Γενικός χαρακτήρ της βασιλείας του Ιουστινιανού
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Μεταξύ των ενδοξοτέρων ηγεμόνων εις την ιστορίαν του κόσμου, και ιδίως την του Ελληνικού έθνους, είναι ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός Α’, βασιλεύσας κατά τα έτη 527 — 565 μ.Χ. Ο Ιουστινιανός είνε εκ των ηγεμόνων εκείνων, οι οποίοι καθήμενοι επί θρόνων ισχυρών και διέποντες τας τύχας μεγάλων κρατών, επέδρασαν επί της τύχης όχι μόνον των ιδίων αυτών λαών, αλλά και της όλης ανθρωπότητος.
Ανήλθεν εις τον θρόνον του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, ακριβώς ότε τούτο ευρίσκετο εις την αρχήν της μεγίστης εξωτερικής του δυνάμεως και της εσωτερικής ακμής του. Προικισμένος με μεγάλην διάνοιαν και ισχυράν θέλησιν, προσέτι δε μορφωμένος άριστα πνευματικώς και εμπνεόμενος από ευγενή φιλοδοξίαν, ειργάσθη δι’ όλου του χρόνου της 38ετούς βασιλείας του προς διάπραξιν μεγάλων έργων εν ειρήνη, και εν πολέμω. Δι’ επιτυχών πολέμων έδωκεν εις το κράτος του έκτασιν διπλασίαν της επί των προκατόχων του και ανεγνωρίσθη υπό ολοκλήρου της χριστιανικής δυτικής Ευρώπης ως υπέρτατος κυρίαρχος. Εν ειρήνη επλούτισε και εκόσμησε το κράτος διά μεγάλων έργων επιστήμης και τέχνης. Διά συναγωγής παλαιοτέρων και εκδόσεως νέων νόμων ανέπτυξε και εστερέωσε την εσωτερικήν ευνομίαν και ευημερίαν του κράτους. Διά λαμπρών μνημείων εστόλισε την πρωτεύουσαν και άλλας πόλεις και διά μεγαλοπρεπών χριστιανικών ναών ανύψωσε την χριστιανικήν καλλιτεχνίαν και δι’ αυτής το θρησκευτικόν αίσθημα• εξ άλλου δε διά της οικοδομής πόλεων, φρουρίων, τειχών, οχυρωμάτων και της κατασκευής οδών αμαξιτών, γεφυρών, υδραγωγείων, λουτρώνων, ηγωνίσθη να στερεώση την εξωτερικήν ασφάλειαν και την εσωτερικήν ευημερίαν των υπηκόων. Προς τούτοις, προστατεύων το εμπόριον και την βιομηχανίαν, ήνοιξε και δύο νέας οδούς, και ενεκαίνισε πηγάς πλούτου και εφευρέσεων βιοτεχνικών εις το κράτος του. Τέλος διά του ζήλου του υπέρ της χριστιανικής πίστεως ειργάσθη εξ ενός προς εμπέδωσιν της θρησκευτικής ειρήνης του κράτους, και εξ άλλου προς διάδοσιν της χριστιανικής πίστεως μεταξύ βαρβάρων λαών. Δι’ όλα ταύτα η βασιλεία του Ιουστινιανού Α’ κατέλαβε θέσιν περιφανή εις την ιστορίαν. Η εξιστόρησις του βίου του είνε διδακτικωτάτη και αξία μελέτης διά πάντα Έλληνα.
Ο Ιουστινιανός Α’ είναι ο δέκατος πέμπτος των από Κωνσταντίνου του Μεγάλου βασιλευσάντων αυτοκρατόρων, ανελθών εις τον θρόνον τω 527 μ.Χ. ήτοι 197 έτη μετά την κτίσιν της Κωνσταντινουπόλεως και 190 έτη μετά τον θάνατον Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Ο οίκος του δεν διεκρίνετο διά την αρχαίαν αριστοκρατικήν καταγωγήν. Ήτο μεν ανεψιός αυτοκράτορος• αλλ’ ο αυτοκράτωρ εκείνος, Ιουστίνος Α’, βασιλεύσας από 518 μέχρι 527 μ.Χ., ήτο ο πρώτος εκ του οίκου αναδειχθείς και εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον ανελθών. Επί δε του προκατόχου του αυτοκράτορος Αναστασίου Α’ ήτο αρχηγός της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής, και κατήγετο εξ αφανών γονέων έχων πατρίδα την Μακεδονικήν πόλιν Ταυρήσιον (την ύστερον και νυν Αχρίδα). Εκεί εγεννήθη και ο Ιουστινιανός τω 483 μ.Χ. Την νεανικήν του ηλικίαν διήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν ως εκ της θέσεως του θείου του.
