Το λησμονημένο μακελειό της Βάλτας (Κασσανδρείας)
23-24 Φεβρουαρίου 1944, Χαλκιδική
Η Κρητικιά συγγραφέας Τώνια Ζεβόλη – Νταουντάκη αναφέρεται μέσα από τις σελίδες του εξαιρετικού βιβλίου της «Εμείς θα ζήσουμε», σε άγνωστα γεγονότα και καταστάσεις του παρελθόντος της πολύπαθης Χαλκιδικής και της Μακεδονίας. Παρουσιάζει επεισόδια της επανάστασης του 1821 και των Βαλκανικών πολέμων στην περιοχή της Μακεδονίας, του Εθνικού διχασμού 1916-1918 ανάμεσα σε Βενιζελικούς και Κωνσταντινικούς, που στη χερσόνησο είχε πάρει απίστευτες διαστάσεις, φθάνοντας ακόμη και σε ομηρία Χαλκιδικιωτών στο Γκέρλιτς της Γερμανίας, όπως ακριβώς συνέβη κι αργότερα κατά την Γερμανική κατοχή. Κορυφαία γεγονότα της τελευταίας περιόδου αποτέλεσαν το μακελειό της Βάλτας, πρωτίστως, και ύστερα οι φυλακίσεις και οι εξορίες των γυναικών της Χαλκιδικής, ανάμεσα στις οποίες οι αδελφές Παραθυρά, η Στέλλα Μπαζάκου-Μαραγκουδάκη (αργότερα διευθύντρια της Σχολής Μωραΐτη), η μάνα μου και τόσες άλλες (βλ. φώτο)…
Η Ζεβόλη μεταφέρει αυτούσια και με την περίτεχνη λογοτεχνική γραφή τη συγκλονιστική μαρτυρία της Ντόρας Παραθυρά, που σήμερα ζει στην Αθήνα και είχε βιώσει όσο λίγοι Έλληνες τα τραγικά γεγονότα της ύστερης περιόδου της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η Ντόρα από την αρχή της αφήγησής της ξεκαθάρισε ότι «εγώ δεν είμαι ιστορικός για να γράψω ιστορία με το μολύβι. Ό,τι έζησα το έζησα με το σώμα, με την καρδιά, με την ψυχή. Έτσι τα ξέρω και έτσι τα λέω. Για ό,τι δεν έζησα εγώ, ας μιλήσει η ιστορία».
Από αυτή την αυθεντική αφήγησή της παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα για τα όσα συγκλονιστικά συνέβησαν την αποφράδα εκείνη μέρα: «Λίγο πριν τα μεσάνυχτα γερμανικός στρατός είχε ζώσει την Κασσάνδρα από στεριά και θάλασσα, χωρίς να το έχει αντιληφθεί κανείς. Άξαφνα, σαν να ζωντάνεψε η κόλαση, άρχισαν να μπουκάρουν στα σπίτια της Αθύτου, της Βάλτας και των γύρω χωριών. Ξυπνάμε σαστισμένοι από εκκωφαντικούς θορύβους, φωνές, ποδοβολητά και, πριν προλάβουμε να συνέλθουμε, να καταλάβουμε τι γίνεται, ακούμε βαριά χτυπήματα στην πόρτα μας από μπότες, όπλα, γροθιές, ταυτόχρονα με άγριες κραυγές.
Έντρομοι βλέπουμε να μπαίνουν μέσα δυο Γερμανοί μαζί με δυο Έλληνες συνεργάτες τους. Τον έναν από αυτούς τον ξέραμε καλά… Άλλοι δυο Γερμανοί στρατιώτες στάθηκαν στη σκάλα έξω και φύλαγαν να μη φύγουμε. Μας μάζεψαν όλους, γονείς και παιδιά, στο δωμάτιο που ήμουν εγώ με το μικρό αδελφό (τον Χρήστο) και άρχισαν να χτυπάνε άγρια, απάνθρωπα το Μιλτιάδη μας, την Τασούλα και τον πατέρα. (…)
Τα κλάματα, οι φωνές που ακούγονταν από τα γειτονικά σπίτια απ’ όσους βασανίζονταν και από τους γονείς που παρακαλούσαν για τα παιδιά τους έκαναν τον εφιάλτη πιο άγριο, αφού οι θηριωδίες που γίνονταν εκείνη την ώρα στο σπίτι μας διαδραματίζονταν ταυτόχρονα σε πολλές οικογένειες της περιοχής. Ήταν και η αισχρή εκμετάλλευση του πόνου αυτών των ανθρώπων, γιατί εκτός απ’ το πλιάτσικο που κάνανε στις οικοσκευές, σε λάδια και άλλα τρόφιμα οι “Έλληνες” κολαούζοι των Γερμανών, τους εκβίαζαν κιόλας πως θα ελευθέρωναν τα παιδιά τους αν τους έδιναν χρήματα, λίρες, χρυσαφικά, κι έτσι τους αποσπούσαν τα τελευταία μέσα που είχαν για να επιβιώσουν. (…)
Πόση ώρα έδερναν δεν μπορώ να υπολογίσω. Ο χρόνος είχε μεγαλώσει, αιώνας μου φάνηκε. Μακάρι όμως να συνέχιζε αυτός ο εφιάλτης παρά ο άλλος που ακολούθησε, γιατί αμέσως μετά σύρανε έξω, μέσα στο σκοτάδι, τον Μιλτιάδη, την Τασούλα και τον πατέρα, μαζί με πολλούς άλλους που είχανε συλλάβει από τα σπίτια της Αθύτου, της Βάλτας και άλλων χωριών της Κασσάνδρας. Κάποιους τους ξεχωρίσανε, μαζί μ’ αυτούς και το Μιλτιάδη μας και τους τραβήξανε έξω από το χωριό, σ’ έναν ελαιώνα λίγο έξω από τη Βάλτα. (…) Στα σύνορά του με ένα αμπελάκι μας σκάψανε ένα μεγάλο λάκκο και τα ξημερώματα εκτελέσανε με πολυβόλα τριάντα παλληκάρια, μαζί και το Μιλτιάδη μας, και τους έριξαν μέσα σ’ αυτόν τον ομαδικό τάφο. Έτσι έφυγε στα εικοσιένα του χρόνια ο μεγάλος μου αδερφός.
Στο μεταξύ, από τα σπίτια που είχαν λεηλατήσει πήραν ομήρους άλλους ογδόντα Κασσανδρινούς που δεν τους σκότωσαν αμέσως, αλλά τους έστειλαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, και άλλους πολλούς που τους φυλάκισαν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, στη Θεσσαλονίκη, κι αργότερα τους εκτέλεσαν εκεί. Τέλος, στήσανε αγχόνες στην κεντρική πλατεία της Βάλτας και κρεμάσανε τρεις.
Τον πατέρα τον κράτησαν όλη νύχτα στη Βάλτα … Τον βασάνισαν, του κάνανε εικονική εκτέλεση, ύστερα τον πήγανε και τον στήσανε πάνω από το λάκκο που είχαν εκτελέσει τους τριάντα και αφού του είπανε πως είναι μέσα και ο γιος του σκοτωμένος, του κάνανε για δεύτερη φορά εικονική εκτέλεση πάνω στον τάφο. Πίστευαν ότι έτσι θα του αποσπάσουν κάποια ονόματα πατριωτών. Ο πατέρας όμως στάθηκε βράχος. Δεν πήρε κανενός άλλου παιδί στο λαιμό του. Κι ας μπορούσε ίσως έτσι να γλιτώσει τα δικά του παιδιά. Ύστερα από αυτό, τον γυρίσανε στη Βάλτα και τον φυλακίσανε πάλι…
Τους επόμενους μήνες (η μάνα μας) δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει τον τοίχο με τα αίματα του αδερφού μου από εκείνο το βράδυ. Οι γείτονες θέλανε να τον ασπρίσουν για να μην τον βλέπουμε συνέχεια.
-Μην τον πειράζετε αυτόν τον τοίχο, είναι το παιδί μου, είναι το αίμα του Μιλτιάδη μου, φώναζε. Κι εμείς, τέσσερα μικρά παιδιά, μεγαλώναμε βλέποντας όλη μέρα, κάθε μέρα, το αίμα του εκτελεσμένου αδερφού μας στον τοίχο.
Όταν ύστερα από ένα μήνα άφησαν τον πατέρα να γυρίσει στο σπίτι, τα χάσαμε. Το βράδυ που τον πήραν είχε μαύρα μαλλιά. Όταν επέστρεψε ήταν άσπρα! Όπως μας είπε, άσπρισαν εκείνη την νύχτα, ύστερα από την εκτέλεση του γιου του, τη δική του εικονική πάνω από τον τάφο και την πορεία της Τασούλας στο άγνωστο (σημ. Σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία)…
Τη νύχτα που σαν “νύχτα του μακελειού της Βάλτας” χαράχτηκε στην ιστορία και στο μυαλό μας».
Ο απολογισμός του μακελειού: 28 εκτελέστηκαν με πολυβόλα, τρεις απαγχονίστηκαν στην κεντρική πλατεία της Βάλτας, εννέα τουφεκίστηκαν σε διπλανά χωριά και πέντε απ’ όσους συνελήφθησαν στο πογκρόμ που ακολούθησε, εκτελέστηκαν αργότερα στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Από τους 80 που στάλθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου της Γερμανίας, οι 16 δεν επέστρεψαν ποτέ…
Και μια απορία μου, που χρήζει απάντησης από πολλούς, ιδιαίτερα από τους «αρμοδίους»: Παντού στην Ελλάδα γίνονται σημαντικές εκδηλώσεις μνήμης, εκτός από τη Χαλκιδική όπου το μαρτυρικό γεγονός της Βάλτας αφήνεται στην πρωτοβουλία λίγων ευαισθητοποιημένων. Έτσι πολλοί -ακόμη και Χαλκιδικιώτες- δεν γνωρίζουν ένα τόσο σημαντικό, όσο και διδακτικό για τους νεότερους, ιστορικό γεγονός… Από τη μεριά τους οι «επίσημοι» φαίνεται ότι προτιμούν περισσότερο τους λαμπερούς εορτασμούς…
Πολύγυρος 22-2-2020
Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης