Καίσαρ Αύγουστος: ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης.
Της Ιωάννας Μαλλιότα
«Σέ ἡλικία δεκαεννέα χρονῶν, μέ δική μου πρωτοβουλία καί μέ δικά μου ἔξοδα, συγκέντρωσα στρατό μέ τόν ὁποῖο ἀποκατέστησα τήν έλευθερία στή Δημοκρατία, τήν καταπιεζόμενη ἀπό τήν τυραννία τῆς ἐμφύλιας σύγκρουσης. Γι’ αὐτή μου τήν ὑπηρεσία ἡ Σύγκλητος, μέ τιμητικό ψήφισμα, μέ ἀποδέχτηκε στίς τάξεις της, ἐπί ὑπατείας Γάιου Πάνσα καί Αὔλου Ἴρτιου, δίνοντάς μου ταυτοχρόνως ὑπατική ψῆφο καί στρατιωτική ἐξουσία. Ὡς πραίτωρ καί ἀπό κοινοῦ μέ τούς ὑπάτους ἀνέλαβα τότε νά φροντίσω ὥστε ἡ Δημοκρατία νά μήν κινδυνεύσει. Τήν ἴδια χρονιά, ἐπίσης, κι ἐπειδή καί οἱ δύο ὕπατοι εἶχαν σκοτωθεῖ στόν πόλεμο, ὁ λαός μέ ἐξέλεξε ὕπατο καί τριάρχη γιά νά προστατεύσω τή συνταγματική τάξη.
Αὐτούς πού δολοφόνησαν τόν πατέρα μου τούς ἐξόρισα, τιμωρώντας τό ἔγκλημά τους μέ τις νόμιμες διαδικασίες˙ καί ἐν συνεχεία, ὅταν διεξήγαγαν πόλεμο ἐναντίον τῆς Δημοκρατίας, τούς νίκησα δύο φορές στό πεδίο τῆς μάχης…».
–Res Gestae Divi Augusti/Τα πεπραγμένα του θεϊκού Αυγούστου (απομνημονεύματα).
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Μέγας Αλέξανδρος στα 32 του έτη, αναρωτιόταν: “Τι νέοι κόσμοι έχουν μείνει για να κυριεύσω;”. Όταν κάποιος μετέφερε στον Οκταβιανό αυτά τα λόγια του Αλεξάνδρου, ο θετός γιος του Ιουλίου Καίσαρα και πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης, εξεπλάγη και αναρωτήθηκε: “Γιατί ο Αλέξανδρος δε θεώρησε τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας που είχε κερδίσει πιο βαριά εργασία απ’ ό,τι ήταν η κατάκτησή της;”. Τα λόγια αυτά μπορεί να είναι ή όχι αληθινά, ωστόσο αντανακλούν με λεπτότητα τον χαρακτήρα του Γάιου Οκτάβιου, του ανθρώπου που εγκαινίασε μια νέα μορφή διακυβέρνησης του ρωμαϊκού κράτους, θεμελίωσε την αυτοκρατορική εξουσία στη Ρώμη και δημιούργησε τις βάσεις για μια μονοκρατορία που διαπέρασε τους αιώνες και έφτασε, 15 αιώνες μετά τον θάνατο του Αυγούστου, μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Τα γεγονότα μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.)
Μετά το πέρας της Ναυμαχίας και της ολοκληρωτικής ήττας του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, ο Οκταβιανός ήταν σε θέση να κυβερνήσει, έστω και ανεπίσημα, ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια. Όντας η μόνη και αναμφισβήτητη δύναμη στο Ρωμαϊκό κράτος, μερίμνησε έτσι ώστε να μη διαφανεί πως απώτερος σκοπός του ήταν η επιβολή μιας μοναρχίας ή δικτατορίας· αύξησε σταδιακά τις δικαιοδοσίες του, δημιουργώντας δημόσιες σχέσεις με τη Σύγκλητο και με ισχυρούς άνδρες, ενώ παράλληλα φρόντιζε να τηρούνται οι δημοκρατικές παραδόσεις στη Ρώμη. Αφού αφιέρωσε 2 χρόνια για τη διευθέτηση των υποθέσεων στην Ανατολή και έχοντας αυξήσει εντυπωσιακά τη δημοτικότητά του, επέστρεψε το καλοκαίρι του 29 π.Χ. στη Ρώμη, όπου τέλεσε έναν πολυδάπανο θρίαμβο και διένειμε τεράστια ποσά στον στρατό και στους κατοίκους της πόλης. Το ίδιο έτος, μάλιστα, η Σύγκλητος ανακήρυξε τον ίδιο, αλλά και τον στρατηγό του Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα, Υπάτους.
Ο αιώνας των ατελείωτων εμφυλίων πολέμων, ναι μεν, είχε παρέλθει, όμως είχε αφήσει το κράτος σε μια κατάσταση αναρχίας και η Δημοκρατία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να δεχθεί την κυριαρχία του Οκταβιανού σε ρόλο δεσπότη. Το 28 π.Χ., ο Καίσαρας άρχισε να παραιτείται από κάποιες μη παραδοσιακές του εξουσίες και προετοίμασε με διαφορετικό τρόπο το έδαφος για ένα μόνιμο πολιτικό καθεστώς. Σκοπός του πλέον ήταν να χαρίσει στον λαό του την ειρήνη, ώστε να επανέλθουν η σταθερότητα και η ευνομία στο προσκήνιο. Υπήρχε όμως ένα σημαντικό πρόβλημα..
Οι Ρωμαίοι παραδοσιακά απεχθάνονταν τους βασιλείς και έτσι ήταν αδύνατον να τοποθετηθεί κάποιος βασιλιάς απροκάλυπτα. Ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε, απλώς γιατί ενεργούσε σε ορισμένες περιπτώσεις ως τέτοιος ενήργησε. Ήταν σαφές πλέον πως δεν υπήρχε δυνατότητα επιστροφής στη Δημοκρατία. Επομένως, πώς θα διατηρούνταν η τάξη χωρίς να διοριστεί κάποιος βασιλιάς;
Η μετατροπή της Δημοκρατίας σε Αυτοκρατορία.
Με μια απερίσκεπτη, φαινομενικά, πράξη, τον Ιανουάριο του 27 π.Χ., ο Οκταβιανός εμφανίστηκε ενώπιον της Συγκλήτου και παραιτήθηκε απ’ όλες τις εξουσίες του. Όμως, με τον Οκταβιανό στη θέση του Υπάτου, η Σύγκλητος είχε ελάχιστη δύναμη για να ξεκινήσει νομοθετικό έργο παρουσιάζοντας ψηφίσματα προς συζήτηση. Παρ’ όλο που ο Οκταβιανός δεν είχε πλέον άμεσο έλεγχο των επαρχιών και του στρατού, διατήρησε την αφοσίωση σημαντικών στρατιωτικών, τόσο εν ενεργεία όσο και βετεράνων. Το σύνολο της εξουσίας του προερχόταν από διάφορα αξιώματα που του είχαν παραχωρήσει η Σύγκλητος και ο λαός, από την τεράστια προσωπική του περιουσία και από τις πολυάριθμες πελατειακές σχέσεις που είχε δημιουργήσει με ιδιώτες και ομάδες σε όλα τα μήκη της Αυτοκρατορίας. Λίγους μήνες αργότερα, η Σύγκλητος πρότεινε στον Οκταβιανό, τον δοξασμένο νικητή των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων, να αναλάβει και πάλι τη διοίκηση των επαρχιών. Μέσω της Συγκλήτου, ο Οκταβιανός ήταν σε θέση να παρουσιάζει την ψευδή εικόνα πως η Ρωμαϊκή Δημοκρατία διατηρούσε την ισχύ και το σύνταγμά της. Φορώντας το προσωπείο του δισταγμού, αποδέχτηκε τη δεκαετή υποχρέωση της επίβλεψης των επαρχιών που βρίσκονταν σε χαοτική κατάσταση και είχε υπό τον έλεγχό του την πλειοψηφία των ρωμαϊκών λεγεώνων. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης η Σύγκλητος του απέδωσε με ψήφισμα τους τίτλους Augustus (=Σεβαστός, Θαυμαστός) και Princeps (=πρώτος πολίτης). Η αλλαγή ονόματος συμβόλιζε κυρίως την αρχή της ειρηνικής βασιλείας του ως ‘’Αύγουστος’’, αφήνοντας πίσω τη βασιλεία του τρόμου. Η λέξη «Princeps», μάλιστα, στην περίπτωση του Αυγούστου απέδιδε σχεδόν ένα βασιλικό τίτλο, υπονοώντας την κεφαλή του κράτους. Ο Αύγουστος ονόμαζε επίσης τον εαυτό του Imperator Caesar divi filius (=Διοικητής Καίσαρ, γιος θεού). Με τον τίτλο αυτό, όχι μόνο καυχιόταν για τη συγγένειά του με τον θεοποιημένο Ιούλιο Καίσαρα, αλλά και η χρήση της λέξης Imperator (=νικηφόρος στρατηγός) υποδείκνυε μόνιμη σύνδεση με τη ρωμαϊκή παράδοση για τη νίκη. Η λέξη Καίσαρ ήταν απλά μια επωνυμία για ένα παρακλάδι της Ιουλίας οικογένειας, ωστόσο ο Αύγουστος τη μετέτρεψε σε επώνυμο μια νέας γραμμής αίματος που ξεκινούσε από τον ίδιο.
