία (π.χ. Οι περισσότεροι νέοι σήμερα έχουν πάρει διαζύγιο από τη γλώσσα).

παντρεύω: συνδυάζω. «Σε αυτό τον δίσκο παντρεύουμε το παραδοσιακό με το σύγχρονο», τόνισε ο γνωστός μουσικοσυνθέτης. (χαρακτηριστική και η χρήση της μετοχής παντρεμένος στη μαγειρική: Στο νέο μου βίντεο, μπορείτε να δείτε μια πανεύκολη συνταγή για παντρεμένες σαρδέλες σε αμπελόφυλλα).

συγγενεύω: μοιάζω. Το κουμκουάτ συγγενεύει με το πορτοκάλι.

υιοθετώ: αποδέχομαι. Η κυβέρνηση υιοθέτησε το αίτημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για σύσταση εξεταστικής επιτροπής σχετικά με το επίμαχο ζήτημα.

Ας σημειωθεί ότι και τα παράγωγα αυτών των όρων συγγένειας χρησιμοποιούνται συχνά με έντονα υποδηλωτική διάθεση, ειδικά ως σύνθετα (π.χ. συγγενολόι) ή στον πληθυντικό (π.χ. θείτσες, μπαρμπάδες) ή ως περιληπτικά (π.χ. συμπεθεριό) ή, το συνηθέστερο, όταν έχουν μεγεθυντικά ή υποκοριστικά παραγωγικά επιθήματα (π.χ. κοράκλα, μαμάκιας, μαμάκα, μανουλίτσα, μπαμπάκας, μπαμπακούλης, κορούλα, γιόκας, ξαδερφούλης, παππούλης, γιαγιουλίνι, γιαγιάκα κ.ο.κ.).

Κάποια από αυτά τα παράγωγα μάλιστα έχουν λάβει νέα, ιδιαίτερη σημασία, π.χ. μαμαδίστικος [=για φαγητό που μοιάζει με το αντίστοιχο της μαμάς, π.χ. Στην ταβέρνα μας θα βρείτε κάθε μέρα μαμαδίστικο φαγητό], μαμίσιος [=στην αργκό των νέων ανδρών για προϊόν που είναι έτσι από την κατασκευή του, π.χ. μαμίσιες είναι οι ζάντες ή του εμπορίου;], αδερφίστικος [=για κάτι που συνδέεται με ή ταιριάζει σε ομοφυλόφιλο: Ρε Τάσο, τι αδερφίστικο μπλουζάκι είν’ αυτό που φοράς!] κ.ο.κ.

Οι όροι συγγένειας, λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας της συγγένειας στη δομή και συνοχή των κοινωνιών, συνεπώς και στη ζωή του κάθε ανθρώπου, έγιναν πολύ συχνά τρόποι να κατανοούμε σχέσεις, φαινόμενα, ιδιότητες, αποκτώντας τις ανάλογες μεταφορικές σημασίες.
Οι όροι συγγένειας, λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας της συγγένειας στη δομή και συνοχή των κοινωνιών, συνεπώς και στη ζωή του κάθε ανθρώπου, έγιναν πολύ συχνά τρόποι να κατανοούμε σχέσεις, φαινόμενα, ιδιότητες, αποκτώντας τις ανάλογες μεταφορικές σημασίες.

Το τελευταίο διάστημα, τη δημόσια σφαίρα συζήτησης καταλαμβάνει το ζήτημα των ομοφυλόφιλων ζευγαριών, με φανατικούς υποστηρικτές τόσο της μίας όσο και της άλλης άποψης. Ταυτόχρονα, έχει τεθεί και το ζήτημα της ονοματοδοσίας των γονέων ιδίου φύλου, μερικές φορές με αστείο τρόπο, ως προσπάθεια μειωτικής αντιμετώπισης: Ο μαμάς, η μπαμπά; Γονέας α και β;

Μπορεί το θέμα αυτό να μην εμπίπτει στο πεδίο των ενδιαφερόντων και της στοχοθεσίας μας, ωστόσο, οι μεταφορικές/παράλληλες χρήσεις των λέξεων που υποδηλώνουν εξ αίματος ή και εξ αγχιστείας συγγένεια και τις οποίες προσπαθήσαμε, ακροθιγώς έστω, να παρουσιάσουμε, φωτίζουν το θέμα από μια άλλη, γλωσσική εν προκειμένω σκοπιά: πόσο ζωτικής σημασίας είναι για τον άνθρωπο το θέμα της συγγένειας και των σχέσεων που δημιουργεί.

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας είναι φιλόλογος-επιμελητής εκδόσεων και συγγραφέας.

 

[email protected]

LinkedIn: Vasilis Malisiovas

(Εμφανιστηκε 362 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.