Ο Αριστοτέλης και η πολιτική διάσταση της φιλίας
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το δεδομένο ότι η φιλία που ορίζεται από την αρετή είναι το ανώτερο είδος, ενώ, αν έχει ως βασικό κίνητρό της το όφελος, είναι επίφοβη και συνήθως μικρής διάρκειας, δεν πρέπει να απαξιώνει την ωφέλεια που εμπεριέχεται στις ανθρώπινες σχέσεις. Και μόνο το γεγονός ότι η συνύπαρξη έχει δοθεί από τη φύση ως προϋπόθεση της ολοκλήρωσης του ανθρώπου μαρτυρά την από θέση αρχής ωφέλεια που σηματοδοτείται από την ανθρώπινη επαφή. Η πόλη, ως ανώτερη μορφή συνύπαρξης, επιφέρει και τη μέγιστη ωφέλεια, δηλαδή την πλήρη αυτάρκεια που θα οδηγήσει στην ευδαιμονία.
Από αυτή την άποψη, η περίπτωση της γνησιότερης φιλίας που οριοθετείται από τους νόμους της πιο ανόθευτης αρετής έχει αναγκαστικά και ωφελιμιστικό χαρακτήρα, αφού εκπληρώνει την ανώτερη μορφή ευτυχίας, δηλαδή την απόλυτη ολοκλήρωση. Η χρησιμοθηρική οπτική της φιλίας (και κατ’ επέκταση της αρετής που τη διασφαλίζει) κρίνεται αδιαπραγμάτευτη, αφού σε τελική ανάλυση όλα όσα κάνει κανείς αφορούν τον εαυτό του, δηλαδή την κατάκτηση της προσωπικής ευτυχίας. Η αρετή είναι το εργαλείο που θα οδηγήσει σε αυτό, καθώς η ατομική ευτυχία εκπληρώνεται μόνο μέσα από την ειλικρινή επαφή με τον άλλο. Οι γνήσιοι φίλοι ωφελούν πριν από όλα τον εαυτό τους. Κι αυτό το πετυχαίνουν ακολουθώντας το δρόμο της αρετής και της δικαιοσύνης.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης δεν παραλείπει το όφελος ως δύναμη που κινεί τη φιλία. Καθιστά όμως σαφές ότι δε φτάνει μόνο αυτό. Χρειάζεται κάτι περισσότερο, χρειάζεται δηλαδή η αρετή, ώστε να αποκτήσουν οι ανθρώπινες σχέσεις κάτι το θεϊκό μέσα τους, όπως κάτι θεϊκό εμπεριέχει και η κατάσταση της ευτυχίας.
Η ωφέλεια για τον Αριστοτέλη αποτελεί τόσο ισχυρό κίνητρο, που δεν υπάρχει μορφή συνύπαρξης που να μην την εμπεριέχει: «Εν πάση περιπτώσει, οι άλλες μορφές συνύπαρξης και συνάφειας ανθρώπων επιδιώκουν κάποιο επιμέρους συμφέρον» (1160a 9, 17-18). Η διευκρίνιση που γίνεται σχετικά με τις «άλλες» μορφές συνύπαρξης δεν έχει να κάνει με κάποια κατηγοριοποίησή τους προκειμένου να αποδειχθεί ότι αποσκοπούν σε κάτι διαφορετικό, αλλά στο διαχωρισμό της δράσης των πολιτών από του νομοθέτη (εδώ έγκειται η διαφορετικότητα στην αντίληψη της συνύπαρξης), αφού ο τελευταίος οφείλει να βλέπει την ωφέλεια σε αποκλειστικά συλλογικό επίπεδο.