Εκεί δε και εξεπαιδεύθη με επιμέλειαν σπουδάσας κατά βάθος την νομικήν, προσέτι δε και την φιλοσοφίαν και θεολογίαν και την μουσικήν και την αρχιτεκτονικήν. Ησκήθη δε συγχρόνως εις τα στρατιωτικά και ήδη επί της βασιλείας του θείου του προήχθη εις του στρατηγού το αξίωμα. Επί της βασιλείας του Ιουστίνου ο Ιουστινιανός, ήδη τέλειος ανήρ, κατέλαβε σπουδαίαν θέσιν εις την κοινωνίαν και την πολιτείαν, προήχθη εις το αξίωμα Πατρικίου και εισήχθη εις την Σύγκλητον. Ένεκα δε της παιδεύσεώς του, της άλλης πνευματικής υπεροχής και της στενωτάτης συγγενείας προς τον άκληρον αυτοκράτορα, όχι μόνον ανήλθεν εις το αξίωμα συμβούλου, αλλά και σχεδόν αυτός διηύθυνε τα του κράτους, θεωρούμενος ως διάδοχος του θείου του. Ούτως επί της εννεαετούς βασιλείας του Ιουστίνου Α’ (518 — 527) ο Ιουστινιανός ησκήθη και παρεσκευάσθη προσηκόντως εις το μέγα έργον του Κυβερνήτου της τότε έτι αχανούς αυτοκρατορίας. Και ναι μεν δεν υπήρχε νόμος καθιστών τον θρόνον κληρονομικόν εις οιονδήποτε οίκον αυτοκρατορικόν, ούτε κατ’ έθος, ήτοι νόμον άγραφον, ήτο καθιερωμένον το σύστημα της κληρονομικής αρχής• αλλ’ όμως οσάκις ο βασιλεύων είχεν υιούς ή άλλους στενούς συγγενείς αξίους της υπερτάτης αρχής, οι τοιούτοι εθεωρούντο ως φυσικοί δικαιούχοι του θρόνου και όχι σπανίως ανήρχοντο εις αυτόν. Τούτο συνέβη και ως προς τον Ιουστινιανόν τω 527. Τέσσαρας μήνας προ του θανάτου του θείου του, κατά Απρίλιον του έτους τούτου, προσελήφθη ως συμβασιλεύς, διά να καταλάβη ασφαλέστερον την αρχήν μετά τον θάνατον του Ιουστίνου. Έλαβε δε και την τιμητικήν προσηγορίαν Αύγουστος (το οποίον σημαίνει κυρίως Σεβαστός και είνε ανάλογον του σημερινού τίτλου μεγαλειότατος). Τον αύγουστον δε μήνα του αυτού έτους, αποθανόντος του Ιουστίνου, έγεινε βασιλεύς μονοκράτωρ.
Ούτως από του 527 π.Χ. ο Ιουστινιανός εκάθητο επί θρόνου ηγεμονικού, ήρκει δε να έχη την αρετήν του άρχειν διά να κατασταθή βασιλεύς μεγαλεπήβολος και μεγαλουργός.
Ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως ήτο τότε ο λαμπρότατος της Οικουμένης και ως προς την εσωτερικήν και ως προς την εξωτερικήν δύναμιν και λάμψιν. Εσωτερικώς, το κράτος εκείνο ήτο το πλέον πολιτισμένον του κόσμου και το πλέον ευνομούμενον. Διεφύλαττεν όλους τους θησαυρούς της πολιτικής σοφίας και της στρατιωτικής τέχνης και όλας τας παραδόσεις του πνευματικού βίου των δύο μεγαλητέρων λαών του αρχαίου κόσμου, των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Εξουσίαζε τας λαμπροτέρας και ενδοξοτέρας χώρας των τότε γνωστών τριών ηπείρων• είχε την τελειοτέραν βιομηχανίαν και τας εμπορικωτέρας πόλεις του κόσμου, και κατά συνέπειαν τας φύσει πλουσιωτάτας πηγάς του δημοσίου και του ιδιωτικού πλούτου. Κωνσταντινούπολις, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Δαμασκός, Βηρυτός, Έφεσος, Σμύρνη, Καισάρεια, Αδριανούπολις, Θεσσαλονίκη, εν μέρει και αυταί αι Αθήναι, ήσαν μεγαλοπόλεις και κέντρα ζωηράς πνευματικής και εμπορικής κινήσεως. Ήτο δε προσέτι εστία και κέντρον της Χριστιανικής πίστεως, της εκκλησίας και πάσης θεολογικής επιστήμης. Εξωτερικώς δε το κράτος τούτο ήτο το μέγιστον, κατά την έκτασιν, ισχυρόν και ως προς την πολιτικήν και ως προς την στρατιωτικήν δύναμιν, ένδοξον διά το παρελθόν του και σεβαστόν εις τους ξένους λαούς και μάλιστα τους χριστιανικούς. Εις την Ευρώπην δεν υπήρχε τότε κανέν κράτος δυνάμενον να παραβληθή προς αυτό, τουναντίον δε ολόκληρος η Ευρώπη, και μάλιστα όσον μέρος αυτής τότε είχε προσέλθη εις τον Χριστιανισμόν, ήτο τρόπον τινά άμεσον ή έμμεσον, πολιτικόν ή ηθικόν εξάρτημα του κράτους εκείνου.