Ήδη από το 23 π.Χ., η Σύγκλητος και ο λαός της Ρώμης έβλεπαν στο πρόσωπο του Αυγούστου τον κύριο μονοκράτορά τους, αλλά η αυτοκρατορία δεν είχε ακόμα εγκαθιδρυθεί. Με μια ακόμα έξυπνη κίνηση, ο Αύγουστος εγκατέλειψε το μόνιμο αξίωμά του ως Ύπατος, διατηρώντας όμως τη διοίκηση. Με την κίνηση αυτή, παραδίδοντας δηλαδή το αξίωμα του ενός από τους δύο Υπάτους, επέτρεψε σε φιλόδοξους πολιτικούς να διεκδικήσουν τη θέση, ενώ ο ίδιος θα μπορούσε να ασκεί πιο ευρεία καθοδήγηση μέσα στην τάξη των Συγκλητικών. Ο Καίσαρας δεν κατείχε πλέον επίσημη πολιτική θέση μέσω της οποίας θα μπορούσε να διοικήσει το κράτος, ωστόσο η κυριαρχία του στις επαρχίες διατηρήθηκε καθώς έλαβε το αξίωμα του ανθυπάτου. Ως πρώην Ύπατος είχε τη δικαιοδοσία να παρεμβαίνει, όταν το θεωρούσε σκόπιμο, στις υποθέσεις των διορισμένων από τη Σύγκλητο επάρχων. Ως ανθύπατος δε, σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να χάσει τη δύναμη υπεροχής απέναντι στους επάρχους, οπότε έλαβε από τη Σύγκλητο την «εξουσία πάνω σε όλους τους ανθυπάτους».
Βλέποντας τη δημοτικότητά του να αυξάνεται και τις ιδιαίτερες διοικητικές του ικανότητες, η Σύγκλητος συνέχισε να παραχωρεί στον Αύγουστο εξουσίες, που σταδιακά τον έκαναν κύριο όλων· του επετράπη να συγκαλεί τη Σύγκλητο και το λαό όποτε το επιθυμούσε, να ασκεί βέτο στις αποφάσεις τόσο της Εκκλησίας όσο και της Συγκλήτου, να προεδρεύει στις εκλογές, καθώς και να μιλά πρώτος σε όλες τις παραπάνω συνελεύσεις. Στις εξουσίες του Αυγούστου συμπεριλήφθησαν και ορισμένα από τα προνόμια που ανήκαν συνήθως σε έναν Τιμητή. Ανάμεσά τους ήταν η επίβλεψη των δημόσιων ηθών και η εξέταση των νόμων, έτσι ώστε να διασφαλιστεί πως εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον. Έχοντας στην κατοχή του τις εξουσίες ενός Τιμητή, ο Αύγουστος έκανε έκκληση στο ρωμαϊκό πατριωτισμό απαγορεύοντας οποιοδήποτε άλλο είδος ρουχισμού κατά την παραμονή στην Αγορά, εκτός από την παραδοσιακή τόγκα. Μέχρι τότε δεν υπήρχε στη ρωμαϊκή ιστορία, προηγούμενο συνδυασμού τόσων αξιωμάτων σε ένα και μοναδικό πρόσωπο. Ως αποτέλεσμα, το σημαντικότατο αξίωμα του Δημάρχου άρχισε να χάνει τη λάμψη του, εξαιτίας των δικαιοδοσιών που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του ο Αύγουστος.