Κι ο Αριστοτέλης θα γίνει σαφέστερος φέρνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα κοινοτήτων (συνύπαρξης), που χωρίς το όφελος προφανώς δε θα υπήρχαν: «Οι ναυτικοί π.χ. επιδιώκουν το κέρδος που σχετίζεται με τα ταξίδια στη θάλασσα (στο νου τους έχουν να κερδίσουν χρήματα ή κάτι τέτοιο)· οι συστρατιώτες επιδιώκουν το κέρδος που σχετίζεται με τον πόλεμο (ό,τι επιθυμούν είναι τα χρήματα, η νίκη ή η εκπόρθηση μιας πόλης)· το ίδιο και τα μέλη μιας φυλής ή ενός δήμου [μερικές μορφές συνύπαρξης και συνάφειας ανθρώπων γεννιούνται, κατά την κοινή αντίληψη, για χάρη της ευχαρίστησης και της απόλαυσης· τέτοιες είναι οι περιπτώσεις των θιασωτών και των ερανιστών: στην πρώτη πρόκειται για ομάδες οργανωμένες για προσφορά θυσίας, ενώ στη δεύτερη για ομάδες παρέας και ευωχίας]» (1160a 9, 18-24).
Με δεδομένο ότι όλες αυτές οι κοινότητες-μορφές συνύπαρξης (των ψαράδων, των στρατιωτών κλπ) υπάρχουν με σκοπό να υπηρετήσουν την πόλη συμβάλλοντας με το δικό τους τρόπο στην αυτάρκεια, είναι σαφές ότι η πόλη είναι η ύψιστη κοινότητα-μορφή συνύπαρξης, που εμπεριέχει όλες τις άλλες και οδηγεί στην ύψιστη αυτάρκεια. Και η ύπαρξη της πόλης δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι ξέχωρο από την πολιτική οργάνωση που θα εξασφαλίσει τη συνοχή της: «Όλες, πάντως, αυτές οι μορφές» (εννοείται συνύπαρξης, όπως οι ψαράδες, οι στρατιώτες κλπ) «φαίνεται ότι κατατάσσονται κάτω από την πολιτική συνύπαρξη και συνάφεια· γιατί αυτή δεν αποβλέπει μόνο σε ό,τι είναι συμφέρον στον παρόντα χρόνο, αλλά στο συμφέρον που εκτείνεται σε ολόκληρη τη ζωή…» (1160a 9, 24-27).
Κι αν πρέπει να διατυπωθεί διαφορετικά, η ωφέλεια αποτελεί γενεσιουργό αιτία κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας και κάθε συνύπαρξης και (κατά συνέπεια) κάθε μορφής πολιτειακής οργάνωσης: «Όλες, τώρα, οι μορφές συνύπαρξης και συνάφειας ανθρώπων μοιάζει να είναι μέρη της πολιτικής συνύπαρξης και συνάφειας· συνταξιδεύουν, π.χ., οι άνθρωποι έχοντας κατά νου κάποιο κέρδος, αλλά και για να εξασφαλίσουν κάτι από αυτά που είναι απαραίτητα για τη ζωή· και η πολιτική όμως συνύπαρξη και συνάφεια θεωρείται ότι άρχισε και εξακολουθεί να υπάρχει για χάρη του συμφέροντος· αυτό δεν έχουν στο νου τους και οι νομοθέτες; δε λένε, επίσης, ότι δίκαιο είναι αυτό που υπηρετεί το κοινό συμφέρον;» (1160a 9, 11-17).
Το συμπέρασμα είναι ήδη διαμορφωμένο: «Είναι λοιπόν φανερό ότι όλες οι μορφές συνύπαρξης και συνάφειας των ανθρώπων είναι μέρη της πολιτικής συνύπαρξης και συνάφειας – στις επιμέρους λοιπόν μορφές συνύπαρξης και συνάφειας θα ακολουθήσουν και ανάλογες μορφές φιλίας» (1160a 9, 33-35). Με άλλα λόγια, η φιλία παίρνει καθαρά πολιτικές διαστάσεις, αφού η μορφή του πολιτεύματος που θα ορίσει τη συνύπαρξη και τη συνάφεια των πολιτών θα επιφέρει και τις ανάλογες μορφές φιλίας.
Αυτό που μένει είναι να κατονομαστούν τα είδη των πολιτευμάτων και να διερευνηθούν τα είδη της φιλίας που θα προωθηθούν από κάθε πολίτευμα: «Τρία είδη πολιτευμάτων υπάρχουν, και δίπλα σ’ αυτά άλλες τόσες παρεκκλίσεις κάτι σαν φθορές τους. Τα πολιτεύματα είναι η βασιλεία και η αριστοκρατία, και τρίτο στη σειρά αυτό που βασίζεται στην αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων, που φαίνεται ότι θα ήταν σωστό να το λέμε τιμοκρατικό, που πολλοί όμως συνηθίζουν να το λένε πολιτεία» (1160a 10, 36-40).
Τα πολιτεύματα αυτά διαχωρίζονται με βάση τον αριθμό των ανθρώπων που διοικούν, αφού στη βασιλεία κυβερνά ένας, στην αριστοκρατία λίγοι (οι άριστοι) και στην πολιτεία οι πολλοί. Ο Αριστοτέλης θα κατονομάσει και τις στρεβλώσεις τους: «Εκφυλισμένη η βασιλεία καταντάει τυραννίδα· πραγματικά, η τυραννίδα δεν είναι παρά ο εκφυλισμός της βασιλείας, και ο κακός βασιλιάς γίνεται τύραννος. Εκφυλισμένη η αριστοκρατία καταντάει ολιγαρχία, όταν είναι κακοί οι άρχοντες και μοιράζουν ό,τι ανήκει στην πόλη χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία στην αρετή, κρατώντας για τον εαυτό τους τα αγαθά –όλα ή τα περισσότερα– και απονέμοντας τα αξιώματα πάντοτε στους ίδιους, δίνοντας πολύ μεγάλη σημασία στον πλούτο· έτσι, όμως, την εξουσία την έχουν λίγοι, και αυτοί κακοί, αντί να την έχουν οι καλύτεροι. Εκφυλιζόμενη, τέλος, η τιμοκρατία καταντάει δημοκρατία» (1160b 10, 12-20).
Το κριτήριο που διαχωρίζει τα ορθά από τα στρεβλά πολιτεύματα είναι η ποιότητα των ανθρώπων που διαχειρίζονται την εξουσία, το κατά πόσο δηλαδή αποβλέπουν στο όφελος ολόκληρης της πόλης ή αποκλειστικά στο δικό τους. Ο φωτισμένος μονάρχης που μοχθεί για την ευημερία του λαού του είναι ο βασιλιάς, ενώ ο αμοραλιστής που καταπιέζει τους πάντες ασκώντας βία, ώστε να τους απομυζεί, είναι ο τύραννος. Το ίδιο και στα υπόλοιπα πολιτεύματα όπου την εξουσία την ασκούν οι λίγοι (αριστοκρατία- ολιγαρχία) ή οι πολλοί (πολιτεία-δημοκρατία).
Το ότι η δημοκρατία κατατάσσεται στα στρεβλά δεν αποτελεί έκπληξη, αφού την άποψη αυτή ο Αριστοτέλης τη διατυπώνει και στο έργο του «Πολιτικά» ταυτίζοντας τη δημοκρατία με το λαϊκισμό που ευνοεί την ανάδειξη των ασήμαντων ανθρώπων σε βάρος των πραγματικά άξιων. Απογοητευμένος από την ποιότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας που παρακολουθεί (η οποία πράγματι είχε στρεβλώσεις) απορρίπτει συνολικά το πολίτευμα ως κυριαρχία των πολλών ανάξιων που εκτοπίζουν τους λίγους άξιους. Αυτός είναι και ο λόγος που το αποκαλεί τυραννία του όχλου. Ως αντιστάθμισμα της ορθής πολιτειακής εκδοχής που ενέχει τη λαϊκή κυριαρχία επικαλείται την πολιτεία, δηλαδή την ορθή εκδοχή της δημοκρατίας, που βασίζεται στην κρίση των πολλών χωρίς, όμως, να στρεβλώνει από το λαϊκισμό και την αναξιοκρατία.
Η ταύτιση της πολιτείας με την τιμοκρατία δεν υπάρχει στο έργο του «Πολιτικά», αν και αναλύει εξόχως διεξοδικά όλες τις πολιτειακές εκδοχές. Το ότι σ’ αυτό το σημείο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» προβαίνει σ’ αυτή την ταύτιση αποτελεί έκπληξη, καθώς στην τιμοκρατία τα πολιτικά δικαιώματα σχετίζονται με τον πλούτο των πολιτών αποκλείοντας τα φτωχότερα στρώματα. Προκαλεί εντύπωση το πώς μια τόσο σημαντική πολιτική τοποθέτηση γίνεται σ’ ένα έργο που αφορά την ηθική αρετή (και μάλιστα με τόσο συνοπτικό τρόπο) και δεν καθίσταται σαφής στο κατεξοχήν πολιτειακό του έργο, τα «Πολιτικά», που με απόλυτη πληρότητα καταδεικνύονται όλα τα πολιτεύματα σε οχτώ βιβλία.
Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αποτελεί η τοποθέτηση του Αριστοτέλη σχετικά με την ανωτερότητα της βασιλείας έναντι όλων των άλλων πολιτειακών εκδοχών: «Το καλύτερο από τα τρία αυτά πολιτεύματα είναι η βασιλεία, το χειρότερο η τιμοκρατία» (1160a 9, 40 ως 1160b 9, 1). Η αναγνώριση ότι η βασιλεία είναι το καλύτερο πολίτευμα έρχεται σε πλήρη αντίφαση με την αθροιστική θεωρία και το πρόταγμα της λαϊκής κυριαρχίας ως ιδανικής εκδοχής για τη διοίκηση στο έργο του «Πολιτικά».
Από το τρίτο Βιβλίο των «Πολιτικών» αναφέρεται ενδεικτικά: «… η πόλη αποτελείται από πολλούς, και, όπως ακριβώς είναι πλουσιότερο το συμπόσιο που γίνεται με τη συνεισφορά όλων, από αυτό που το αναλαμβάνει μόνο ένας, έτσι και το πλήθος αποφαίνεται καλύτερα για πολλά ζητήματα απ’ ό,τι ο ένας, όποιος κι αν είναι αυτός» (1286a 30-31).
Και: «Ακόμη το πλήθος είναι περισσότερο αδιάφθορο. Όπως το περισσότερο νερό μολύνεται λιγότερο, έτσι και το πλήθος διαφθείρεται λιγότερο συγκριτικά με τους λίγους. Όταν κάποιος κυριεύεται από οργή ή άλλο παρόμοιο πάθος, η κρίση του σίγουρα θολώνει. Όταν όμως είναι πολλοί, είναι δύσκολο να οργιστούν και να σφάλουν όλοι μαζί συγχρόνως» (1286a 31-35).
Και: «Πράγματι κάθε άρχοντας κρίνει σωστά με την καθοδήγηση του νόμου, αλλά θα φαινόταν ίσως άτοπη η σκέψη ότι καλύτερα αντιλαμβάνεται τα πράγματα κάποιος με δύο μάτια και με δύο αυτιά και ενεργώντας με δύο χέρια και δύο πόδια παρά οι πολλοί με πολλά τέτοια όργανα, αφού και τώρα οι μονάρχες καθιστούν πολλούς μάτια, αυτιά, χέρια και πόδια δικά τους» (1287b 25-30).
Η αναλογία του πορτρέτου που συμβολίζει τον άριστο είναι εξόχως κατατοπιστική για τις ιδέες που εκφράζει ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά». Ο άριστος, όπως ένα τέλειο πορτρέτο, μπορεί να ξεπερνά κάθε πολίτη ξεχωριστά όταν συγκρίνεται μαζί του, αλλά ως σύνολο οι πολλοί υπερτερούν, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το πλήθος ξεπερνά το πορτρέτο, αν ενώσει τα επιμέρους χαρακτηριστικά του καθενός που είναι καλύτερα (του πορτρέτου).
Για παράδειγμα κάποιος που υστερεί από το πορτρέτο στο σύνολο, μπορεί να υπερτερεί σε κάτι επιμέρους, π.χ. τη μύτη. Άλλος το στόμα, τα χείλη και ούτω καθεξής. Το σύνολο που προκύπτει ενώνοντας το στόμα, τη μύτη κλπ, τα οποία υπερτερούν του πορτρέτου, τελικά θα το ξεπεράσει. Κι ακριβώς αυτή είναι η αθροιστική θεωρία που καταδεικνύει ότι το πλήθος ως σύνολο (άθροισμα) ξεπερνά και τον άριστο και οποιαδήποτε ατομικότητα.
Το παράδειγμα από τη μυθολογία που παρουσιάζει το πλήθος ανίκητο ως ένα ον με πολλά πόδια, πολλά χέρια κλπ κινείται ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση. Ακόμη και το ότι υποστηρίζει (στα «Πολιτικά» πάντα) τον τρόπο που κρίνονταν οι δραματικοί αγώνες στην Αθήνα (σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που διαφωνούσε πλήρως), όπου το λόγο είχε ο απλός λαός και όχι οι ειδικοί-άριστοι καταδεικνύει την προτίμησή του στην κυριαρχία των πολλών.
Η διαπίστωσή του (και πάλι στο τρίτο βιβλίο των «Πολιτικών»): «Τώρα όμως που οι πόλεις έγιναν πολυανθρωπότερες, ίσως δεν είναι πια εύκολο να εμφανίζεται άλλο πολίτευμα από τη δημοκρατία» (1286b 20-22) καταδεικνύει ότι η βασιλεία είναι αδύνατο να έχει υποστηρικτές πλέον, αφού επί της ουσίας έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό της ρόλο. Μπορεί να ήταν προτιμητέα σε παλιότερες εποχές (αναφέρει ως παράδειγμα την περίπτωση του Κόρδου), αλλά η εξέλιξη των πόλεων, η άνοδος του πληθυσμού και του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου την καθιστά παρωχημένη.
Ακόμη και στο επιχείρημα ότι την εξουσία πρέπει να την ασκούν οι πλούσιοι ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» το ανατρέπει λέγοντας ότι και σ’ αυτή τη σύγκριση το πλήθος υπερτερεί, αφού, αν ενώσει τις πενταροδεκάρες του θα ξεπεράσει τους λίγους πλούσιους. Οι πολλοί υπερτερούν σε φρόνηση, σε ισχύ, σε πλούτο, σε κρίση. Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζεται τώρα ότι η βασιλεία είναι το καλύτερο πολίτευμα και ταυτόχρονα η πολιτεία να ταυτίζεται με την τιμοκρατία και να αναφέρεται τόσο απαξιωτικά, ώστε να βρίσκεται στη μικρότερη απόσταση (συγκριτικά με τα άλλα πολιτεύματα) από τη στρέβλωσή της, περίπου στρεβλή και η ίδια; «Η δημοκρατία είναι η λιγότερο κακή από τις παρεκκλίσεις, δεδομένου ότι αποτελεί σε πολύ μικρό μόνο βαθμό παρέκκλιση από την πολιτεία» (1160b 10, 22-24).
Το σίγουρο είναι ότι η διαχείριση του σπιτιού είναι μια αντανάκλαση των πολιτευμάτων: «Ομοιώματα αυτών των πολιτευμάτων και, κατά κάποιον τρόπο, τα πρότυπά τους μπορεί, λέω, κανείς να τα βρει και στα σπιτικά. Η συνύπαρξη, πράγματι, και η συνάφεια πατέρα-παιδιών έχει τη μορφή της βασιλείας: για τα παιδιά του δεν είναι που νοιάζεται ο πατέρας;» (1160b 10, 26-29).
Στις σχέσεις του άντρα με τη γυναίκα αρμόζει περισσότερο το πολίτευμα της αριστοκρατίας: «Η συνύπαρξη και η συνάφεια άντρα-γυναίκας έχει, προφανώς, τα χαρακτηριστικά του αριστοκρατικού πολιτεύματος: εδώ άρχει ο άντρας λόγω της υπεροχής του, και στα πράγματα στα οποία πρέπει αυτός να άρχει· όλα εκείνα για τα οποία είναι αρμόδια η γυναίκα, τα παραχωρεί σ’ αυτήν. Αν όμως ο άντρας ασκεί εξουσία στα πάντα, τότε μετατρέπει την αριστοκρατικού τύπου σχέση σε σχέση ολιγαρχικού τύπου, αφού αυτό που κάνει είναι αντίθετο με τους κανόνες της ορθής σχέσης και, πάντως, δε βασίζεται στην υπεροχή του» (1160b 10, 36-40 και 1161a 10, 1-2).
Η τυραννίδα αρμόζει περισσότερο στις σχέσεις με τους δούλους: «Του τύπου της τυραννίδας είναι και η σχέση αφέντη-δούλων, αφού στη σχέση αυτή όλα γίνονται για το συμφέρον του αφέντη» (1160b 10, 33-34). Τέλος, οι σχέσεις ανάμεσα στα αδέρφια, φαίνεται να προσομοιάζουν περισσότερο στην εκδοχή της τιμοκρατίας: «Όσο για τη φιλία των αδελφών, αυτή μοιάζει με τη φιλία των συντρόφων: αυτοί είναι ίσοι μεταξύ τους και συνομήλικοι, και αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι, τις περισσότερες φορές, όμοιοι στα συναισθήματα και στο χαρακτήρα. Με αυτήν μοιάζει και η φιλία που αναπτύσσεται στο τιμοκρατικό πολίτευμα· γιατί σ’ αυτό το πολίτευμα οι πολίτες θέλουν να είναι ίσοι μεταξύ τους και ενάρετοι· μοιράζονται λοιπόν την εξουσία με τη σειρά και με βάση την ισότητα· με αντίστοιχο τρόπο διαμορφώνεται εκεί και η φιλία» (1161a 11, 29-34).
Οι περιπτώσεις των σπιτιών που οι σχέσεις καθορίζονται σύμφωνα με τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος εκλαμβάνονται περισσότερο ως αδυναμία του άνδρα να επιβάλλει την τάξη: «Δημοκρατικού τύπου συνύπαρξη και συνάφεια υπάρχει κατά κύριο λόγο στα σπιτικά που δεν έχουν αφεντικό (γιατί εδώ όλοι βρίσκονται σε κατάσταση ισότητας)· το ίδιο και στα σπιτικά στα οποία ο άρχοντας είναι αδύναμος και, έτσι, ο καθένας κάνει ό,τι του αρέσει» (1161a 10, 8-11).
Πέρα από την καταφανή πατριαρχική εκδοχή της οικογένειας που προτάσσει ο Αριστοτέλης, αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι η ποιότητα των πολιτευμάτων αντανακλά και την ποιότητα των σχέσεων που θα προκύψουν. Γι’ αυτό και οι σχέσεις των μελών της οικογένειας χαρακτηρίζονται από τα ορθά πολιτεύματα. Η δημοκρατική εκδοχή της οικογένειας έχει να κάνει με τη στρέβλωση της αδυναμίας του άντρα να επιβληθεί. Αν πάλι υπερτερεί η γυναίκα, αυτό αφορά τη στρέβλωση της ολιγαρχίας: «Κάποιες, βέβαια, φορές την εξουσία την έχουν οι γυναίκες: είναι η περίπτωση των γυναικών που έχουν μια πολύ μεγάλη κληρονομιά· αυτή όμως η εξουσία δε βασίζεται στην υπεροχή τους, αλλά στον πλούτο και στη δύναμη, όπως ακριβώς στα ολιγαρχικά πολιτεύματα» (1161a 10, 2-5).
Οι πολιτειακές εκδοχές καθορίζουν σχεδόν ευθέως τις ανθρώπινες σχέσεις και τους δεσμούς φιλίας που προκύπτουν. Όσο περισσότερο στρεβλώνουν τα πολιτεύματα, τόσο υποβαθμίζεται και η συνύπαρξη. Από αυτή την άποψη, το καθεστώς της πλήρους αδικίας θα επέφερε και τις χειρότερες δυνατές σχέσεις μεταξύ των πολιτών. Η πολιτική οργάνωση δεν είναι παρά ο καθρέφτης της συνύπαρξης που εκπροσωπείται. Σε τελική ανάλυση, είναι ζήτημα δικαιοσύνης. Τα στρεβλά πολιτεύματα πριν από όλα είναι άδικα και η αδικία δεν είναι κάτι αφηρημένο, αλλά κάτι πολύ χειροπιαστό. Είναι η ανισότητα των ανθρώπων, που δεν μπορεί παρά να υπονομεύει τις σχέσεις τους.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Στα πολιτεύματα όμως που αποτελούν παρεκκλίσεις από τα ορθά πολιτεύματα, όπως υπάρχει λίγη δικαιοσύνη, έτσι είναι λίγη και η φιλία – η λιγότερη, φυσικά, στο χειρότερο από όλα τους: στην τυραννίδα δεν υπάρχει καθόλου φιλία ή, έστω λίγη· εκεί, πράγματι, όπου άρχοντας και αρχόμενος δεν έχουν κανένα κοινό συμφέρον, δεν υπάρχει φιλία· γιατί δεν υπάρχει ούτε σχέση δικαιοσύνης…» (1161a 11, 34-39).
Η φιλία που μπορεί να προκύψει σε τέτοιες περιπτώσεις αφορά τους καταπιεζόμενους, που εν τέλει θα εξεγερθούν. Η πόλωση είναι ο μοναδικός ρυθμιστής των σχέσεων. Φυσικά, όλα αυτά λειτουργούν διασπαστικά για την πόλη. Στην ουσία σηματοδοτούν τη διάλυσή της. Τα πολιτεύματα, ως κύριος ρυθμιστής της συνύπαρξης, καθορίζουν τις σχέσεις μέσα στην πόλη. Και οι ισορροπίες αποδεικνύονται εύθραυστες.
Κι ενώ είναι σαφές ότι η ποιότητα των πολιτευμάτων επηρεάζει την ποιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και κατά συνέπεια το χειρότερο πολίτευμα (τυραννία) θα επιφέρει τη διάλυσή τους σε αντίθεση με το ανώτερο (βασιλεία) που θα προσφέρει την πιο αρμονική από όλες (εκείνη του πατέρα και του γιου), ο Αριστοτέλης προχωρά σε μία ακόμη έκπληξη αποδίδοντας σοβαρές σχέσεις φιλίας στο στρεβλό πολίτευμα της δημοκρατίας: «Και στα τυραννικά λοιπόν πολιτεύματα υπάρχουν, αλλά σε πολύ μικρό βαθμό, σχέσεις φιλίας και δικαίου, στα δημοκρατικά όμως πολιτεύματα οι σχέσεις αυτές υπάρχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό· γιατί οι πολίτες έχουν πολλά κοινά, ίσοι καθώς είναι μεταξύ τους» (1161b 11, 10-12).
Κι εδώ δεν μπορεί κανείς να πει ότι η σύγκριση αφορά δύο στρεβλώσεις που απλώς η μία (δημοκρατία) είναι καλύτερη από την άλλη (τυραννία), γιατί ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για τις δημοκρατικές σχέσεις ισότητας που επιφέρουν «πολλά κοινά», στοιχείο απολύτως θετικό, που δε φαίνεται να ταιριάζει σ’ ένα στρεβλό πολίτευμα με τη λογική του λιγότερου κακού. Εξάλλου, δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά στην ολιγαρχία, που επίσης ως στρέβλωση θα μπορούσε να συγκριθεί. Η αναφορά της δημοκρατίας φαίνεται αυθόρμητη κι όχι ως προϊόν μεθοδολογίας (αν συνέβαινε αυτό θα έπρεπε να αναφερθεί και η ολιγαρχία).
Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτό το σημείο υπάρχουν αντιφάσεις, που κορυφώνονται στην αναγνώριση της βασιλείας ως ανώτερου πολιτεύματος. Οι απόψεις του στο έργο «Πολιτικά» φαίνονται διαφορετικές. Το βέβαιο είναι ότι και τα δύο έργα (Πολιτικά – Ηθικά Νικομάχεια) τοποθετούνται στην ίδια χρονική περίοδο (τη δωδεκαετία 335 π. Χ με 323 π. Χ., όπου είχε επανέλθει στην Αθήνα από τη Μακεδονία), οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε για κάποια σοβαρή ιδεολογική μεταστροφή που συμβαίνει πολλές φορές στους στοχαστές, όταν συγκρίνει κανείς το πρώιμο έργο τους με την περίοδο της ωριμότητας.
Επίσης βέβαιο, όμως, είναι ότι τα «Ηθικά Νικομάχεια» αποτελούν προσωπικές του σημειώσεις, που τις χρησιμοποιούσε για τη διδασκαλία του. Δεν τις επιμελήθηκε ποτέ ώστε να εκδοθούν, δεν τις έγραψε δηλαδή με σκοπό να εκτεθούν στο κοινό. Το γεγονός αυτό είναι απολύτως φανερό στην ανάγνωσή τους τόσο από κάποια μικρά λάθη που σημειώνονται, όσο κι από επαναλήψεις που καταδεικνύουν την ανεπισημότητα του προφορικού λόγου. Εξάλλου, η συνολική αναφορά που κάνει εδώ στα πολιτεύματα είναι ελάχιστη (μόλις 32 στίχοι) σε αντίθεση με τα οχτώ βιβλία των «Πολιτικών», τα οποία αφορούν μόνο το συγκεκριμένο θέμα και θεωρούνται ότι είναι επιμελημένα για έκδοση (πράγμα που φαίνεται επίσης στην ανάγνωση).
Η αντίφαση που παρουσιάζεται είναι προφανέστατα άνιση. Από τη μια ένα πλήρες, επιμελημένο και επί του θέματος έργο κι από την άλλη μια ελάχιστη αναφορά σ’ ένα διαφορετικού θέματος έργο, το οποίο είναι δεδομένο ότι δεν έχει επίσημο χαρακτήρα. Οι αναλύσεις που επιμένουν στην προτεραιότητα που δίνει ο Αριστοτέλης στη βασιλεία με βάση αυτή την αναφορά στα «Ηθικά Νικομάχεια» ασχολούνται περισσότερο με το δέντρο κι όχι με το δάσος. Από κει πέρα, είναι ζήτημα ερμηνείας…
Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια», βιβλίο όγδοο, μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, τόμος δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2006.
Αριστοτέλης: Πολιτικά», βιβλίο τρίτο, μετάφραση Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, τόμος δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2007.
Οι πίνακες είναι από εδώ: https://www.facebook.com/ellineszografoi/?tn-str=k*F