Οι Προτεστάντες μισιονάριοι στην Ελλάδα
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Η ελληνική επανάσταση από την πρώτη στιγμή κέντρισε το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης. Ο αγώνας ενός έθνους που αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους, που στον ελληνικό ξεσηκωμό έβλεπαν την επιθυμία ενός ιστορικού λαού να επανακάμψει. Με το τέλος της επανάστασης και την απαρχή της συγκρότησης του ελληνικού κράτους, πλήθος ξένων έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ιδιαίτερα κινητοποιήθηκαν οι προτεστάντες, οι οποίοι με ιεραποστολές προσπάθησαν να συνδράμουν το νεοπαγές ελληνικό κράτος κυρίως στον εκπαιδευτικό τομέα. Από το 1828 και μέχρι και το 1850 σημαντικός αριθμός προτεσταντικών σχολείων θα ιδρυθούν, κυρίως στα αστικά κέντρα και στα νησιά. Μεγάλη υπήρξε η συνδρομή τους στην προσέλκυση των κοριτσιών στα σχολεία καθώς και στην έκδοση σχολικών βιβλίων. Στον ζήλο των μισιονάριων το αμερικανικό κράτος είδε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επεκτείνει, με έμμεσο τρόπο, την επιρροή του σε μια περιοχή υψηλού γεωπολιτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Από τη μεριά του το ελληνικό κράτος, που ταλαιπωρούταν εξ αρχής από οικονομική καχεξία, βρήκε στο πρόσωπό των μισιονάριων ένα ευπρόσδεκτο σύμμαχο για την οικοδόμηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος. Από την άλλη μεριά, όμως, η κοινωνία και η ελληνική εκκλησία δεν φάνηκαν τόσο ανεκτικές. Όσο και αν το ενδιαφέρον των προτεσταντών αφορούσε την εκπαιδευτική αναγέννηση της Ελλάδας, εντούτοις κύριος στόχος τους ήταν ο προσηλυτισμός, τόσο των Ορθοδόξων όσο και των Μουσουλμάνων και των Εβραίων της Ανατολής. Γρήγορα, λοιπόν, θα μπουν στο στόχαστρο της, εν πολλοίς, συντηρητικής ελληνικής εκκλησίας και της θρησκόληπτης ελληνικής κοινωνίας της εποχής.
Στην μακρινή Massachusetts των Η.Π.Α. στα 1810 μια ομάδα απόφοιτων του Williams College ίδρυσε τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο ιεραποστολικό οργανισμό της Αμερικής, γνωστό ως «American Board of Commissioners for Foreign Missions» (A.B.C.F.M.). Μέλη του ήταν προτεστάντες όλων των δογμάτων, όπως Πρεσβυτεριανοί, Κονγκρεγκεσιοναλιστές (Congregationalists) κ.λπ. Για τα μέλη της ομάδας αυτής το πεδίο δράσης δεν ήταν μόνο η αμερικανική επικράτεια, αλλά ολόκληρος ο κόσμος στον οποίο έπρεπε να μεταδώσουν το χριστιανικό μήνυμα. Η Μέση Ανατολή και ο χώρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτέλεσαν ένα από τα πεδία που δραστηριοποιήθηκαν. Ο πρώτος ιεραποστολικός σταθμός τους ιδρύθηκε στα 1823 στην Βηρυτό, ενώ από το 1827 έδρα τους γίνεται η Μάλτα. Με κέντρο το μικροσκοπικό νησί-φρούριο των Ιωαννιτών ιπποτών θα επιδοθούν στα επόμενα χρόνια σε ένα ιεραποστολικό κρεσέντο σε ολόκληρη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Για τον ελλαδικό χώρο είχε οργανωθεί η «Mission to Greece» που διήρκησε από το 1828 μέχρι και το 1844. Από την μεριά της Αγγλίας δραστηριοποιούνταν μισιονάριοι της L.M.S. (London Missionary Society) και της C.M.S. (Church Mission Society), αλλά με σαφώς πιο περιορισμένη δράση σε σχέση με τους Αμερικάνους ιεραποστόλους.
Η «Mission to Greece», όπως και οι αντίστοιχες προς τους Αρμένιους και τους Νεστοριανούς της νοτιοδυτικής Περσίας, στόχευαν σε μια γενικότερη αναγέννηση της χριστιανικής Ανατολής. Θεωρούσαν οι προτεστάντες ιεραπόστολοι, πολλές φορές όχι άδικα, ότι η Ορθόδοξη εκκλησία βρισκόταν σε κατάπτωση και ήταν σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένη. Το κυριότερο εργαλείο τους για την βελτίωση της κατάστασης ήταν η εκπαίδευση. Στα αστικά κέντρα πολλών νησιών θα ιδρύσουν σχολεία, κυρίως θηλέων και αλληλοδιδακτικά. Στην Τήνο στα 1829, στην Κεφαλονιά στα 1830, στην Κέρκυρα, στα Κύθηρα, στη Ζάκυνθο και στην Ιθάκη στα 1831, στο Άργος στα 1834 και στα Χανιά στα 1837. Οι πλούσιοι έμποροι των νησιών εξ αρχής υποστήριξαν τις ενέργειες των μισιονάριων, αφού η εκκοσμικευμένη παιδεία που πρόσφεραν στα σχολεία τους ήταν απαραίτητο εφόδιο για όσους νέους επιθυμούσαν να ασχοληθούν με το εμπόριο, τις επιστήμες ή να κυνηγήσουν μια θέση κρατικού υπαλλήλου. Παράλληλα, το τυπογραφείο τους στην Μάλτα επιμελούταν εκδόσεις σχολικών και θρησκευτικών βιβλίων καθώς και μεταφράσεις της Αγίας Γραφής, αλλά στην κοινή νέα ελληνική. Το γεγονός αυτό θα ψυχράνει έτι περαιτέρω τις σχέσεις των μισιονάριων με την ελληνική εκκλησία. Όσο, όμως, οι μισιονάριοι δεν επεδίωκαν ανοιχτά τον προσηλυτισμό οι ορθόδοξοι δεν ενοχλούνταν. Αντίθετα, ακόμη και πολιτικοί εκθείαζαν το εκπαιδευτικό τους έργο. Και επί Καποδίστρια αλλά και επί Όθωνα τα προτεσταντικά σχολεία στηρίχτηκαν από κράτος και κόμματα. Από τη στιγμή, όμως, που γινόταν φανερός ο σκοπός τους δημιουργούνταν αντιδράσεις.
Μεταξύ των σημαντικότερων μισιονάριων ήταν ο αμερικάνος Jonas King, ο οποίος αφού ήρθε στην Ελλάδα το 1827 παντρεύτηκε Ελληνίδα και από το 1831 διέμενε στην Αθήνα. Εκεί ίδρυσε πέντε σχολεία, αλλά γρήγορα οι θεολογικές του απόψεις, κατά κύριο λόγο καλβινιστικές, τράβηξαν το ενδιαφέρον της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας. Από το 1845 έως το 1847 ταλαιπωρήθηκε από σειρά δικών εναντίον του, που τον οδήγησαν εξόριστο στην Ιταλία έως το 1848. Το 1852 σύρθηκε ξανά σε δίκη με την κατηγορία της προσβολής της ελληνικής εκκλησίας και καταδικάστηκε σε 15νθήμερη κάθειρξη και εξορία. Με παρέμβαση, όμως, του αμερικανικού κράτους ο King απελευθερώθηκε. Τα υπόλοιπα χρόνια του ως τον θάνατό του στα 1869 θα τα περάσει στην Αθήνα διδάσκοντας τον καλβινισμό. Στα χνάρια του Jonas King βάδισε και ο Γερμανός Ludwig Korck που έφτασε στην Σύρο στα 1828 και συνέβαλε στην ίδρυση του «Φιλελληνικού Παιδαγωγείου». Στα 1834 ο αντιβασιλιάς Georg Ludwig von Maurer διορίζει τον Korck γενικό διευθυντή των Δημοσίων σχολείων και διευθυντή του Διδασκαλείου στο Ναύπλιο. Γρήγορα, όμως, εμφανίστηκαν αντιδράσεις προς το πρόσωπο του και οδηγήθηκε σε παραίτηση.