Εν Ευρώπη περιελάμβανε τότε κυρίως τας από του Δανουβίου μέχρι της Μεσογείου και από της Αδριατικής μέχρι του Αιγαίου και Ευξείνου εκτεινομένας χώρας (την νυν Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Βοσνίαν, Ερζεγοβίνην και το βασίλειον το Ελληνικόν)• αλλά και άλλαι χώραι της Ευρώπης: Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Βρεττανία, όχι προ πολλού χρόνου, επί του Κωνσταντίνου του Μεγάλου και των διαδόχων του, ανήκαν εις το κράτος. Και αφού δε κατά τον 5 π.Χ. αιώνα κατελήφθησαν υπό βαρβάρων Γερμανικών εθνών, εθεωρούντο δικαιώματι κληρονομικαί χώραι του κράτους, δικαιουμένου να τας υποτάξη εις οιανδήποτε ευκαιρίαν• τινών μάλιστα των χωρών τούτων οι ηγεμόνες, ως ο των εν Ιταλία Ουστρογότθων, και επισήμως ανεγνώριζαν την κυριαρχίαν του αυτοκράτορος. Άλλων δε βαρβάρων οι άρχοντες, καθώς των εν Γαλλία Φράγκων, τον ανεγνώρισαν ως προστάτην και ηθικόν κυρίαρχον, λαμβάνοντες τιμητικώς το αξίωμα του υπάτου, και διοριζόμενοι πατρίκιοι εσεμνύνοντο διά τα αξιώματα ταύτα. Η Βρεττανία, πρώην επαρχία του κράτους, είχε καταληφθή τω 449 μ.Χ. υπό των βαρβάρων ειδωλολατρών Άγγλων, οι οποίοι, καθώς και οι τότε ειδωλολάτραι βάρβαροι Γερμανικοί λαοί της νυν Γερμανίας και των Σκανδιναυικών χωρών, οι και πρότερον μη υποτεταγμένοι εις τους Ρωμαίους, δεν είχαν σχέσιν προς το κράτος. Τουναντίον οι βάρβαροι Γερμανικοί λαοί των σημερινών Αυστριακών χωρών και οι κατοικούντες περί τον άνω και τον κάτω Δανούβιον (Γηπίδαι, Λογγοβάρδοι, Έρουλοι) ανεγνώριζαν ηθικώς την κυριαρχίαν του κράτους. Εις δε τας χώρας τας εκτεινομένας από του Δανουβίου και του Προύθου μέχρι του Βόλγα και του Καυκάσου, ήτοι τας νοτίους χώρας της σημερινής Ευρωπαϊκής Ρωσίας, κατώκουν διάφοροι Σλαυικοί και Μογγολικοί λαοί, οι οποίοι υπηρέτουν συνήθως εις τον στρατόν του κράτους ως μισθοφόροι, μεταβαλλόμενοι ενίοτε και εις ληστρικούς επιδρομείς. Οι κατοικούντες εις την Κριμαϊκήν και την περί αυτήν χώραν (Βόσπορον) Γότθοι ήσαν υπήκοοι του κράτους.
Ούτως εν Ευρώπη το Ανατολικόν Ρωμαϊκόν Κράτος ήτο το μόνον ισχυρόν και πολιτισμένον, το πολιτικώς ή ηθικώς άρχον της ηπείρου ταύτης.
Εν Αφρική η Αίγυπτος μέχρι του Σουδάν ήτο επαρχία του κράτους. Η Χριστιανική Αιθιοπία (η Αβησσυνία), η συνδεομένη ηθικώς προς το Ρωμαϊκόν κράτος από των χρόνων Κωνσταντίνου του Μεγάλου, έτι στενώτερον συνεδέθη επί του Ιουστινιανού, καθώς θα ίδωμεν. Όλη δε η λοιπή βόρειος Αφρική, εκτεινομένη από των δυτικών ορίων της Αιγύπτου μέχρι του Ατλαντικού και περιλαμβάνουσα τας ιστορικωτάτας χώρας της ηπείρου ταύτης, η ανήκουσα μέχρι του 429 μ.Χ. εις τον αυτοκράτορα, είχε μεν από του χρόνου εκείνου καταληφθή υπό βαρβάρου Γερμανικού λαού, των Βανδήλων, αλλ’ εθεωρείτο ακόμη νόμιμος κτήσις της αυτοκρατορίας. Οι δε διατελούντες υπό τον ζυγόν των βαρβάρων Έλληνες και Ρωμαίοι κάτοικοι προσεδόκων μετά πόθου την επάνοδον υπό το σκήπτρον του Χριστιανού αυτοκράτορος.
Εις την Ασίαν ο αυτοκράτωρ εδέσποζεν όλων των χωρών, όσαι κατέχονται σήμερον υπό των Οθωμανών, ήτοι της Μικράς Ασίας, Συρίας, Παλαιστίνης, του μεγαλειτέρου μέρους της Αρμενίας, Μεσοποταμίας, ήτοι της Ασσυρίας και Βαβυλωνίας. Και οι Σαρακηνοί Άραβες της βορείου Αραβίας, εις τους οποίους δεν είχεν ακόμη τότε κηρυχθή η διδασκαλία του Ισλάμ (ο προφήτης του Ισλάμ εγεννήθη πέντε έτη μετά τον θάνατον του Ιουστινιανού Α’), ανεγνώριζαν την κυριαρχίαν του αυτοκράτορος, τεταγμένοι υπό ηγεμόνας υποτελείς. Ωσαύτως οι άνωθεν της Αρμενίας παρά τον Καύκασον κατοικούντες τας σήμερον εις το Ρωσικόν κράτος υποκειμένας χώρας Λαζικήν και Γεωργίαν, ήσαν υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος
Ούτω το Ανατολικόν Ρωμαϊκόν Κράτος, ήτο το μεγαλείτερον, το ισχυρότερον και το λαμπρότερον και εις τας τρεις ηπείρους του αρχαίου κόσμου, επί κεφαλής των πολιτισμένων χωρών και των τριών ηπείρων.
Είνε αληθές ότι εις την Ασίαν υπήρχαν τότε και άλλα κράτη: Περσία, Ινδική, Κίνα, Ιαπωνία. Αλλά εκ τούτων η μεν Κίνα και η Ιαπωνία εις ουδεμίαν σχέσιν ή συνάφειαν διετέλουν προς τον λοιπόν κόσμον. Η Ινδία, ήτοι το Ινδοστάν, ήτο διηρημένη εις μικρά έθνη και κράτη. Μόνον το Περσικόν κράτος το εις την Μέσην Ασίαν, όπερ δεν ήτο συνέχεια του εκ της αρχαίας ιστορίας γνωστού Περσικού κράτους των Αχαιμενιδών, του καταλυθέντος υπό του Αλεξάνδρου, αλλά νέον Περσικόν κράτος, το καλούμενον κράτος των Σασσανιδών από του ονόματος της δυναστείας, το ιδρυθέν τω 226 μ.Χ. υπό του Αρταξέρξου υιού του Σασσάν, είχεν ιστορικήν τινα και πολιτικήν σπουδαιότητα και δύναμιν υλικήν και ηθικήν, δυναμένην οπωσδήποτε να αντιταχθή προς το Ελληνικόν• και τούτο ακριβώς, καθώς θα ίδωμεν, ημφισβήτησε προς τον Ιουστινιανόν την επί της Δυτικής Ασίας ηγεμονίαν.
Εκ της ούτω σκιαγραφηθείσης θέσεως του κοινώς καλουμένου Βυζαντινού κράτους εν συγκρίσει και απέναντι των εθνών και χωρών της λοιπής Ευρώπης, της βορείου Αφρικής και του Περσικού κράτους της Ασίας, εννοείται εκ των προτέρων η πολιτική η επιβαλλομένη εις μέγαν και μεγαλουργόν αυτοκράτορα, οποίος ήτο ο Ιουστινιανός. Ανήρ βασιλοπρεπής, αρχικός, δραστήριος έχων ισχυράν συνείδησιν της βασιλικής δυνάμεως και της υψηλής και μεγάλης του θέσεως, κατείχετο υπό φιλοδοξίας να φανή αληθής Ρωμαίος αυτοκράτωρ. Ούτως εξήσκει υπερτάτην κυριαρχίαν επί των χωρών, όσαι υπήγοντο μεν πρότερον εις το Ρωμαϊκόν κράτος, περιήλθαν δε κατόπιν εις βαρβάρους ηγεμόνας, και εν ανάγκη διά της βίας τας υπέτασσεν εις την θέλησίν του ή και κατέλυε τας αρχάς των. Φυσικόν δε ήτο να φέρεται προς τον υπερήφανον βασιλέα της Περσίας ως υπέρτερος αυτού κατά την δύναμιν και το μεγαλείον, και προκαλούμενος να πολεμή προς αυτόν ισχυρώς και επιμόνως. Ταύτα εξηγούν εκ των προτέρων τας μεγάλας εκστρατείας του Ιουστινιανού εις την Αφρικήν και την Ιταλίαν και τους μακροχρονίους και επανειλημμένους αγώνας προς τους Πέρσας.
Αλλ’ εκτός των τοιούτων μεγάλων πολέμων προς τους βαρβάρους της Δύσεως και προς τους Πέρσας, η βασιλεία του Ιουστινιανού είχε να παλαίση και προς άλλους εντός του Κράτους βαρβάρους εχθρούς. Το κράτος του Ιουστινιανού ωμοίαζε, καθώς λέγει Γερμανός ιστορικός, προς μεγάλην ευτυχισμένην νήσον πολιτισμού περικυκλουμένην από Ωκεανόν βαρβαρότητος. Ακριβώς δε διότι ήτο το μόνον μέγα άσυλον του πολιτισμού, διά τούτο περιεστοιχίζετο υπό πολλών βαρβάρων λαών. Η γεωγραφική θέσις του ιδίως εν Ευρώπη ήτο τοιαύτη, ώστε ευκόλως ο βαρβαρικός κόσμος περιήρχετο εις συνάφειαν προς τας κυριωτάτας επαρχίας του κράτους. Διότι εις την Ευρώπην μεταξύ των Καρπαθίων ορέων, του ποταμού Δανουβίου και προς ανατολάς τούτων μέχρι των Ουραλίων και του Καυκάσου κατώκουν πλήθη βαρβάρων ευκόλως μεταναστεύοντα. Τα πλήθη εκείνα διερχόμενα τον Δανούβιον επροχώρουν προς τον Αίμον, διεχύνοντο εις τας κεντρικωτάτας του κράτους επαρχίας, Θράκην και Μακεδονίαν, και ηπείλουν και αυτήν ακόμη την πρωτεύουσαν.
Τουναντίον εις την Ασίαν το κράτος εφρουρείτο εναντίον τοιούτων επιδρομών από του Καυκάσου δι’ αυτών των Περσών, των άλλως πολεμίως ως επί το πολύ διακειμένων, οι οποίοι εφρούρουν τας Καυκασίας ή Κασπίας λεγομένας Πύλας και ημπόδιζαν την εις τας Ασιατικάς επαρχίας εισβολήν των πέραν του Καυκάσου βαρβάρων. Εναντίον δε των από της Κεντρικής και ανατολικής Ασίας βαρβάρων αυτό το Περσικόν κράτος απετέλει φραγμόν ισχυρόν και ανυπέρβλητον. Αλλ’ ένεκα της ευκολίας με την οποίαν εν Ευρώπη οι πέραν του Δανουβίου βάρβαροι ηδύναντο να εισβάλουν εις το κράτος, συνέβησαν κατά τους χρόνους τούτους και επί της βασιλείας του Ιουστινιανού πράγματα παράδοξα. Ενώ ο πολύς στρατός του αυτοκράτορος διεξήγε μεγάλους πολέμους εις Αφρικήν, Ιταλίαν, Ισπανίαν και επί των ορίων της Περσίας παρά τον Καύκασον και τον Τίγρητα, αι κεντρικαί επαρχίαι του κράτους, και αυτή ενίοτε η πρωτεύουσα, εξετίθεντο εις επιδρομάς βαρβάρων, αι οποίαι ουδέν άλλο ήσαν ή μεγάλαι ληστρικαί επιδρομαί.
Θα ίδωμεν ότι ο στρατός συνεκροτείτο κατά το πλείστον εκ βαρβάρων. Πλην των ολίγων εκ Μικράς Ασίας ιδίως Ελλήνων και Αρμενίων, το μεγαλείτερον μέρος συνίστατο από διαφόρους Γερμανικούς λαούς καθώς και από Σλαύους και από Μογγολικάς ή Ουννικάς φυλάς. Στρατηγοί δε και αξιωματικοί του στρατού ήσαν όχι σπανίως βαρβαρικής καταγωγής: Αρμένιοι, Γερμανοί, Ούννοι, ακόμη και Πέρσαι. Αλλά δεν δύναταί τις ένεκα τούτου να είπη ότι το κράτος του Ιουστινιανού δεν ήτο κατ’ ουσίαν Ελληνικόν. Ναι μεν ελέγετο επισήμως Ρωμαϊκόν, και ο αυτοκράτωρ εκαλείτο Βασιλεύς Ρωμαίων και ο λαός ελέγετο Ρωμαϊκός και οι πολίται, Έλληνες κατά μέγιστον μέρος την καταγωγήν και την γλώσσαν, ωνομάζοντο Ρωμαίοι. Αλλά το όνομα Ρωμαίος είχε σημασίαν απλώς πολιτικήν, διότι το κράτος είχε προέλθει πολιτικώς εκ του αρχαίου παγκοσμίου Ρωμαϊκού κράτους. Οι πολίται εκαλούντο Ρωμαίοι, πρώτον διότι το όνομα τούτο πολιτικώς ήτο τότε εν μεγίστη τιμή, συνδεόμενον μετά της κοσμοκρατορίας των αρχαίων Ρωμαίων, δεύτερον, διότι το όνομα Έλλην είχε λάβει τότε θρησκευτικήν σημασίαν και εσήμαινε τον πρεσβεύοντα την θρησκείαν των αρχαίων Ελλήνων, ήτοι τον εθνικόν, τον ειδωλολάτρην. Το όνομα Γραικός, διά του οποίου οι δυτικοί ήρχισαν να ονομάζουν τους Ελληνορρωμαίους της Ανατολής, ήτο εις σπανίαν χρήσιν. Σημειωτέον δε, ότι το όνομα Ρωμαίος, έχον πολιτικόν απλώς χαρακτήρα μεταξύ των ημετέρων, ουδαμώς εσήμαινεν Ιταλούς ή Λατίνους• τουναντίον, οι ημέτεροι, ενώ ωνομάζοντο οι ίδιοι Ρωμαίοι, εν αντιθέσει εκάλουν Λατίνους τους Ιταλούς και αυτούς ακόμη τους κατοίκους της παλαιάς Ρώμης. Ούτω δε κατά μικρόν το Ρωμαίος κατέστη παρ’ ημίν όνομα εθνικόν και διετήρησε την σημασίαν αυτήν εις τας λαϊκάς λέξεις, Ρωμιός, Ρωμηοσύνη, Ρωμαίικο, και εις το όνομα Ρωμαίος (Ουρούμ), διά του οποίου και οι εξ Ασίας κατακτηταί εις την επίσημον και εις την κοινήν γλώσσαν των δηλούν τους Έλληνας.
Ο πολιτικός και στρατιωτικός οργανισμός του κράτους, εις του οποίου τον θρόνον, ανήλθεν ο Ιουστινιανός, ήτο κατά μέγα μέρος Ρωμαϊκός, προήρχετο δηλονότι από του οργανισμού της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας• και η γλώσσα η επίσημος του κράτους ήτο εν μέρει Λατινική. Και αυτός ο Ιουστινιανός αυτήν την γλώσσαν καλεί πάτριον, την δε Ελληνικήν απλώς κοινήν. Και όμως ο Ιουστινιανός ελάλει κυρίως την κοινήν αυτήν γλώσσαν, και τους νόμους του εξέδωκεν εις αυτήν την γλώσσαν, και προς τον λαόν και προς τους συμβούλους του της ελληνικής γλώσσης έκαμνε χρήσιν. Εγνώριζε βεβαίως την Λατινικήν και την ελάλει, και ως διάκονος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ωνομάζετο και αυτός Ρωμαίος, καθώς και όλος ο λαός της αυτοκρατορίας• ότι δε το όνομά του, Ιουστινιανός καθώς και το όνομα του θείου του Ιουστίνου ήσαν Λατινικά, τούτο ουδόλως μαρτυρεί περί Λατινικής καταγωγής• διότι τα Λατινικά καθώς και τα Εβραϊκά ονόματα ήσαν τότε συνηθέστατα εις τους Έλληνας, σπανιώτερα δε σχετικώς ήσαν τα κυρίως Ελληνικά.
Οπωσδήποτε, το κράτος το καλούμενον επισήμως Ρωμαϊκόν, υπό δε των Λατίνων Γραικικόν, είχε μεν πολλούς και ποικίλης καταγωγής λαούς επί του Ιουστινιανού• αλλ’ η ψυχή του κράτους και η πραγματική δύναμίς του ήτο Ελληνική. Έλληνες ήσαν οι αποτελούντες τον κυρίως λαόν του, τον πολυπληθέστατον δηλονότι και άρχοντα λαόν, τον συγκεντρούντα εν εαυτώ όλον τον πνευματικόν βίον και πολιτισμόν. Ελληνική ήτο η γλώσσα η λαλουμένη υπό των κατοίκων, και αυτών έτι των αλλογενών. Ελληνική ήτο η γλώσσα της οικογενείας, της Εκκλησίας, της παιδεύσεως, εις δε τα κυριώτατα και αυτού του κράτους• τέλος δε Ελληνική ήτο η συνείδησις και η διάνοια του λαού μεθ’ όλων των ηθικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του τότε Ελληνισμού.
Αλλά καθώς συμβαίνει σήμερον εις το Ρωσικόν και ιδίως εις το Αγγλικόν κράτος, ούτω και εις το αρχαίον εκείνο κράτος, κατά τους χρόνους μάλιστα του Ιουστινιανού, πολλοί υπήρχαν λαοί εις την αχανή αυτοκρατορίαν κυβερνώμενοι υπό του άρχοντος Ελληνικού λαού, αλλ’ εκπροσωπούμενοι ισχυρώς εις τον στρατόν, ενίοτε δε και εις την διοίκησιν του στρατού, όχι δε σπανίως και εις αυτά τα πολιτικά και αυλικά αξιώματα. Μήπως εις τον Ρωσικόν στρατόν δεν εκπροσωπούνται τώρα τόσοι λαοί μη Ρώσοι και μη Σλαύοι; Μήπως ο στρατός του μεγάλου Βρεττανικού κράτους δεν σύγκειται εν μέρει και εξ αλλοφύλων; Είναι αληθές ότι εις τον στρατόν του Ιουστινιανού κατά μείζονα αναλογίαν επεκράτει το μη Ελληνικόν βαρβαρικόν στοιχείον• αλλά τούτο έχει την ιδιαιτέραν αυτού αιτίαν. Καθ’ ους χρόνους το αρχαίον Ρωμαϊκόν κράτος κατεστάθη παγκόσμιον εις την Ευρώπην και ήλθεν εις συνάφειαν προς τους βαρβάρους, οι αυτοκράτορες συνείθιζαν να συγκροτούν τον στρατόν εκ παντοίων λαών των κατοικούντων την αχανή αυτοκρατορίαν. Οι λαοί εκείνοι ελέγοντο όλοι Ρωμαίοι και απέλαυαν ισοπολιτείας εις το κράτος, προπάντων δε συνεκροτούντο οι στρατοί εκ των βαρβάρων, οι οποίοι εφαίνοντο αρμοδιώτεροι προς τοιαύτην υπηρεσίαν. Έλληνες και Ιταλοί εις μικράν αναλογίαν εξεπροσωπούντο εις τον στρατόν, το πλείστον όμως ήτο βαρβαρικόν, και η στρατιωτική υπηρεσία ήρχισε να θεωρήται εργασία βάναυσος, ανήκουσα μάλλον εις βαρβάρους.
Το κατακόρυφον της βαρβαροκρατίας εις τον Ελληνορρωμαϊκόν στρατόν απετέλει η βασιλεία του Αρκαδίου (395 — 410 μ Χ.). Αλλ’ άνδρες Έλληνες σπουδαίοι κατά μικρόν κατεξανέστησαν κατά του τοιούτου συστήματος και της τοιαύτης παρανοήσεως της ηθικής σημασίας και της σπουδαιότητος του στρατού. Ούτως ο περίφημος λόγιος και φιλόσοφος επίσκοπος Πτολεμαΐδος, ο Συνέσιος, εις λόγον τον οποίον προσεφώνησεν εις τον Αρκάδιον εν Κωνσταντινουπόλει, κατέκρινε σφοδρότατα το τοιούτον σύστημα και κατέδειξε τους εξ αυτού κινδύνους, λέγων ότι έπρεπεν όχι εις Σκύθας να εμπιστεύεται η φρούρησις του κράτους, αλλά εις τους πολίτας του, τους γεωργούς, τους λογίους, τους βιομηχάνους. «Δέον, έλεγε, παρά της γεωργίας άνδρας αιτήσαι μαχητάς, και τον φιλόσοφον από του φροντιστηρίου και τον χειροτέχνην. Τέτακται γαρ ώσπερ εν οίκω και πολιτείαις ομοίως το μεν υπερασπίζον κατά το άρρεν, το δε εις την επιμέλειαν εστραμμένον των είσω κατά το θήλυ• πώς ουν ανεκτόν παρ’ ημίν αλλότριον είναι το άρρεν; πώς δε ουκ αίσχιον παραχωρήσαι την ευανδροτάτην αρχήν ετέροις της εν πολεμώ φιλοτιμίας».
