12 Δεκεμβρίου 2022 at 13:43

Χριστούγεννα: Τα σπάργανα του Χριστού, το πάντρεμα της φωτιάς, οι καλικάντζαροι…

από

Χριστούγεννα: Τα σπάργανα του Χριστού, το πάντρεμα της φωτιάς, οι καλικάντζαροι…

Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

Έφτασαν τα Χριστούγεννα. Ειδικά στις πόλεις οι κεντρικοί δρόμοι είναι περίτεχνα φωταγωγημένοι, πλαστικοί και μεταμφιεσμένοι Αγιοβασίληδες είναι πανταχού παρόντες, τα καταστήματα στολισμένα για να δελεάσουν τους καταναλωτές, ενώ η τηλεόραση και το Διαδίκτυο μάς βομβαρδίζουν με ιδέες για το γιορτινό τραπέζι… Φιλετίνια αγριόχοιρου με μαύρη μπίρα και ροζ πιπέρι, φασιανός με λάδι τρούφας και πορτσίνι, μοσχαράκι με μελάσα ροδιού και κονιάκ, χοιρινό ψαρονέφρι με κράνμπερι και ντοματίνια σοτέ…

Άλλαξαν αρκετά οι διατροφικές μας επιλογές τα τελευταία χρόνια… Κι όχι μόνο αυτές…

Τώρα πάν’ αυτά… Τα παλιά τα χρόνια οι ν’κοκυρές όλη μέρα μαγείρευαν. Σήμερα οι γ’ναίκες μέχρι και τον καφέ… τον παραγγέλλουν στο σπίτι, να τ’ς τον φέρουν τα παιδιά με το μηχανάκι… Μωρ’ Βασίλη, πώς τα λέν’ αυτά τα παιδιά; Ντιλιβέρηδες;!!».
Τώρα πάν’ αυτά… Τα παλιά τα χρόνια οι ν’κοκυρές όλη μέρα μαγείρευαν. Σήμερα οι γ’ναίκες μέχρι και τον καφέ… τον παραγγέλλουν στο σπίτι, να τ’ς τον φέρουν τα παιδιά με το μηχανάκι… Μωρ’ Βασίλη, πώς τα λέν’ αυτά τα παιδιά; Ντιλιβέρηδες;!!».

Η Παναγία τύλιξε το παιδάκι της… με το σακούλι!


Με συγκίνησε πολύ η αφήγηση της θείας Ευανθίας, μετακινούμενης κτηνοτρόφου. Κατά την πάγια τακτική μου, δεν θα σχολιάσω το παραμικρό από την εξιστόρηση της Γέννησης του Χριστού. Αξίζει όμως να επισημάνω το ότι, μπορεί μεν η συνομιλήτριά μου να μη χρησιμοποιεί τη λέξη «φάτνη», γνωρίζει όμως τη σημασία της. Δεν σημαίνει «σπηλιά» η λέξη «φάτνη» (όπως νομίζουν οι περισσότεροι), αλλά το «παχνί», την ταΐστρα, δηλαδή το ξύλινο κουτί μέσα στο οποίο μπαίνει η τροφή των ζώων.

Εύλογη, φυσικά, η περηφάνια της για το ότι οι μακρινοί πρόγονοι-συνάδελφοί της ήταν παρόντες στο μέγα γεγονός εκείνη τη… βροχερή βραδιά!

«Αυτά π’ θα σ’ μολοήσω είναι πολύ παλιά… Από τότε π’ κρατιόνταν η γενεά η άλλη, οι παππούδες μας. Εγώ αγρίκ’σα (αγρίκησα: θυμήθηκα, έζησα μαζί) και τ’ βάβω μ’ (γιαγιά) και τον παππούλη μ’. Τότε κουβέντιαζαμαν κάθε βράδυ. Όπως κάθομαι τώρα με το γερο-Γιάννη (ενν. το σύζυγο) και κ’βεντιάζουμε γύρα απ’ το τζιάκι. Αυτοίνοι μάς τα ‘λεγαν…».

Η πληροφορήτρια δεν θυμάται πού γεννήθηκε ο Χριστός, οπότε ρωτάει τον σύζυγό της… Και συνεχίζει την αφήγηση: «Στα… Ιεροσόλυμα τον γένν’σε το Χριστό η Παναΐα, σε μία σπ’λιά, στα παχνιά απ’ τα βόιδια. Τον χνότ’σαν τα βόιδια και τον ζέσταναν!

Φόντα γίν’κε (τότε που γεννήθηκε) ο Χριστός στ’ σπ’λιά, ήταν πολύ κακιά η βραδιά! Έβρεχε πολύ! Νερό να ιδείς! Έρ’χνε με το καρδάρι, π’ το λέν’… Αλλά ήταν οι βλάχοι σιμά (κοντά)… Δεν είχε με τι να το φασκιώσει το παιδί η Παναΐα…

“Δεν ήταν να έρθει ένας βλοημένος σιαδώ;” είπε η Παναΐα. “Δεν έχω με τι να τ’λίξω το παιδί…”. Πάει (πήγε) στ’ς βλάχους να χαλέψει κάνα σκουτί (να ζητήσει ρούχο). Εκεί γύρα τ’ς ήταν οι τζιοπαναραίοι…

Δεν είχαν τίποτα οι βλάχοι, ένα σακούλι είχαν, αυτό μωρ’ Βασίλη, π’ βάνουμε το ψωμί μέσα. Σακούλι μάλλινο, πο’ ’χουν οι βλάχοι, απ’ αυτά τα παλιακά τα σακούλια π’ φκιάναμαν στον αργαλειό!

“Έχουμε ένα σακούλι…” είπαν τ’ς Παναΐα. Κι τ’ς είπε η Παναΐα “Δεν π’ράζει, ας είναι και το σακούλι…”. Ε, μ’ αυτό το σακούλι τον τύλιξαν το Χριστό! Αντίς για σπάργανα…

Πάν’ οι βλάχοι ούλοι στ’ σπ’λιά εκεί κι άναψαν φωτιά και σύμμασαν (μάζεψαν, πήραν στα χέρια) το μωρουλάκι.

Ήταν πολλοί βλάχοι εκεί, πρόβατα είχαν. Είχαν πολλά κοπάδια, άλλο σιαδώ, άλλο σιακεί, άλλο παρέκεια… Αριωτά (αραιά) τα κοπάδια. Αλλά το βράδυ τα συμμάζωναν και τά ‘βαναν στ’ σπ’λιά αυτήνη.

Η Παναΐα τύλιξε το Χριστό μες στο σακούλι και το σύμμασε το παιδάκι…

Φχαριστήθ’κε πάρα πολύ η Παναΐα με το καλό π’ τ’ς έκαμαν. Κι τ’ς ευχαρίστ’σε ολουνούς τ’ς βλάχους. Αυτ’νούς π’ συμμαζώχ’καν (μαζεύτηκαν, πήγαν).

Γι’ αυτό τ’ς έχει βλοημένους τ’ς βλάχους η Παναΐα. Θ’μάνται εκειό το καλό. Τ’ς ευκήθηκε η Παναΐα επειδή τ’ν πρόσεξαν πολύ. Κι εμείς τ’ν τιμάμε πολύ τ’ν Παναΐα…».

 

Τα σπάργανα του Χριστού


Μπορεί να μην υπήρχε ρούχο για να σκεπάσει η Παναγία τον Χριστό τότε που τον γέννησε, όμως σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση τα περισσότερα χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα εμπεριέχουν την έννοια του φασκιώματος, όπως για παράδειγμα οι δίπλες. Εμείς όμως στην Ήπειρο τις λέμε αλλιώς, παλιότερα μάλιστα τις έφτιαχναν σε μια… αυτοσχέδια κρεπεριέρα!

«Έλεγαν οι παλιές, να φκιάσουμε τα “σπάργανα τ’ Χριστού”, για να θ’μηθούμε πώς φάσκιωσε η Παναγία το Χ’στούλη. Ό,τι σκουτιά (ρούχα) είχε μαζί τ’ς η Παναΐα, αυτά φόρεσε ο Χ’στούλης.

Τα σπάργανα ήταν πέτουρα (φύλλο) από αλεύρι, φύλλο πλαστό (πλασμένο με το χέρι), όπως αυτά π’ φκιάνουμε για τ’ς πίτες.

Τον παλιό τον καιρό, τα σπάργανα τά ‘ψεναν σε μία πλάκα…

Έπαιρναν μία πλάκα μεγάλη, τ’ν έπλεναν καλά και τ’ν έβαναν να καεί στο τζιάκι. Αφού έβγαζαν θράκα πολλή τα κούτσουρα, έβαναν τ’ν πλάκα από πάνω και έρ’χναν το φύλλο και ψένονταν ίσια (αμέσως).

Είχαν δίπλα μια κατσαρόλα με σιορόπι. Έβαναν τα σπάργανα σ’ ένα τεψί μεγάλο, σ’ ένα σινί, έρχ’ναν αποπάνω το σιορόπι κι έρ’χναν καρύδες (=καρύδια) και κανελογαρίφαλα.

Άλλοι έρ’χναν ζάχαρη ή μέλι αποπάνω, ό,τι είχε το κάθε ν’κοκυριό κι ό,τι άρεγε τ’ καθεμιανού.

Αυτά τα σπάργανα τά ‘κοβαν λωρίδες και τά ‘βαναν σε λίμπες ή σάνια… Τα ξέρ’ς τα σάνια… Τσίγκινα πιάτα, να μη σπάν’, γιατί οι λίμπες ήταν πήλινες κι έσπαγαν.

Οι μεγάλοι έπαιρναν λίμπες, τα παιδιά έπαιρναν σάνια. Κι έτρωγαν όλοι απ’ αυτά τα σπάργανα τ’ Χριστού.

Ή άμα δεν έφκιαναν πέτουρα, έρ’χναν κουρκούτη (χυλό) απάνω στ’ν πλάκα, τ’ν άπλωναν μ’ ένα χ’λιάρι (χουλιάρι: κουτάλι) και ψένονταν. Κι έλεγαν κι ένα τραγούδι, “Ελάτε δώ, γειτόνισσες κι εσείς γειτονοπούλες, τα σπάργανα να φτιάξουμε και το Χριστό ν’ αλλάξουμε…”.

Τώρα πάν’ αυτά… Τα παλιά τα χρόνια οι ν’κοκυρές όλη μέρα μαγείρευαν. Σήμερα οι γ’ναίκες μέχρι και τον καφέ… τον παραγγέλλουν στο σπίτι, να τ’ς τον φέρουν τα παιδιά με το μηχανάκι… Μωρ’ Βασίλη, πώς τα λέν’ αυτά τα παιδιά; Ντιλιβέρηδες;!!».

Τώρα έχουν άλλα εθίματα ο κόσμος, πολιτσιάνικα (αστικά, της πόλης), τρών’ γαλοπούλες, στολίζουν δέντρα. Εμείς δεν ήξεραμαν τέτοια τότε.
Τώρα έχουν άλλα εθίματα ο κόσμος, πολιτσιάνικα (αστικά, της πόλης), τρών’ γαλοπούλες, στολίζουν δέντρα. Εμείς δεν ήξεραμαν τέτοια τότε.

 

Το πάντρεμα της φωτιάς


Το «πάντρεμα της φωτιάς» είναι ένα έθιμο με απώτατη παγανιστική καταγωγή. Πρόκειται για ένα τελετουργικό άναμμα της φωτιάς με ισχυρό συμβολισμό:

«Τ’ν παραμονή τα Χριστούγεννα ήφερνε ο μακαρίτ’ς ο πατέρας μ’ ένα κέδρο, ένα κλωνάρι, μία τούφα (τουφωτό κλαδί) μεγάλη. Άμα δεν ηύρισκε, ήφερνε πουρνάρι. Ηύρισκαμαν πουρνάρια ωδεκεί, γύρα απ’ το σπίτι.

Αυτό το κλωνάρι τ’ άφ’ναμαν μέσα στο τζιάκι, στ΄ν πίσω τ’ μεριά, πίσω απ’ τα κούτσουρα, για να μη μπαίνουν τα καλικαντζούρια απ’ το μπουχαρή (καμινάδα). Αυτό το κλωνάρι τό ‘βαναμαν στ’ν πίσω μεριά απ’ το μπουχαρή, το βράδυ π’ κόντευε να σβηστεί η φωτιά. Τ’ νύχτα ζηβιόνταν (σβηνόταν) η φωτιά, αλλά τα Χριστούγεννα το πρωί τ’ν άναφταμαν. Ο πατέρας μ’ σηκώνονταν κι άναφτε τ’ φωτιά με το τσιακμάκι (παλιάς τεχνολογίας αναπτήρας με πετρέλαιο και τσακμακόπετρες).

Τότε π’ αρχίναγε η φωτιά να καίει, έβανε ψηλά (πάνω) κι αυτό το κλαρί κι αυτό καίονταν. Τσακ τσακ…

Είχαμαν κι εμείς τα λιανοπαίδια από ένα κλωναράκι από κέδρο ή από πουρνάρι και τό ’βαναμαν κι αυτό να καεί. Κι τ’ν ώρα π’ καίονταν, λέγαμαν:

-Αρνιά, κατσίκια, νύφες, γαμπρούς!

Ευκή ήταν αυτό, ν’ αυγατίσει το βιος κι οι ανθρώποι μέσα στο σπίτι.

Και τότε μας έδωνε κι από ένα κουλουράκι η μάνα μ’.

Πού να ηύρισκε δεύτερο κ’λούρι να μας δώκει…

Μια μέρα εκειά τα χρόνια θ’μάμαι είχαμαν πάει σ’ ένα σπίτι σε μια θειάκω μ’, έψενε κ’λούρια, αλλά δεν είχαν ψηθεί καλά, τα ‘χε στ’ φωτιά ακόμα.

Μας είπε:

-Αχ, μωρέ παιδάκια μ’, ήρθαταν γλήγορα (νωρίς), δεν ψήθ’καν ακόμα…

Είπαμαν “δεν π’ράζει, θείτσα, θα κάτσουμε εδώ σε μια ακρούλα, να καρτερέσουμε μέχρι τότε π’ θα βγουν”.

Έκατσαμαν λίγο, αλλά τι να κάμει κι η θείτσα… Σήκωσε τ’ γάστρα και μας έβγαλε από ένα κ’λούρι, μ’σοψημένο!

Αλεύρι καθάριο (σταρένιο) δεν υπήρχε τότε, καλαμποκίσιο ήταν μαναχά. Το καθάριο τ’ αλεύρι το φύλαγαν στο σεντούκι για λειτουργιές, για κάνα πέτ’ρα (πέτουρα: φύλλα) για τ’ς πίτες, ε να ‘χουν και λίγο για να φκιάσουν κάνα κ’λουράκι τα Χριστούγεννα..».

Ενίοτε τελετουργός ήταν η μητέρα, όχι ο πατέρας:

«Η μακαρίτ’σσα η μάνα μ’ γεννήθ’κε το 1890. Έχει πολλά χρόνια π’ χάθ’κε, το ’78. Ήταν παλιακιά, δε λες τίποτα. Αλλά θ’μάμαι και τ’ς βάβες μ’ (γιαγιάδες μου), παππούδες δεν αγρίκ’σα.

Η μάνα μ’ π’ λες έκοβε μια βαντούλα (κλαδάκι) ρείκι, ‘ν’ έβανε στ’ φωτιά, στο τζιάκι, κι έλεγε “Αρνάκια, κατσικάκια…”. Το… έθιμα αυτό είχε μείνει σα γούρι, σαν ευκή, για να ’χει βιο το σπίτι. Γιατί τότε ζωντανά (ζώα) είχε ο κόσμος, τι άλλο θα να ’χε… Λίγα τα σιάδια (επίπεδα) τα χωράφια, κι αυτά ξερ’κά».

Σέβονταν τη Σαρακοστή


«Α; Δεν άκ’σα καλά… Τι εθίματα είχαμαν; ‘Ελα παρέθου (πιο κοντά)…

Τότε ο κόσμος κράταγε όλη τ’ Σαρακοστή, οι πιο… περισσότεροι σέβονταν τ’ Σαρακοστή προτού απ’ τα Χριστούγεννα, το Σαραντάημερο.

Εμάς η μάνα μ’ μάς νήστευε όλη τ’ Σαρακοστή, μπιτ, σαράντα μέρες, τότε που ’μασταν παιδιά. Έκαναμαν το σταυρό μας στο φαΐ, και μπροστά και πίσω (ενν. πριν και μετά). Το βράδυ μάς έβαναμαν οι γονέοι μας κι έκαναμαν τ’ν προσευχή προτού κοιμηθούμε. Εγώ και τώρα κάνω το σταυρό μ’ και κοιμάμαι.

Τα Χριστούγεννα τα περίμεναμαν εμείς τα παιδιά επί το πλείστον για να φάμε. Χ’στού-Λαμπρή (Χριστούγεννα και Πάσχα) έτρωγε κριάσι ο κόσμος.

Παραμονή τα Χριστούγεννα έσφαζαμαν το γ’ρούνι και συμμαζώνονταν 3-4 για να βοηθήσουν, να γδάρουν και να πάρουν γουρ’νοτόμαρο, για να φκιάσουν παπούτσια, σγαρόνια. Τά ‘φκιαναμαν μαναχοί μας αυτά τα παπούτσια μ’ αυτό το γουρνοπέτσι.

Το γ’ρούνι δεν το κράταγε όλο ο ν’κοκύρης, έδωνε και σ’ αυ’νούς π’ δεν είχαν, γειτόνους, συγγενείς…».

 

Χοιρινό κρέας καλοκαιριάτικα; Αποκλείεται!


Τα Χριστούγεννα λοιπόν ήταν μία από τις ελάχιστες μέρες του χρόνου που έτρωγαν κρέας, στο οποίο… δεν συμπεριλαμβανόταν το μοσχαρίσιο. Απολαυστική η αφήγηση του χρονομάρτυρα:

«Ξέρ’ς τι φτώχεια πέρασ’ εδώ;

Το γελαδ’νό το κριάσι δεν τό ‘τρωγαμαν εμείς, δεν ήμασταν μαθ’μένοι. Εδώ στο χωριό μας ήταν δυο χασάπ’δες κι τότε π’ πρωτόσφαξαν μ’σκάρια… τά ‘φαγαν μαναχοί τ’ς, γιατί δεν ήταν μαθ’μένοι οι ανθρώποι εδώ να τρών’ τέτοιο κριάσι.

Α, το γ’ρούνι τό ‘τρωγαμαν. Ένα τ’ χρονιά. Κι όχι όλοι, όποιος είχε τον τρόπο (ενν. δυνατότητα). Μαναχά τα Χριστούγεννα έτρωγαμαν γ’ρουνίσιο κριάσι.

Θ’μάμαι το ’58-’59, τότε που ‘χα πάει στ’ν Κατοχή Αιτωλοακαρνανίας, να δ’λέψω στα ρύζια. Είχαν κοπάδια γ’ρούνια εκεί. Και μο’ ’ρχονταν παράξενο εμένα γιατί… έτρωγαν το καλοκαίρι γ’ρούνια! Αλλά αυτοί είχαν ρεύμα και ψυγεία, εμείς δεν είχαμαν στο χωριό. Είχαν και τραχτέρια πολλά.

Είχαμαν κοπάδι, γιδοπρόβατα, αλλά δεν τά σφαζαμαν για να τα φάμε. Τά ’χαμαν για έχος (τα διατηρούσαμε για αναπαραγωγή και γαλακτοπαραγωγή). Ή τα πούλαγαμαν στο χασάπη να πάρουμε λεπτά, ν’ αγοράσουμε κάνα παντελόνι, κάνα παπούτσι.

Γίδια και πρόβατα έσφαζε ο κόσμος μαναχά αν ήταν σε κάνα γάμο, σε κάνα παν’γύρι… Όταν είχαμαν παν’γύρι στο χωριό, έσφαζαμαν ένα γίδι ή πρατίνα. Έκαναμαν τραπέζι, όλοι οι συγγενείς, τριγιάντα-σαράντα ανθρώποι μπορεί να ήταν, έπρεπε να φάν’. Στα σπίτια μας έτρωγαν. Αργότερα το τραπέζι τό ‘καναμαν στ’ν εκκλησιά (δηλ. προσφορά φαγητού μετά τη θρησκευτική πανήγυρη) και τώρα… πάν’ αυτά τα εθίματα, γιατί γιόμ’σε ο τόπος φαΐ.

Τα παλιά τα χρόνια, και στα πανηγύρια, και λεπτά να ‘χες, δεν ηύρισκες τίποτα να φας, δεν έψεναν. Αυτά π’ σ’ λέω, γένονταν προπολεμικά και λίγο αργότερα, μετά τ’ν κατάσταση (ενν. Εμφύλιο)».

«Κάθε χρόνο πόθευαμαν (εκτρέφαμε) ένα γ’ρούνι, για να το σφάξουμε τα Χριστούγεννα. Αυτό το γ’ρούνι τού ’χαμαν μαναρισμένο, το μανάριζαμαν (ταΐζαμε με ειδικές τροφές) για να γένει μεγάλο, να βγάλει οκάδες κριάσι.

Δεν του ’χαμαν απολυτό (ελεύθερο), δεμένο τού ’χαμαν μέσα στο κουμάσι (οίκημα, στάβλος). Απ’ το γ’ρουνοκούμασο έβγαινε μαναχά τ’ μέρα π’ θα το ‘σφαζαμαν. Είχαμαν έναν κουρύτο ξύλινο, ταΐστρα, εκεί το τάιζαμαν ό,τι είχαμαν: πλύματα άμα ξέπλεναμαν τ’ αγγειά από γάλα, αποζυμώματα απ’ το σκαφίδι, κολοκύθια, ό,τι περίσσευαν απ’ το σπίτι… Και γένονταν το γ’ρούνι θηρίο! Ογδόντα οκάδες!».

Αφού έσφαζαν το γ’ρούνι και τό ‘γδερναν, το λιάν’ζαν. Έβγαναν το ξίγκι και τό ‘βραζαν. Όταν έβραζε, έβγαινε το καθαρό το ξίγκι και έμνησκαν (έμεναν) οι τσιγαρίδες, μ’κρά κομματάκια κριάσι. Τ΄ς τσιγαρίδες τ’ς έτρωγαν, τ’ς έβαναν σε φαΐ, τ’γάν’ζαν αυγά.
Αφού έσφαζαν το γ’ρούνι και τό ‘γδερναν, το λιάν’ζαν. Έβγαναν το ξίγκι και τό ‘βραζαν. Όταν έβραζε, έβγαινε το καθαρό το ξίγκι και έμνησκαν (έμεναν) οι τσιγαρίδες, μ’κρά κομματάκια κριάσι. Τ΄ς τσιγαρίδες τ’ς έτρωγαν, τ’ς έβαναν σε φαΐ, τ’γάν’ζαν αυγά.

Τσιγαρίδες και πάστωμα


Επειδή δεν υπήρχε ρεύμα (άρα ούτε ψυγεία), έπρεπε να βρεθούν τρόποι για να συντηρηθεί το χοιρινό κρέας:

«Αφού έσφαζαν το γ’ρούνι και τό ‘γδερναν, το λιάν’ζαν. Έβγαναν το ξίγκι και τό ‘βραζαν. Όταν έβραζε, έβγαινε το καθαρό το ξίγκι και έμνησκαν (έμεναν) οι τσιγαρίδες, μ’κρά κομματάκια κριάσι. Τ΄ς τσιγαρίδες τ’ς έτρωγαν, τ’ς έβαναν σε φαΐ, τ’γάν’ζαν αυγά. Έφκιαναμαν και μαμαλίγκα: Αλεύρι καλαμποκίσιο, τσιγαρίδες, κρεμμύδι, κοκκινοπίπερο. Η μαμαλίγκα γένεται όπως η κουρκούτη (χυλός)… αλλά ξερή.

Το ξίγκι το ’λεγαν και γουρ’νολίπα, τό ‘βαναν σ’ αγγειά, καρδάρια, λαήνια. Δεν ήταν τότε αγγειά όπως είναι σήμερα. Το μεταχειρίζονταν αντίς για βούτυρο. Μαέρευαν μ’ αυτό. Μέχρι κι αυγά τ’γάν’ζαν με γουρ’νολίπα. Πού να βρεις λάδι, ήταν πολύ ακριβό, δεν τό ’φταναμαν εμείς (δεν μπορούσαμε να το αγοράσουμε).

Αφού δεν είχαμαν ψυγεία, το πάστωναμαν το γ’ρούνι, για να μη χαλάει το κριάσι, να βαστάξει καμπόσο καιρό. Θέλει αλάτι πολύ το παστό.

Έκοβες μερίδες το κριάσι, τ’ν κάθε μερίδα τ’ φλούμιαζες (φλόμωνες, γέμιζες) μ’ αλάτι και τ’ν έβανες πόστες πόστες (στρώσεις). Κι απαχπάνω έβανες και μια πασπάλη (στρώση) αλάτι. Αλάτι πολύ, όπως έχει ο… μπακαλάρος!

Κι όταν έβγανες λίγο κριάσι για να το μαειρέψεις, ήταν… δηλητήριο απ’ τ’ αλάτι! Πολύ αρμυρό! Σκάρφη (φυτομύκητας)! Έπρεπε να το βάλ’ς στο νερό, να ξαρμυρίσει. Αλλά τ’ αλάτι πότιζε (διαπερνούσε) μέσα και μέσα το κριάσι. Έπρεπε να τ’ αλλάξεις 2-3 φορές το νερό για να γλωσσιάζεται (να τρώγεται).

Άμα ξαρμύρ’ζε, το μαέρευες κανονικά.

Αν τ’ς πείραζε τ’ αλάτι; Δεν το σκέπτονταν ο κόσμος αυτό! Τήραγε να φάει μαναχά, να γιομώσει τ’ν κοιλιά του.

Αλλά και πόσες φορές θα να ‘τρωγε ένας άνθρωπος κριάσι, ας ήταν και λύσσα στ’ αλάτι; Μετρημένες ήταν οι φορές πο’ ’τρωγαμαν κριάσι».

Αυτά π’ θα σ’ μολοήσω είναι πολύ παλιά… Από τότε π’ κρατιόνταν η γενεά η άλλη, οι παππούδες μας. Εγώ αγρίκ’σα (αγρίκησα: θυμήθηκα, έζησα μαζί) και τ’ βάβω μ’ (γιαγιά) και τον παππούλη μ’. Τότε κουβέντιαζαμαν κάθε βράδυ.
Αυτά π’ θα σ’ μολοήσω είναι πολύ παλιά… Από τότε π’ κρατιόνταν η γενεά η άλλη, οι παππούδες μας. Εγώ αγρίκ’σα (αγρίκησα: θυμήθηκα, έζησα μαζί) και τ’ βάβω μ’ (γιαγιά) και τον παππούλη μ’. Τότε κουβέντιαζαμαν κάθε βράδυ.

 

«Ήταν και τότε πονηρός κόσμος…»


«Τα Χριστούγεννα ο πατέρας έφκιανε (εξέτρεφε) γ’ρούνια. Σκέψου να ιδείς τι φιλότιμο πατέρα είχα. Έσφαζε το γ’ρούνι και το μέραζε στ’ς μαχαλιώτες, από μία οκά στ’ν κάθε φαμ’λιά. Σάμα (μήπως) το ζύιαζε… Ε, από ένα κομμάτι.

Δεν είχαν οι άλλοι γ’ρούνι. Ο πατέρας μ’ δούλευε στα χωράφια του κι είχε καλαμπόκια κι έφκιανε ένα γ’ρούνι κάθε χρόνο για τα Χριστούγεννα. Γένονταν μεγάλο το γ’ρούνι.

Ψυγεία δεν είχαμαν, πού να βάλουμε… Αλλά ήταν και το χούι τ’ πατέρα μ’ να δίνει. Άμα ήξερε ότι κάποιος δεν είχε κάτι, ό,τι να είχε ο πατέρας μ’ θα τό ’δωνε (έδινε).

Αλλά μετά από χρόνια, που ’χαν αυτοίνοι γ’ρούνια, δεν είπε κάνας “Να δώκουμε και στο μπαρμπα-Νικόλα ένα κομμάτι γ’ρούνι…”. Μια οικογένεια ήμασταν εμείς, ενώ αυτοίνοι ήταν 10-12 φαμ’λιές. Ήταν και τότε πονηρός κόσμος, φθόναγαν τον άλλον… Πώς δεν ήταν, τι λες τώρα… Ήταν μια σειρά (ενν. οικογένεια, σόι), που ’ταν… Παναΐα βόηθα! Έκλεφταν πράματα (γιδοπρόβατα), τά ’σφαζαν και τά ’τρωγαν. Έρθονταν ξεμοτόχου (επί τούτω) στο μαντρί μ’ για να κλέψουν, όπ’θε (όπου) ήθελαν πάαιναν. Ήταν αυτή η σειρά να τ’νάζεις το φτερούδι (μεταφορικά, να κουνάς το πέτο, ο Θεός να σε φυλάει!). Άμα δεν τον φορέσεις τον άλλον (ενν. συναναστραφείς), δεν τον καταλαβαίν’ς τι άνθρωπος είναι. Εδώ ο άλλος σε κοραϊδεύει μπροστά στα μάτια σου…

Κάποτε ο πατέρας μ’ είχε πιάσει έναν απ’ αυτ’νούς στα κήπια, έκλεβε ρόκες (καλαμπόκια), φασόλια, ντομάτες, ό,τι ήταν. Και το ‘ρχονταν ντροπή να πάει να πιάσει τον κλέφτη… επ’ αυτοφώρος! Τι έκανε; Ξερόβ’ξε για να τον ακούσει ο κλέφτ’ς, για να φύγει».

Δεν απόσωσα (ολοκλήρωσα) με τα γλυκά π’ με ρώτ’σες… Αφού δεν είχαμαν ζάχαρη και λεπτά, πού θα τα ‘βρισκαμαν τα γλυκά; Αλλά τα Χριστούγεννα η μακαρίτ’σσα η βάβω σου η Ανθούλα (γιαγιά μου) μάς έφκιανε χαλβά με μέλι. Μ’σό και μ’σό αλεύρι, καθάριο και ροκίσιο (δηλ. σταρένιο και καλαμποκίσιο) και μέλι, αντίς για ζάχαρη.
Δεν απόσωσα (ολοκλήρωσα) με τα γλυκά π’ με ρώτ’σες… Αφού δεν είχαμαν ζάχαρη και λεπτά, πού θα τα ‘βρισκαμαν τα γλυκά; Αλλά τα Χριστούγεννα η μακαρίτ’σσα η βάβω σου η Ανθούλα (γιαγιά μου) μάς έφκιανε χαλβά με μέλι. Μ’σό και μ’σό αλεύρι, καθάριο και ροκίσιο (δηλ. σταρένιο και καλαμποκίσιο) και μέλι, αντίς για ζάχαρη.

 

«Δε βλόγαγε φράγκο στο σπίτι…»


Η μητέρα μου θυμάται τα παιδικά της χρόνια:

«Τότε που ‘μαν κοπέλα κούτσικη (μικρή), δεν ήξεραμαν τι είναι γλυκό. Ούτε και ζάχαρη, τίποτα! Δε βλόγαγε (δεν υπήρχε) φράγκο στο σπίτι! Κι άμα δεν έχ’ς μονέδα, με τι ν’ αγοράσεις το κάθε τι;

Αλλά ήμασταν μαθημένα εμείς τα παιδιά. Φτωχά γεννήθ’καμαν, φτωχοί κι οι γονέοι μας, δε χάλευαμαν (ζητούσαμε) ούτε γλυκό, ούτε τίποτα. Α, ένα πιάτο φαΐ μαναχά. Κανιά φασ’λάδα σε κανιά λίμπα (πήλινο πιάτο). Τ’ λίμπα τ’ν ξέρ’ς, χωματένια ήταν. Άμα σο’ ’πεφτε, γένονταν τρύψαλα. Τ’ς λίμπες τ’ς έπλαθε ο λαηνάς (αγγειοπλάστης) και τ’ς έψενε στο φούρνο.

Δεν απόσωσα (ολοκλήρωσα) με τα γλυκά π’ με ρώτ’σες… Αφού δεν είχαμαν ζάχαρη και λεπτά, πού θα τα ‘βρισκαμαν τα γλυκά; Αλλά τα Χριστούγεννα η μακαρίτ’σσα η βάβω σου η Ανθούλα (γιαγιά μου) μάς έφκιανε χαλβά με μέλι. Μ’σό και μ’σό αλεύρι, καθάριο και ροκίσιο (δηλ. σταρένιο και καλαμποκίσιο) και μέλι, αντίς για ζάχαρη.

Μας έφκιανε και κ’λούρια, αλλά χωρίς ζάχαρη. Πώς ζυμώνουμε το ψωμί, αλλά ξεροζυμωμένο, να μην το δ’λέψεις (ενν. ζυμώσεις) με πολύ νερό, να το ξεροζυμώ’εις όπως τ’ς λειτουργιές (πρόσφορα).

Απ’ αυτό το ζυμάρι έπαιρνε η μανούλα μ’ κι έπλαθε τα κ’λούρια, χωρίς ζάχαρη. Ψωμένια ήταν αυτά τα κ’λούρια. Είχαν και προζύμι μέσα και τ’ άφ’ναμαν και γένονταν (φούσκωναν, διογκώνονταν). Κι κοντά (έπειτα) τά ‘ψεναμαν στ’ γωνιά, στ’ γάστρα, όπως το ψωμί.

Απ’ τ’ μάνα μ’ έμαθα και τά ’φκιανα κι εγώ, δεν είχα κι εγώ ζάχαρη στο σπίτι όταν ήμαν νιόπαντρη. Έφκιανα κ’λούρια για το σιμοτινό (κοντινό) το σόι, τ’ αν’ψίδια τ’ άντρα μ’, τ’ αν’ψίδια τα θ’κά μου. Λογάριαζα πόσα κ’λούρια θέλω… Έλεγα με το νου μ’, πόσα παιδιά έχουν οι συνν’φάδες μ’ κι έφκιανα από ένα για το κάθε ανιψίδι. Ε, αν είχαμαν κι από ένα πορτοκάλι να τ’ς δώκουμε ή από ένα λουκούμι…

Τα παιδάκια τα καρτέρ’γαν αυτά τα κ’λούρια, γιατί ήταν νηστ’κά, όλο το χρόνο κ’λούρα ροκίσια (ψωμί καλαμποκίσιο) έτρωγαν, πού θα ηύρισκαν σιταρένιο; Ουου! Τα χαίρονταν αυτά τα κ’λούρια σα να περίμεναν τ’ Λαμπρή (Πάσχα), π’ το λέν’…

Τα σημερ’νά τα παιδιά είναι τόσο ταϊσμένα, π’ δεν έχουν φχαριστ’μό. Ό,τι και να τ’ς δώκ’ς, ούτε “φχαριστώ” δε σ’ λέν’… Και πρέπει να τ’ς δώκ’ς σοκολατάκι απ’ το καλό, να ‘χει κι αμύγδαλο μέσα, όχι ό,τι να ’ναι! Άμα τ’ς δώκ’ς γλυκό και δεν τ’ς αρέει, δεν το μαλάζουν ολότερα (δεν το αγγίζουν καν), γιατί τα ‘ναι τσιτωμένα (χορτασμένα).

Τώρα έχουν άλλα εθίματα ο κόσμος, πολιτσιάνικα (αστικά, της πόλης), τρών’ γαλοπούλες, στολίζουν δέντρα. Εμείς δεν ήξεραμαν τέτοια τότε. Τίποτα. Ούτε για κάλαντα πάαιναν τα παιδιά, μαναχά τ’ Λαζάρου και τ’ Σταυρωμένη Παρασκευή, βαριές γιορτές αυτές (παλιότερα τα παιδιά τραγουδούσαν τους θρηνητικούς ύμνους ανήμερα των δύο αυτών εορτών)».

Μπότσικες για γούρι


«Μπότσικες (αγριοκρεμμύδες) φ’τρώνουν ολούθε στα τόπια μας (πληθ. λ. τόποι). Σαν αγριοκρέμμ’δο μεγάλο είν’ αυτό, το ’χ’ς ιδεί κι εσύ. Δεν το τρώμε αυτό, ούτε τα πράματα (γιδοπρόβατα) δεν το τρών’.

Αλλά αυτήνη τ’ μπότσικα τ’ν είχαμαν για γούρι τα Χριστούγεννα. Πάαιναμαν εμείς τα παιδιά και ξεκώλωναμαν (ξεριζώναμε) μπότσικες, το κεφάλι μ’ όλο (το βολβό μαζί με τη) ρίζα και τ’ς έμπ’χναμαν στα παλούκια απ’ τη φράχτη (θηλ. γένους) απ’ τα μαντριά. Μία μπότσικα στα γίδια και μία στα πρόβατα, μία για κάθε μπ’λούκι (κοπάδι). Είχαμαν δυο μπ’λούκια πράματα και τά ’χαμαν χώρια, για να μην κουτριόνται (κουτουλιούνται). Γιατί οι γίδες και τα τραϊά έχουν ξύλα (κέρατα) και τα κουντράν’ τα πρόβατα. Άμα ήταν κανιά κουντρισιάρα (που κουτουλούσε) γίδα κι βάρ’γε κανιά πρατίνα, μπόρ’γε (μπορούσε) να τ’ σκοτώσει.

Τι σο’ ’λεγα… Α! Για τ’ς μπότσικες. Τ’ς είχαμαν για καλό, για να πάει καλά η νέα χρονιά, να ’ναι το έχος καλό, να ’ναι και τα πράματα καλά, κι εμείς οι τζιοπαναραίοι.

Τώρα τ’ άφ’καμαν αυτά τα εθίματα. Έρ’νται (έρχονται) τ’ αγγόνια μ’, στολίζουν δέντρο, αλλά αυτά δεν τα ‘ξεραμαν εμείς, είναι φερτικά (ξενόφερτα) αυτά τα εθίματα…».

Τα σημερ’νά τα παιδιά είναι τόσο ταϊσμένα, π’ δεν έχουν φχαριστ’μό. Ό,τι και να τ’ς δώκ’ς, ούτε “φχαριστώ” δε σ’ λέν’… Και πρέπει να τ’ς δώκ’ς σοκολατάκι απ’ το καλό, να ‘χει κι αμύγδαλο μέσα, όχι ό,τι να ’ναι! Άμα τ’ς δώκ’ς γλυκό και δεν τ’ς αρέει, δεν το μαλάζουν ολότερα (δεν το αγγίζουν καν), γιατί τα ‘ναι τσιτωμένα (χορτασμένα).
Τα σημερ’νά τα παιδιά είναι τόσο ταϊσμένα, π’ δεν έχουν φχαριστ’μό. Ό,τι και να τ’ς δώκ’ς, ούτε “φχαριστώ” δε σ’ λέν’… Και πρέπει να τ’ς δώκ’ς σοκολατάκι απ’ το καλό, να ‘χει κι αμύγδαλο μέσα, όχι ό,τι να ’ναι! Άμα τ’ς δώκ’ς γλυκό και δεν τ’ς αρέει, δεν το μαλάζουν ολότερα (δεν το αγγίζουν καν), γιατί τα ‘ναι τσιτωμένα (χορτασμένα).

Τα παγανά με τα κέρατα και την ουρά!


Μία από τις ισχυρότερες παραδόσεις των Χριστουγέννων είναι αυτή για τους καλικάντζαρους, τα παγανά όπως τα λέμε εμείς…

«Κάνει πολύ κρύο αυτές τ’ς μέρες… ψένει τα φίδια (παροιμιώδης φράση για τον παγετό)! Ε, τώρα Σαραντάημερο είναι, ζυγώνουν και τα Χριστούγεννα…

Τ’ς 24, παραμονή τ’ Χ’στού (Χριστουγέννων) βγαίνουν τα παγανά.

Χρον’κής (χρονικής: όλο τον χρόνο) τα παγανά, τα ‘ναι πέρα τα στεφάνια (βρίσκονται πέρα στους γκρεμούς), δε ζυγώνουν (πλησιάζουν) άνθρωπο, μαναχά τα Χριστούγεννα βγαίνουν σε κόσμο.

Πώς είναι τα παγανά; Έχουν κέρατα, έχουν νόρλο (ουρά), τα ποδάρια τ’ς είναι σαν τραϊά, πώς είναι οι σιαταναραίοι…

Ο μεγάλος ο Διάολος, με τα κέρατα τα μεγάλα, ο Τρικέρης (Τρικέρατος), ο Κουτσός, ο Τρισκατάρατος, είναι αυτός π’ τα διατάζει τα παγανά τι θα κάνουν αυτές τ’ς μέρες τα Χριστούγεννα.

Τα παγανά πααίνουν στα μαντριά και π’ράζουν τα πράματα (ενοχλούν τα ζώα), πααίνουν στα σπίτια και βάνουν τ’ αντρόυνα σε τσακωμάρες, κρυπώνουν και πράματα (κρύβουν αντικείμενα), τα ξαφανίζουν. Να το ’χ’ς εκεί, παράδειγμα, το μαχαίρι και να μη μπορείς να το βρεις!

Αυτήνη είν’ η δ’λειά π’ κάνουν οι σιαταναραίοι, τα παγανά, αυτές τ’ς μέρες.

Τ’ Σταυρού (5 Ιανουαρίου), παραμονή τ’ Φωτών, αλαφρώνει (μετριάζεται το κακό). Τότε περάει ο παπάς απ’ τα σπίτια και λέν’ τα παγανά “Πάμε να φύβγουμε, έρθεται ο ζουρλόπαπας με τ’ ζουρλορίγανη (ενν. βασιλικό)! Τ’ Φωτών, τότε είναι π’ τσακιόνται και φεύγουν, πάν’ στα τσακίσματα, πίσω τον ήλιο, μέσα στ’ς γρούσπες (σπηλιές), αλλά ματάρθονται τον άλλον το χρόνο…

Δεν τα π’στεύουν τα παιδιά αυτά τα πράματα. Εμείς τα πίστευαμαν αυτά γιατί είμαστε απ’ τ’ς παλιούς».

Οι παραωρίτες


Ευγενέστατη Γιαννώτισσα που γεννήθηκε προπολεμικά θυμάται:

«Οι παλιοί έσκιαζαν τα παιδιά μ’ ένα παραμύθιασμα τ’ς μέρες των Χριστουγέννων. Τ’ς έλεγαν “Άωρα, παράωρα, παράωρα μην κάθεστε, παραωρίτες είμαστε, κρεμόμαστε απ’ τ’ς φεγγίτες και τρώμε τ’ς παραωρίτες”, αυτ’νούς π’ κάθονταν παράωρα. Δηλαδή ότι είμαστε παραωρίτες κι εμείς, αλλά… τ’ς παραωρίτες π’ κάθονται αργά, τ’ς τρώμε! Τάχα το ’λεγαν τα κατσόιανα αυτό, τα καλικαντζάρια, τα παγανά. Όπως λέν’ τώρα στα παιδάκια για τον Αϊ-Βασίλη, “Κάτσε φρόν’μα, γιατί δε θα να ‘ρθει ο Αϊ-Βασίλης, να σ’ φέρει δώρο…”.

Φεγγίτες ήταν οι μπατζιάδες, τά ‘λεγαν και φωτερά, γιατί έμπαινε φως μέσα. Παραθυράκια στα κεραμίδια, αυτό ήταν οι φεγγίτες.

Φως μέσα τα σπίτια τα παλιά δεν είχαν, λάμπες με πετρόλαδο (πετρέλαιο) είχαν. Οι φτωχοί είχαν το σιαμντάνι, λυχνάρι με λάδι και με φιτίλι ήταν αυτό. Και για να μην καίν’ τίποτα, έσκιαζαν τα παιδιά το βράδυ, για να κοιμηθούν. Τα ‘βαζαν για ύπνο. Α, καλά… Σήμερα τα παιδιά κάθονται μέχρι τα ξημερώματα, να δουν και το τελευταίο το έργο!

Έκανε κρύο τότε πολύ, τα Χριστούγεννα. “Μπρος και πίσω του Χριστού (πριν και μετά τα Χριστούγεννα), η καρδιά του χειμωνιού”.

Νύχτα δεν έβγαιναν όξω ούτ’ οι μ’κροί, ούτ’ οι μεγάλοι. Απ’ τ’ς 9 η ώρα το βράδυ, “τζιαν τζιουν όξω (ούτε ψυχή)”, έλεγε ο πατέρας μ’… “Δέκα η ώρα, τώρα βγαίνουν τα θηρία…”. Τα πιστεύαμαν εμείς τα παιδιά.

Θ’μάμαι εγώ τράβαγα το κουρτινάκι να ιδώ τα θηρία, τα φαντάσματα… Αλλά τι να ιδείς… Αφού δεν ήταν δημόσια φώτα! Σκοτάδι πήχτρα! Ιδίως με τον Πόλεμο, το βράδυ έπρεπε να ‘χ’ς συσκότιση στο σπίτι, να βάν’ς διπλές κουβέρτες σ’ όλα τα παραθύρια, να μη μένει ούτε… ραφή! Γιατί άμα φαίνονταν λίγο φως, θα σ’ έπιαναν οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί, προπαντός οι Γερμανοί. Άμα φαίνονταν λίγο φως, έλεγαν ότι είσαι προδότ’ς, ότι δίν’ς σινιάλο για τ’ς Άγγλους…».

Καιγόταν ο πλάτανος στο καταχείμωνο!


Οι καλικάντζαροι δεν είχαν πάντα τη μορφή με την οποία τα γνωρίζουμε μέσα από τα παραμύθια και τις αφηγήσεις των γιαγιάδων μας… Ένας ηλικιωμένος συνομιλητής μου θυμάται τον τρόμο που βίωσε ως παιδάκι:

«Κάποτε έρθομαν από κάτω απ’ το μαχαλά (ενν. συνοικισμό, γειτονιά). Σιμά τα Χριστούγεννα ήταν. Νύχτωσα στο μαχαλά (απομακρυσμένη γειτονιά), ήθελαν να κοιμηθούν. Δεν είχαμαν και φως τότε, με τ’ς λάμπες και τα λυχνάρια ήμασταν.

Κι όπως έκαμα απάνω, τ’ράω (τηράω: κοιτάζω), ήταν ένας πλάτανος θηρίος (τεράστιος) εκεί! Τι να ιδώ… Φωτιά στον πλάτανο, μες στο καταχείμωνο! Λαμπάδα! Φλόγα μεγάλη! Ξέρω ‘γώ τι ήταν… Πειρασμικό (δαιμονικό πνεύμα, φάντασμα)!

Μαζώ’χα κι εγώ… Σκιάχ’κα (σκιάχτηκα: φοβήθηκα) πολύ! Λιανόπαιδο ήμαν, κανιά δεκαριά χρονών, τόσο.

Τι έκαμα; Γύρ’σα πάλι κάτω στο μαχαλά κι ήρθα από άλλο σοκάκι στο σπίτι.

Ο πατέρας τον ήταν στα Μεγάλα Δέντρα (τοποθεσία), είχαμαν πράματα (ζώα) εκεί, είχαμαν στάνη. Ο πατέρας μ’ κάθονταν εκεί τα βράδια, είχαμαν καλυβούλα κι ανάφταμαν φωτιά μες στ’ν καλύβα, κοιμάνταν εκεί ο πατέρας.

Μπήκα μέσα στο σπίτι λαχταρ’σμένος! “Καίεται ο πλάτανος στ’ Τζιαλακάπα απ’κάτω! Βγάτε όξω να ιδείτε!”, είπα εγώ. Βήκαν όξω, δεν ήγλεπαν τίποτε, ούτ’ εγώ είδα…

Αυτή η φωτιά ήταν φάντασμα! Αλλά ήταν αλήθεια! Δεν έλεγα ψέματα! Τ’ν είδα με τα μάτια μ’ τ’ φωτιά, δε μ’ του ‘πε άλλος…

Ο πατέρας μ’ ήταν… θρησκευτικός! Σάββατο βράδυ έρθονταν στο χωριό, για να πάει στ’ν εκκλησιά το πρωί. Κι εμένα μ’ έστ’λε Σάββατο βράδυ στο μαντρί.

Άλλη μια φορά ήμαν πίσω απ’ τον Αϊ-Ν’κόλα (ξωκλήσι), είχαμαν κάτι αρνιά κλεισμένα εκεί. Μ’ έστειλε μια μέρα ο πατέρας μ’, λιανόπαιδο, να πάω εκεί, μη μας πάρει κάνας τ’ αρνιά.

Τι κακιά τύχη ήταν… Τ’ αρνιά δεν τά ‘ταν στο μαντρί, εκεί π’ τά ‘χαμαν φρασμένα στ’ς λάκκες (περιφραγμένα στα λιβάδια)… Άει, λέω, κάποιος θα μας τά ‘κλεψε τ’ αρνιά…

Κι άιτε να ιδείς… Τι να κάμει ένα παιδί 10 χρονών τόσο μακριά απ’ τα σπίτια… Ήμαν στον έρμο τον τόπο! Δεν ήταν κάνας εκεί γύρα, στο Μέγα Κάμπο (τοποθεσία).

Φόβο έπαθα… Αλλά άκ’γα κιόλα. Ας πάω σιαδώ, λέω…

Βγαίνω παραπανούλια από μία βρύση πο’ ’βγανε λίγο νεράκι κι αποπάνω ήταν μια άγρια γκορτσιά (αχλαδιά).

Έκατσα εκεί κι είπα, θα μαυλίσω τ’ αρνιά (θα τα προσκαλέσω με ειδικό σφύριγμα), γιατί είχαν τσιοκάνια (κουδούνια), θ’ ακούονταν πού τά ‘ταν…

-Πρους, πρους, αρνάκια μ’…

Δεν άκ’σα τίποτα.

Κι εκείνη τ’ στιγμή π’ μαύλισα τ’ αρνιά, ακούσ’κε κάτι… Τι… Βουή μεγάλη! Δεν ήγλεπα τίποτα, αλλά άκ’γα καλά! Σιαϊταν’κό μεγάλο! Να κάνει κάτω αυτή η βουή κι έρθονταν προς τ’ εμένα, κι έσπαγαν τα καψάλια, τα καμένα τα ξύλα, και γένονταν πάταγος! Έσπαγαν μαναχά τ’ς τα καψάλια! Αυτός ήταν αέρας… σιαϊταν’κός!

Εγώ μανούρωσα (πάγωσα, ακινητοποιήθηκα) πίσω απ’ τ’ν αγριογκορτσιά! Κι η βοή δεν ήρθε προς τ’ εμένα και πάει πέρα στα στεφάνια κι έκοψαν κάτω τα στεφάνια (κατέρρευσαν οι γκρεμοί)!

Άκ’γα εγώ το στεφάνι να πέφτει. Δεν ήταν μακριά… Απ’ αυτό το σιαϊταν’κό…

Μόλις άκ’σα αυτήνη τ’ βουή π’ πήγε προς το στεφάνι, σηκώνομαι και φεύγω κοσή (τρέχοντας). Αλλού έπεφτα κι αλλού σηκώνομαν! Νύχτα ήταν…

Κόσεψα και πήγα στο μαντρί που ’χαμαν τ’ν καλύβα μ’ ένα κρεβατάκι μέσα. Μπήκα μέσα στ’ν καλύβα, πήρα στα χέρια ένα ξύλο… άμα έρθει… αυτός, ο καλικάντζαρος, σάμα ήξερα τι ήταν… Πήρα το ξύλο στα χέρια για να τον ζώσω (χτυπήσω) άμα έρθονταν εκεί…

Αυτά είν’ αλήθεια! Τι… Ψέματα θα σ’ πω…».

Η λεχώνα κοψοχολιάστηκε!


Οι λεχώνες ήταν πρόσωπα που επίσης έπρεπε να προσέχουν πάρα πολύ τις απρόσμενες συναντήσεις…

«Σαραντάημερο ήταν (ενν. το διάστημα 40 ημερών πριν από τα Χριστούγεννα). Ήμαν οχτώ μερών λεχώνα, θ’μάμαι. Οι λεχώνες δεν έπρεπε να πάν’ π’θενά μέχρι να σαραντίσουν. Έλεγαν οι παλιοί ότι άμα βγει όξω απ’ το σπίτι η λεχώνα κι αγναντέψει τα β’νά, άμα φέρει τα μάτια τ’ς γύρα (ενν. το βλέμμα), ραΐζουν τα β’νά. Γι’ αυτό οι λεχώνες φόραγαν μαντήλι μαύρο και τήραγαν χαμπ’λά (κοιτούσαν προς τα κάτω).

Εγώ είχα φαμ’λιά, ήμαν μικρομάνα, και δεν είχα νερό στο σπίτι κι έπρεπε να πάω στ’ βρύση για να γεμίσω τ’ βαρέλα (ξύλινο υδροδοχείο). Η βρύση ήταν μακριά, όξω απ’ το χωριό.

Τι να έκανα κι εγώ… Πήρα τ’ βαρέλα και τα κωλοπανάκια τ’ παιδιού για να τα πλύνω στ’ βρύση και να γιομώσω και τ’ βαρέλα.

Όταν έφευγαμαν για κανιά δ’λειά κι άφ’ναμαν το παιδί μαναχό του στ’ σαρμανίτσα (ξύλινη παιδική κούνια), άφ’ναμαν δίπλα του τ’ σκούπα ορθή, τα ίσια τ’ν έστηναμαν, όχι τ’ ανάποτα.

Δεν είχαμαν τότε… μπεμπιλίνα! Τα παιδιά τα φάσκιωναμαν με παλιές φανέλες, μάλλινες. Ήταν ζεστά αυτά τα κωλόπανα, γιατί ήταν μάλλινα. Αλλά ήθελαν πλύσιμο αυτά.

Πήγα στ’ν Κρυόβρυση (τοποθεσία), έβαλα τ’ βαρέλα να γιομίσει και πήγα στο ρεματάκι, ήταν μια γούρνα με νερό εκεί. Έβαλα τα κωλόπανα εκεί. Είχα μια πέτσα σαπούνι μαναχά.

Κι εκεί π’ αρχίν’σα κι έπλενα τα κωλόπανα, άκ’σα κάτω το ρέμα σαν κι να κοπάναγε ρούχα κι άλλη γ’ναίκα, σ’ άλλο βρο (μικρή φυσική πισίνα), παρακάτω. Ακούονταν… κουπ… κουπ… κουπ… ο κόπανος!

Α, είπα εγώ, θα ήταν η Όλγα, θα πλένει. Θάρρεψα.

Αλλά ο βρόντος απ’ τον κόπανο ζύγωνε (πλησίαζε) κατ’ εμένα… Ματάκ’σα απ’κατούλια, σιμά (άκουσα και πάλι, λίγο πιο κάτω, κοντά). Κουπ… κουπ… κουπ… Κατάλαβα! Φιδοζώσ’κα (φιδοζώστηκα, με περικύκλωσαν τα φίδια). Το “Πατερημών” έλεγα από μέσα μου, με το μυαλό μου.

Και ζύγωσε ακόμα σιμότερα ο βρόντος (ο ήχος ακούστηκε πιο κοντά)! Και κάτι έπεσε μέσα στο βρο! Κάτι πέταξε εκειός, ο Σιαϊτάνης, εκεί μπροστά μου! Πλαντζρ (ήχος πέτρας στο νερό)… Μέσα στο βρουδάκι πο’ ’πλενα τ’ς φασκιές!

Αλλά δεν έκρινα ντιπ (δεν μίλησα καθόλου)! Μαναχά το “Πατερημών” από μέσα μου.

Αλλά άκουσα και πέρα το πλάι (στην πλαγιά) κοντά (έπειτα)! Κουπ κουπ κουπ… Βρόντο μέσα στο λόγκο!

Πήγα ζαλιγκώθ’κα τ’ βαρέλα μ’, πήρα και τα κωλόπανα στα χέρια μ’, ήρθα στο σπίτι και δεν ήξερα σιαπού πάναιγα απ’ τ’ν αναφανταλιά μου (προς τα πού πήγαινα απ’ τον πανικό μου) με το πειρασμικό πού ειδα στο ρέμα.

Απίθωσα τ’ βαρέλα, άπλωσα τα κωλόπανα και μπήκα μέσα στο σπίτι…

Το παιδάκι μ’ κοιμάνταν ακόμα στ’ σαρμανίτσα (ξύλινη παιδική κούνια), πού να ήξερε το πλάσμα μ’ τι είχα περάσει εγώ…».

«Είχε σκέλος η γελάδα…»


Και βέβαια πονηρά πνεύματα υπήρχαν όλες τις μέρες του χρόνου…

«Ήμαν παντρεμένη κι είχα κι ένα παιδί, γύρα το ’62 π’ σ’ μολογάω.

Τα χινοπώρια ήταν (ήταν φθινόπωρο), καλοκαιρία ήταν, ξηρασία. Είχαμαν μία γελάδα κι ήθελε να πάρει μ’σκάρι (ενν. να συλλάβει). Ήταν ώρα βασίλεμα ηλιού. Τ’ν πήρα τραβώντα και τ’ν πήγα σ’ ένα χωριό, δίπλα απ’ το θ’κό μας.

Έφτασα στο χωριό, τ’ν πήγαμαν σ’ αυτόν που ‘χε το δαμάλι (ταύρο), για να σύρει (ζευγαρώσει), αλλά δεν ήθελε η λυκοφαωμένη (τετελεσμένη αρά, σαν να την έχει ήδη φάει ο λύκος την αγελάδα!). Η γελάδα είχε σκέλος (δαιμονική ενέργεια).

Αφού δεν είχε όρεξη η γελάδα να σύρει, χαλίπωμα (σούρουπο) τ’ν πήρα κι έφ’γα. Νύχτωσε αλλά ήταν φεγγαράκι, μέρα!

Είχα και μια αδερφή σ’ αυτό το χωριό. Και μου ’πε “Μη φεύγ’ς, νύχτωσε. Κάτσε να κοιμηθούμε εδώ, να φύβγ’ς το πρωί”, αλλά εγώ δεν έκατσα. Έφ’γα.

Κινώντα απάνω ‘ν’ ουρπακιά (μέσα στο πυκνό δάσος), ηύρα έναν πο’ ’ρθονταν απ’ ‘ν’ Άρτα. Με καλησπέρισε, τον ξεκαλησπέρισα και διάφ’κα (διάβηκα: έφυγα), με τ’ν αγελάδα τραβώντα με τ’ν αργανέλα (τριχιά).

Άμα βήκα απ’ τ’ν ουρπακιά και πήρα το σιάδι, είπα “Τώρα δε σκιάζομαι… Θα φτάσω στο χωριό…”. Πυκνό το δάσος, σο’ ’ρθονταν αναδοσιά (ρίγος), σκιάζοσαν. Αλλά εγώ, τίποτα… Δε μ’ έσκιαζε τίποτα!

Κι εκεί π’ περπάταγα… ηύρα τρεις γίδες μαύρες! Έφεγγε το φεγγάρι κι ήγλεπα καλά! Μία γίδα είχε κι κυπράκι (μικρό κύπρο, δηλ. κουδούνι). Κρρρ κρρρ…

Άμα (μόλις) τ’ς είδε η γελάδα, φύσ’σε (φύσηξε). “Βουου…”, έκαμε.

Με πήραν από κοντά οι γίδες (έρχονταν από πίσω μου). Εγώ αρχίν’σα κι έλεγα το “Πατερημών”. Δεν ήξερα γράμματα, αυτό ήξερα μαναχά, δεν ήξερα άλλη προσευχή.

Από μέσα μ’ το ’λεγα το “Πατερημών”, δε φώναζα, να μη μ’ πάρουν τ’ν κρίση (ομιλία) οι σιαϊταναραίοι! Γιατί τα γίδια αυτά ήταν… οι σιαϊταναραίοι μεταμορφωμένοι! Γίδια εκεί γύρα δεν ήταν π’θενά. Τι θα έκαναν μαναχά τ’ς τα γίδια στο δάσος;

Έλεγα τ’ν προσευχούλα, τήραγα το φεγγάρι κι έφεγγε αυτό…

Περπάταγα, δεν πάταγα καταή απ’ το φόβο μου! Και τ’ γελάδα τραβώντα! Περπάταγε το πραματάκι (ζωάκι)…

Δεν έκρινα ντιπ (δε μίλησα καθόλου), τίποτ’ άλλο! Αυτόν το φόβο π’ πέρασα τότε με τα πειρασμικά θα τον θυμάμαι όσο να πεθάνω!

Κι αφού έκαμα πόσο δρόμο (αφού διήνυσα μεγάλη απόσταση), άκ’γα μακριά αυτές τ’ς γίδες με το κυπράκι…

Κργκ, κργκ… Μακριά… Χάθ’καν μέσα στο λόγκο».

Υποδοχή νέου έτους… κατά προσέγγιση!


Ας αφήσουμε τις τρομακτικές αφηγήσεις κι ας έρθουμε στην… αλμυρή βασιλόπιτα και στο ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς!

«Τ’ Αϊ-Βασιλειού εμείς οι τζιοπαναραίοι φκιάνουμε ψωμί, αϊβασιλιόψωμα (ή βασιλόψωμο). Βάνουμε ένα πραματάκι μέσα, να ιδούμε ποιος θα το βρει. Ένα φράγκο, ένα δίφραγκο (εννοεί 1, 2 ευρώ), να ιδούμε ποιος θα το βρει, ποιος θα ’ναι τυχερός χρονικής.

Δεν είναι γλυκό αυτό, όχι, ψωμί είναι, αλλά το κεντάμε (διακοσμούμε) αυτό τ’ αϊβασιλιόψωμα, όπως κένταγαμαν τ’ς μπουγάτσες (γαμήλιους άρτους) για το γάμο εκειά τα χρόνια. Κλαρούλες και χεράκια και κοδέλες (στροφές, κύκλους) και στρούγκες που ’χαμαν τα πρόβατα μέσα. Τά ’χαμαν όλα στ’ αϊβασιλιόψωμα.

Τ’ Αϊ-Βασιλειού φκιάναμαν πίτα, τ’ν αϊβασιλιόπιτα, ό,τι πίτα νά ’ταν! Λαχανόπ’τα (χορτόπιτα), τυρόπ’τα, κρεασόπ’τα, ό,τι είχαμαν στο σπίτι.

Στ’ θ’κή μ’ την ημέρα, ό,τι πίτα να ‘ταν η αϊβασιλιόπιτα, όχι γλυκιά. Τ’ φκιάναμαν μερακλήτικη. Κι έβαναμαν μέσα γάλα, αυγά, λίγο τυρί, απ’ ούλα!

Βάναμαν φλουρί μέσα, ό,τι λεπτό (κέρμα) είχαμαν. Να ιδούμε ποιος θα το βρει, λέμαν (λέγαμε). Στ’ς καλύβες αυτά, πέρα στο Ξηρόμερο (στον νομό Αιτωλοακαρνανίας, όπου ξεχείμαζαν). Εκεί τύχαινε να ’μαστε τ’ Αϊ-Βασιλειού.

Συμμαζώνομασταν το βράδυ όλοι μαζί σε μια καλύβα, δέκα νοματαίοι, παραπάνω… Κόβαμαν τ’ν πίτα και τρώμαν όλοι μαζί, να ιδούμε σε ποιον θα τύχει το φλουρί.

Κ’βεντιάζαμαν, γελάμαν, λέμαν και κάνα τραγούδι. Λέμαν και τα “χρόνια πολλά”. Στα λιανοπαίδια δεν έκαναμαν δώρα, τι να τ’ς δώκουμε… Α, αν είχαμαν κάνα γλυκό, κάνα κομματάκι πίτα, έτσι τ’ βγάζαμαν εμείς τότε.

Κάθομασταν ώρα πολλή τ’ νύχτα, ν’ αλλάξει η χρονιά… Ε, μ’ αντικειασμό (κατά προσέγγιση). Αφού δεν είχε και κάνας ρολόι, να ξέρουμε τι ώρα είναι…

Βασίλη μ’, ας ήταν φτωχά τα χρόνια τότε, ήταν καλά…».

***

Πριν από μια δεκαετία περίπου, είδα ένα σύνθημα γραμμένο σε τοίχο πολυκατοικίας στην Αθήνα. «Χριστούγεννα: Γεμάτες τσάντες, άδειες καρδιές». Τώρα βέβαια ούτε το πρώτο ισχύει…

Για μία ακόμη χρονιά, πάνω απ’ τον πλανήτη πλανάται το βαρύ σύννεφο της αβεβαιότητας και του φόβου. Όπως πολύ εκφραστικά μού το είπε ηλικιωμένη συνομιλήτρια: «Ποιες γιορτές, παιδί μ’… Πάλι ξέκαρδα τα Χριστούγεννα φέτο, πάλι μοναχή μ’ θα είμαι… Και να στολίσεις το δέντρο, ποιος θα να ‘ρθει να το ιδεί; Οι… γάτες απόξω;».

Φυσικά, η μοναξιά δεν αφορά μόνο τους ολιγάριθμους κατοίκους απομακρυσμένων χωριών της πατρίδας μας. Στην επικαιρότητα μία είδηση κυριαρχεί: «Μαύρα Χριστούγεννα υπό τον φόβο της μετάλλαξης Όμικρον σε Ευρώπη και ΗΠΑ»…

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Email: [email protected]

LinkedIn: Vasilis Malisiovas

Πηγή: https://www.maxitisartas.gr/single_page.php?catid=&id=22450

(Εμφανιστηκε 417 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.