Ο Friedrich Hildner, έτερος Γερμανός, απεσταλμένος της Αγγλικανικής Ιεραποστολής ίδρυσε στη Σύρο νηπιαγωγείο και εργάστηκε με ζήλο στην ίδρυση του «Φιλελληνικού εκπαιδευτηρίου». Στο σχολείου του στα 1835 φοιτούσαν 247 αγόρια και 306 κορίτσια. Ακόμη και ο βασιλιάς Όθωνας επισκέφτηκε δυο φορές το σχολείο του Hildner, στα 1836 και 1841. Και ο Hildner, όμως, θα υποστεί διώξεις και θα αναγκαστεί να κλείσει το σχολείο του στα 1878. Καλύτερη τύχη είχαν οι Αμερικάνοι John Henry Hill και η σύζυγος του Frances Maria Mulligan Hill οι οποίοι στα 1830 ίδρυσαν στην Αθήνα σχολεία για αγόρια και κορίτσια, σχολείο για απόρους καθώς και σχολή για την εκπαίδευση δασκάλων. Φρόντισαν να μην έρθουν σε σύγκρουση με την ελληνική εκκλησία και γρήγορα η κυβέρνηση αναγνώρισε επίσημα τα σχολεία τους. Ο John Henry Hill πέθανε στα 1882 στην Αθήνα, κηδεύτηκε με τιμές και το κράτος ανήγειρε προς τιμήν του μνημείο. Το σχολείο που ίδρυσε με την σύζυγό του λειτουργεί μέχρι και τις μέρες μας. Τέλος, αξίζει να γίνει μνεία στο εκπαιδευτικό έργο του ζεύγους Riggs που δραστηριοποιήθηκε, κατά την περίοδο του Καποδίστρια και του Όθωνα, στην περιοχή του Άργους, όπου και ίδρυσε σχολείο θηλέων.
Παρά την αξιέπαινη προσπάθεια των μισιονάριων στον εκπαιδευτικό τομέα, που αγκαλιάστηκε από το κράτος, εν τούτοις η ελληνική κοινωνία τήρησε εξ αρχής μια πιο επιφυλακτική στάση απέναντι τους. Κύριος λόγος ήταν η εχθρότητα που έδειχναν οι προτεστάντες απέναντι στους τύπους λατρείας των ορθοδόξων. Όταν οι ελληνικές αρχές ζήτησαν στα 1830 από τον Ludwig Korck να τοποθετηθούν εικόνες της Θεοτόκου και άλλων αγίων στο σχολείο του η αντίδρασή του υπήρξε έντονη και αρνήθηκε να κάνει παραχωρήσεις. Οι μισιονάριοι θεωρούσαν τις εικόνες των ορθοδόξων σύμβολα ειδωλολατρίας ή εικονολατρίας. Ο Κυριακός Λαμπρύλος Χατζή Νικολάου στο βιβλίο του «Ο μισιοναρισμός και προτεσταντισμός εις τας Ανατολάς» αναφέρει χαρακτηριστικά για τους προτεστάντες: «οι Κ.Κ. ούτοι προσπαθούν παντοιοτρόπως να σύρουν προσηλύτους προς την Αίρεσιν των, και προς επίτευξιν τούτου μεταχειρίζονται την τε χρηματικήν διαφθοράν προς τους εν ηλικία, και την κιβδήλευσιν της δημοσίας εκπαιδεύσεως δια τα άνηβα παιδία, εις των οποίων τον νούν επεχείρησαν να εμφυλίσουν δόγματα, οποία δεν αποδέχεται ή κατακρίνει η Ανατολική Εκκλησία». Σε ένα ανώνυμο κείμενο του 1836 που τιτλοφορείται «Επιστολή περί του τις ο υποκεκρυμμένος σκοπός των εις την Ελλάδα ιεραποστόλων της Βιβλικής Εταιρίας» σημειώνονται τα εξής περί των μισιονάριων: «Αυτοί οι κύριοι, φίλε μου, δεν έχουν άλλον σκοπόν κύριον παρά το να κάμωσι προσηλύτους εις τα δόγματα της Λουθηροκαλβινικής θρησκείας των». Παρακάτω ο ανώνυμος συγγραφέας εξανίσταται διότι η προσηλυτιστική δράση των μισιονάριων αντί να κατευθύνεται προς λαούς αλλόδοξους αυτή στρέφεται «δολίως» και με «επιβουλήν Ιησουιτικήν» προς τους ορθοδόξους. Και συνεχίζει δηκτικά: «Εις τον τόπον ημών έρχονται να μας διδάξωσιν την ευσέβειαν οι Χάρτλιγγες, οι Κίγκοι, οι Κόρκοι και άλλοι παρόμοιοι μικρόνοες υποκριταί και απατηλοί άνθρωποι, διαφθείροντες τους υιούς μας, εκφαυλίζοντες τας θυγατέρας μας και ταράσσοντες την κοινήν και οικιακήν ημών ειρήνην;». Ο Κυριακός Λαμπρύλος Χατζή Νικολάου συμπληρώνει στην ανώνυμη αγανάκτηση τα εξής: «Μη τους πιστεύσης λοιπόν ω Έλλην ότι ήλθον εδώ δια τον φωτισμόν του Έθνους, ήλθον δια να το σύρουν εις τας παραφροσύνας της Έριδος, όλοι των οι σκοποί εις τούτο αποβλέπουν, και τα Σχολεία και η κιβδήλευσις των Γραφών και τα φυλλάδια».
Η ορθόδοξη εκκλησία, που είχε ήδη τεράστια προβλήματα με τη διάδοση των ιδεών του διαφωτισμού, ερχόταν αντιμέτωπη με μια αίρεση που όχι μόνο δεν καταδίκαζε τις διαφωτιστικές ιδέες, αλλά τις προωθούσε και τις δίδασκε ως μέρος του δόγματός της. Στο σχολικό πρόγραμμα των προτεσταντών υπήρχαν τρεις τομείς. Ο πρώτος αφορούσε την διδασκαλία των αρχαίων συγγραφέων, ο δεύτερος την διδαχή της Αγίας Γραφής και ο τρίτος τις θετικές επιστήμες. Ιδιαίτερα η διδασκαλία της Αγίας Γραφής ακολουθούσε μια πιο «εξορθολογισμένη» προσέγγιση, γεγονός που δημιουργούσε σε πολλές περιπτώσεις προβλήματα με τους ορθοδόξους. Εντύπωση, επίσης, προκαλούσε και το ενδιαφέρον που έδειχναν οι μισιονάριοι στην γυναικεία εκπαίδευση. Σύμφωνα με τα ορθόδοξα ειωθότα η θέση της γυναίκας ήταν αυστηρά περιορισμένη στην οικεία της και προορισμένη να υπηρετεί τον σύζυγο και την οικογένεια της. Οι προτεστάντες δάσκαλοι ήταν σε γενικές γραμμές πιο φιλελεύθεροι και προσπαθούσαν δια της μεθόδου των ερωταποκρίσεων να προαγάγουν την κριτική σκέψη των μαθητών, ενώ ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στους ιερείς της ορθόδοξης πίστης τους οποίους κατηγορούσαν για αμάθεια, γεγονός που δεν απείχε από την πραγματικότητα.
Από τη μεριά τους οι ορθόδοξοι κατηγορούσαν τους μισιονάριους για προσηλυτισμό «δια της πλαγίας». Ο κύριος σκοπός των μισιονάριων στις αποστολές τους σε όλη την υφήλιο ήταν η διάδοση του δικού τους θρησκευτικού δόγματος. Σε όσες χώρες δραστηριοποιήθηκαν χρησιμοποίησαν τις ίδιες μεθόδους. Κυρίως δια της εκπαιδεύσεως προσπαθούσαν να γαλουχήσουν τις νεότερες γενιές στην προτεσταντική ηθική. Έτσι και στην ελληνική περίπτωση τα σχολεία τους ενώ πρόσφεραν αναμφίβολα σημαντικές υπηρεσίες στην εκπαίδευση του κράτους, με έντεχνο και έμμεσο τρόπο προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν νέους οπαδούς στο δόγμα τους. Ο άκαμπτος δογματισμός των μισιονάριων παράλληλα με την αποστροφή τους προς κάθε τι «ορθόδοξο» γρήγορα κινητοποίησε τα αντανακλαστικά της ελληνικής εκκλησίας αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ήδη από το 1835 η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδας είχε καταδικάσει την μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από το εβραϊκό κείμενο που διδασκόταν στα προτεσταντικά σχολεία, ενώ στα 1836 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Στ΄ ο από Σερρών με συνοδική επιστολή καταδίκασε όλα τα αλληλοδιδακτικά σχολεία των Αμερικάνων μισιονάριων καθώς και τα συγγράμματα που χρησιμοποιούσαν στα σχολεία τους. Παράλληλα, ίδρυσε την Κεντρική Επιτροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον έλεγχο των εκπαιδευτικών θεμάτων των ορθοδόξων. Με ενέργειες, τέλος, της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδας τα προτεσταντικά συγγράμματα αποσύρθηκαν από τα αλληλοδιδακτικά σχολεία ενώ τα σχολικά βιβλία έπρεπε να έχουν την έγκριση της και το μάθημα της θρησκευτικής κατήχησης να γίνεται από ορθόδοξο ιερέα. Η εκκλησία της Ελλάδος με συνεχείς διώξεις, αναθέματα και δίκες, όπως αυτή ενάντια στον Jonas King, κατάφερε να εκμηδενίσει ουσιαστικά το προσηλυτιστικό έργο των προτεσταντών μισιονάριων. Ακόμη και ο Νεόφυτος Βάμβας, που προσπάθησε να μεταφράσει την Αγία Γραφή σε απλή νέα ελληνική σε συνεργασία με την αγγλική ιεραποστολή στη Σύρο, αντιμετώπισε έντονες αντιδράσεις από τους ορθοδόξους.
Σε γενικές γραμμές το ιεραποστολικό έργο των μισιονάριων στην Ελλάδα δεν πέτυχε τους στόχους του. Μπορεί τα σχολεία του και τα συγγράμματα τους, πράγματι, τα βοήθησαν την προσπάθεια της ελληνικής κοινωνίας να βγει από την αμάθεια και την θρησκοληψία που την χαρακτήριζαν, αλλά ο αντικειμενικός τους στόχος, που ήταν ο προσηλυτισμός νέων πιστών στο δόγμα τους, απέτυχε παταγωδώς. Μπορεί πράγματι οι Έλληνες να εκτίμησαν τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των μισιονάριων και το ενδιαφέρον τους για τον διαφωτισμό της, εν πολλοίς, καθυστερημένης ελληνικής κοινωνίας, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν και τους «κεκρυμμένους» σκοπούς των προτεσταντών ιεραποστόλων. Οι περισσότεροι μισιονάριοι ήταν όντως ιδεολόγοι και θεωρούσαν ότι δια του δόγματός τους θα άλλαζαν τον κόσμο, αλλά διακρίνονταν και από μια υπεροψία απέναντι στους «καθυστερημένους» Ανατολίτες. Το κυριότερο πρόβλημα τους έγκειτο στο ότι ποτέ δεν κατανόησαν τον ρόλο που έπαιζε η ορθόδοξη πίστη και εκκλησία στην ζωή των Ελλήνων. Από την άλλη μεριά είναι πανθομολογούμενη η σημαντική συνεισφορά τους στην παιδεία του νεότευκτου κράτους. Χιλιάδες παιδιά απέκτησαν την δυνατότητα να μορφωθούν στα προτεσταντικά σχολεία και κυρίως τα κορίτσια.
Διαβάστε:
- Θαναηλάκη Πόλλη, «Αμερική και προτεσταντισμός», εκδ. Καστανιώτη.
- Κυριακός Λαμπρύλος Χατζή Νικολάου, «Ο μισιοναρισμός και προτεσταντισμός εις τας ανατολάς», Σμύρνη 1836.
- Ανωνύμου, «Επιστολή περί του τις ο υποκεκρυμμένος σκοπός των εις την Ελλάδα ιεραποστόλων», Παρίσι 1836.
- Δ.Ι. Πολέμη, «Άγνωστα μονόφυλλα των εν Σύρω μισσιονάριων».