Σε συνδυασμό με τις παραπάνω δικαιοδοσίες, ο Αύγουστος έλαβε την αποκλειστική εξουσία για την ίδια την πόλη της Ρώμης· όλες οι ένοπλες δυνάμεις της πόλης, που στο παρελθόν ελέγχονταν από τους διοικητές και τους Υπάτους, βρίσκονταν πλέον υπό την εξουσία του. Έχοντας το αξίωμα αυτό, ο Αύγουστος ήταν το μοναδικό άτομο που είχε το δικαίωμα να τελέσει Θρίαμβο, δεδομένου ότι ήταν η κεφαλή του ρωμαϊκού στρατού. Το 22 π.Χ. μια σιτοδεία έσπειρε τον πανικό, ενώ ένα τμήμα του λαού ζήτησε από τον Αύγουστο να γίνει δικτάτορας για να διαχειριστεί την κρίση. Αφού αρνήθηκε με θεατρικό τρόπο το προνόμιο αυτό μπροστά στη Σύγκλητο, τελικά δέχτηκε να διαχειρίζεται ο ίδιος την εισαγωγή σιτηρών στην πόλη θέτοντας αμέσως τέρμα στην κρίση. Μέχρι και το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ., ο Καίσαρας συνέχισε να λαμβάνει σημαντικές εξουσίες και τίτλους, με κορυφαίο εκείνον του Pater Patriae (=πατέρας της πατρίδος) που του απονεμήθηκε το 2 π.Χ..
Εξαντλημένος από έναν αιώνα εμφυλίων πολέμων και αναταραχών, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ίδιος ο λαός της Ρώμης παραχώρησε στον Οκταβιανό τη διευρυμένη πολιτική του ισχύ. Αποτέλεσμά της ήταν η αθόρυβη γέννηση ενός νέου μοναρχικού πολιτεύματος και η ανάδειξη του πρώτου και χαρισματικού Αυτοκράτορα της Ρώμης, του Αυγούστου.
«Ήταν ασυνήθιστα όμορφος… Είχε καθαρά μάτια που έλαμπαν… Τα δόντια του ήταν πολύ αραιά, μικρά και κακοδιατηρημένα, τα μαλλιά του ελαφρώς κατσαρά με τάση προς το χρυσό. Τα φρύδια του ενώνονταν. Τα αυτιά του ήταν μέτρια σε μέγεθος, και η μύτη του εξείχε λίγο στην κορυφή και μετά κύρτωνε ελαφρά προς τα μέσα. Η επιδερμίδα του ήταν κάπου ανάμεσα στο σκούρο και το ανοιχτό. Ήταν κοντός στο ύψος…». (Σουητώνιος)
Η προσφορά του Αυγούστου στον λαό και τον πολιτισμό.
«Marmoream relinquo, quam latericiam accepi». (=Βρήκα μια πόλη από τούβλα και σας παρέδωσα μία από μάρμαρο). -Αυτοκράτορας Αύγουστος.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας του η πόλη της Ρώμης μεταμορφώθηκε ριζικά, αποκτώντας για πρώτη φορά οργανωμένα σώματα πυροσβεστικής και ‘’αστυνομίας’’. Οι εισοδηματικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε, αύξησαν ραγδαία τα δημόσια έσοδα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για την ανάδειξη της Ρώμης σε μια πλούσια πρωτεύουσα. Τα πολυτελή μάρμαρα άρχισαν πλέον να κυριαρχούν, με επιβλητικότερα εκείνα των Ara Pacis (=βωμός της Ειρήνης) και ενός μνημειώδους ηλιακού ρολογιού, κεντρικός γνώμονας του οποίου ήταν ένας οβελίσκος που έφερε από την Αίγυπτο. Ανήγειρε επίσης πολυτελείς ναούς και χρηματοδότησε την οικοδόμηση πολλών ακόμα έργων όπως θέατρα, μαυσωλεία και λουτρά. Η συμβολή του στον χώρο της λογοτεχνίας και των γραμμάτων θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντική, αφού επί Αυγούστου άκμασε μια νέα γενιά Ρωμαίων λογοτεχνών, του Βιργιλίου και του Οράτιου.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως ο Αύγουστος, ο ιδρυτής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, άνοιξε ένα νέο δρόμο για τον κόσμο. Επιδίωξή του εξαρχής ήταν να αρπάξει τα ηνία του κράτους και έπειτα να μεταβάλει τη Ρώμη σε αντάξια πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας. Και πράγματι, κατά τη διάρκεια της εξουσίας του, παρατηρήθηκε μεγάλη πρόοδος. Μεταμόρφωσε την παρακμασμένη δημοκρατία σ’ ένα νέο μοναρχικό κράτος με σπουδαίο μέλλον μπροστά του, πετυχαίνοντας μια χρόνια ειρήνη και όσα αυτή περιλαμβάνει. Η ειρήνη αυτή συνετέλεσε στη διατήρηση και παράλληλα στη μεταβίβαση της ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς στις επόμενες γενιές. Χαρακτηρίστηκε σκληρός και αμείλικτος στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, τακτική που αν δεν είχε ακολουθήσει δε θα είχε επιτύχει τόσο σημαντικά κατορθώματα.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής του, που διήρκησαν για αιώνες, ευεργέτησαν σημαντικά την ανθρωπότητα αφού έδωσαν στον κόσμο όχι μόνο τον Χρυσό Αιώνα του Αυγούστου αλλά και την Pax Romana (=Ρωμαϊκή Ειρήνη). Στους χρόνους του άκμασαν οι τέχνες, τα γράμματα και η ποίηση. Ο Αύγουστος φαίνεται να μην είχε πολλές ανθρώπινες αδυναμίες, πράγμα που είναι ευκολονόητο αν αναλογιστεί κανείς πως από την ηλικία των 19 ετών, προσπέρασε όλα τα εμπόδια, έδειξε εκπληκτική ωριμότητα στους αντιπάλους του και «κυβερνούσε τον κόσμο για σχεδόν 50 χρόνια με σιδερένια και αλύγιστη θέληση». Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Σουητώνιο «ήταν ένας άνθρωπος της συνήθειας, της νηφαλιότητας και των αυστηρών ωραρίων, με απεριόριστη υπομονή, επιδεξιότητα και αποτελεσματικότητα. Τον χαρακτήριζε η ταπεινότητα και η σύνεση. Εργαζόταν σκληρά και θεωρούσε τον εαυτό του τον πρώτο υπηρέτη του κράτους».
Ο Αύγουστος πέθανε τον Σεπτέμβριο του 14 μ.X., στα εβδομήντα πέντε του χρόνια και όντας βαριά άρρωστος. Μπορεί να μην απέκτησε φυσικούς διαδόχους, όμως άφησε πίσω του μια κληρονομιά που διαπέρασε τους αιώνες. Μετά το θάνατό του η Σύγκλητος, χωρίς δισταγμό, τον ανακήρυξε “θεό” (divus) θέλοντας να θεοποιήσει τον αυτοκράτορα που είχε κάνει τόσα πολλά εις όφελος του ρωμαϊκού λαού. Τον συμπεριέλαβε στο ρωμαϊκό Πάνθεο και ο ρωμαϊκός λαός, θέλοντας να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον αυτοκράτορα για το ανεκτίμητο δώρο της Ρωμαϊκής Ειρήνης αλλά και για όλα όσα είχε προσφέρει, λάτρευε τον Αύγουστο και την οικογένειά του σαν θεό.
‘’ Έπαιξα καλά το ρόλο μου; Αν ναι, τότε χειροκροτήστε, φίλοι, την έξοδό μου απ’ τη σκηνή. Η κωμωδία τελείωσε’’. Αυτά λέγεται πως ήταν τα τελευταία λόγια του Αυγούστου, πρώτου αυτοκράτορα της Ρώμης και θεμελιωτή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας…
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Christopher S.Mackay, Αρχαία Ρώμη
Anthony Everitt, Augustus: The Life of Rome’s First Emperor
Σουητώνιος, Η ζωή των Καισάρων-Αύγουστος
Τίτος Λίβιος, Από την κτίση της Ρώμης
Michael Rostovtzeff, Ρωμαϊκή Ιστορία
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://el.wikipedia.org/wiki/
*Η Ιωάννα Μαλλιότα είναι φοιτήτρια στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.