Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600 ως το 1100 π.Χ.). Ο Μυκηναϊκός κόσμος
Γράφει ο Νικόλαος Καλτσάς
Οι κοινωνίες του ελλαδικού χώρου, αγροτικού κατεξοχήν χαρακτήρα, γύρω στα μέσα του 16ου αι. π.Χ. αρχίζουν να παίρνουν νέα μορφή. Η τομή με το παρελθόν είναι αποφασιστική καθώς η αγάπη για το κυνήγι και τον πόλεμο με την εισαγωγή του πολεμικού άρματος επιφέρει σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Πάνω από το στρώμα των απλών πολιτών εμφανίζεται μια αριστοκρατική τάξη, που ζει μέσα σε δυνατές ακροπόλεις, μακριά από τον αγροτικό πληθυσμό και έχει ως ιδανικά τους ηρωικούς αγώνες και την πλούσια ζωή μέσα στην αυλή. Η τάξη αυτή των ηγεμόνων, που πιθανότατα προέρχεται από πληθυσμούς οι οποίοι θεωρείται ότι μετανάστευσαν στον ελληνικό χώρο γύρω στο 2000 π.Χ. και αποκαλούνται στα έπη του Ομήρου Αχαιοί, αναπτύσσει σχέσεις με την Κρήτη, επηρεάζεται από τον μινωικό τρόπο ζωής (θρησκεία, διοίκηση, μόδα), εισάγει προϊόντα, νέες τεχνικές, αλλά και ιδέες στη νέα κοινωνική και οικιστική οργάνωση του ελλαδικού χώρου.
Στον πολιτισμό αυτό, που αναπτύχθηκε κυρίως στην Κεντρική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, δόθηκε το όνομα Μυκηναϊκός από τις κραταιές Μυκήνες, την ακρόπολη που βρίσκεται στο μυχό της Αργολίδας και που αποτελούσε κατά την παράδοση την έδρα των Ατρειδών βασιλέων. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός αναπτύσσεται στην τελευταία φάση της Εποχής του Χαλκού, την Υστεροελλαδική εποχή, που διαρκεί από το 1600 ώς το 1100 π.Χ.
Οι ανασκαφές στις Μυκήνες και τα Ευρήματα των βασιλικών τάφων στους ταφικούς κύκλους Α και Β έδειξαν ότι οι βασιλείς αυτού του «κράτους» είχαν μεγάλη δύναμη και πλούτο που τον απέκτησαν πιθανότατα από πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά και από εμπορικές σχέσεις και συναλλαγές που ανέπτυξαν με την Ανατολή και την Ευρώπη για την προμήθεια μετάλλων. Οι μεγάλες ποσότητες ήλεκτρου (κεχριμπαριού) που βρέθηκαν στις Μυκήνες και στη Μεσσηνία αποτελούν μάρτυρες αυτών των σχέσεων.
Αναμφίβολα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Μινωικό. Αντικείμενα μινωικής τέχνης ή μινωικής επίδρασης που βρέθηκαν σε πολλούς μυκηναϊκούς τάφους και ακροπόλεις φανερώνουν την εγκατάσταση Μινωιτών τεχνιτών στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στις Μυκήνες.
Με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας γύρω στα 1600 π.Χ. και τις καταστροφή που υπέστη η Κρήτη, οι Μυκηναίοι επωφελούνται από την εξασθένηση της Κρήτης, κυριαρχούν στο Αιγαίο και γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα εγκαθίστανται στην Κνωσό. Από την εποχή αυτή αρχίζει η μεγάλη ακμή των μυκηναϊκών ανακτόρων, που φτάνει στο απόγειο της κατά τον 14ο και τον 13ο αι. π.Χ. και η ακτινοβολία του Μυκηναϊκού Πολιτισμού απλώνεται σε ολόκληρη την Κεντρική και την Ανατολική Μεσόγειο. Η μεγάλη εμπορική δραστηριότητα με την Εγγύς Ανατολή για την προμήθεια πρώτων υλών, χαλκού, χρυσού, ελεφαντόδοντου και ημιπολύτιμων λίθων, αλλά και οι ανταλλαγές βασιλικών δώρων με τις εκεί αυλές, μαρτυρείται από την ανεύρεση μυκηναϊκής κεραμικής στα παράλια της Μ. Ασίας, στην Κύπρο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο ως και την Ιορδανία, καθώς και από αντικείμενα ανατολικής προέλευσης που βρέθηκαν στην Ελλάδα, όπως σφραγιδοκύλινδροι, χαναϊτικοί αμφορείς και αιγυπτιακά λίθινα και φαγεντιανά αγγεία.
