Ο Αριστοτέλης, η καλοκαγαθία και η ευτυχία ως χρήση της αρετής
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Σχετικά με την καλοκαγαθία ο Αριστοτέλης σημειώνει: «… το όνομα του ολοκληρωμένα ενάρετου ανθρώπου είναι η καλοκαγαθία· καλός καγαθός ονομάζεται κάποιος που έχει ολοκληρωμένη την αρετή. Και ονομάζεται καλός καγαθός με κριτήριο την αρετή εν γένει· για παράδειγμα, ονομάζεται καλός καγαθός τόσο ο δίκαιος όσο και ο ανδρείος, ο σώφρων, γενικά ο οποιοσδήποτε ενάρετος» (1207b 9.2).
Οι φράσεις «του ολοκληρωμένα ενάρετου ανθρώπου» και «έχει ολοκληρωμένη την αρετή», οι οποίες καταλήγουν στη διευκρίνιση «με κριτήριο την αρετή εν γένει» καταδεικνύουν το διαχωρισμό των αγαθών, αφού δεν είναι όλα αγαθά «εν γένει»: «Κάνουμε μια διάκριση, και άλλα τα ονομάζουμε καλά και άλλα αγαθά, και από τα αγαθά άλλα είναι εν γένει αγαθά και άλλα όχι» (1207b 9.3).
Σε σχέση με το διαχωρισμό των καλών από τα αγαθά ο Αριστοτέλης εξηγεί: «… καλά είναι οι αρετές και οι πράξεις οι σύμφωνες με τις αρετές, ενώ αγαθά είναι η εξουσία, ο πλούτος, η δόξα, οι τιμές και τα παρόμοια· με δεδομένα όλα αυτά ο καλός καγαθός είναι αυτός για τον οποίο τα εν γένει αγαθά είναι και προσωπικά του αγαθά, και τα εν γένει καλά είναι και προσωπικά του καλά. Αυτός είναι ο καλός καγαθός» (1207b 9.3).
Με βάση αυτό το διαχωρισμό είναι σαφές ότι ο καλός και αγαθός συνδυάζει την πραγμάτωση της αρετής στην ολοκληρωμένη μορφή της (είναι δίκαιος, ανδρείος, σώφρων κλπ) και ταυτόχρονα απολαμβάνει όλα τα κοινωνικά αγαθά που καταδεικνύουν την αναγνώρισή του, όπως ο πλούτος, οι τιμές, η εξουσία και η δόξα. Η κοινωνική διάσταση της αρετής είναι πλήρως ξεκαθαρισμένη, αφού μόνο σε μια ενάρετη πόλη αυτός που κατέχει την πιο ολοκληρωμένη εκδοχή της αρετής θα καταφέρει να αποκτήσει και τα αγαθά του πλούτου και της εξουσίας.
Η πόλη που δεν αναδεικνύει τον ενάρετο προσφέροντας δόξα και τιμές σε αυτούς που δεν τα αξίζουν έχει ματαιώσει εκ των προτέρων κάθε έννοια καλοκαγαθίας. Σε μια τέτοια πόλη ο καλός είναι καταδικασμένος στο περιθώριο, αφού το προσκήνιο ανήκει στους ανάξιους που θα κατακτήσουν όλα τα αγαθά παριστάνοντας τους ενάρετους.
Οι στρεβλώσεις αναποδογυρίζουν τις αξίες κι ακριβώς αυτές τις στρεβλώσεις προσπαθεί να προλάβει ο Αριστοτέλης τοποθετώντας τις έννοιες στη σωστή τους βάση με τη φράση «και ονομάζεται καλός καγαθός με κριτήριο την αρετή εν γένει». Με άλλα λόγια, ως καλός ορίζεται αυτός που έχει τις ιδιότητες που πράγματι ανήκουν στο γένος της αρετής (ανδρεία, δικαιοσύνη κλπ) κι όχι αυτός που τις σφετερίζεται ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, η εκδοχή της αρετής σε κοινωνικό επίπεδο θα καταδείξει και την ποιότητα των ανθρώπων που θα καρπωθούν τα αγαθά του πλούτου και της εξουσίας.
Ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Για όποιον, αντιθέτως, δεν ταυτίζονται τα εν γένει αγαθά με τα προσωπικά του αγαθά, αυτός δεν είναι καλός καγαθός· παράδειγμα: δεν μπορούμε να πούμε ότι απολαμβάνει υγεία αυτός για τον οποίο τα εν γένει υγιεινά πράγματα δεν είναι και προσωπικώς υγιεινά. Διότι αν αποκτήσει κανείς τον πλούτο και την εξουσία και υποστεί βλάβη από αυτά, τότε αυτά δεν πρέπει να αποτελέσουν επιλογή του, αλλά έπρεπε να προτιμήσει για δικά του όσα δε θα τον έβλαπταν» (1207b 9.4).
Σε τελική ανάλυση τα αγαθά του πλούτου και της εξουσίας, όταν δε συνοδεύονται από την αρετή ενδέχεται να λειτουργήσουν βλαπτικά για τον κάτοχό τους. Ο άφρων που θα αποκτήσει χρήματα από τύχη (ή από διαπλοκή) δεν είναι βέβαιο ότι θα ωφελήσει τη ζωή του. Οι επιλογές που θα κάνει μπορεί και να τον ζημιώσουν σε τέτοιο βαθμό, που θα ήταν καλύτερο να μην τα είχε αποκτήσει. Το ίδιο και με την εξουσία και με τη δόξα.
Από αυτή την άποψη, η διαχείριση των αγαθών θα καταδείξει και το κατά πόσο ο κάτοχός τους είναι πράγματι καλός (δηλαδή κάτοχος της ολοκληρωμένης αρετής), ώστε να τα αξιοποιήσει όπως πρέπει: «Αντίθετα, για όποιον όλα τα αγαθά αποτελούν και προσωπικά του αγαθά χωρίς να υφίσταται αυτός καμία βλάβη από αγαθά σαν τον πλούτο και την εξουσία, αυτός ακριβώς είναι καλός καγαθός». (1208a 9.5).
Ο κάτοχος της αρετής γνωρίζει να κρατά τις ισορροπίες και να μην παρασύρεται από τις προκλήσεις του πλούτου και της εξουσίας, αφού πριν από όλα ενεργεί σύμφωνα με τις επιταγές του ορθού λόγου: «… το να ενεργεί κανείς κατά τον ορθό λόγο σημαίνει το εξής: το άλογο μέρος της ψυχής να μην εμποδίζει το λογικό να ασκεί τη δική του λειτουργία. Τότε η πράξη θα είναι σύμφωνη με τον ορθό λόγο» (1208a 10.2).
Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του συνετού από τον άφρονα. Ο άφρων δεν είναι σε θέση να ελέγξει τις άλογες παρορμήσεις της ψυχής στις οποίες τελικά υποτάσσεται, ακόμη κι αν πρόκειται να βλάψει τον εαυτό του. Ένας τέτοιος άνθρωπος με πλούτο κι εξουσία στα χέρια του, είναι βέβαιο ότι θα τα χρησιμοποιήσει υπηρετώντας ευτελείς επιθυμίες, αφού είναι αδύνατο να χαλιναγωγήσει τα πάθη του.
Ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Επειδή έχουμε ένα μέρος της ψυχής κατώτερο και ένα άλλο ανώτερο, το κατώτερο υπάρχει σε κάθε περίπτωση για χάρη του ανώτερου, όπως ακριβώς, στην περίπτωση του σώματος και της ψυχής, το σώμα υπάρχει για χάρη της ψυχής· και τότε θα πούμε ότι το σώμα είναι σε καλή κατάσταση, όταν όχι μόνο δε λειτουργεί ως εμπόδιο αλλά και συμβάλλει και συντελεί ώστε η ψυχή να πραγματώνει το ιδιαίτερό της έργο (διότι το κατώτερο υπάρχει για χάρη του ανώτερου, αποσκοπώντας στο να είναι συνεργός του)· όποτε, λοιπόν, τα πάθη δεν εμποδίζουν το νου να πραγματώνει το ιδιαίτερό του έργο, τότε θα επιτευχθεί αυτό που είναι σύμφωνο με τον ορθό λόγο» (1208a 10.2 και 10.3).