Συνέβαινε δε τη αληθεία κατά τους χρόνους εκείνους πράγμα παραδοξότατον και ακατανόητον σήμερον. Γότθοι διατελούντες εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν του κράτους επολέμουν κατά ομοφύλων Γότθων επιδρομέων. Η Κωνσταντινούπολις επί του Αρκαδίου επολιορκείτο υπό Γότθων και η φρουρά η υπερασπίζουσα την πόλιν συνέκειτο από Γότθους. Η γνώμη του Συνεσίου και των ομοφρόνων δεν επεκράτησεν ευθύς, αλλ’ εκαρποφόρησε βαθμηδόν. Επί των διαδόχων του Αρκαδίου, κατά τον Ε’ αιώνα, ήρχισε κατά μικρόν ο στρατός να συγκροτήται και εξ Ελλήνων, ιδίως των Μικρασιατών Ισαύρων, προσελαμβάνοντο δε και πολλοί Αρμένιοι. Οι Μικρασιάται αυτοί και οι Αρμένιοι επί του Ιουστινιανού απετέλουν τον πυρήνα του στρατού• αλλ’ ουχ ήττον και βάρβαροι λαοί απετέλουν το πολυπληθές μέρος του και εξηκολούθει ακόμη το σύστημα του πολεμείν κατά βαρβάρων δι’ άλλων βαρβάρων. Ο Ιουστινιανός τους πολέμους εις την Αφρικήν και την Ιταλίαν εναντίον των Γερμανικών εθνών διεξήγε δι’ άλλων βαρβάρων Γερμανικών και Ουννικών λαών. Αλλά βαθμηδόν έτι μάλλον εξελληνίζετο ο στρατός, και επί των αμέσων διαδόχων του Ιουστινιανού, Ιουστίνου του Β’, Μαυρικίου, Φωκά, και ιδίως επί του Ηρακλείου εξελληνίσθη εντελώς και έγεινε στρατός εθνικός.
Στρατηγούς μεγάλους είχεν ο Ιουστινιανός τον Βελισάριον (Ελληνορρωμαίον), δεύτερον μετά τούτον τον Ναρσήν (Αρμένιον το γένος) τον θαλαμηπόλον, έτερον Ναρσήν (Αρμένιον και τούτον), Αράτιον (Αρμένιον), Πομπήιον (Ελληνορρωμαίον), Ιωάννην τον υιόν του Βιταλιανού (Ελληνορρωμαίον), Βαλεριανόν (Ελληνορρωμαίον), Σίτταν (Ελληνορρωμαίον), Βούζην (Ελληνορρωμαίον), Βέσσαν (Γότθον), Φαράς (Γότθον), Σουνίκαν (Ούννον), Δαγισθαίον (Πέρσην αυτόμολον πολεμούντα κατά Περσών), και τον υποτελή του αυτοκράτορος Άραβα Αρέθαν ηγεμόνα μέρους της Πετραίας Αραβίας. Πολιτικούς δε συμβούλους και υπουργούς είχε πολλούς. Μεταξύ αυτών την πρώτην θέσιν είχεν Ιωάννης ο Καππαδόκης, ανήρ αντιληπτικώτατος των της κυβερνήσεως πραγμάτων, έχων μεγάλην επιτηδειότητα περί το κυβερνάν, αλλ’ εστερημένος χρηστότητας, φωραθείς πλεονέκτης περί τα ίδια και καταχραστής του δημοσίου. Είχε δε ο Ιουστινιανός περί εαυτόν και πλήθος νομικών συμβούλων, ο επιφανέσταστος των οποίων ήτο ο κουαίστωρ (ήτοι υπουργός τρόπον τινά της αστυνομίας ή της δικαιοσύνης) Τριβωνιανός.
Άλλο πρόσωπον σπουδαιοτάτην κατέχον θέσιν ήτο η περίφημος σύζυγος του Ιουστινιανού, η γενομένη βασιλίς και αυτοκράτειρα και Αυγούστα προσαγορευομένη Θεοδώρα. Εν Κωνσταντινουπόλει γεννηθείσα και ανατραφείσα η Θεοδώρα, πατέρα είχε Κύπριόν τινα, Ακάκιον καλούμενον, θηριοκόμον το επάγγελμα. Υποστάσα πολλά εις την αρχήν της νεότητος, διά του κάλλους, της χάριτος της σωματικής, και διά των πλεονεκτημάτων του πνεύματος κατώρθωσε να ελκύση την συμπάθειαν του Ιουστινιανού εις τοιούτον βαθμόν, ώστε προτού ανέλθη ούτος εις τον θρόνον, την κατέστησε νόμιμον σύζυγόν του, κατόπιν δε την συνανύψωσεν ως βασιλίδα και Αυγούσταν εις τον λαμπρότατον θρόνον του κόσμου, έχων αυτήν πολύτιμον σύμβουλον και βοηθόν και εις δεινοτάτας ενίοτε περιστάσεις.
Πηγή: Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1905. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. ΑΡΙΘ. 71 — ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1905. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ.