Τσίπουρο, κρασί, ξίδι: Γλυκόξινες ιστορίες…
Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*
Όλα τα ποτά εμπεριέχουν έναν δείκτη κοινωνικότητας, καθότι είναι συνδεδεμένα με τη συντροφικότητα, την καλή παρέα, την ευθυμία. Κατεξοχήν αυτό συμβαίνει τόσο με το κρασί, όσο και με το τσίπουρο, κυρίως όμως με το δεύτερο σε ό,τι αφορά την Ήπειρο. «Πότε θα πάμε για κάνα τσίπουρο;» είναι μια συνηθισμένη πρόσκληση για την ισχυροποίηση μιας φιλικής σχέσης. Αυτονόητη και η ερώτηση «Να βάλουμε ένα τσιπουράκι;» όταν πηγαίνουμε επίσκεψη, ακόμη και σύντομη.
Όταν ήμουν παιδί στο χωριό, θυμάμαι που πηγαίναμε με τους φίλους μου σε κάποια παλιά κτίρια, όπου οι μεγάλοι κάτι έβραζαν σε ένα μεγάλο καζάνι… Τα μάτια όλων ήταν κατακόκκινα από τους καπνούς της φωτιάς, αλλά κι από το διάφανο ποτό που έβγαινε αχνιστό!
Τα σταφύλια έχουν πραγματικά πολύ ζουμί…
Αητονύχι, το τραγανό
Πεντανόστιμο το αητονύχι, το απολαμβάνουμε ως επιτραπέζιο σταφύλι. Παλιότερα αποτελούσε τη… λεία πεινασμένων πιτσιρικάδων:
«Τ’ αητονύχι είναι άλλο σόι (ποικιλία) σταφύλι. Έρθεται κριτσιαν’στό (είναι τραγανό). Ασπροκόκκινες οι ρώγες (ροζέ, όπως τα σταφύλια φράουλα, αλλά με μακρόστενες ρώγες). Τα κοπάνια (τσαμπιά) απ’ τ’ αητονύχι είναι μεγάλα, κρέμονται σα να ’ναι μανάλια (μανουάλια). Και βαστάν’ μέχρι τ’ Χ’στού (Χριστούγεννα) άμα δεν τα πάρει αστένεια (αντέχουν μέχρι τα Χριστούγεννα αν δεν πληγούν από φυτονόσο).
Γλυκοφέρει αυτό το σταφύλι, αλλά δεν είναι γλυκαντζούρ’κο (γλυκερό, υπερβολικά γλυκό) όπως είναι η ζαμπέλα.
Τα παλιά τα χρόνια, δεν ύπαρχαν πολλά αητονύχια. Και δεν πρόπαγαν (προλάβαιναν) κιόλα να γένουν, γιατί ήταν λίγα και τά ’τρωγαμαν μ’σογινωμένα. Εμείς τα παιδιά τά ’τρωγαμαν μ’σοάγ’ρα, ίσια π’ μάντευαν (μόλις άρχιζαν να ωριμάζουν).
Φύλαγαμαν στα ξένα τα κλήματα, να λείπει ο ν’κοκύρ’ς (ιδιοκτήτης), μη μας πιάσει με τα σταφύλια στο χέρι!
Τ’ αητονύχια πολλές φορές τά ’ταν καβαλαρωμένα στα κλαριά (αναρριχώμενα πάνω στα δέντρα), στ’ς ελιές, στ’ς καρυές (καρυδιές)…
Κρεβατίνες (κατασκευή για να αναρριχάται το κλήμα και ταυτόχρονα να εξασφαλίζει φυσική σκίαση) είχαν μαναχά απόξω απ’ τ’ μάντρα (αυλή). Στα χωράφια τ’ αητονύχια… όπου καβαλάρωναν (σκαρφάλωναν, αναρριχώνταν). Κι ανέβαιναμαν απάνω στα κλωνάρια σαν τ’ς ν’φίτσες για να κλέψουμε κάνα αητονύχι, να γιομώσει η κοιλιά μας…».
Με τη ζαμπέλα… πηγαίνει η ψυχή παρακάτω!
Θρυλείται ότι η ζαμπέλα προέρχεται από μια βασίλισσα της Ισπανίας. Συγκεκριμένα, το όνομα Ιζαμπέλα με επανανάλυση (σύγχυση στον χωρισμό του ονόματος) θεωρήθηκε ως άρθρο και κύριο όνομα μαζί… η Ζαμπέλα! Ψιλά γράμματα της γλωσσολογίας, θα πείτε. Οι παλιοί ξέρουν άλλα χαρακτηριστικά αυτού του μικρόρωγου μαύρου σταφυλιού με το υπέροχο άρωμα και τη μελένια γεύση. Χρησιμοποιείται κατεξοχήν για παραγωγή τσίπουρου. Η μητέρα μου μολογάει:
«Τα παλιά παλιά τα χρόνια, δεν είχαμαν ζαμπέλες στο χωριό μας. Αλλά ήταν ένας χτίστ’ς σιαπανίσιος (από τα μέρη σιαπάνω, δηλ. τα ορεινά) κι μας ήφερνε πατάτες και ζαμπέλα κι έτρωγαμαν. Ν’ (την) έτρωγαμαν προσφαϊστή, τ’ν προσφάιζαμαν με ψωμί για να μας φτάσει, να τσιτώσουμε (χορτάσουμε). Ν’ έτρωγαμαν και με ψωμοτύρι, καλύτερα ακόμα! Λιανοπαίδια ήμασταν τότε, πείναγαμαν.
Είναι καλό οπωρ’κό η ζαμπέλα. Σ’ πααίνει η ψυχή παρακάτω (το απολαμβάνεις)! Μαύρη η ζαμπέλα, τα κοπάνια είναι κούτσικα (τα τσαμπιά είναι μικρά), αλλά έχει γέψη γλυκιά και μυρωδιά καλή, μοσκοβολάει. Και βαστάν’ (αντέχουν) πολύ κρύο. Δεν έχουν ανάγκη. Άμα δε ρίξει πασπάλα χιόνι, οι ζαμπέλες βαστάν’ στα κλήματα μέχρι τ’ Αϊ-Βασιλειού (Πρωτοχρονιά)!
Δεν είχε τότε… ξωρέξια, να φέρ’ς απ’ ’ν’ Άρτα, ό,τι έβγανε το σπίτι (ιδιοπαραγωγή και ιδιοκατανάλωση). Μ’κροί, μεγάλοι, αυτά έτρωγαν.
Κοντύτερα (αργότερα) έβαλαν κι εδώ ζαμπέλες όλος ο κόσμος. Τώρα οι πλειότεροι (περισσότεροι) δεν κοτάν’ να φάν’ ζαμπέλα, γιατί έχουν ζάχαρο, είναι όλοι ζαράλικοι (φιλάσθενοι), έχει χίλια ζαράλια τώρα ο κόσμος. Αλλά όλοι βγάνουμε τσίπ’ρο κάθε χρόνο, κι ας μην το πίνουμε. Το ’χουμε για φιλιές (η φιλιά: το δώρο)».
Η ευρεσιτεχνία της απόσταξης
«Ξέρ’ς πώς έβγαναμαν το τσίπ’ρο; Αφού είχαμαν τ’ς ζαμπέλες, τ’ς μάτσιαζαμαν (πολτοποιούσαμε) με τα χέρια, τ’ς έβαναμαν σ’ έναν τάλαρο (ξύλινο βαρέλι )να βράσουν (υποστούν ζύμωση). Κι άμα πέραε ανάμιση μήνας, έπαιρναμαν όλα τα σταφύλια τα ματσιασμένα μαζί με το ζ’μί και τά ’βαναμαν σ’ ένα καζάνι μεγάλο, το ρακοκάζανο, χαλκωματένιο. Έστρωναμαν χαμόρεικα (είδος ρεικιού) στον πάτο απ’ το καζάνι για να μην τσουκνώσουν τα σταφύλια (ενν. να μην κολλήσουν, να μην “αρπάξουν”), έβαναμαν μέσα τα σταφύλια και κούπωναμαν (σκεπάζαμε) το καζάνι με το λουλά.
Αυτός ο λουλάς, το κούπωμα έχει σωλήνα μεγάλη. Σφράιζαμαν αποπάνω με βρίζινο αλεύρι (ενν. σικάλεως), να μη βγαίνει καθόλου αχνός (ατμός) αχπάνω. Γιατί… αυτός ο αχνός π’ ιδρώνει είναι το τσίπ’ρο!
Είχαν τυλιμένα γύρα-γύρα τη σωλήνα με άχυρα, κι έπεφτε νερό για να κρυώνει, γιατί άμα δεν κρύωνε θα ’φευγε ο αχνός.
Όταν κρύωνε ο αχνός, τσουρνάραγε (έσταζε) τσίπ’ρο σ’ ένα αγγειό. Λίγο έσταζε… σα να κατ’ράει το κατσίκι!
Πρώτο ήταν το πρωτοστάλαμα, το πρωτοράκι π’ το ‘λεγαν. Ήταν αψύ! Δε γλωσσιάζονταν, όχι!
Εκεί πο’ ’βραζαν (ενν. γινόταν η απόσταξη τσίπουρου), μαζώνονταν οι γειτόνοι, έλεγαν κ’βέντες, κάνα τραγουδάκι… “Βάζω νερό στην καλαμιά, γεια μ’ κι ο ήλιος τη μαραίνει, πες μου Ελένη τι θα γένει… Τα παλικάρια του χωριού εσύ θα τα τρελάνεις, μωρ’ Ελένη μου, εσύ θα τα τρελάνεις, χαϊδεμένη μου”. Και τελειώνει το τραγούδι…».
Λεπτομέρειες κυρίως για τον λουλά από τον επόμενο πληροφορητή:
«Για να βγάλ’ς τσίπ’ρο, έπρεπε να ’χ’ς ένα καζάνι χαλκωματένιο, καλαλισμένο από τον καλατζή (επικασσιτερωμένο από τον ειδικό τεχνίτη), ό,τι καζάνι να ’ταν. Τ’ς άλλες μέρες τού ’χαμαν για άλλες δ’λειές, να βράζουμε το γαλαχτερό, να κόβουμε το ξ’νόγαλο, να το φκιάνουμε αρτυμή (γαλακτοκομικό υποπροϊόν).
Αποπάνω απ’ αυτό το καζάνι έβαναν το λουλά, ένα κούπωμα. Αλλά έπρεπε να… φιλεί γύρα στα χείλια (να εφαρμόζει απολύτως), να μη φεύγει αχνός καθόλου.
Στον πάτο έβαναμαν χαμόρεικα ή άχυρα, για να μην τσουκνώνουν τα σταφύλια, να μην κρού’ν (κρούουν: αγγίζουν) στον πάτο.
Κι εκεί π’ φίληγε (εφάρμοζε) το καζάνι με το λουλά, έφκιαναν ζυμάρι από βρίζινο αλεύρι, γένονταν σαν κόλλα, το κόλλαγαν γύρα-γύρα, να μη φεύγει καθόλου αχνός.
Ο λουλάς ήταν… σαν τρούλος από εκκλησιά (ενν. καμπύλος). Αυτός ο αχνός έβγαινε μέσα από μία σωλήνα κι εκεί στ’ν άκρη τού ’χαμαν τυλιμένο με άχυρο, κρύωνε ο λουλάς κι ο αχνός γένονταν τσίπ’ρο. Γιατί αν δεν είχες νερό, θα να ’βγαινε ο αχνός πέρα (θα εξατμίζονταν)!
Αν δεν είχαν βρίζα για να φκιάσουν ζυμάρι, έφκιαναν λάσπη με στάχτη, το σφράιζαν το καζάνι με το λουλά, για να ’ναι κουπωμένο, να μη φεύγει ο αχνός (ατμός)».
Όταν καπνίζει ο λουλάς… στο ρέμα!
Η πρώτη κουβέντα της συνομιλήτριάς μου αφορά την επικαιρότητα:
«Τώρα τι φάμπρικα (ιστορία, περιπέτεια) είν’ αυτό π’ ακούεται μ’ αυτήνη τ’ Μουτσιουβάνα (ενν. κορωνοϊός, μετάλλαξη Μποτσουάνας), δεν ξέρει κάνας…».
Ερχόμαστε φυσικά στο προκείμενο:
«Βγάζαμαν τσίπ’ρα τα παλιά τα χρόνια. Κι εμείς κι οι γονέοι μ’. Τώρα δε μπορούμε.
Μαζεύαμαν τ’ ζαμπέλα, τα ματσιάζαμαν τα σταφύλια, να γένουν ντιπ πολτός. Τα ματσιάζαμαν με τα χέρια αν ήταν λίγα. Αν ήταν πολλά, τα βάναμαν μέσα σε μία ναϊλένια σακκούλα, τα πατάμαν εκεί με τα ποδάρια, για να μη χύνεται το ζουμί και τα ρίχναμαν μέσα σ’ ένα βαρέλι ξύλινο, τάλαρος λέονταν αυτό.
Αυτό “έβραζε” για κάνα μήνα, ενάμιση. Τα σταφύλια κάθονταν στον πάτο κι απάνω έβγαινε το κρασί (ενν. ο χυμός των σταφυλιών) και τότε ήταν έτοιμο να το βάλουμε στα καζάνια, να βράσει για να βγει το τσίπ’ρο.
Από τότες π’ αγρίκ’σα, κρυφά το βγάναμαν το τσίπ’ρο. Και σήμερα, πάλι απογορεύεται. Άμα μάθουν, σε τυλιούν (τυλίγουν) σε μια κόλλα χαρτί (ενν. σε μηνύουν).
Αφού απογορεύονταν, δεν το βγάναμαν σιμά στο σπίτι, για να μη μας ιδούν. Τότες δεν ήταν νερό στα σπίτια (δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης), και πααίναμαν στα ρέματα, όπου είχε νερό. Και να ’μαστε και λίγο ανάμερα, να μη μας βρουν καταστρατίς (δηλ. στη μέση του δρόμου). Φυλάονταν ο κόσμος απ’ τ’ς χωροφυλάκους. Ε, και να πέραγε και κάνας χωριανός απ’ το λαγκάδι και να μας ήγλεπε, δε θα έλεγε τίποτα. Τότε δεν ήταν προδοσιές όπως είναι σήμερα, αλλά φυλαγόταν ο κόσμος, γιατί ήταν απογερεμένο το τσίπ’ρο».
Άλλη βιομαρτυρία για απόσταξη τσίπουρου στο ρέμα:
«Εκειά τα χρόνια πηγαίναμαν μες στα λαγκάδια που ’χε νερό. Εμείς δεν είχαμαν ούτε στέρνα για να πιάσουμε νερό (ενν. να συγκεντρώσουμε).
Παίρναμαν τα σταφύλια απ’ το σπίτι, λίγα-λίγα, και τα κουβαλάμαν εκεί, για να βγάλουμε το τσίπ’ρο. Νερό δεν υπήρχε αλλού απ’ τα ρέματα. Και για πιει (ενν. πόσιμο) απ’ τα ρέματα κ’βάλαγαμαν νερό για το σπίτι, σε βαρέλες ξύλινες. “Πάρ’ τ’ βαρέλα (ξύλινο υδροδοχείο που το μετέφεραν στην πλάτη) και σύρε (πήγαινε) να πάρ’ς νερό”, μας έλεγε ο πατέρας ή η μάνα μας σ’ εμάς τα παιδιά.
Ανάφταμαν φωτιά και βάζαμαν το καζάνι με τα σταφύλια, τ’ς ζαμπέλες, για να βγει το τσίπ’ρο.
Με προσοχή η φωτιά! Λίγα ξύλα, για να καίει η φωτιά. Γιατί άμα βάλ’ς πολλά ξύλα, βγάζει κοκκινάδα το τσίπ’ρο. Αυτός ο αχνός βγαίνει κόκκινος άμα βράσει πολύ το καζάνι, βγαίνει κόκκινο πέρα (ενν. ο ατμός, άρα και το παραγόμενο τσίπουρο).
Άμα κοκκινίσει, πρέπει να σταματή’εις τ’ φωτιά, να βγάλ’ς το λουλά, αυτήνη η σωλήνα απ’ το καζάνι, να τ’ν πλύν’ς. Γιατί άμα δεν τ’ν πλύν’ς, θα βγάνει πολλή ώρα το τσίπ’ρο με κοκκινάδα, χαλασμένο. Δε γένεται τσίπ’ρο αυτό, δεν πίνεται. Το λέμε σιαμούτα αυτό.
Αυτό το κόκκινο το τσίπ’ρο, για να μην πάει χαμένο, το ρίχναμαν πάλι μέσα στο καζάνι, να ματαβράσει, να βγει ο αχνός, να καθαρίσει η σωλήνα και να βγει καλό το τσίπ’ρο.
Εκεί στο λουλά π’ βγαίνει το τσίπ’ρο, είχαμαν τυλιμένη τ’ σωλήνα με στέ’η, καλάμια από βρίζα (ενν. άχυρα σίκαλης), για να πέφτει το νερό ψ’λά (πάνω) και να μην καίεται το τσίπ’ρο, γιατί χαλάει απ’ τ’ ζέστα το τσίπ’ρο.
Τα παλιά τα χρόνια εκεί στο ρέμα δεν είχαμαν σωλήνα κι έφκιαναμαν ένα αυλακάκι για να πααίνει το νερό ψ’λά στ’ σωλήνα, να κρυώνει ο λουλάς για να βγαίνει το τσίπ’ρο.
Σ’ αυτήνη τ’ δ’λειά (ενν. απόσταξη) δεν έρθονταν άλλος, εμείς οι σπ’τίσιοι μαναχά. Ε, αν έρθονταν κάνας, αυτός ήταν φίλος, για να πιει κάνα τσίπ’ρο τότε πο’ ’βγαινε.
Άμα τύχαινε να περάει κάνας άλλος, δεν έλεγε τίποτε, δε μας πρόδωνε, γιατί… ήθελε να βγάλει κι αυτός τσίπ’ρα. Απ’ το μαχαλά (ενν. συνοικισμό χωριού) δε σε πρόδωνε κανένας, γιατί ήθελαν να κάνουν κι αυτοί τ’ν ίδια δ’λειά.
Α, Βασίλη μ’, μπουμπ’νίζει όξω τώρα! Πάταγος γένεται! Θα πάω να συμμάσω τα γίδια…».
«Θέλει τέχνη… για να βγάλ’ς τσίπ’ρα!»
Καλή και η απόσταξη, αλλά αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα τι γίνεται με τη ζαμπέλα;
«Είχα πολλή ζαμπέλα, αλλά δεν είχα καζάνι (ενν. άμβυκα) για να βγάλω το τσίπ’ρο. Θέλει τέχνη για να βγάλ’ς τσίπ’ρα! Το κρασί γένεται μαναχό του, το τσίπ’ρο πρέπει να το σταλάξεις (αποστάξεις) από λίγο, να μην τρέχει σιούδα πολλή (ενν. με ορμή, σαν βρύση)! Άμα τρέξει πολύ, σα νερό, δεν καίει το τσίπ’ρο, δεν έχει γράδα (βαθμούς οινοπνεύματος)!
Αφού είχα ζαμπέλα κι εγώ, τι να κάνω; Κλάδεψα το κλήμα, έμασα τ’ς ζαμπέλες, ξερώγιασα τα σταφύλια, έβγαλα χώρια τα τσάμπουρα (τα στέμφυλα), η κλάρα πο’ ’χει το σταφύλι, τα μάτσιασα με τα χέρια, να βγει ο μούστος, το… ψαχνό απ’ το σταφύλι! Να βγάλει το ζ’μί. Πώς το ματσιαλάς (μασουλάς) όταν το τρως… Δεν το καταπαίν’ς ακέριο (δεν το καταπίνεις ολόκληρο), το ματσιαλάς στο στόμα.
Αυτόν το μούστο τον έπ’γα από λίγο λίγο. Τον ανακάτευα το μούστο κι έπαιρνα από λίγο μ’ ένα ποτήρι, αλλά είχα κι ένα τούλι, για να μην πααίνουν τα τσάχαλα (σκουπιδάκια) μέσα στο ποτήρι.
Θέλει φύλαμα το κρασί, γιατί πααίνει χνίπα (σκνίπα) στ’ν κάνουλα. Τότε π’ δούλευαμαν στα νησιά, στ’ Ζάκυνθο, μάζωναμαν τ’ς ελιές, και τύχαινε κανιά χνιπούλα (σκνίπα) στο κρασί. Και στ’ν ταβέρνα τα ίδια… Μας έλεγε ο ταβερνιάρ’ς π’ μας ήφερνε το κρασί “Μάγκες μ’, τι να κάνουμε… Είναι και κανιά χνιπούλα στο κρασί…”.
Είχαμαν κι άσπρα και κόκκινα σταφύλια, αλλά αυτά… ξεγένεψαν! Χάθ’καν ντιπ! Ξεπατώθ’καν! Όπως ξεγενεύει ο κόσμος!
Εδώ στα ορεινά έχουμε και το κρύο, δε γλυκαίνουν τα σταφύλια, μένουν ξ’νά και πααίνουν χαμένα… Γιατί και ποιος να τα κλαδέψει τα κλήματα; Θέλουν κλάδεμα, για να μην ξεροματιάσουν. Άσπρη βέργα δεν αφήν’΄ς στο κλάδεμα, όχι, γιατί είναι… ανατροφικιά, δεν έχει θυμό (δύναμη ανάπτυξης)! Το κόβ’ς πολύ το κλήμα κι αφήν’ς μαναχά τ’ς κόκκινες τ’ς βέργες, στα τρία τα “μάτια” (σημεία διακλάδωσης κλήματος)».
Τσίπουρο από κούμαρα
Επειδή προπολεμικά τα σταφύλια ήταν δυσεύρετα, οι Ηπειρώτες είχαν βρει μια άλλη εναλλακτική για να αποστάξουν τσίπουρο… και μάλιστα με δωρεάν πρώτη ύλη! Ο 91χρονος βιομάρτυρας έχει τον λόγο:
«Εγώ θ’μάμαι τη ρακή προτού απ’ τον πόλεμο (ενν. το 1940). Το τριγιάντα τόσο… Τριγιάντα οχτώ, τριγιάντα εννιά, εκεί μέσα… Αλλά τα ’χα αγρικήσει (δει, βιώσει) αυτά π’ σ’ μολογάω.
Σταφύλια δεν είχαμαν καθόλου, όχι. Η ζαμπέλα και το τσίπ’ρο ήρθε κοντά (αργότερα). Ο πρώτος που… εφεύρε το τσίπ’ρο ήταν… ο παπάς! Ο μακαρίτ’ς ο παπα-Βαγγέλ’ς! Αυτός ήταν από ένα άλλο χωριό, απ’ τα ορεινά. Αυτός ο παπάς ήφερε κλήμα στο χωριό μας. Κλήμα κανονικό, ριζινό (δηλ. με ρίζα), όχι μπόλι (δηλ. το φύτεψε, δεν μπόλιασε άγριο). Ξέρ’ς, πιάνουν (ενν. φυτρώνουν) και τα κλάδια απ’ το κλήμα, γένονται κι αυτά.
Προτού τον πόλεμο τα κούμαρα είχαμαν για να βγάνουμε ρακή. Τήρα να ιδείς… Μ’κροί και μεγάλοι, όλοι μάζωναμαν. Όποιον τον ήφερνε η στράτα απ’ το λόγκο, ήφερνε κούμαρα. Ή πάαινε και ξεμοτόχου (δηλ. αποκλειστικά γι’ αυτόν τον σκοπό, για να μαζέψει κούμαρα).
Είχαμαν από ένα τροβαδάκι υφαντό για να βάνουμε τα κούμαρα μέσα. Δεν ήταν τενεκέδια, ούτε τσιάντες, που ’ναι σήμερα. Τροβάδια υφαντά είχαμαν.
Πάαιναμαν στο λόγκο και μάζωναμαν ένα μπακούλι (σακούλι) τ’ φορά. Γιατί για να γιομίσεις ένα καδί, τάλαρο (ξύλινο βαρέλι) κούμαρα, έπρεπε να πας πολλές φορές στο λόγκο, μέρες ολόκληρες. Το καδί είναι για να βγάνουμε το ξ’νόγαλο και το βούτυρο. Και τα ταλάρια τά ’χαμαν για να βάνουμε τυρί. Τα ΄φκιαναν οι βαγενάδες, έτσι τ’ς έλεγαν.
Για κόλλα στα βαρέλια έβαναν ζυμάρι από βρίζα (σίκαλη) γύρα-γύρα στο γράδο, σαν αυλάκι (σημείο ένωσης). Έφκιανε τ’ς δούγες (ξύλινες σανίδες) και για να τ’ς δέσει, αφού δεν ήταν λαμαρινένια στεφάνια, αλλά και να ήταν, δεν είχε λεπτά ο κόσμος για ν’ αγοράσει τέτοια, να τα πληρώσει.
Για στεφάνια, έπαιρνε λουμάκια, νεαρό φυτό, από κέδρο, να μην είναι γερόντζουλο (γέρικο δέντρο), τά ’κοβε, τα πελέκαγε, τα φτήναινε, και σε μια σκάλα (εσοχή) τα θηλύκωνε αυτά τα ξ’λάκια, το βάραγε με το σφυρί κι έρθονταν και κόλλαγαν. Εκεί πο’ ’σμιγαν τα δυο τα ξύλα, έβαναν ζυμάρι από βρίζα, γένεται σα ρετσίνι αυτό, σαν κόλλα! Γιατί το ζυμάρι το καλαμποκίσιο σκορπάει (διαλύεται), δεν είναι για τέτοια δ’λειά. Έπρεπε να ‘ναι καθάριο, ή στάρι, ή βρίζα καλύτερα.
Να ’ρθουμε πάλι στα κούμαρα… Ματσιάζονταν κιόλα τα κούμαρα στον τροβά, αλλά δε χάλαε η δ’λειά. Έτσι κι έτσι (ούτως ή άλλως), “έβραζαν” τα κούμαρα. Και ξέρ’ς, αφού αυτό γένονταν σα μούστος. Άμα έπ’νες αυτό το ζ’μί, αφού άργαζε (υφίστατο ζύμωση), μέθας (μεθούσες)! Αυτά τ’ άφ’ναν 2-3 μήνες. Κιο (μα) το χινόπωρο και το χειμώνα είναι τα κούμαρα.
Κι άμα σε πρόδωναν κανιά φορά, έρθονταν ο χωροφύλακας και σ’ τα ’χυνε! Τ’ς έδωνε μια κλοτσιά και τά ’χυνε ωδεκεί (επιτόπου)!
Γιατί απαγορεύονταν η ρακή απ’ τα κούμαρα! Στο εμπόριο ήταν το ούζο, αυτό πούλαγαν, έπρεπε ν’ αγορά’εις απ’ αυτό! Και σο’ ’ρθονταν να τον σκοτώσεις! Να παιδεύεσαι τόσο κι αυτός να σ’ τα χύνει με μια κλοτσιά! Ξέρ’ς τι είναι να παιδεύεσαι τόσο, να μαζών’ς ένα-ένα κούμαρο που ‘ναι τόσο μ’κρό… Άει, τράβα εσύ και μάσε, να γιομώ’εις έναν τάλαρο!
Οι χωροφυλάκοι έρθονταν για το μπαξίσι, για το χαρτζιλίκι (δωροδοκία)… Άμα ήσαν προδωμένος κι έρθονταν ο χωροφύλακας, δεν τα γλίτωνες τα κούμαρα, σ’ τά ’χυνε! Και πλέρωνες και πρόστιμο! Γιατί η ρακή από κούμαρα ήταν λαθραία, απαγορεύονταν… όπως τα χασίσια τώρα! Η δ’λειά ήταν να μη σε βρει ο χωροφύλακας, γιατί δε γλίτωνες! Πού θα τα τρύπωνες (έκρυβες) τα κούμαρα… Εμάς δε μας έφτασαν (βρήκαν) ποτέ για τέτοια δ’λειά…
Ε, τύχαινε καμιά φορά κι ήταν και κάνας καλός άνθρωπος απ’ αυτ’νούς τους χωροφυλάκους, έκανε τα στραβά μάτια… Εμείς έβαναμαν (φυτεύαμε) και λίγα καπνά, για να φκιάνουμε κανιά τσιγάρα (η τσιγάρα!). Κάποτε ήρθε ένας χωροφύλακας, γιατί ήταν προδομένος ο γέροντας, ο πεθερός μ’, ότι έχει λαθραίο καπνό. Ήρθε ο χωροφύλακας, έπ’γε και καφέ, είπε και κ’βέντες κι έφ’γε, δε μας έκαμε τίποτα ντιπ. “Να φ’λάεστε…”, αυτό είπε μαναχά όταν έφ’γε. Για να καταλάβουμε εμείς… ότι κατάλαβε που ’χαμαν λαθραίο καπνό.
Ξεστράτισα απ’ τ’ν κουβέντα (έχω βγει εκτός θέματος συζήτησης)… Η ρακή πο’ ’βγαναμαν απ’ τα κούμαρα δεν ήταν για πούλημα, δεν έκαναν ούλοι αυτήνη τ’ δ’λειά, για το σπίτι (ενν. για ιδιοκατανάλωση) ήταν αυτήνη η ρακή. Ούτε ήταν σ’ όλο τον τόπο κουμαριές. Έπρεπε να ’σαι σιμά (κοντά) στο λόγκο. Δεν πάαινε ο άλλος να μάσει κούμαρα. Εμείς ήμασταν μέσα στο λόγκο, μες στ’ς κουμαριές, φύλαγαμαν τα γίδια και μάζωναμαν και κούμαρα.
Τ’ ρακή τ’ν έβγαναμαν στο καζάνι (ενν. την αποστάζαμε στον άμβυκα), όπως βγάνουμε τώρα το τσίπ’ρο απ’ τα σταφύλια.
Αυτήνη η ρακή απ’ τα κούμαρα ήταν λίγη, για κάνα μ’σαφίρη τ’ν είχαμαν. Ε, να πίνουν κι από λίγη οι μεγάλοι, από ένα ρακοπότηρο.
Δεν είχαμαν και πού να τ’ βάλουμε τ’ ρακή. Πού να ηύρισκες αγγειά (δοχεία). Δεν ήταν τίποτε τότε μέσα στο σπίτι, όχι. Τ’ν έβαναμαν σε κάνα φ’τσέλι (βουτσέλι: βαρέλι) άμα είχαμαν».
Το θεραπευτικό πόντζι
«Το τσίπ’ρο το ’χουν για πιόμα οι μπεκρήδες. Ε, καλό είναι να πίν’ς ένα ρακογυάλι (μικρό ποτήρι, “σφηνάκι”) το βράδυ, αλλά όχι να πιεις όσο γλέπουν τα μάτια σου!
Εμείς το ’χουμε και για γιατρικό. Άμα σε στρίφει η κοιλιά (έχεις πονόκοιλο), φκιάν’ς ένα πόντζι ζεστό…
Πώς το φκιάνουμε; Σ’ ένα καφόμπρικο βάνουμε ένα ρακογυάλι τσίπ’ρο και νια (μια) μύτη ζάχαρη. Άμα πάρει να χοχλάξει, το βγάνουμε απ’ τ’ φωτιά, γιατί λαμπαδιάζει το μπρίκι, είναι σπίρτο (ενν. καθαρό οινόπνευμα).
Το βάν’ς σ’ ένα φριτζιάνι και το πίν’ς από λίγο λίγο, από μία καταψιά, ζεστό το πίνουμε για να μας περάσει η κοιλιά.
Πόντζι με τσίπ’ρο φκιάνουμε κι άμα ανημπορήσουμε από κανιά κολιάντζα (αρρωστήσουμε από γρίπη).
Πίν’ς απ’ αυτό το πόντζι και γερεύεις τ’ν άλλη τ’ μέρα!».
Η βαμπακούρα
Ένα υποτυπώδες γιατρικό για την αντιμετώπιση του κρυολογήματος ήταν η βαμπακούρα, μια αυτοσχέδια κομπρέσα:
«Η βαμπακούρα ήταν φάρμακο εκεινού τ’ καιρού, γιατροσόφι (πρακτικό φάρμακο). Άμα είχαμαν κάναν πόνο, όπου είχαμαν κάνα σφάχτη στα πλεμόνια, στα πλευρά, στ’ν κοιλιά, στο λαιμό… ίσια (αμέσως)! Αρπάζαμαν ένα κομμάτι βαμπάκι, το γιομίζαμαν σπίρτο (οινόπνευμα) ή τσίπ’ρο. Τ’ν ίδια δ’λειά έκανε και το τσίπ’ρο. Άμα βάναμαν ρακή, έρ’χναμαν και κοκκινοπίπερο.
Το π’ρώναμαν (πυρώναμε: ζεσταίναμε) λίγο στο τζιάκι, αλλά όχι σιμά στ’ φλόγα, μην καούμε κιόλα!
Και τ’ βάζαμαν αυτήνη τ’ βαμπακούρα απάνω στον πόνο (ενν. σημείο όπου πονούσαμε). Τ’ βαμπακούρα τ’ βάζαμαν όταν θα πάαιναμαν να κοιμηθούμε.
Σκεπαίνομασταν καλά με τ’ βελέντζα (είδος κλινοσκεπάσματος), κατσιλώνομασταν (κουκουλωνόμαστε) καλά-καλά μέχρι τ’ αυτιά, μέσα το κεφάλι… Τ’ νύχτα ανάβαμαν απ’ το σπίρτο (οινόπνευμα) ή απ’ το τσίπ’ρο και το κοκκινοπίπερο το καυτερό, κόβαμαν ιδρώτα (ιδρώναμε πολύ) και το πρωί… ήμασταν περδίκι!
Τότε δεν ξαπόσταινε ποτέ ο κόσμος, δεν ήταν για να κάθεται στο κρεβάτι. Έπρεπε να ’σαι τ’ θανατά για να κάτσεις! Δάγκαναν τα χείλια κι σηκώνονταν και με πόνο και ξεπόνο! Ποιος θα να ’βγαζε τα γίδια για βοσκή, ποιος θα τ’ άρμεγε…Δεν περιμένουν οι δ’λειές τ’ χωριάτη…
Δεν άδειαζε τότε ο κόσμος ν’ ανημπορέψει (δεν ευκαιρούσε ν’ αρρωστήσει), να ξαπλώσει.
Α, σήμερα για ψύλλου πήδημα πιάνουμε το κρεβάτι και δε σηκώνομαστε! “Ούι, κάπως δε μπορώ σήμερα, θα κατσιουλωθώ, να κάτσω στο κρεβάτι…”».
Παρεμφερής χρήση ήταν για εντριβές: «Άμα είχαμαν αρπάξει πούντα (κρυολόγημα), έρχ’ναμαν κούπες (βεντούζες). Φόντα (όταν) τελείωναμαν τ’ς κούπες, έτριβαμαν αυτόν π’ του’χαμαν ρίξει ποτήρια (βεντούζες) και τον έτριβαμαν με οινόπλυμα. Αν δεν είχαμαν οινόπλυμα, τον έτριβαμαν με τσίπ’ρο, γιατί έχει σπίρτο (οινόπνευμα) το τσίπ’ρο. Τον έτριβαμαν ολούθε στο κορμί, στα σκοινιά, αχπάνω στα σβέρκια (μύες τραχήλου), στα πλευρά και στ’ μέση, μέχρι τον ουρίτσικα (κόκκυγας). Τον σκέπαζαμαν καλά για να γερέψει. Ή άμα μας πόναγαν τα ποδάρια ή είχαμαν κάνα σφαϊό (οξύς μυϊκός πόνος) στ’ν πλάτη, μας έτριβαν με τσίπ’ρο κι έπαυαν οι πόνοι».
Η ντεμπίνα… έχει τον ήλιο μέσα της!
Συνεχίζουμε με το κρασί… Η ηλικιωμένη συνομιλήτριά μου μάς μιλάει για μια άγνωστη ποικιλία σταφυλιού.
«Στο Ζαγόρι είχαμαν τ’ ντεμπίνα, σταφύλι διαλεχτό, κρουστό (τραγανό, σκληρό). Άντεχε αυτό το κλήμα στα κρύα. Γιατί ώς το Μάρτη κάνει και παγωνιές στο Ζαγόρι. Χιονίζει κιόλα!
Ξαστόησα (ξέχασα) τι έλεγα… Α! Για το σταφύλι, τ’ ντεμπίνα. Ήταν γλυκό σταφύλι, νόστ’μο. Άσπρο, ξανθό. Το καλοκαίρι, όταν γένονταν σιγά-σιγά, είχε τον ήλιο μέσα του! Ήγλεπες μέχρι το κουκούτσι. “Πήρε να φέγγει το σταφύλι”, έλεγε η κυραμάνα (γιαγιά). Κι άμα γένονταν τα σταφύλια, ακούμπαγαν στο σιάδι, καταή (δηλ. στο έδαφος)! Έπρεπε να πάμε να φ’λάξουμε τα σταφύλια, απ’ τα ζ’λάπια! Π’λιά, αλεπές (αλεπούδες) τα ρούφαγαν με το στόμα τ’ς. Ο σκαντζόχοιρος τι έκανε… Βάραε το κλήμα… με τα χέρια του (με τα μπροστινά πόδια)! Έπεφταν οι ρώγες, αυτός γένονταν κ’βάρι, κυλιόνταν καταή και τσιτώνονταν (καρφώνονταν) οι ρώγες απάν’ στ’ αγκάθια του! Μέχρι κι αρκούδες έτρωγαν τα σταφύλια! Έτρωγαν πολύ και τα κεράσια, έσπαγαν κλάρες ακέριες (κλαδιά ολόκληρα). Τυρανιόνταν ο κόσμος απ’ τα ζ’λάπια…
Αλλά το χειρότερο ζ’λάπι… ήταν ο άνθρωπος! Οι κλέφτες… Α πα πα! Δεν άφ’ναν τίποτα! Θ’μάμαι το κάτω το δέμα (αναβαθμίδα) τ’ς κυραμάνας ήταν σιμά στο κλαδερό (κοντά στο δάσος) και το κατάκλεβαν οι κλέφτες! Έπαιρναν τα σταφύλια στον ντροβά… και γένονταν καπνός! Ενώ δεν είχαν αμπέλι… χόρταιναν σταφύλια οι κλέφτες!
Ήταν πολύ έξυπνη η κυραμάνα… Πάαινε μία και δυο φορές στ’ αμπέλια, κάθε μέρα, κι ήξερε πόσες κουτσούνες (τσαμπιά) έχει το κάθε κλήμα. Με κλειστά μάτια! “Το τάδε κλήμα βαΐζει (γέρνει) απ’ τα σταφύλια!”. Άμα ήγλεπε κάνα σταφύλι κομμένο στον κόμπο (διακλάδωση βλαστού) χτυπιόνταν στα γόνατα (χαρακτηριστική κίνηση απελπισίας). “Λέλε μ’! Λέλε μ’! Κακή μ’ καταρροή (καταστροφή)! Πάλι μ’ έκλεψαν! Με γρουσούζλεψαν!”
Δεν έσκουζε για τα σταφύλια, γιομάτο ήταν τ’ αμπέλι, αλλά γιατί ήταν γρουσουζλιά να κλέψουν το βιο (θεωρούσαν μεγάλη κακοτυχία το κλέψιμο, το να υπεξαιρέσει κάποιος ένα περιουσιακό τους στοιχείο χωρίς να τους ρωτήσει)
Τρυγούσαν τ’ αμπέλια και τα φόρτωναν με σεπέτες (μεγάλα τετράγωνα καλάθια), για να κάθονται καλά στα πλευρά τ’ αλόγου. Κι έλεγαν “Πόσα φορτώματα έβγαλες απ’ τ’ αμπέλι;”, “Φέτος είχα μπερεκέτι (άφθονη σοδειά)”, έλεγε ο άλλος και καμάρωνε.
Πάταγαν τα σταφύλια στο μεγάλο το καδί (μεγάλος ξύλινος κάδος), αλλά είχαν και τη μπούτινα (μικρό πατητήρι, φορητό) άμα είχαν λίγα σταφύλια. Το πάταγαν στ’ αμπέλι και κ’βάλαγαν το ζ’μί απ’ τα σταφύλια με ασκιά, για να μην κάνουν πολλά αγώια (δρομολόγια με τα ζώα)…».
Το σχολείο… μύριζε κρασίλα!
Το κρασί όμως δεν ήταν μόνο για τους μεγάλους, αλλά και… δεν το είχαν μόνο για ποτό:
«Πολλά χωριά στα Γιάννενα είχαν αμπέλια από παλιά, ιδίως στ’ Ζίτσα, Καρίτσα, Γραμμενοχώρια (πέριξ του χωριού Γραμμένο), Ζαγοροχώρια, Μέτσοβο…
Τα παλιά τα χρόνια τού ’χαν και για… προσφάι το κρασί! Η κρασότριφτα ήταν παπάρα με κρασί κόκκινο, θ’μάμαι εγώ. Κρασί με ψωμί στο π’νάκι (πινάκι: βαθύ πιάτο, συνήθως ξύλινο). Τέτοιο έδιναν πολλές φορές και στα παιδιά να φάν’ το βράδυ. Και το πρωί πάλι κρασότριφτα! Ε, για τα παιδιά τ’ αραίωναν με νερό. Τι να ’τρωγαν τα καψόπαιδα…
Πάαιναν στο σκολειό με μια κ’ταλιά κρασότριφτα. Και απ’ τ’ν άμπ’ρα (η άμπουρα: εκπνοή, ανάσα)… μεθούσε ο δάσκαλος, γιατί μύρ’ζε όλο το σκολειό… κρασίλα! Ή μήνα (μήπως) πλένονταν τα παιδιά; Κάθε Σαββάτο τά ’λουζαν, στ’ σκαφίδα (ξύλινη σκάφη). Κι το χειμώνα ακόμα πιο αριά, γιατί άμα ήταν παγωνιά, πού να τα πλύνουν τα παιδιά… Έβαναν το σκουγμό (κλάμα). Κι απ’ αυτά τα μαυρόπαιδα (ενν. δυστυχισμένα) βήκαν και γιατροί και καθηγηταί και δικηγόροι… Χωριατούλια από ’δώ γύρα απ’ τα χωριά μας…
Κρασότριφτα π’ λες, Βασίλη μ’… Τι να τ’ς δώκουν… Το κρασί τού ’χαν μπόλικο, ενώ το γάλα το αψυχούσαν (τσιγκουνεύονταν), ήθελαν να φκιάσουν τυρί, βούτυρο, γκίζα. Έπρεπε να κρατήσουν σπίτι ολόκληρο με το γάλα. Έτσι μεγάλωνε τότε ο κόσμος…
Ή έτρωγαν… τσιάι με ψωμί, πάλι παπάρα. Όχι σκέτο τσιάι, αλλά με ψωμί, να σε πιάκει, να σε κρατήσει το ψωμί!».
Οι κατάρες για τη γυάλα!
«Άμα χτύπαγε κάνα παιδί στο γόνα, κόσευε η μάκω (έτρεχε η γιαγιά) με τη γαράφα (μπουκάλα) με το τσίπουρο για να ρίξει στ’ν πληγή και το καψόπαιδο έσκουζε, γιατί το τσίπ’ρο τσούζει πολύ.
Τ’ν έλεγαν και γυάλα τ’ μπουκάλα. Γυάλα μία είχαν, πού να τ’ βρουν… Μπορεί να σο’ ’δωναν οκάδες τσίπ’ρο, δεν τ’ς έγνοιαζε, του ’χαν μπόλικο. Αλλά άμα δεν τ’ς γύρναγες (επέστρεφες) τ’ γυάλα, σε σκότωναν! Πού να ‘βρισκαν γυάλα; Να πάν’ στα Γιάννενα ν’ αγοράσουν;
Και πού ν’ αγοράσεις; Έρχονταν οι γυρολόγοι με τα μ’λάρια φορτωμένοι. Έλεγαν ο κόσμος “Α, να ξοδέψω λεφτά; Μπα, όχι… Περνάω και μ’ αυτά τα πράματα πο’ ’χω…».
Τα παλιά τα χρόνια, ο κόσμος δεν τα ’ξεραν τα ψώνια. Ψών’ζαν όταν έκαναν προίκες, να παντρέψουν τα παιδιά.
Τώρα; Όλος ο κόσμος αγοράζει πράματα. Γιόμ’σαν τα σκούπρα (σκουπίδια) ρούχα και παπούτσια.
Α! Κι άμα έσπαγε κάνα παιδί τ’ γυάλα… ιιι… τι γένονταν… Πάαιναν οι κατάρες βρόντο (ήταν συνεχόμενες)! “Ούι! Η μαύρη εγώ! Τι έπαθα… Μωρ’ αστραποκαμένο (τετελεσμένη αρά, σαν το έχει κάψει ήδη ο κεραυνός το παιδί!), μωρέ γκουβοβαλμένο (=σε έχουν βάλει ήδη στον τάφο!), μωρέ φιδοφαωμένο, μο’ ’κανες τ’ γυάλα τρύψαλα!
Η φτώχεια τα ’κανε όλα… Παράδες δεν είχε κανένας, απούθε (από πού) να τ’ς βρει; Είδος μ’ είδος ήταν (ενν. τα πάντα στηρίζονταν στην ανταλλακτική οικονομία, αφού δεν κυκλοφορούσε ρευστό)».
Τα παρατσούκλια των αλκοολικών
«Ήταν και τα παλιά τα χρόνια πιοτήδες. Το ούζο πάαινε μπροστά (δηλ. ήταν το βασικότερο), άλλα πιοτά δεν ήταν, ούτε ουίσκια, ούτε μπίρες, όχι.
Κοντύτερα κυκλοφόρησε το τσίπ’ρο και στα μαγαζιά, στα καφενεία. Είχαν και παραγκώμια (παρατσούκλια) στ’ς πιοτήδες. Τ’ς έλεγαμαν και μεθίκλες. Άμα ήταν κάνας ουζοπότης τον έλεγαμαν… Ούζο! Μήτσιο Ούζο παράδειγμα.Τώρα πο’ ’χουμε τσίπ’ρα, έχουμε τ’ς τσιπράδες. Άμα έπ’ναν κρασί, τ’ς έλεγαν κρασοπότες. Το κρασί ήταν… από ανέκαθεν, αλλά όχι στα χωριά τα ορεινά, δεν έπ’ναμαν πολύ, γιατί ήταν κι ακριβό, του ’χαν σε μεγάλη πολυτέλεια.
Θ’μάμαι ήταν ένας εδώ στο χωριό, είχε μία ταμ’ζάνα ούζο απ’κάτω απ’ το κρεβάτι, για να πίνει ολοένα, να μην τ’ λείπει, σα να ‘χει το.. ρωγοβύζι (μπιμπερό) πο’ ’χουν τα μ’κρά τα παιδάκια και β’ζάνουν. Κι ήταν κι άλλος ένας, έκανε και το μπαρμπέρη αυτός. Άμα έπιανε κάνα φράγκο στα χέρια, όχι να πάρει κάτι για τ’ν οικογένειά του, που ’χε δέκα παιδιά, πάαινε και τό ’πινε αυτό το φράγκο!
Κι από τότε π’ βήκαν τα καζάνια (άμβυκες για απόσταξη), πολλοί πααίνουν καλιά τ’ς απ’ το πιει (ποτό). Α, ένας κουνιάδος μ’ πίνει κάθε μέρα τσίπ’ρο, κι είναι κι εμπαθής (φιλάσθενος), τον π’ράζει η καρδιά…»
Άλλη μια μαρτυρία για την κυριαρχία του τσίπουρου σε ένα νοικοκυριό του χωριού: «Αφού είμαστε χωριάτες, αυτό χωράει εδώ (δηλ. συνηθίζεται). Δεν έχουμε ούζο κι άλλα πιόματα αγοραστά. Αυτό έχουμε, αυτό φιλεύουμε στ’ς μ’σαφ’ραίους! Αλλά πίνουν κι οι ν’κοκυραίοι μαζί με τ’ς μ’σαφ’ραίους!
Ένα τσίπ’ρο, λέν’ οι γιατροί, δεν π’ράζει κανέναν. Εμένα μ’ αρέει η μυρωδιά, αλλά δε μπορώ να πιω. Οι γ’ναίκες δεν πολυπίνουν».
Ξίδωμα, το υποκατάστατο λεμονιού
Ως γνωστόν, το κρασί παράγεται από το κρασί που ξινίζει. Παλιότερα όμως υπήρχε κι άλλος τρόπος για να παραχθεί κάτι άλλο απ’ τα σταφύλια, και μάλιστα τα άγουρα:
«Στα β’νά εμείς οι βλάχοι δεν ήξεραμαν τι είναι λεμόνι. Ακούς λεμόνι στα β’νά… Μπα… Δέποτε! Δεν ήξεραμαν τι λοϊώ είν’ αυτό και πώς το λέν’, δεν ηύρισκες τέτοιο πράμα στα χωριά. Εγώ μέχρι π’ παντρεύ’κα και σιαδώθε (μετέπειτα), κόντευα να γένω μισόκαιρη (μεσόκοπη), δεν είχα ιδεί λεμόνι στα μάτια μ’… Όχι! Ούτε πορτοκάλι… Πώς ζηούμαν (ζούσαμε), μωρέ Βασίλη μ’…
Τι είχαμαν αντίς για λεμόνι; Το ξίδωμα απ’ το σταφύλι. Το ζ’μί απ’ τα άγ’ρα τα σταφύλια! Αγουρίδες! Κόβαμαν σταφύλια άγ’ρα, άσπρα, τά ’στιφταμαν, τα στραγγάμαν κι βάναμαν το ζ’μί σ’ ένα μπουκάλι. Αυτό ήταν το ξίδωμα, έτσι το λέμαν (λέγαμε).
Το ξίδωμα τού ’χαμαν για κανιά σούπα ή για τ’ φακή ή για τα φασούλια. Φασούλια βρασμένα στο κακάβι με κρεμμύδια και μαυροπέπερο και ρίγανη.
Κι άμα δεν είχαμαν ούτε σταφύλια, ξέρ’ς τι είχαμαν για ξίδωμα; Άγ’ρα κορόμ’λα! Τα κόβαμαν φετούλες, τα λιάζαμαν άγ’ρα, και βάναμαν κανα-δυο δυούτσικα (υποκορισμός αριθμητικού!), ένα πλοχεράκι (μια χουφτίτσα) τ’ φορά. Και γένονταν η φασ’λάδα… σα να ’ταν κριάσι! Τ’ αφήν’ς και το κριγιάσι άμα φας τέτοια φασ’λάδα με κορόμ’λα λιασμένα και φασούλια ντόπια, απ’ αυτά π’ σου ’χα δώκει. Προτού γένουν τα κορόμ’λα, ίσια να πάρουν να ροϊδίσουν ή να κιτιρνίσουν (ανάλογα με την ποικιλία), τα μαζώναμαν. Όχι λίγα κορόμ’λα…. Τροβάδια ολόκληρα τα γιόμ’ζαμαν. Ένα τροβά δεν τον σήκωνες! Ατάραγος (ασήκωτος)! Τον Αύγουστο γένονται τα κορόμ’λα εδώ στα β’νά.
Αυτό το ξίδωμα απ’ τα σταφύλια τού ’χαμαν για γιατρικό και για τα ζωντανά (ζώα). Παράδειγμα, άμα φούσκωναν απ’ τ’ πολύ το χορτάρι οι γίδες, τ’ς άν’γαμαν το στόμα κι τ’ς έδωναμαν ξίδωμα. Το ’π’ναν (έπιναν), τι να κάνουν… Και ξεφούσκωναν! Θ’μάμαι μια μέρα δυο γίδες έφαγαν πολύ χορτάρι, γίν’καν νταούλι (πρήστηκαν). Τι να τ’ς δώκω, αφού δεν έπαρχαν φάρμακα;
Τα κορόμ’λα άμα γένονταν (ωρίμαζαν), τα ήλιαζαμαν, τα φύλαγαμαν σε μία μπακούλα πάνινη και τα ’χαμαν για το χειμώνα, και βάναμαν όθε ήθελαμαν ή τα βράζαμαν αντίς για τσιάι (ενν. αφέψημα). Τα πίναμαν σαν τσιαγάκι, βάναμαν και ζαχαρούλα άμα είχαμαν. Κι άμα μας έπαιρνε κανιά συρμή (γρίπη), έβραζαμαν τέτοια κορόμ’λα και κράνα μαζί, έπ’ναμαν αυτό το ζ’μί και τ’ν άλλη τ’ μέρα… παπ… γέρευαμαν! Πάαιναμαν να βοσκήσουμε τα πράματα (γιδοπρόβατα)».
Το γκορτσόξιδο της Κατοχής
Υποκατάστατο όμως δεν υπήρχε μόνο για το λεμόνι, αλλά και για το ξίδι. Τα γκόρτσα (ή και αγριόγκορτσα) οι περισσότεροι δεν ξέρουν τι είναι. Αυτά τα μικρά φρούτα τα έτρωγα ως παιδί. Ο πατέρας μου τα θυμάται από την περίοδο της Κατοχής:
«Με τα γκόρτσα έφκιαναμαν ξίδι. Το γκορτσόξιδο το θ’μάμαι μέσα στον Πόλεμο, 1942-43-44…
Είχαμαν μια θηρία γκορτσιά (τεράστια, αυτοφυής, άγρια αχλαδιά), έβγανε καλά γκόρτσα, νόστ’μα. Δε βγάνουν όλες οι γκορτσιές καλά γκόρτσα. Άλλες βγάνουν πολύ μ’κρά, άλλες στυφά, στύφος! Το δαγκών’ς και το φτυεις! Όπως δε βγάνουν όλες οι μέλισσες μέλι…
Τα γκόρτσα τά ’τρωγαμαν με ψωμί, προσφαϊστά. Τα λίμαζαμαν (τα τρώγαμε πεινασμένοι). Τά ’παιρναμαν κοντά μας για προσφάι στα πρόβατα, αντί για τυρί. Καταλαβαίν’ς πείνα… Γκόρτσο αντί για τυρί! Αφού δεν είχαμαν τι άλλο να φάμε…
Έρθονταν κι άλλα παιδιά τότε με τον πόλεμο για να βρουν κάνα γκόρτσο, να φάν’. Έλεγαν τ’ς μακαρίτ’σσα τ’ς μάνα μ’, “θειάκω, έχ’ς κάνα γκόρτσο να φάμε;”. Η μάνα μ’ τα κρύπωνε (έκρυβε) μέσα στο καλαμπόκι και γένονταν (ωρίμαζαν) καλύτερα. Τα φύλαγε για να μην τα φάμε όλα μαζί, να ’χει να φιλεύει και κάνα παιδάκι ξένο, αφού δεν ήταν τι άλλο να τ’ς δώκει. Όχι γλυκό, ούτε ζάχαρη. Δεν υπήρχε ζάχαρη να φκιάσεις τσιάι στον άρρωστο! Μαναχά κάνα φριτζιάνι μέλι μάς έδωνε ο μπαρμπα-Μάνθος, είχε παλιακά μελίσσια, τα γκουβέλια (σκαμμένος κορμός πλατάνου, όχι κυψέλη).
Τα γκόρτσα γένονταν το χινόπωρο, Οκτώμβριο, γύρα τ’ Αϊ-Δημητριού. Όταν γένονταν, φαίνονταν ότι ήταν γινωμένα, ήταν καφένια (είχαν καφετί χρώμα).
Τα μάζωναμαν, τά ’βαναμαν σ’ ένα σκαφίδι (ξύλινη σκάφη) λίγα-λίγα και τα μάτσιαζαμαν (πολτοποιούσαμε) με τα χέρια, να γένουν ντιπ νιάνια (πολτός)!
Τά ’βαναμαν σ’ έναν τάλαρο ξύλινο, γιατί δεν είχαμαν κι αγγειά. Πού να βρεις ντενεκέ για το λάδι ή πλαστικό; Έναν τάλαρο είχαμαν. Όταν τελείωνε το τυρί που ’χαμαν μέσα, έβαναμαν τα γκόρτσα.
Τον κούπωναμαν τον τάλαρο μ’ ένα τεψί ή μία πλάκα για να “βράσουν”. Δε “βράζουν” άμα είναι ξεκούπωτa, όπως η ζαμπέλα π’ τ’ν έχουμε κουπωμένη για να “βράσει”, να βγει το τσίπ’ρο.
Απ’ το Φλεβάρη και πέρα, αφού “έβραζαν” τα γκόρτσα, κατακάθονταν αυτά, κι έπλεε το ξίδι (έβγαινε στην κορυφή). Το στράγγαγαμαν λίγο μ’ ένα τούλι κι έβαναμαν σε μία λίμπα κι έτρωγαμαν μια χαρά! Αυτό ήταν το γκορτσόξιδο! Του ’χαμαν και για ξίδι, να βάνουμε στα φαϊά, αλλά έτρωγαμαν και τρίψα, όπως τρίβουμε το ψωμί μέσα στο γάλα!
Καλή ήταν αυτήνη η τρίψα. Γλυκούφερνε γιατί ήταν γλυκά το γκόρτσα. Δεν ήταν τραπέτσι όπως το ξίδι απ’ τα σταφύλια.
Έτρωγαμαν μία τρίψα με γκορτσόξιδο το μεσημέρι κι ήμασταν βετσούκι (απολύτως χορτασμένοι). Και το βράδυ… τυρογαλόπιτα!
Αυτά έτρωγαμαν τότε με τον πόλεμο. Και πού να τά ’βρισκες κι αυτά…».
**
Μέχρι και πριν από δύο χρόνια, είχαμε πολλά να συζητήσουμε για τα ποτά ενόψει των εορτών: Ροζέ ή κόκκινο το κρασί στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι; Ημίγλυκο ή ξηρό; Το τσίπουρο να είναι με γλυκάνισο ή χωρίς;
Σήμερα, άλλα είναι τα διλήμματά μας… Ποιο εμβόλιο είναι πιο αποτελεσματικό κατά του κορωνοϊού; Οι υφασμάτινες μάσκες ή οι χάρτινες προστατεύουν περισσότερο;
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Email: [email protected]
LinkedIn: Vasilis Malisiovas
Πηγή: http://maxitisartas.gr/single_page.php?catid=2&id=22336