Η απόλυτη προτεραιότητα που δίνεται στην ψυχή δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως υποτίμηση του σώματος. Ο Αριστοτέλης δεν υποτιμά (πολύ περισσότερο περιφρονεί) τις σωματικές ανάγκες. Το ότι καταδικάζει την υπερβολή δε σημαίνει ότι υποστηρίζει την έλλειψη. Σώφρων δεν είναι αυτός που παραμερίζει το σώμα, αλλά αυτός που δεν ξεπερνά τα όρια της μεσότητας αφήνοντας το άλογο μέρος της ψυχής να κυριαρχήσει. Με άλλα λόγια, σώφρων είναι αυτός που ξέρει να χαλιναγωγεί τα πάθη του, ώστε να μην υπερβαίνεται το μέτρο της λογικής.
Κι αφού γίνεται λόγος για τη χαλιναγώγηση των παθών, το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο: «… ίσως να ρωτήσει κανείς: “Και σε ποια κατάσταση πρέπει να είναι τα πάθη για να μη σταθούν εμπόδιο στο λογικό; Και πότε θα είναι σ’ αυτή την κατάσταση;”» (1208a 10.3).
Ένα τέτοιο ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί: «Σίγουρα είναι δύσκολο να απαντηθεί ένα ερώτημα σαν κι αυτό. Και ο γιατρός ακόμα δε θα απαντούσε σε μια ανάλογη ερώτηση· γιατί, μπορεί να πει, βέβαια, να παρασχεθεί κριθαρόνερο σε έναν άνθρωπο που έχει πυρετό· αλλά το ότι αυτός έχει πυρετό, πώς πέφτει στην αίσθησή μου; Ίσως ο γιατρός να σου απαντήσει: “όταν τον βλέπεις ωχρό”· αλλά το “ωχρός” πώς θα το καταλάβω; Εδώ είναι που υπεισέρχεται η αντίληψη του γιατρού· γιατί σου λέει: “αν δεν έχεις αφ’ εαυτού αυτή την αίσθηση δεν πας παραπέρα”. Έτσι και για τα υπόλοιπα ισχύει ο ίδιος λόγος. Και το ίδιο συμβαίνει και με τη γνώση των παθών: πρέπει ο ίδιος που θέλει να τα γνωρίσει να συμβάλει σ’ αυτό με την προσωπική του αίσθηση» (1208a 10.4 και 10.5).
Πράγματι, αν κάποιος δεν έχει καμία επίγνωση των παθών του, με τον ίδιο τρόπο που αδυνατεί να καταλάβει πότε κάποιος είναι ωχρός, δεν έχει πιθανότητες να κατακτήσει την αρετή. Η συμβολή της «προσωπικής αίσθησης» στην κατανόηση των παθών είναι η επίκληση της στοιχειώδους λογικής, ώστε να διαχωριστεί η υπερβολή από το μέσο.
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη φύση που ενδέχεται να καταστήσει κάποιον ανίκανο να διακρίνει τα πάθη, αλλά για τη συμβολή (κι ως εκ τούτου την ευθύνη) των ανθρώπων απέναντι στο θέμα. Είναι αδύνατο να μην μπορεί κανείς να διακρίνει την ωχρότητα της αρρώστιας, ακόμη κι αν του την έχουν δείξει στο πρόσωπο κάποιου ασθενή. Με τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να μην έχει κανείς αίσθηση των παθών, ακόμη και μετά από την ανάλογη διαπαιδαγώγηση.
Αυτό που μένει είναι το τελικό ερώτημα σχετικά με την κατάκτηση της ευτυχίας: «Ίσως κάποιος να διερευνούσε και το εξής: άραγε αν τα μάθω πράγματι όλα αυτά, θα γίνω σίγουρα ευτυχισμένος;» (1208a 10.6). Ο Αριστοτέλης θα απαντήσει ευθέως: «Έτσι φαντάζονται, αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα» (1208a 10.6).
Η ευτυχία δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη γνώση του καλού, αλλά με την πραγμάτωσή του. Με άλλα λόγια, η απλή γνώση της αρετής (ή των παθών που πρέπει να τιθασευτούν) δεν υπόσχεται από μόνη της την ευτυχία: «Διότι καμία, επίσης, από τις υπόλοιπες επιστήμες δεν μεταδίδει σε όποιον τη μαθαίνει τη χρήση και την υλοποίησή της· αυτό που μεταδίδεται είναι μόνο η κατεχόμενη γνώση· έτσι και στην προηγούμενη περίπτωση: η γνώση δε συνεπάγεται και μετάδοση της χρήσης (όπως είπαμε η ευδαιμονία είναι ενέργεια)· αυτό που μεταδίδεται είναι η κατεχόμενη γνώση· και η ευδαιμονία δεν προκύπτει από τη γνώση των στοιχείων της, αλλά από τη χρήση τους» (1208a 10.6).
Είναι προφανές ότι η γνώση της αρετής δε συνεπάγεται την αυτόματη υλοποίησή της. Αν ίσχυε αυτό δε θα υπήρχε ο ακρατής. Όταν τα πάθη ξεπερνούν κάθε μέτρο, τότε η γνώση είναι αδύνατο να τα συγκρατήσει. Κι αυτός είναι ο λόγος που η αρετή κατακτιέται με τον εθισμό.
Ο εθισμός, ως συνειδητά επαναλαμβανόμενες πράξεις, είναι ο μόνος δρόμος για την κατάκτηση της αρετής, αφού μαζί με τη γνώση επιτυγχάνει και την πραγμάτωσή της. Πρέπει κανείς να κάνει και να ξανακάνει δίκαιες πράξεις, ώστε να μάθει να είναι δίκαιος. Κι αυτός είναι ο ρόλος της διαπαιδαγώγησης. Αν η απλή γνώση ήταν αρκετή, δε θα χρειαζότανε η μακρά διαδικασία του εθισμού που θα τη συνέδεε με την πράξη. Μια απλή ενημέρωση του καλού θα ήταν αρκετή.
Έχοντας υπόψη αυτό είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τη ματαιοπονία των ανθρώπων που αναζητούν συνταγές ευτυχίας σε εύπεπτα (κι άκρως εμπορικά) εγχειρίδια, που τις υπόσχονται με τη μορφή πρακτικών συμβουλών. Ακόμη κι αν πράγματι οι συμβουλές που διατείνονται ότι παρέχουν έχουν κάποια αξία, είναι αδύνατο να εκληφθούν σαν οδηγοί ευτυχίας, αφού η ευτυχία είναι αδύνατο να ταυτιστεί με τη γνώση (πολύ περισσότερο όταν είναι επιφανειακή), αλλά πρωτίστως έχει να κάνει με τη συνείδηση που θα φέρει την πράξη.
Ευτυχία με οδηγίες χρήσης δεν υπάρχει κι αυτό ο Αριστοτέλης το κάνει σαφές από τον 4ο π.Χ αιώνα. Αυτό που υπόσχεται είναι η διερεύνηση του θέματος, δηλαδή η δυνατότερα εμπεριστατωμένη γνώση που μπορεί να έχει κανείς, κι από κει και πέρα είναι ζήτημα του αναγνώστη η πραγμάτωση, η οποία σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με τη γνώση: «Αλλά δεν εμπίπτει στο αντικείμενο αυτής της πραγματείας η χρήση και υλοποίηση αυτών»· (εννοείται των στοιχείων της ευδαιμονίας) «διότι καμία, επίσης, από τις υπόλοιπες επιστήμες δε μεταδίδει σε όποιον τη μαθαίνει τη χρήση της· αυτό που μεταδίδεται είναι μόνο η κατεχόμενη γνώση» (1208a 10.7 και 1208b 10.7).
Όμως, το ότι η γνώση των στοιχείων της ευτυχίας δεν εξασφαλίζει την υλοποίησή τους, δε συνεπάγεται δηλαδή την άμεση κατάκτηση της ευτυχίας, δε σημαίνει ότι ματαιώνεται η αξία της. Η ηθική φιλοσοφία, όπως τίθεται από τον Αριστοτέλη, δεν υπόσχεται ευτυχία, αλλά αποτελεί θεμέλιο σκέψης για να κινηθεί κανείς προς αυτή την κατεύθυνση. Αν κάποιος πιστεύει ότι διαβάζοντας και κατανοώντας την αριστοτελική εκδοχή της ηθικής φιλοσοφίας θα γίνει (με τρόπο αστραπιαίο) ευτυχισμένος, ασφαλώς πλανάται.
Σε τελική ανάλυση, η ευτυχία αποτελεί αυστηρά προσωπική υπόθεση, αφού θα καθοριστεί από αυστηρά προσωπικές αποφάσεις. Ανάμεσα στη γνώση και την πράξη μεσολαβεί η συνείδηση, και η ανάγνωση ενός κειμένου, όσο σπουδαίο κι αν είναι, δεν μπορεί να υποσχεθεί κάτι τέτοιο. Κανείς δεν κατέκτησε την ηθική αρετή διαβάζοντας. Η γνώση είναι ένα εφαλτήριο, γι’ αυτό και η αξία της είναι ανεκτίμητη. Το κατά πόσο θα ενεργοποιηθεί, όμως, έχει να κάνει με πολλούς άλλους παράγοντες.
Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης δεν πρέπει να διαβαστεί ως απλό διανοητικό παιχνίδι ή ως πνευματική άσκηση που αφορά τις φιλοσοφικές γνώσεις. Ο Αριστοτέλης πρέπει να διαβαστεί από τη σκοπιά της πρακτικής εφαρμογής, δηλαδή της καθημερινής συνθήκης, ως απόδειξη ότι η φιλοσοφία αφορά τη ζωή κι απευθύνεται στον πραγματικό κόσμο. Αυτό όμως δεν είναι ευθύνη του Αριστοτέλη. Κι ούτε το διασφαλίζει η γνώση των ιδεών του, πράγμα που (όπως φαίνεται) το γνωρίζει πολύ καλά και ο ίδιος.
Αυτό που μένει είναι η διαβεβαίωσή του ότι η αρετή θα διασφαλίσει όχι μόνο την ευτυχία σε επίπεδο ατομικό, αλλά και την κοινωνική αρμονία σε συλλογικό επίπεδο, όπως διατυπώνεται στο σύγγραμμά του «Περί Αρετών και Κακιών»: «Συνολικά στη μεν αρετή συνίσταται το να δημιουργεί καλή ψυχική διάθεση, το να παρέχει ήρεμες και διατεταγμένες κινήσεις, και το να εναρμονίζει όλα τα μέρη της ψυχής· γι’ αυτό και θεωρείται ότι η καλή ψυχική διάθεση είναι παράδειγμα αρίστης πολιτείας. Στην αρετή ακόμη έγκειται το να ευεργετεί τους άξιους και το να αγαπά τους καλούς και να μισεί τους κακούς, και το να μην είναι ικανός ο άνθρωπος να τιμωρεί και να εκδικείται, αλλά να είναι σπλαχνικός και ευμενής και να συγχωρεί. Την αρετή ακολουθεί η τιμιότητα, η επιείκεια, η ευγνωμοσύνη και η αισιοδοξία, και επιπλέον» (εν. την αρετή ακολουθούν) «και τέτοια χαρακτηριστικά, όπως το να αγαπά ο άνθρωπος τους συγγενείς του και τους φίλους του, το να είναι αφοσιωμένος στους συντρόφους του, το να αγαπά τους ξένους, το να ευεργετεί και να αγαπά το καλό. Και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι αξιέπαινα» (παράγραφος 8).
https://www.facebook.com/MetropolitanMuseumAthens
Αριστοτέλης: «Περί Αρετών και Κακιών», μετάφραση Σωτηρία Τριαντάρη – Μάρα, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2006.
Αριστοτέλης: «Ηθικά Μεγάλα», βιβλίο δεύτερο, μετάφραση Βασίλειος Μπετσάκος, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ Θεσσαλονίκη 2010.