Κύριο χαρακτηριστικό του Μυκηναϊκού Πολιτισμού είναι οι τειχισμένες ακροπόλεις με τις υπόγειες κρήνες και τα ανάκτορα, μέσα στα οποία ενσωματώνεται ολόκληρη η διοικητική, θρησκευτική και καλλιτεχνική ζωή γύρω από τον άνακτα. Η γεωργική και η κτηνοτροφική παραγωγή, οι βιοτεχνικές και οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες, αλλά και το εμπόριο με τα κέντρα της Ανατολής και της Αιγύπτου, βρίσκονται υπό την εποπτεία και τον έλεγχο των ανακτόρων. Η άρτια διοικητική οργάνωση δημιουργεί την ανάγκη καταγραφής των δραστηριοτήτων των ανακτόρων, όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμες πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β που μας πληροφορούν για διοικητικές και οικονομικές δραστηριότητες, γραμμένες σε πρώιμη ελληνική γλώσσα.
Τα μυκηναϊκά ανάκτορα, τα οποία, σε αντίθεση με τα μινωικά, σχεδόν πάντα περιβάλλονται από μνημειώδη κυκλώπεια τείχη, αποτελούνται από ένα σύνολο κτιρίων, όπως εργαστήρια, αποθήκες, κατοικίες αξιωματούχων και ιερέων, Πυρήνας αυτών των συγκροτημάτων είναι το μέγαρο, η έδρα του βασιλιά, με την εστία στον κεντρικό χώρο και μια στοά εν παραστάσει στην είσοδο. Γύρω από το μέγαρο διατάσσονται τα διαμερίσματα και οι χώροι διαμονής της βασιλικής οικογένειας, αλλά και του πολυάριθμου προσωπικού. Τα σημαντικότερα κτίρια διακοσμούνται με πλούσιες τοιχογραφίες κατά το παράδειγμα των μινωικών ανακτόρων.
Στα εργαστήρια των ανακτόρων εξειδικευμένοι τεχνίτες κατασκευάζουν πλήθος έργων τέχνης, όπως πήλινα, μεταλλικά και λίθινα αγγεία, κοσμήματα και άλλα έργα χρυσοχοΐας και ελεφαντουργίας. Τα εργαστήρια της εικονιστικής κεραμικής παράγουν αγγεία που γίνονται ανάρπαστα στις αγορές της Κύπρου και της Εγγύς Ανατολής. Το πλούσιο και ευφάνταστο ρεπερτόριο της μυκηναϊκής λιθοτεχνίας ενσωματώνει μινωικές και άλλες εξωτικές επιρροές και οι τεχνίτες φιλοτεχνούν αγγεία που βρέθηκαν σε πλούσιους τάφους και οικίες των ακροπόλεων. Η υαλουργία, η ελεφαντουργία και η κοσμηματική αγγίζουν την εκζήτηση και την τελειότητα με θαυμαστά παραδείγματα.
Προς τα τέλη του 13ου αιώνα οι ισχυρές μυκηναϊκές ακροπόλεις εξασθενούν λόγω της διακοπής των εμπορικών σχέσεων με την Ανατολή που προέκυψε με τις καταστροφές οι οποίες συντελέστηκαν στα μεγάλα εμπορικά κέντρα από τις επιδρομές των «λαών της ξηράς και της θάλασσας», σύμφωνα με τη μεταγενέστερη παράδοση. Μετά την Τρωική εκστρατεία, στα τέλη του ίδιου αιώνα, πολλές ακροπόλεις έχουν καταστραφεί από φωτιά ή από σεισμούς ή και από εχθρικές ενέργειες και εγκαταλείπονται, ενώ άλλες εξακολουθούν να κατοικούνται σε μια προσπάθεια σύντομης αναβίωσης του ανακτορικού μεγαλείου.
Τον 12ο αιώνα παρατηρείται σταδιακή μετακίνηση των πληθυσμών προς τα παράλια, τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο και τα άλλοτε κραταιά διοικητικά κέντρα εξασθενούν. Η ενδοχώρα σχεδόν εγκαταλείπεται, τα μεγάλα κέντρα συρρικνώνονται και ετοιμάζεται το έδαφος για τις μεγάλες αλλαγές του ελληνικού κόσμου στην αυγή της νέας εποχής.
Ο Νικόλαος Καλτσάς είναι αρχαιολόγος και υπηρέτησε ως Διευθυντής στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Πηγή: Νικόλαος Καλτσάς. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκδ. Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση. Αθήνα.